Ἁπλὲς σκέψεις
ἐκκλησιολογικῆς συνέπειας
…
Πρωτοπρεσβύτερου
Ἀναστάσιου Κ. Γκοτσόπουλου
Ἐφημέριου Ἱ. Ν. Ἁγ.
Νικολάου Πατρῶν
Ὑποστηρίζεται στὸν χῶρο τῆς Οἰκουμενικῆς
Κινήσεως ὅτι ὁ παπισμὸς ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶναι μία ἀπὸ τὶς
Τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ ὅλες μαζὶ συγκροτοῦν τὴν Ἐκκλησία, τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ
καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Συνέπεια τῆς ἀντιλήψεως αὐτῆς
εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ Πάπας ἔχει πλήρη ἱερωσύνη μὲ ἀδιάκοπη Ἀποστολικὴ
Διαδοχή, εἶναι κανονικὸς Ἐπίσκοπος, διάδοχός του Ἀπ. Πέτρου καὶ τελεῖ ἀπολύτως
ἔγκυρα μυστήρια ποὺ προσφέρουν τὴν αὐτὴ σώζουσα Θ. Χάρη ποὺ παρέχεται καὶ διὰ
τῶν Μυστηρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καρπὸς τῆς ἀντιλήψεως αὐτῆς εἶναι ἡ περὶ
«ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» συζήτηση καὶ ἡ ἀπόφαση τῆς Ζ΄ ΄ Συνελεύσεως τῆς Ὁλομελείας
τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρ/Καθολικῶν στὸ
Balamand τὴν 17-24.6.1993, γνωστὴ ὡς «συμφωνία Balamand»: «Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ
Χριστὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του – ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχὴ εἰς τὰ
αὐτὰ μυστήρια, κυρίως εἰς τὴν μίαν ἱερωσύνην τὴν τελοῦσαν τὴν μίαν θυσίαν τοῦ
Χριστοῦ, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων – δὲν δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς
ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία μίας τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφὲς ὅτι ἐντὸς τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς
ἀναβαπτισμός».
Τί σημαίνει ὅμως «ἐκκλησία»; Ἡ λέξη εἶναι ἐξαιρετικὰ πολυσήμαντη. Ἀρχικὰ ἀναφερόταν στὴν ἁπλὴ λαϊκὴ συνέλευση (π.χ. «ἐκκλησία τοῦ δήμου»). Ἀργότερα περιορίστηκε καὶ σήμερα χρησιμοποιεῖται ἀποκλειστικὰ σὲ θρησκευτικὰ πλαίσια προσδιορίζοντας κάποιες κοινότητες χριστιανικὲς (π.χ. προτεσταντικὲς ἐκκλησίες) ἢ ἀκόμα καὶ μὴ χριστιανικὲς (ἐκκλησία τῶν Μορμόνων), ἢ τέλος καὶ κοινότητες ποὺ χρησιμοποιοῦν τὴ θρησκευτικότητα ὡς προσωπεῖο (π.χ. ἐκκλησία τῆς Σαϋεντολογίας, ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ). Ἐπίσης, ὑπὸ τὸν ὅρο «ἐκκλησία» πολλὲς φορὲς ἐννοεῖται ὁ κλῆρος, ἢ τὸ σύνολο τῶν θεσμῶν ποὺ ἀνήκουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἢ ἀκόμα καὶ οἱ ἴδιες οἱ ἀκολουθίες. Ὅμως στὴν ἀμιγῶς θεολογικὴ γλῶσσα, στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, μὲ τὸν ὅρο «Ἐκκλησία» προσδιορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὸ ἴδιο τὸ Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀκριβῶς τὴν ἴδια σημασία ἔχει ἡ λέξη Ἐκκλησία ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο Τοπική, γιὰ νὰ προσδιορίσει τὴν σὲ συγκεκριμένο τόπο φανέρωση τῆς Μίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἔχουμε τὴν πλήρη καὶ οὐσιαστικὴ ταύτιση τῆς Τοπικῆς μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅ,τι ἰσχύει γιὰ τὸ μέρος (τὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία), ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ καθ’ ὅλον («τὴν κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησίαν») καὶ τὸ ἀντίστροφο. Συνεπῶς, ὅταν χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» εἶναι ἀπαραίτητο νὰ διευκρινίζουμε μὲ ποιὰ ἔννοια. Σὲ μία συζήτηση ποὺ προσεγγίζουμε γεγονότα ἀπὸ ἱστορικῆς, νομικῆς, κοινωνιολογικῆς κ.ο.κ. πλευρᾶς γίνεται ἀσφαλῶς καὶ ἡ ἀνάλογη χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησία», ὅποτε ἀναφερόμαστε σὲ ἁπλὴ θρησκευτικὴ κοινότητα ἢ θρησκευτικὴ συνάθροιση, ἡ ὁποία πόρρω ἀπέχει ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ θεολογική της ἔννοια. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἔχουμε ἑκατοντάδες ἐκκλησίες, ποὺ καλύπτουν ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς θρησκευτικῆς ἔκφρασης καὶ ὀργάνωσης σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα κριτήριο γιὰ τὸ χαρακτηρισμὸ μίας κοινότητος ὡς ἐκκλησία, ἀλλὰ προέχει ὁ αὐτοπροσδιορισμός της : ἡ κάθε κοινότητα, ἢ ὁμάδα εἶναι ἐκκλησία, ἐπειδὴ ἔτσι θέλει καὶ αὐτοχαρακτηρίζεται.
Τὰ πράγματα ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὰ ὅταν ἀναφερόμαστε
στὸν ὅρο «Ἐκκλησία» ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς. Στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία ὁ ὅρος
«Ἐκκλησία» εἶναι αὐστηρὰ μονοσήμαντος. Προσδιορίζεται – ὅπως ἀναφέρθηκε –
ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς κεφαλή Του τὸν ἴδιο
τὸν Χριστό· τίποτα λιγότερο, ἀλλὰ καὶ τίποτα περισσότερο ! Κάθε τι τὸ ὁποῖο
ἀνήκει σὲ αὐτὸ τὸ Θεανθρώπινο Σῶμα εἶναι Ἐκκλησία, ὅ,τι δὲν ἀνήκει σὲ Αὐτό, δὲν
εἶναι Ἐκκλησία ! Ἀπὸ αὐτὴ τὴ βασικὴ καὶ θεμελιώδη θεολογικὴ ἀρχή, ὅτι ἡ
Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, προέρχονται καὶ οἱ
βασικὲς ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας :
Μία, διότι δὲν νοεῖται τεμαχισμὸς ἢ διχασμὸς στὸ
ἄχραντο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
Ἁγία, διότι εἶναι ἡ Πανάμωμος Νύμφη τοῦ Λυτρωτοῦ,
τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παρέστησε «ἑαυτῷ ἔνδοξον … μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ
ρυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων ἀλλ’ ἵνα ἢ ἁγία καὶ ἄμωμος» (Ἐφεσ. 5, 27). Μάλιστα ἡ κάθαρση αὐτὴ ἔγινε μὲ τὸ Ἄχραντο Δεσποτικό Του
Αἷμα.
Καθολική, διότι, ὄντας «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς
αἰῶνας», εἶναι ὁ ἀποκλειστικὸς ἐκφραστὴς τῆς καθολικῆς Ἀλήθειας καὶ ἡ προοπτική
της ἐκτείνεται σὲ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία καὶ Ἀποστολική,
διότι εἶναι ὁ ἀποκλειστικὸς φορέας τῆς Ἀποστολικῆς Διδαχῆς καὶ τῆς Ἀποστολικῆς
Διαδοχῆς, τὶς ὁποῖες καὶ διασώζει καὶ μεταδίδει μέσα στοὺς αἰῶνες. Μὲ βάση τὰ
ἀνωτέρω :
α) Εἶναι προφανὲς ὅτι ἀπὸ θεολογικῆς
ἀπόψεως ἡ ὕπαρξη πολλῶν ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη, ἐκτὸς ἐὰν
ἀναφερόμαστε στὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες, τὶς κατὰ τόπους φανερώσεις τῆς Μίας
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
β) Δὲν νοεῖται στὴν Ἐκκλησία τὸ ὁποιοδήποτε
ψεγάδι ἢ λάθος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει καὶ κηρύττει τὴν πληρότητα
τῆς Θ. Ἀποκαλύψεως, τὴν παραδεδομένη Ἀποστολικὴ Διδαχή, δηλ. τὴν Ἀλήθεια. Εἶναι
ἐντελῶς ἀδιανόητο τὸ παραμικρὸ λάθος σὲ θέματα πίστεως. Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας
ἀσφαλῶς καὶ μπορεῖ νὰ σφάλλουν· ποτὲ ὅμως ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ διατυπώσει
ὡς δόγμα πίστεως ὑποχρεωτικὸ γιὰ τὴ σωτηρία, τὸ ὁποῖο ἀργότερα νὰ … ἀνακαλέσει
ὡς ἐσφαλμένο. Ἡ ὕπαρξη λανθασμένης διδασκαλίας, ἐσφαλμένου δόγματος, ἀκυρώνει
τὶς βασικὲς ἰδιότητές Της : παύει ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι Ἁγία – ὡς «ἔχουσα σπίλον
ἢ ρυτίδα» ψευδοδιδασκαλίας, παύει ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι Καθολικὴ – ὡς μὴ
κατέχουσα τὸ πλήρωμα τῆς Ἀληθείας, παύει ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι Ἀποστολικὴ – διότι
πλέον δὲν κατέχει καὶ δὲν μεταδίδει τὴν
ἀνόθευτη Ἀποστολικὴ Διδαχή, ἀλλὰ ψευδοδιδασκαλίες.
γ) Ἡ Ἀποστολικὴ Διδαχή, δηλ. ἡ πίστη καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν
ἐπιδέχεται ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ἀμφισβήτηση ἢ ἄρνηση. Ὅποιος, ἀνεξάρτητα μὲ τὸ
βαθμὸ ποὺ ἔχει, συνειδητὰ καὶ συστηματικὰ ἀρνεῖται τὸ ὁποιοδήποτε δόγμα πίστεως
τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ παραμένει μέλος Της. H Ἐκκλησία ἐκφράζεται ἀλαθήτως στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Ἡ Σύνοδος ποὺ θὰ χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς «Οἰκουμενικὴ»
εἶναι ταυτόχρονα σὲ θέματα πίστεως ἀλάθητη. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη γιὰ ἕνα
πιστὸ ἡ ἄρνηση τῶν δογματικῶν ἀποφάσεων μίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἂν συμβεῖ
αὐτό, ὁ πιστὸς αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
δ) Ἡ ἀπόλυτη ἀναίρεση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ
αἵρεση, δηλ. ἡ συνειδητὴ ἄρνηση τῆς καθολικότητας τῆς Ἀλήθειας. Γι’ αὐτὸ
Ἐκκλησία καὶ αἵρεση εἶναι δύο ἔννοιες ἀπολύτως ἀσυμβίβαστες: Ἡ Ἐκκλησία
ἐκφράζει τὴν καθολικότητα, ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἄρνησή της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ φῶς,
ἡ αἵρεση τὸ σκοτάδι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ αἵρεση ἡ ἀπώλεια. Ἡ Ἐκκλησία
εἶναι ἡ θεοσέβεια, ἡ αἵρεση εἶναι ἀθεΐα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εὐθεῖα ὁδός, ἡ
αἵρεση ἡ «στρεβλότης». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἡ αἵρεση ὁ
ἀντίχριστος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἡ αἵρεση ἡ δαιμονικὴ
πλάνη.
Οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων χρησιμοποιοῦν γιὰ τὴν αἵρεση πολὺ σκληρὲς ἐκφράσεις γιὰ νὰ καταδειχθεῖ τὸ πόσο φρικτὴ καὶ ἀπαίσια κατάσταση εἶναι. Μεταξὺ ἄλλων χαρακτηρίζεται ὡς «φαυλότης φέρουσα τὸν ὄλεθρον», «ἐλεεινὴ πλάνη» στὴν ὁποία «κατεδέθησαν» οἱ αἱρετικοί, «μεμιασμένη κοινωνία», «ρίζα πικρίας», «μίασμα γέγονε τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία, ἡ τῶν χριστιανοκατηγόρων αἵρεσις». Ἐπίσης, ἡ αἵρεση «ἐγκαταλείπουσα» ἀμέσως ἢ ἐμμέσως «τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ» καταντᾶ «κεκρυμμένη εἰδωλολατρία» καὶ ἀθεΐα καὶ γι’ αὐτὸ ὁ ἀκολουθῶν αὐτὴν «τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωθείσθω καὶ ἐκπιπέπτω».
Μετὰ τὶς πιὸ πάνω ἁπλὲς καὶ ἀπὸ ὅλους ἀποδεκτὲς γενικὲς
ἐκκλησιολογικὲς ἀρχές, ἂς προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε τὸ κεντρικὸ ἐρώτημα
«Μποροῦμε ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ νὰ χαρακτηρίζουμε τὴν σημερινὴ ὑπὸ τὸν Πάπα
Ρώμης χριστιανικὴ κοινότητα ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; [Ὁ ὅρος Ἐκκλησία δὲν
χρησιμοποιεῖται συμβατικά, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀμιγῶς θεολογική του ἔννοια].
Ἂν ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική, ὅτι πράγματι ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως τὴν πρώτη χιλιετία πρὸ τοῦ
Σχίσματος, ποιὲς εἶναι οἱ ἀναπόφευκτες ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες αὐτῆς τῆς
παραδοχῆς; Νομίζω ὅτι, ἂν ἀποδεχθοῦμε τοὺς Λατίνους ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ,
τότε γιὰ νὰ ἔχουμε στοιχειώδη ἐκκλησιολογικὴ συνέπεια, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ
δεχθοῦμε ὅτι : Τὸ σύνολο τῶν δογμάτων ποὺ πρεσβεύουν εἶναι ἀληθές. Κατὰ
συνέπεια, δὲν νοεῖται ἡ παραμικρὴ ἀμφισβήτηση τῆς παπικῆς διδασκαλίας καὶ
πίστης, οὔτε καὶ τῶν παπικῶν δογμάτων περὶ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου. Ὅποιος
ἐμμένει στὴν ἄρνηση ἔστω καὶ ἑνὸς δόγματος πίστεως ἀντιστρατεύεται τὴν
ἀποστολικὴ διδαχὴ καὶ καθίσταται παραχρῆμα αἱρετικὸς καὶ ἄξιος ἀναθέματος.
Οἱ ὑπὸ τοῦ Παπισμοῦ καθορισθεῖσες μετὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο
14 «Οἰκουμενικὲς» Σύνοδοι ἔχουν ἑρμηνεύσει ἀλαθήτως τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια,
ἀλαθήτως ἔχουν ἐκφράσει τὴν ἀποστολικὴ διδαχὴ καὶ οἱ δογματικοί τους ὅροι
συνιστοῦν ὑποχρεωτικὰ γιὰ ὅλους τους Χριστιανοὺς δόγματα πίστεως ἄκρως
ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία. Συνεπῶς, οἱ ἀποφάσεις τῶν «Οἰκουμενικῶν» αὐτῶν
Συνόδων πρέπει νὰ γίνουν καὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους πλήρως ἀποδεκτές. Νὰ
ὑπενθυμίσουμε ὅτι στὶς 14 παπικὲς «Οἰκουμενικὲς» Συνόδους μεταξὺ ἄλλων
ἐντάσσονται: Οἱ ἑνωτικὲς σύνοδοι τῆς Λυὼν (1274) καὶ τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας
(1438/39). Πρακτικὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους σημαίνει ὅτι ὀφείλουμε νὰ τιμοῦμε
ὡς Ἅγιο τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Βέκκο ποὺ συμμορφώθηκε καὶ
ἀγωνίστηκε νὰ ἐπιβάλλει τὴ δογματικὴ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Λυῶνος καὶ ὄχι
τοὺς Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες ποὺ ἀντιστάθηκαν μέχρις αἵματος καὶ τὴν πολέμησαν!
Ὀφείλουμε νὰ τιμοῦμε ὡς Ἁγίους τους Ἰσίδωρο Κιέβου καὶ Βησσαρίωνα Νικαίας ποὺ
ἀποσκίρτησαν στὸν παπισμὸ γινόμενοι Καρδινάλιοι, ἀποδέχθηκαν καὶ συμμορφώθηκαν
μὲ τὴ δογματικὴ ἀπόφαση τῆς «Οἰκουμενικῆς» Συνόδου τῆς Φλωρεντίας καὶ ὄχι τὸν
Μᾶρκο τὸν Εὐγενικὸ ποὺ ἀντιστάθηκε καὶ τὴν πολέμησε μέχρι τέλους!
Εἶναι ἀπόδειξη, τουλάχιστον, ἐκκλησιολογικῆς σχιζοφρένειας νὰ
θεωροῦμε τὸν παπισμὸ ὡς Ἐκκλησία καὶ ταυτόχρονα νὰ τιμοῦμε ὡς Ἅγιο τὸν Μᾶρκο
τὸν Εὐγενικό! Ἡ Α΄ Βατικανὴ Σύνοδος (1869/70), ἡ ὁποία καθόρισε ὡς δόγματα
πίστεως ὑποχρεωτικὰ γιὰ τὴ σωτηρία :
α) τὸ πρωτεῖο τοῦ Ἀπ. Πέτρου ἐπὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων,
β) τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα Ρώμης ἐφ’
ὅλης της Ἐκκλησίας, καὶ
γ) τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα, ὅταν αὐτὸς
ἀποφαίνεται ex cathedra. Τυχὸν ἀμφισβήτηση ἢ ἄρνηση τῶν δογμάτων αὐτῶν ἐπισύρει
τὰ τέσσερα “anathema sint” (= ἀνάθεμα ἔστω) τῆς «Οἰκουμενικῆς» αὐτῆς Συνόδου.
Χρήση τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν ἔγινε μὲ τὴν καταδίκη του σύγχρονου μεγάλου
Ρ/Καθολικοῦ Θεολόγου Hans Kung, o ὁποῖος ἀρνήθηκε τὸ παπικὸ ἀλάθητο!
Ἂν ὁ Παπισμὸς εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τότε – ὢ! τότε… – ὅλοι οἱ μετὰ τὸ σχίσμα Ὀρθόδοξοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, οἱ Ἅγιοι, οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι … βλάσφημοι! Διότι εἶναι φρικτή, φοβερά, φρικτὴ βλασφημία νὰ χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία, δηλ. ἡ ἄσπιλος Νύμφη τοῦ Χριστοῦ μας, ὡς αἵρεση, ὡς δαιμονικὴ ἐπινόηση! Νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι σὲ αὐτὴν τὴ φρικτὴ βλασφημία ἔχουν περιπέσει ὅλοι – ἀνεξαιρέτως ὅλοι – οἱ Ἅγιοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὶς παπικὲς διδασκαλίες καὶ ὅλοι ὁμοφώνως ἔχουν ἀποφανθεῖ ὅτι ὁ παπισμὸς εἶναι αἵρεση!
Μεταξὺ ἄλλων: Μ. Φώτιος Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἅγ. Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης, ἅγ. Μᾶρκος Εὐγενικός, ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης, ἅγ. Κοσμᾶς ὁ
Αἰτωλός, ἅγ. Νεκτάριος κ.ἄ. Μάλιστα ὁ ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς λέει τὰ ἑξῆς
φοβερά : «Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις:
τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Πάπα… τὸ δόγμα περὶ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἶναι ὄχι μόνο
αἵρεσις, ἀλλὰ παναίρεσις… εἶναι αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου
ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ»!
Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο νὰ ἀποδέχομαι τὸν
παπισμὸ ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα νὰ τιμῶ τοὺς ἀνωτέρω ὡς Ἁγίους
ποὺ τὸν χαρακτήρισαν ὡς αἵρεση! Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς μετὰ τὸ σχίσμα
Τοπικὲς Συνόδους τῆς Ἀνατολῆς ποὺ καταδικάζουν τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ
παπισμοῦ. Καὶ αὐτὲς πρέπει νὰ καταδικαστοῦν ὡς … βλάσφημες! Μεταξὺ ἄλλων :
Σύνοδος 879, ἐν Κωνσταντινουπόλει
(χαρακτηρίζεται ὡς Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος) : αἱρετικὴ πλάνη ἡ προσθήκη τοῦ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Σύνοδος 1170, ἐν Κωνσταντινουπόλει «βουλὴν
κατεβάλοντο, ἵνα τελείως ἀποκόψωσι τελείῳ χωρισμῷ τὸν Πάπα καὶ πάντας τοὺς σὺν
αὐτῷ … οὔτε αὐτοὺς τελείῳ ἀναθεματισμῶ παρέδωσαν, καθὼς καὶ τὰς λοιπὰς αἱρέσεις
… φήσαντες τὸ Ἀποστολικὸν “αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν
νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπτε ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὧν
αὐτοκατάκρητος”».
Σύνοδος 1450, ἐν Κωνσταντινουπόλει
(τελευταία Σύνοδος στὸν Ι. Ν. Ἁγίας Σοφίας): καταδίκη τῆς ἑνωτικῆς Συνόδου
Φεράρας-Φλωρεντίας καὶ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τῶν Λατίνων.
Σύνοδος 1722, ἐν Κωνσταντινουπόλει: «νὰ
ἀποδιώχνετε τὸ ψεῦδος … νὰ ἀπέχετε μακριὰ ἀπὸ τὶς καινοτομίες καὶ τοὺς
νεωτερισμοὺς τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἄφησαν κανένα δόγμα καὶ μυστήριο καὶ
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ νὰ μὴν τὸ φθείρουν καὶ τὸ νοθεύσουν».
Σύνοδος 1838 , ἐν Κωνσταντινουπόλει: «νὰ
προφυλάξωμεν τὰ γνήσια τέκνα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰς βλασφημίας τοῦ
παπισμοῦ … τὰ βάραθρα τῶν αἱρέσεων καὶ τοὺς ψυχοφθόρους κρημνοὺς τῆς παπικῆς
πλάνης τῶν … ἵνα γνωρίσητε ὅσον τὸ διάφορον ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τῶν
Κατόλικων, ἵνα μὴ ἀπατᾶσθε ἀπὸ τοῦ λοιποῦ ἀπὸ τὰ σοφίσματα καὶ καινοφωνίας τῶν
ψυχοφθόρων τούτων αἱρετικῶν … τῆς ματαιόφρονος καὶ σατανικῆς τούτων αἱρέσεως».
Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων,
1848: «ἀπὸ αὐτὲς τὶς αἱρέσεις ποὺ
διαδόθηκαν σὲ μεγάλο μέρος τῆς οἰκουμένης, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ γνωρίζει ὁ
Κύριος, ἦταν κάποτε ὁ ἀρειανισμός. Σήμερα εἶναι καὶ ὁ παπισμός … (τὸ filioque) εἶναι αἵρεση καὶ αὐτὴ ποὺ τὴν πιστεύουν αἱρετικοὶ γι’
αὐτὸ καὶ ἡ μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τῶν
ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν καὶ δυτικῶν, κήρυξε καὶ παλαιὰ ἐπὶ τῶν Πατέρων μας,
καὶ ἀποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικῶς … ὅτι εἶναι αἵρεση καὶ οἱ ὀπαδοί του
αἱρετικοί… Ἐπίσης οἱ συνάξεις ποὺ συγκροτοῦνται ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι αἱρετικὲς καὶ
κάθε κοινωνία πνευματικὴ τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων… μὲ αὐτοὺς εἶναι ἀντικανονική,
ὅπως ὁρίζει ὁ ζ΄ κανόνας τῆς Γ΄ Οἴκ. Συνόδου».
Σύνοδος 1895, ἐν Κωνσταντινουπόλει:
«ὑπάρχουν οὐσιώδεις διαφορὲς ποὺ ἀφοροῦν στὰ θεοπαράδοτα δόγματα τῆς πίστεώς
μας καὶ στὸ θεοσύστατο κανονικὸ πολίτευμα τῆς διοικήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν… Ἡ
Παπικὴ Ἐκκλησία … ὄχι μόνο ἀρνεῖται νὰ ἐπανέλθει στοὺς Κανόνες καὶ τοὺς ὅρους
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰ. εὐρύνοντας τὸ ὑφιστάμενο
χάσμα, ἐπισήμως ἀνακήρυξε καὶ ἀλάθητο… Ἡ σημερινὴ Ρωμαϊκὴ εἶναι Ἐκκλησία τῶν
καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων, τῆς παρερμηνείας τῆς
Γραφῆς καὶ τῶν ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γι’ αὐτὸ εὐλόγως καὶ δικαίως
ἀποκηρύχθηκε καὶ ἀποκηρύσσεται ἐφ’ ὅσον μένει στὴν πλάνη της». Ἀπὸ τὶς ἀνωτέρω
ἁπλὲς σκέψεις εἶναι προφανὲς ὅτι, ἂν ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀποδεχόμαστε τὴ
Ρ/Καθολικὴ Κοινότητα ὡς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (ἐν τῇ θεολογικῇ ἐννοίᾳ) ὀφείλουμε
νὰ εἴμαστε συνεπεῖς μὲ αὐτὴν τὴν ἐκκλησιολογία καὶ νὰ τροποποιήσουμε ἀναλόγως
τὶς πεποιθήσεις καὶ τὶς ἐνέργειές μας! Εἰδάλλως παίζουμε ἐν οὐ παικτοῖς ἢ στὴν
καλύτερη περίπτωση κοροϊδεύουμε ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, ἐντός, ἐκτὸς καὶ ἐπὶ τὰ
αὐτά!
Ἐνστάσεις :
α) Θὰ μποροῦσε ὅμως κάποιος νὰ ἀντιλέξει: ὁ
παπισμὸς ἔχει πολλὰ στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητας (τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς
δογματικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας, τῆς ἱεραρχίας, τῆς λατρείας κ.ο.κ) δὲν
ἐπαρκοῦν αὐτὰ γιὰ νὰ τὸν θεωρήσουμε Ἐκκλησία; Μήπως θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν
χαρακτηρίσουμε ὡς σχετικῶς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Ἀσφαλῶς ὄχι! Διότι δὲν ἀρκοῦν
λίγα ἢ πολλὰ ἢ τὰ περισσότερα στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητας, γιατί ἡ Ἐκκλησία
ταυτίζεται μὲ τὴν πληρότητα καὶ καθολικότητα. Ἡ παραμικρὴ ἔλλειψη ἀλήθειας τὴν
ἀκυρώνει, ἡ ἐλαχίστη ὕπαρξη πλάνης τὴ νοθεύει. Ἄλλωστε, ὁ θεόπνευστος
ἀποστολικὸς λόγος εἶναι κατηγορηματικός : «ὅστις ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίση
δὲ ἐν ἑνὶ γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰακ. 2, 10).
β) Τί θὰ γίνουν τὰ ἑκατομμύρια τῶν
Καθολικῶν. Θὰ καταδικασθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν κόλαση καὶ θὰ σωθοῦν μόνο οἱ
Ὀρθόδοξοι; Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν φτάνει στοὺς ἀνθρώπους αὐτούς; Στὸ ἐρώτημα
αὐτὸ ὀφείλεται ἀναλυτικότερη ἀπάντηση: Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δὲν εἶναι ἕνα
ἰδεολογικὸ σύστημα ποὺ ἔχει ἀπαντήσεις γιὰ ὁποιαδήποτε
θεολογικὸ-φιλοσοφικὸ-ὑπαρξιακὸ ἐρώτημα. Μπορεῖ νὰ ἀποφαίνεται μόνο γιὰ τὰ
θέματα τὰ ὁποῖα ἔχει φανερώσει ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ὅποιο βαθμὸ Αὐτὴ τὰ
ἔχει ἀποκαλύψει! Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ὀφείλουμε νὰ σιωποῦμε, τιμώντας τὰ μυστήρια
ποὺ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κρατήσει γιὰ τὸν Ἑαυτό Του! Σὲ ἀντίθετη περίπτωση
ὁδηγούμαστε σὲ σχολαστικισμὸ ἢ καὶ σὲ βλασφημία θεωρώντας τὸ ὅποιο ἰδεολόγημά
μας διδασκαλία καὶ λόγο Θεοῦ! Αὐτὸ βέβαια δὲν ἀπαγορεύει τὴ δική μας συμβολὴ
στὴν ἐμβάθυνση στὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστιν τοῖς ἁγίοις» (Ἰουδ. 4) ἢ τὴ δική
μας ἀναζήτηση ἀπαντήσεως στὶς προκλήσεις τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ἀντιθέτως
μάλιστα αὐτὸ συνιστᾶ ἱερὴ διακονία στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὑπὸ μίαν προϋπόθεση: ἡ
διακονία αὐτὴ νὰ ἑδράζεται στὴν μέχρι τώρα ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία καὶ παράδοση
καὶ νὰ γίνεται ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση.
Ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς παρεκκλίσεως ἀπὸ τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσα
πίστιν» μᾶς προφυλάσσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐμεῖς ταπεινὰ τὴν ἐπιζητοῦμε καὶ
δεχόμαστε νὰ διατυπώσουμε ὄχι τὶς δικές μας «ἐξυπνάδες», ἀλλὰ ὅ,τι ὁ Θεὸς διὰ
τῶν Ἁγίων Του θέλησε νὰ μᾶς ἀποκαλύψει… Ἔτσι στὸ ἀνωτέρω ἐρώτημα νομίζω ὅτι ἡ
ἀπάντηση εἶναι μία : τὸ πῶς θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τοὺς ὀρθοδόξους ἢ τοὺς ἑτεροδόξους
καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους εἶναι δική Του εὐθύνη καὶ δική Του … μέριμνα ! Δὲν μᾶς
ἔχει ἀποκαλύψει τίποτα καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν δικαιούμαστε ὄχι μόνο νὰ μιλᾶμε,
ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ σκεφτόμαστε γιὰ λογαριασμό Του, ἂν δὲν θέλουμε νὰ καταντήσουμε
βλάσφημοι!
Εὔστοχα ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι δὲν γνωρίζουμε ποιὸς ἄνθρωπος σώζεται,
ἀλλὰ τὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος σώζεται (π. Γ. Μεταλληνός). Ἐμεῖς
ὀφείλουμε νὰ ἐγκαταλείψουμε ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους – ὅλους τους ἀνθρώπους,
ὁλόκληρο τὸν κόσμο – στὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἄπειρο ἔλεός Του! Εἶναι τυχαῖο ἄραγε ἕνα
ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θεολογικὰ πνεύματα, ὁ μεγάλος Ὠριγένης ἀναζητώντας καὶ ἀσχολούμενος
μὲ παρόμοια θέματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἡ Θ. Ἀποκάλυψη σιωπᾶ, ἔπεσε σὲ πλάνη; Ἂς
προσέξουμε ὅμως κάτι ἀκόμα: Προτύπωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁ ἀρχαῖος
Ἰσραήλ, ποὺ ἦταν «ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ δὲν σήμαινε ὅμως ὅτι ἡ ἀγάπη, τὸ ἔλεος
καὶ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ περιοριζόταν μόνο σὲ αὐτὸν καὶ ὄχι στὰ ἄλλα ἔθνη. Τὸ προφητικὸ κήρυγμα εἶναι σαφέστατο, μὲ χαρακτηριστικὴ
περίπτωση τὴ σωτηρία τῆς Νινευῆ. Τὸ ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σκέπασε τὴ Νινευῆ δὲν
σημαίνει ὅτι καὶ οἱ Νινευίτες ἐντάχθηκαν στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰσραήλ.
Παρόμοιο περιστατικὸ ἔχουμε καὶ στὶς
Πράξεις (κεφ. 10) μὲ τὸν ἀλλοεθνῆ Κορνήλιο στὸν ὁποῖο ἡ Θ. Χάρις πλούσια
χορηγήθηκε. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀρκοῦσε. Δὲν τὸν κατέστησε καὶ αὐτομάτως μέλος τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Νέου Ἰσραήλ, ἀλλὰ τὸν προετοίμασε γιὰ νὰ βαπτισθεῖ
καὶ ἔτσι νὰ γίνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας! Συνεπῶς ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Ἀγάπη Του
καὶ τὸ Ἔλεός Του δὲν περιορίζονται, ἀλλὰ ἐκτείνονται σὲ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία,
ἡ ὁποία προσκαλεῖται νὰ γίνει Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεχόμενη τὴν πληρότητα
τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀλήθειας, τὸν μοναδικὸ Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ Ἰησοῦ.