Τέτοια μέρα πριν από 79 χρόνια, 28η Οκτωβρίου του 1940, η Ελλάδα έπαιρνε το βάπτισμα του πυρός στην πιο αιματοβαμμένη πολεμική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Η φασιστική Ιταλία απαιτεί να αναλάβει τον έλεγχο στρατηγικών σημείων της χώρας- στα βουνά της Ηπείρου αρχίζει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Το Έπος του ’40.
Τους ανθρώπους που τον έζησαν, στην πρώτη γραμμή ή στα μετόπισθεν, τους άντρες που πολέμησαν και δεν άφησαν τα κόκκαλά τους στο χιόνι, νέες τότε γυναίκες, νηστικά, σκελετωμένα παιδιά- αυτούς τους ανθρώπους τους έχουμε ζήσει κι εμείς. Και κάποιοι ζούνε ακόμα.
Οι ιστορίες και τα βιώματά τους, ακόμα κι αν πολλοί απέφευγαν να μιλούν εκτενώς, υπάρχουν σαν πρωτογενείς ιστορικές μαρτυρίες στο μνημονικό και των περισσότερων νεότερων Ελλήνων. Αν κάποια ιταλική ή γερμανική σφαίρα δεν είχε περάσει ξυστά από τον πρόγονό μας, δε θα είχαμε ποτέ υπάρξει- δεν είναι ο πόλεμος του ’40, ο αντιφασιστικός και αντιναζιστικός αγώνας της Ελλάδας ένα ηρωικό γεγονός σήμερα ανεπαίσθητο. Οι γενιές του τότε και του τώρα είναι πολύ κοντινές για να μην συνδέονται συναισθηματικά.
Στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας αυτή η συλλογική μνήμη του λαού είναι απτή. Οι φωτογραφίες της περιόδου ’40- ’41 οπτικοποιούν ιστορίες που έχουμε ακούσει με συναρπαστικό τρόπο, όπως μόνο η ορατή μνήμη και το φωτογραφικό στιγμιότυπο μπορούν. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις.
Στους τοίχους αρκετές εμβληματικές στιγμές της περιόδου- οι περισσότερες έχουν συμπεριληφθεί σε αφιερώματα και ντοκιμαντέρ της περιόδου ’40- ’41 και της Κατοχής που ακολούθησε. Στο υπόγειο, όμως, του Μουσείου, σε ογκώδεις φακέλους και ηλεκτρονικούς υπολογιστές φυλάσσονται χιλιάδες ακόμα εικόνες, αδημοσίευτες οι περισσότερες.
Διηγούνται όχι μόνο ηρωικές, εφ′ όπλου λόγχη επιθέσεις, αλλά και την καθημερινότητα στο μέτωπο και τα μετόπισθεν. Το ξεψείρισμα, τα γράμματα στη μάνα και στη γυναίκα, οι πετσοκομμένοι τραυματίες, οι αιχμάλωτοι, οι νεκροί με τα ανοιχτά μάτια. Δεν αντηχούν μόνο ”Αέρα!” αλλά και ”Όι, όι μάνα μου...”. Επιλέξαμε 70 από αυτές.
Το σύνολο του φωτογραφικού υλικού από το αρχείο του Πολεμικού Μουσείο συνθέτει ένα οπτικοποιημένο «Αξιον Εστί»- στις εικόνες που παρουσιάζουμε σήμερα προσπαθήσαμε να εικονογραφήσουμε έναν στίχο του έστω. Λίγες γραμμές- αράδες από την «Πορεία προς το Μέτωπο».
″Ξημερώνοντας τ′ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη που δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ′ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω. στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ′ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γαύγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων. Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ′ τον άλλο, ίδια τυφλοί”. (Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002).