Μέσα στη χορεία των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, εύκολα μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον Μέγα Φώτιο, ως από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες που πέρασαν από το Θρόνο του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου. Εξ’ ου έλαβε και το προσωνύμιο από την Εκκλησία «Μέγας». Είναι η πρώτη φορά, που ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τιτλοφορείται ως «Οικουμενικός Πατριάρχης» και ο Μέγας Φώτιος είναι ο πρώτος που λαμβάνει τον συγκεκριμένο τίτλο.
«Τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος», αποκαλείται ο ιερός Πατήρ, ο οποίος έζησε κατά τον 9ο αι. «Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγῆς προμαχών», με τη θεολογική του κατάρτιση όπου διέδωσε στην οικουμένη την σοφία του και το Χριστιανισμό.
Η σοφία και η προσφορά του Μεγάλου Φωτίου είναι ιδιαίτερη σημαντική ακόμα και στα χρόνια μας. Μπορεί να έχουμε αρκετούς αιώνες διαφορά από τη δράση του σπουδαίου Πατριάρχη, αλλά είναι ιδιαίτερα διαχρονική η στάση του απέναντι στα εκκλησιαστικά ζητήματα της εποχής.
Ο Μέγας Φώτιος στηρίχθηκε «εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της καθολικής Εκκλησίας, ην ο Κύριος έδωκεν, οι δε Απόστολοι εκήρυξαν και οι Πατέρες εφύλαξαν» [Μ. Αθανασίου, Προς Σεραπίωνα» 1, 28 (PG 26, 593D-596A)].
Το πρώτο κύριο γνώρισμα της Πατριαρχίας του, είναι ότι κατάλαβε την ανάγκη της ιεραποστολής στον κόσμο. Κατείχε σημαντική θέση στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, στο οποίο φοίτησαν και οι Φωτιστές των Σλάβων -με τους οποίους συνδέθηκε- Κωνσταντίνος, εν συνεχεία μοναχός με το όνομα Κύριλλος, και Μεθόδιος. Ώστε, έδωσε την άδεια και την ευλογία του στα αδέρφια, να κηρύξουν το Χριστό και το λόγο του Ευαγγελίου στους σλαβικούς λαούς, αφού έτυχαν μεγάλης θεολογικής, φιλολογικής και φιλοσοφικής μόρφωσης . Εκείνοι οι λαοί, είχαν την ανάγκη να γνωρίσουν τον Χριστιανισμό και να μεταφρασθούν τα ιερά κείμενα (Αγία Γραφή και λειτουργικά βιβλία) στη γλώσσα τους.
Δεν προσπάθησε ο ιερός Φώτιος να επιβάλλει την ελληνική γλώσσα -όπως έκαναν οι Δυτικοί με την επιβολή της λατινικής γλώσσας στους εκχριστιανισθέντες- αλλά να μεταφρασθεί ο Λόγος του Θεού στη δική τους γλώσσα. Με αυτή την τακτική, οι λαοί ένιωθαν καλύτερα το νόημα και την ουσία των κειμένων που χρειάζεται να αποκομίσουν.
Παράλληλα, ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της ιεραποστολής στους Σλάβους, αλλά προβάλλεται ως καθοδηγητής ο Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Μιχαήλ ο Γ’. Αυτό δείχνει την ταπείνωση που είχε ο ιερός Φώτιος. Δεν τον ένοιαζε ποιος θα φαίνεται μπροστά αλλά την ανάγκη διάδοσης του Ευαγγελίου, σύμφωνα με την προσταγή του Κυρίου: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[1]. Αλλά, και από τη μεριά του βυζαντινού αυτοκράτορα, ήθελε να υποβαθμίσει την αξία και τις ενέργειες του Οικουμενικού Πατριάρχου, Φωτίου. Το αποτέλεσμα της σημαντικής ιεραποστολής στην Ανατολική Ευρώπη, ήταν να αλλάξει ο χάρτης εκείνης της περιοχής με τη διείσδυση μιας νέας θρησκείας και ενός νέου πολιτισμού που πήγαζε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Επίσης, στα χρόνια που ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης, τέθηκαν οι βάσεις για το σχίσμα των δύο εκκλησιών, μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Συνειδητοποίησε στην πλάνη που έπεσαν οι Δυτικοί με το filioque, δηλαδή στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού αλλά και στο πρωτείο του Πάπα, το οποίο στηρίζεται στη ρήση του Χριστού προς τον Απόστολο Πέτρο: «σύ εί Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, (Ματθ. 16, 18)». Βέβαια, στο συγκεκριμένο χωρίο, ο Χριστός στηρίζεται στην πίστη και στην ομολογία του Πέτρου και όχι στον συγκεκριμένο άνθρωπο. Αλλά, ο Μέγας Φώτιος στηρίχθηκε στους Πατέρες της Εκκλησίας και στα συνοδικά κείμενα των Οικουμενικών Συνόδων και αντιτάχθηκε σε όλες αυτές τις αιρέσεις και αυθαιρεσίες των Δυτικών. Σε μία εγκύκλιό του προς τους υπόλοιπους Ορθόδοξους Πατριάρχες τονίζει ότι: αυτή η «κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μᾶλλον δὲ καθ’ ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδος βλασφημία, κἄν μηδέν ἕτερον εἴη τῶν προειρημένων τετολμημένον, ἐξαρκεῖ καί μόνον μυρίοις αὐτούς ὑπαγαγεῖν ἀναθέμασιν, ὡς αὐτόχρημα ἄθεος γνώμη»[2]. Στη συγκεκριμένη εγκύκλιο, παρατηρούμε ότι αφιερώνει ένα μεγάλο τμήμα της προς την Δυτική προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, από το δεύτερο μέρος του τίτλου της: «… ἐν ᾗ περί κεφαλαίων τινῶν διάλυσιν πραγματεύεται, καί ὡς οὐ χρή λέγειν ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα προέρχεσθαι, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Πατρός μόνου»[3]
Κατά τη διάρκεια της πατριαρχείας του ιερού Φωτίου, συντελέστηκαν και κάποιες λειτουργικές και λατρευτικές μεταρρυθμίσεις των ιερών ακολουθιών, οι οποίες έρχονται μέχρι τις μέρες μας. Ήταν ένας ικανότατος ιεράρχης που πέρασε από την εκκλησία, αποδεικνύοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον του για το μέλλον της, πραγματοποιώντας ρηξικέλευθες αλλαγές. Προσπάθησε τη λατρεία προς το Θεό να τη μεταδώσει σε όλη την οικουμένη και, συγκεκριμένα, στους νέους ανθρώπους που προσέρχονταν στην εκκλησία.
Αρχικά με τις αλλαγές στη Θεία Λειτουργία, συνέβη η αλλαγή τρόπου κατασκευής των ναών. Η κάτοψη των ναών, πλέον, πήρε τη σταυρόσχημη μορφή. Με την πάροδο του χρόνου, ο τύπος του σταυρόσχημου ναού επεκτάθηκε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Επιπρόσθετα, αυτή την περίοδο, καθιερώνεται -στη σημερινή της μορφή- η Μεγάλη Είσοδος κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας όπου γίνεται η μεταφορά των Τιμίων Δώρων από την πρόθεση στην Αγία Τράπεζα. Με την αλλαγή της Μεγάλης Εισόδου, η Πρόθεση παίρνει το σχήμα της κόγχης, αριστερά της Αγίας Τραπέζης· και δεξιά αυτής, τοποθετείται τρίτη κόγχη που καλείται, διακονικό.
Ένα ακόμα στοιχείο που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας και συντελέστηκε κατά την πατριαρχεία του ιερού Φωτίου, είναι η ανύψωση του τέμπλου σε μεγαλύτερο ύψος. Για έναν αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία ταλαιπωρήθηκε από την Εικονομαχία.
Μία άλλη σημαντική προσφορά του ιερού Φωτίου μέχρι τις μέρες μας, είναι η μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Ο ίδιος όχι μόνο δεν την απαξίωσε, αλλά αρκετοί μοναχοί αντέγραψαν τα σπουδαία κείμενα της αρχαίας πεζογραφίας για να διατηρηθούν και στους επόμενους αιώνες. Συνειδητοποίησε την σπουδαιότητα και την αξία αυτών των συγγραμμάτων για τον άνθρωπο και για την κοινωνία. Ο καθηγητής Βασίλειος Τατάκης χαρακτηρίζει τον Μέγα Φώτιο ως: «ένα σπάνιο ερμηνευτή, τον πιο προικισμένο δάσκαλο, έναν άνθρωπο εκπληκτικής πολυμάθειας»[4] αλλά και «καθολικότητα γνώσεων, προσήλωση στην κλασική αρχαιότητα, προσπάθεια για δημιουργία πιο στενών σχέσεων ανάμεσα στη θύραθεν σοφία και στη θεολογία, είναι αυτά τα κύρια χαρακτηριστικά της πνευματικής του δραστηριότητας, τα οποία τον καθιστούν ανακαινιστή της κλασικής παιδείας στο Βυζάντιο»[5]. Άλλωστε, ο αιώνας που είναι πατριάρχης ο ιερός Φώτιος, χαρακτηρίζεται ως αιώνας της αναγέννησης των κλασσικών γραμμάτων.
Με αποτέλεσμα, ο ιερός Φώτιος καθίσταται ένα φωτεινό παράδειγμα για τον 21ο αι. και για τους σημερινούς Ιεράρχες, δείχνοντας το δρόμο που χρειάζεται να ακολουθήσουν, αποφεύγοντας μία καταστροφική ένωση των Εκκλησιών. «Πατριαρχῶν κλέος», «τῆς χάριτος ὄργανον», «Ἱεράρχην τόν κλεινόν», «Ἐκκλησίας τό στήριγμα», «Ἀρχιερέα τόν μέγιστον», «Τό στόμα τῶν θεολόγων», «Ἀποστόλων ὁμότροπος» είναι μερικά από τα επίθετα που του προσέδωσε η Εκκλησία.
Συμπερασματικά, ο ιερός πατήρ Φώτιος ο Μέγας, κατάφερε στη ζωή του να εφαρμόσει το λόγο του Κυρίου: «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ὁ ποιμὴν ὁ καλός τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάνν. ι΄, 11). Ακόμα, προσπάθησε να στηριχθεί στους Πατέρες της Εκκλησίας και στην παράδοσή της για την διαποίμανσή της. Όλη η προσωπικότητα και το έργο του μεγάλου αυτού ανδρός, ας γίνει η αφορμή να διαφυλάξουμε την πολιτιστική και την πνευματική μας κληρονομιά. Ο Μ. Φώτιος αντιλήφθηκε την αξία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αλλά και των πατέρων της Εκκλησίας· όπου πάνω σε αυτούς τους δύο τομείς στηρίχθηκε στην πορεία του ως καθηγητής και μετέπειτα ως Οικουμενικός Πατριάρχης. Σήμερα, κάθε άλλο παρά ποτέ, είναι σημαντική η μελέτη και των αρχαίων συγγραφέων και των εκκλησιαστικών πατέρων, όπου το εκπαιδευτικό σύστημα τείνει να αποκόψει και τους μεν και τους δε από αυτό. Αυτή την επανασύνδεση, καλούμαστε σήμερα να την αναβιώσουμε και για τις επόμενες γενιές, ώστε να μη χαθεί η αυτοπροσδιοριστική ταυτότητα της Ελλάδας.