Πόλεμος και Χριστιανός

                                                 

 του Μητρ. Ρεθύμνης και Μυλοποτάμου Χρύσανθου Τσεπετάκη (+ 14-10-1915)

Ο Χριστιανός στον πόλεμο. Όπλα και Χριστιανός. Χριστιανισμός και πόλεμος. Στράτευση Χριστιανών.

Αγαπητοί σήμερα θα δούμε ένα θέμα το οποίο είναι το εξής εάν επιτρέπεται ο πόλεμος και τα όπλα από την διδασκαλία του Χριστιανισμού.

Διαβάζοντας την Βίβλον βλέπουμε καθαρά ότι το ιδανικόν το οποίον οφείλουν να επιδιώκουν άτομα ή έθνη είναι η ειρήνη, για αυτό και ο Χριστιανισμός ονομάζεται Βασίλειον ειρήνης και ο αρχηγός αυτού, ο Βασιλεύς Κύριος Ιησούς Χριστός, καλείται Βασιλεύς και Άρχων ειρήνης. Όμως καθώς είναι γνωστό υπάρχουν περιστάσεις κατά τις οποίες η Αγία Γραφή επιτρέπει τον πόλεμο χαρακτηρίζοντας τον ως μέγιστη καταστροφή και ως Θεία τιμωρία.

Πολλάκις βλέπουμε εις την Παλαιάν Διαθήκην τον πόλεμον. Η ιστορία του Ισραήλ περιέχει έναν μακρύ κατάλογο πολέμων οι οποίοι διεξήχθησαν αδεία, διαταγή, και βοηθεία Θεού. Αλλά και στους Ψαλμούς βλέπουμε τον Δαυίδ να συντάσσει Ψαλμούς είτε επινίκιους, είτε ικετήριους. Ψαλμοί 9,19,20,43,59 κλπ.

Είναι φανερό λοιπόν ότι ο πόλεμος επιτρέπεται στην Παλαιά Διαθήκη υπό όρους.

Οι δε Εβραίοι προτού εμπλακούν εις πόλεμον ζητούσαν την βουλή του Θεού υπό τους λίθους ουρίμ και θουμίμ εκ του αρχιερατικού χρυσοκεντήτου Εφόδ ή σε κάποιους από τους προφήτας. Ως έμβλημα δε της βοηθείας Θεού μεταφερόταν στην εκστρατεία και η Κιβωτός της Διαθήκης.

Ο πόλεμος όχι μόνο δεν απαγορεύεται αλλά εις ορισμένας περιπτώσεις συνιστάται.

Πως όμως; Ως το τελευταίον καταφύγιον και ορίζονται κάποιοι κανόνες ώστε να περιοριστούν οι καταστροφές κατά του εχθρού και αυτός ο πόλεμος ονομάζεται πόλεμος παρά Θεού, τι παρ το Θεο πόλεμος Α' Παραλ. 5,22.

Το ερώτημα είναι όμως εάν εις την εποχήν της Καινής Διαθήκης και υπό τον θεσμό του βασιλείου της ειρήνης επιτρέπεται ο πόλεμος. Υπό πρώτης όψεως ίσως φανεί ότι ο πόλεμος δεν επιτρέπεται αφού δεν συμβιβάζεται με το Χριστιανικό πνεύμα της αγάπης και της ειρήνης που είναι γνώρισμα του Χριστιανού.

Η αγάπη όχι μόνο προς τους φίλους αλλά και προς τους εχθρούς, η επί του Όρους ομιλία και έτερα σημεία εις την Γραφήν συνιστούν την αγαθότητα, την μη χρήση βίας, την εγκαρτέρησιν. Όλα τα παραπάνω δεικνύουν ότι ο Χριστιανισμός προτρέπει προς την ειρήνην και συνιστά την αγαθότητα, όμως πρέπει να γίνει φανερή η έκτασις της εφαρμογής των διδασκαλιών αυτών.

Εάν επί παραδείγματι ένα Χριστιανικό κράτος προσβληθεί, τι οφείλει να πράξει κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου; Εν τοιαύτη περιπτώσει θα έπρεπε να εκλέξει εν εκ των δυο, ή την υποχώρησιν ή την αντίστασιν απέναντι εις τον εχθρόν.

Αλλ' η εκλογή του πρώτου θα συνεπήγετο με απώλεια ελευθερίας και αργά η γρήγορα θα επικρατούσαν τα έθνη τα θρασύτερα και τα αδικότερα. Η τοιαύτη δε επικράτησις της αυθαιρέτου βίας και της καταφανούς αδικίας δεν είναι σύμφωνος με την διδασκαλίαν του Ευαγγελίου, του οποίου εξάλλου σκοπός είναι η εξάπλωσις της βασιλείας σε όλη την Γη.

Αν δούμε τι συμβούλεψε ο Ιωάννης ο πρόδρομος όταν ρωτήθηκε από κάποιους στρατιωτικούς τι οφείλουν να κάνουν ώστε να αποκτήσουν την βασιλεία του Θεού, βλέπουμε ότι δεν απαιτεί από αυτούς την παραίτηση από το στρατιωτική θέση τους και περιορίζεται στην σύσταση πηρώτων δ ατν κα στρατευόμενοι λέγοντες· κα μες τί ποιήσομεν; κα επε πρς ατούς· μηδένα συκοφαντήσητε μηδ διασείσητε, κα ρκεσθε τος ψωνίοις μν.

Οπωσδήποτε εάν το Ευαγγέλιο απαγόρευε απολύτως τον πόλεμο ο Βαπτιστής θα όφειλε να συστήσει αποχήν από την στρατιωτικήν υπηρεσίαν τους η οποία προϋποθέτει τον πόλεμον. Ο Ιωάννης δεν απαιτεί παρ' αυτών την παραίτησην από του στρατιωτικού σταδίου και περιορίζεται εις την ανωτέρω σύστασιν.

Ομοίως και ο Κύριος όταν μιλεί προς τον εκατόνταρχο στην Καπερναούμ όχι μόνο δεν τον κατακρίνει για το στρατιωτικό του βαθμό αλλά δίδει μεγάλο έπαινο στην πίστη του λέγοντας ότι δεν βρήκε τέτοια πίστη σε ολόκληρο τον Ισραήλ, κούσας δ τατα ησος θαύμασεν ατόν, κα στραφες τ κολουθοντι ατ χλ επε· λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύτην πίστιν ερον. Λουκ 7,9.

Εις άλλον σημείον βλέπουμε τον απόστολο Πέτρο κατά την μετάβαση του μετά το γνωστό όραμα στον εκατόνταρχο στην Καισάρεια τον Κορνήλιο ώστε να τον κατηχήσει.

Ο απόστολος λέγει πολλά εις αυτόν, μάλιστα του αποκαλύπτει και την βουλή του Θεού περί την εις Χριστόν επιστροφή των Εθνικών, και θα ήτο παράλογο ενώ έχει αναφέρει τόσα να προβαίνει σε βάπτιση του Κορνηλίου και της οικογενείας του χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε περί απαγόρευσης στρατεύσεως ή να μην έχει ζητήσει από τον Κορνήλιο πριν την εισαγωγή του στον Χριστιανισμό με το βάπτισμα, την αποστράτευση. Θα μιλήσουμε εις επόμενη παράγραφον με περισσότερας λεπτομέρειας περί των ανωτέρω.

Επιπλέον βλέπουμε ότι ο Κύριος αλλά και οι Απόστολοι δείχνουν σεβασμόν προς το Ρωμαϊκό καθεστώς, σεβόμενοι τας δικαστικάς αρχάς, πληρώνοντας τους νενομισμένους φόρους, αναγνωρίζοντας τον στρατιωτικόν οργανισμόν.

Ο Παύλος δε, ομιλεί περί των "θεοσύστατων εξουσιών" στις οποίες οφείλει να υποταχθεί πάσα ψυχή και περί των πολιτικών αρχόντων ως τιμωρών, όχι των αγαθών, αλλά των κακοποιών οι όποιοι είναι οι μόνοι που πρέπει να φοβούνται την πολιτική αρχή διότι αυτή ουκ οικεί την μάχαιραν φορεί αλλά ως διάκονος Θεού έχει άδεια να κάνει χρήση αυτής κατά των κακοποιών, ανεξαρτήτως εάν αυτοί ανήκουν στο κράτος ή είναι εξωτερικοί εχθροί οι όποιοι επιβουλεύονται την ανεξαρτησία και την ελευθερία του.

Ο πόλεμος λοιπόν επιτρέπεται ως θεομηνία, ως ενός είδους Θεϊκής οργής, προς τιμωρία της ασεβείας και της αδικίας αλλά και ως αναγκαίο μέσον προς υπεράσπιση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας των λαών κατά των εξωτερικών εχθρών. Μια πράξις έκτακτος ήτις ενώ φαίνεται ότι ανατρέπει την ειρήνην την ησυχίαν και την τάξιν, αποβλέπει κυρίως εις την εξασφάλισιν αυτών.

Λέγει ο Χριστός, ουκ ήλθον βαλείν ειρήνη αλλά μάχαιραν, ως τον αναγκαίον πρόδρομον της ασφαλούς και μονίμου ειρήνης. Ότι τούτο μάλιστα ειρήνη, όταν το νενοσηκός αποτέμνηται, όταν το στασιάζον χωρίζηται. Ούτω γαρ δυνατόν τον ουρανόν τη γη συναφθήναι. Επεί και ιατρός ούτω το λοιπόν διασώζει σώμα, όταν το ανιάτως έχον εκτέμη και στρατηγός όταν κακώς ομονοούντας εις διάστασιν αγάγη. Ούτω και επί του πύργου (ο Χρυσόστομος εννοεί τον πύργο της Βαβέλ, δετε κα καταβάντες συγχέωμεν κε ατν τν γλσσαν) γέγονεν εκείνου, την γάρ κακήν ειρήνην η καλή διαφωνία έλυσε και εποίησεν ειρήνην, λέγει ο Χρυσόστομος.

Το ερώτημα περί Χριστιανικής διδασκαλίας και πολέμου δεν είναι τωρινό.

Και κατά τους πρώτους χρόνους το ερώτημα ετέθη εξ αφορμής των εν τω Ρωμαϊκώ στρατώ υπηρετούντων Χριστιανών.

Ο Τερτυλλιανός ενόσω ήτο εις την Εκκλησίαν, απολογούμενος υπέρ του Χριστιανισμού προς τους Εθνικούς, ανέφερε χωρίς καμία αποδοκιμασία προς τους Χριστιανούς που είχαν παραμείνει εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν μετά την μεταστροφήν τους, λέγοντας ότι ενώ αυτοί είναι χθεσινοί, έχουν πολλαπλασιαστεί τόσο ώστε κατέλαβαν τα πάντα και πόλεις και κώμας και φρούρια και στρατόπεδα, μόνον, λέγει ο Τερτυλλιανός, στους Εθνικούς ναούς δεν θα δει κανείς Χριστιανούς. Απευθυνόμενος δε εις τους Ρωμαίους επάρχους επισημαίνει εις αυτούς το γεγονός ότι οι Χριστιανοί ευρίσκονται εις τας Ρωμαϊκάς λεγεώνας και πολεμούν μαζί τους.

Δυστυχώς αδίκησεν τον εαυτόν του και εξέπεσεν εις τον Μοντανισμόν.

Τότε δε ήτο που εξέφερε την αλλοπρόσαλλον γνώμην ότι όταν ο Κύριος απηγόρευσε την χρήσην της μάχαιρας εις τον απόστολον Πέτρον αφόπλιζε συγχρόνως και όλους τους Χριστιανούς, δια τούτο δεν είναι επιτρεπτόν εις αυτούς το στρατιωτικόν επάγγελμα. Απηγόρευε δε ο Τερτυλλιανός εις τους βεβαπτισμένους την υπηρεσίαν εν τω στρατώ.

Όταν εκπέσεις εις την αίρεσιν αι πλάναι επέρχονται η μια όπισθεν της άλλης.

Ο Πέτρος εξάγων εκ της θήκης την μάχαιραν πηγαίνει πρωτίστως ενάντια εις την Θεϊκήν βουλήν της σωτηρίας δια Σταυρού η οποία ήδη του έχει γνωστοποιηθεί. Η πράξη του όχι μόνο δεν ήταν υπό την διαταγή κάποιας κοσμικής εξουσίας αλλά ήτο άκριτος αφού εξέθετε τους μαθητάς ως στασιαστάς, γεγονός το οποίο θα επέφερε την σύλληψή των, ήτο δε και ασύνετος αφού ακόμη και εάν εξουδετερωνόταν ο Μάλχος, οι λιγοστοί μαθητές θα εφονεύοντο υπό των πολυαρίθμων αντιπάλων χάνοντας την ευκαιρία να αγωνισθούν ύστερον, επιπλέον ως είπαμε η πράξις αυτή ήτο ενάντια εις την Θεϊκήν βουλήν. Δια αυτό και ο Χριστός του ομιλεί για το ποτήριον που πρέπει να πίει, επεν ον ησος τ Πέτρ· βάλε τν μάχαιραν ες τν θήκην· τ ποτήριον δέδωκέ μοι πατήρ, ο μ πίω ατό;

Η δε παρατήρησις του Ιησού είναι φανερόν ότι απευθύνεται κυρίως προς τους διώκτας αφού αυτοί είναι εν αδικία και επιτιθέμενοι εις έναν ο οποίος ουδέν κακόν εποίησε.

Το λεχθέν περί λεγεώνων αγγέλων οι οποίες θα μπορούσαν να παραταχτούν εναντίων των διωκτών δεικνύει αφενός ότι ο Ιησούς εκλέγει την στιγμήν κατά την οποίαν θα θυσιαστεί και αφετέρου ότι η άμυνα εναντίων των αδίκων είναι νόμιμος, δοκες τι ο δύναμαι ρτι παρακαλέσαι τν πατέρα μου, κα παραστήσει μοι πλείους δώδεκα λεγενας γγέλων;

Όταν οι σταυρωτές ήθελαν να λιθοβολήσουν τον Κύριο αυτός ως παντοδύναμος Θεός πιθανόν έγινε αόρατος ή εκρατήθησαν οι οφθαλμοί των διωκτών, αφού ο Ευαγγελιστής μας αναφέρει ότι ενώ είχαν πιάσει λίθους και ήταν έτοιμοι να τον λιθοβολήσουν αυτός "κρύβη" και διέφυγε διερχόμενος ανάμεσα σε ανθρώπους που μόλις πριν μια στιγμή τον είχαν έμπροσθεν των οφθαλμών τους.

Το σχέδιον του Θεού ήτο να σταυρωθεί και ο Χριστός δεν αφέθηκε έρμαιον εις τας δόλιας διαθέσεις των Φαρισαίων που ήθελαν να τον βγάλουν από την μέση εδώ και τώρα, ραν ον λίθους να βάλωσιν π᾿ ατόν ησος δ κρύβη, κα ξλθεν κ το ερο διελθν δι μέσου ατν, κα παργεν οτως.

Έτσι και ο Χριστιανός ως μαθητής Χριστού δεν θα γίνει έρμαιο του κάθε κακούργου θυσιάζοντας το δίκαιο του ή την ζωή του άκριτα. Ως απλούς άνθρωπος δεν δύναται να γίνει αόρατος, έτσι θα αναγκαστεί να αμυνθεί και θα θυσιαστεί όχι όταν το ζητήσει ο αδίστακτος άδικος αλλά όταν το απαιτεί το δίκαιο. Ο Χριστός θυσιάστηκε στον Σταυρό και όχι στον Ναό όπου ήθελαν να τον λιθοβολήσουν.

Ο Ωριγένης έλαβε αφορμή να μιλήσει περί της σχέσεως των Χριστιανών με τον πόλεμο από την επίθεση του Κέλσου. Ο Κέλσος ρωτά πόθεν προέρχονται οι Χριστιανοί, ποία είναι η πατρίδα τους και ποίος ο νομοθέτης τους και ο Ωριγένης απαντά, προερχόμαστε και ονομαζόμαστε εκ του Ιησού Χριστού ο οποίος μας παρήγγειλε να μεταβάλουμε τας ρομφαίας μας εις άροτρα και τους σειρομάστας (δηλαδή τις λόγχες, σειρομάστης = αγκαθωτή λόγχη) εις δρέπανα, για αυτό και οι Χριστιανοί δεν χρησιμοποιούμε τα σπαθιά μας εναντίον κανενός έθνους.

Παραδεχόταν μεν ότι υπάρχουν πόλεμοι οι οποίοι είναι προς άμυνα της πατρίδος, αγωνιζμενοι δ δι τν πρς θεν εχν πρ τν δικαως στρατευομνων κα πρ το δικαως βασιλεοντος, να τ ναντα πντα κα χθρ τος δικαως πρττουσι καθαιρεθ, αλλά παραδόξως δεν επιθυμούσε να μάχονται οι Χριστιανοί και να χύνουν το αίμα τους.

Ο Λακτάντιος, αρχικώς, απαγορεύει εις τον Χριστιανόν να φέρει όπλα, η υπηρεσία του Χριστιανού λέγει είναι όχι εις τον στρατόν αλλά υπέρ της δικαιοσύνης.

Παρά την μεγάλη των πολυμάθεια Τερτυλλιανός και Ωριγένης ηστόχησαν.

Η γνώμη τους, όπως και αυτή η συγκεκριμένη του Λακτάντιου περί του θέματος, δεν είναι σύμφωνος προς το φρόνημα και το πνεύμα της Εκκλησίας.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο εκ Σίκκης Αρνόβιος, διδάσκαλος του Λακταντίου και τέως πολέμιος του Χριστιανισμού, ο οποίος καίτοι ως εκ της σπουδής μετά της οποίας εκλήθη ήδη προ του βαπτίσματος αυτού να απολογηθεί υπέρ του Χριστιανισμού δεν είχε προλάβει ως ήτο επόμενον να γνωρισθεί βαθύτερον μετά της Χριστιανικής διδασκαλίας, εν τούτοις επί του σημείου τούτου φαίνεται ότι ποσήγγισε περισσότερον εις το πνεύμα της Εκκλησιαστικής διδασκαλίας. Η ειρήνη κατά τον Αρνόβιον είναι η ευκταία κατάστασις εν τω Χριστιανισμώ ήτις θα επικρατήσει μετά την αποδοχήν της ειρηνοφίλου διδασκαλίας του Ευαγγελίου.

Κατά τον ιστορικόν Ευσέβιον, ο Απολλινάριος επίσκοπος Ιεραπόλεως Φρυγίας, διηγείται περί της κεραυνοβόλου λεγεώνος και φαίνεται ευνοϊκώς διακείμενος υπέρ της στρατιωτικής υπηρεσίας των Χριστιανών.

Το γεγονός έχει ως εξής, ο Μάρκος Αυρήλιος εξεστράτευσε εναντίων των Μαρκομάννων. Οι Μαρκομάννοι ήταν αρχαία Γερμανική φυλή, η ονομασία της οποίας σημαίνει άνθρωποι των συνόρων. Ο Μάρκος Αυρήλιος πολέμησε δια μεγάλο διάστημα εναντίον αυτών και των συμμάχων τους Κουάδων, τους ενίκησε το 176.

Σε κάποια στιγμή υπήρξε φοβερά έλλειψις ύδατος και εξ αιτίας αυτού του γεγονότος το στράτευμα είχε έρθει σε μεγάλη δυσκολία, η καταστροφή ήτο προ των πυλών. Τότε μια λεγεώνα που αποτελούνταν από Χριστιανούς προσευχήθηκε και αμέσως κεραυνοί και πολύ βροχή έπεσε η οποία έσωσε στο στρατό από το να καταστραφεί εξ αιτίας της ελλείψεως ύδατος. Έτσι η λεγεώνα αυτή ονομάστηκε "Κεραυνοβόλος Λεγεών".

Περί αυτών των στρατιωτών ο Απολλινάριος Ιεραπόλεως αλλά και ο πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσέβιος oμιλούν ως περί καλών Χριστιανών των οποίων ο Θεός εισακούει τις προσευχές τους.

Όχι μόνον πριν από σχεδόν 2000 χρόνια αλλά και τώρα είναι πασίγνωστα τα θαύματα του Κυρίου και της Θεοτόκου και γενικώς η άνωθεν βοήθεια που έλαβαν οι ένδοξοι Έλληνες στρατιώται οι οποίοι ηρωικώς μάχονταν στα χιονισμένα βουνά ή αργότερα αντιστέκονταν εις την κατοχήν της πατρίδος μας υπό των σύγχρονων Μαρκομμάνων.

Ο Κλήμης Αλεξανδρείας δεν προτρέπει τους Χριστιανούς να απομακρυνθούν από την στρατιωτικήν υπηρεσίαν αλλά τους λέγει να πειθαρχούν και να έχουν υπακοή εις τας στρατιωτικάς αρχάς.  Η πίστη σε βρήκε υπό τα όπλα, μην τα εγκαταλείψεις αλλά υπάκουε εις τον αρχηγόν σου του οποίου ο λόγος της στρατολογίας είναι η υπηρεσία της δικαιοσύνης. Βλέπουμε τον Κλήμη να αναφέρει αυτό που λέγει ο Παύλος και ο Ιωάννης.

Δια τούτο και αι Αποστολικαί Διαταγαί περιλαμβάνουν την εξής σχετικήν οδηγίαν,

«στρατιώτης προσιών διδασκέσθω, "μη αδικείν, μη συκοφαντείν, αρκείσθαι δε τοις διδομένοις οψωνίοις", πειθόμενος προσδεχέσθω, αντιλέγων δε αποβαλλέσθω».

Οσάκις παρουσιάζεται τις των στρατιωτών θέλων να λάβει το βάπτισμα πρέπει να διδάσκεται ούτος, ότι οφείλει να αρκείται εις τον μισθόν του αποφεύγων πάσα αδικία κατά του πλησίον. Εάν δεν το αποδεχόταν αυτό δεν γινόταν δεκτός, εάν αποδεχόταν την τήρηση του ηθικού αυτού κανόνος τότε γινόταν δεκτός εις το Χριστιανικόν βάπτισμα άνευ άλλης υποχρεώσεως.

Σε αυτούς τους χρόνους αστυνομία και προσωπικόν δια την είσπραξην των εισφορών δεν υπήρχε και έτσι οι στρατιώτες είχαν πολλά καθήκοντα, εφόσον ήταν σε τέτοια θέση κάποιοι εκμεταλλεύονταν την εξουσία τους προς ίδιον όφελος, αδικώντας.

Εδώ παρατηρούμε ότι έχουμε ακριβώς την ίδια συμβουλή με αυτήν του Ιωάννη του Βαπτιστού. Έτσι εννόησε η πρώτη Εκκλησία τα περί στρατιωτικής υπηρεσίας, αι διδαχαί του Βαπτιστού έχουν ισχύν και εις την περίοδον της χάριτος. Καταπέφτει λοιπόν η σαθρή ένστασις ότι ο Ιωάννης συμβούλευε αυτά εις τους στρατιώτας προ της χάριτος ενώ τώρα ισχύει άλλως.

Ενδιαφέρον έχει τοπική σύνοδος, συνελθούσα εν Δύση το 314, οπού εξωεκκλησιάζει παν Χριστιανό ο οποίος λιποτακτούσε εν καιρώ ειρήνης.

Ο δε Μέγας Αθανάσιος, ο οποίος τόσο ηρωικά αγωνίστηκε κατά των Αρειανών, έχει την θέση ότι όχι μόνον επιτρέπεται η στρατιωτική υπηρεσία στους Χριστιανούς αλλά και ο πόλεμος κατά των εχθρών είναι αξιέπαινος. Το να φονεύσει κανείς, λέγει ο Αθανάσιος, δεν είναι επιτρεπτόν, εις καιρόν πολέμου όμως η αναίρεσις των πολεμίων είναι νόμιμη και αξιέπαινος. Εις την προς Αμμούν επιστολήν λέγει τα εξής: Φονεύειν ουκ έξεστιν, αλλ' εν πολέμω αναιρείν τους αντιπάλους, έννομον τε και επαίνου αίτιον.

Στην ίδια θέση με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας είναι και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων.

Ο Αμβρόσιος παρατηρεί ότι η απόφασις του Αθανασίου είναι αληθής προκειμένου περί του δικαίου πολέμου. Δίκαιος πόλεμος κατά τον Αμβρόσιο είναι αυτός που αποβλέπει στην άμυνα της πατρίδος.

Την εξήγηση του Αθανασίου ασπάζονται και άλλοι των σύγχρονων του Εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Αυτή την εξήγησην έχει προφανώς κατά νου και ο Μέγας Βασίλειος όταν διατυπώνει τον 13ον κανόνα του εκφέρων την γνώμην ότι αν οι αρχαιότεροι πατέρες εσυγχώρησαν τους εν πολέμω φόνους το έπραξαν αφορώντες εις τον ιερόν σκοπόν αυτών. Τους εν πολέμοις φόνους οι Πατέρες ημών εν τοις φόνοις ουκ ελογίσαντο, εμοί δοκεί, συγγνώμην διδόντες τοις υπέρ σωφροσύνης και ευσεβείας αμυνομένοις.

Επειδή ο Εκκλησιαστικός νομοθέτης Βασίλειος εκφράζει εν τη συνεχεία του αυτού κανόνος την ατομικήν του συμβουλήν περί αποχής εκ της Θείας Κοινωνίας αυτών που φόνευσαν εις πόλεμο δια τρία έτη, διαμαρτύρονται σφοδρώς οι αρχαίοι ερμηνευταί αυτού κατά της τοιαύτης του θείου πατρός αυστηρότητος, χαρακτηρίζοντας την συμβουλήν του, φορτικήν. Και επειδή οι περί ων ο λόγος Κανονολόγοι, Ζωναράς, Βαλσαμών και Αριστηνός ερμηνεύουν και το πιστεύω της εποχής τους επί του ζητήματος, είναι κατάλληλο να γνωρίσουμε την σκέψη τους.

Ου κατ' επιταγήν φησίν ο Άγιος, τους εν πολέμοις αναιρούντας επι τριετίαν απέχεσθαι της κοινωνίας, αλλά κατά συμβουλήν, πλην φορτική η τοιαύτη δοκεί συμβουλή, συμβαίη γαρ αν εκ ταύτης, μηδέποτε τους στρατιώτας μεταλαβείν των θείων Δώρων, και μάλιστα θάρσος ενδεικνυμένους, και αριστείς, ου γαρ αν ποτέ σχοίεν αδείαν επί τριετίαν ηρεμήσαι. Οίμαι γούν, ως ούποτε η του μεγάλου Βασιλείου υποθήκη αύτη εκράτησε. Ζωναράς.

Δια του παρόντος κανόνος υποτίθησιν ο Άγιος συμβουλευτικώς, τους εν πολέμω φονεύσαντας επέχεσθαι της κοινωνίας δι' όλην τριετίας, καν οι Πατέρες τοις τοιούτοις συγγνώμην δεδώκασι, και μετά φονέων αυτούς ουκ ελογίσαντο, αγωνισαμένοις υπέρ της ευσεβείας και της σωφροσύνης των μελλόντων αιχμαλωτισθήναι πιστών. Ούτως δε ο κανών, αξίως τη αγιοπρεπεία του θείου Πατρός εξετέθη, ουκ ενεργεί δε, δια το συμπίπτειν, ει τούτο δοθή, μηδέποτε τους στρατιώτας μεταλαμβάνειν των θείων αγιασμάτων. Βαλσαμών.

Ουδέ ο μέγας ούτος ανήρ την κρίσιν αυτών αποδοκιμάζει, δια το υπέρ σωφροσύνης και ευλαβείας αμύνεσθαι τον πολεμιστήν, λέγει για τον Βασίλειο ο Αριστηνός.

Εάν οι ασχολούμενοι με τους αλλεπάλληλους πολέμους αποκλείονται από την Θεία Κοινωνία θα είναι δια βίου αποκλεισμένοι από την Μετάληψην το οποίο δια τους Χριστιανούς είναι αφόρητος καταδίκη. Άλλως τε γιατί να μην θεωρούνται καθαροί αυτοί που αγωνίζονται υπέρ της πίστεως και των αδελφών τους ώστε αυτοί να μην συλληφθούν από τους πολεμίους ή για να ελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι ; Διότι εάν ήθελαν ευλαβηθούν τους βαρβάρους ώστε να μην τους φονεύσουν για να μην μολύνουν τα χέρια τους, τότε έχουν χαθεί όλα, και οι άδικοι και θρασείς θα γίνουν κυρίαρχοι των πάντων.

Αυτό συλλογιζόμενοι και οι παλαιοί Πατέρες δεν συγκατέλεξαν μεταξύ των φονέων τους εν πολέμω φονεύοντες αλλά τους συγχώρησαν επειδή πολέμησαν χάριν της σωφροσύνης και της ευσεβείας, καθώς είπε και ο Μέγας Βασίλειος, διότι εάν υπερισχύσουν οι άδικοι και οι βάρβαροι, τότε ούτε ευσέβεια θα υπάρξει, ούτε σωφροσύνη, και η μεν Χριστιανική ευσέβεια θα παραγκωνιστεί, αφού αυτοί θα επιβάλουν άλλα θρησκεύματα, στην δε σωφροσύνη δεν θα επιτραπεί σε κανέναν να μετέλθει αλλά θα εκβιαστούν και οι άλλοι να μετέχουν εις το υπόδειγμα των αδίκων. Λέγει ο Κύριος, μείζονα ταύτης γάπην οδες χει, να τις τν ψυχν ατο θ πρ τν φίλων ατο, κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από εκείνον πού θυσιάζει την ζωή του για χάρη των φίλων του.

Οίμαι γούν, ως ούποτε η του μεγάλου Βασιλείου υποθήκη αύτη εκράτησε,  συμπεραίνει ο Ζωναράς, δηλαδή, φρονώ λοιπόν ότι η συμβουλή του Μεγάλου Βασιλείου δεν εφηρμόσθη ποτέ εν τη Εκκλησία. Ούκ ενεργεί, δεν είναι σε ισχύ, συμπληρώνει ο Βαλσαμών.

Τόσω δε μόνον εχρησίμευσεν η προκειμένη αυτή αυστηρά υποθήκη.

Όταν αργότερα ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος ο Φωκάς, ο απαλλάξας την Κρήτην υπό των Σαρακηνών, απήτησεν υπό Συνόδου όπως η Εκκλησία μεταξύ των Αγίων μαρτύρων κατατάσσει και τους εν πολέμοις πίπτοντας και να απονέμωνται εις αυτούς ίσες τιμές και ύμνοι. Οι τότε Αρχιερείς, ίνα αποφύγωσι την ξένην προς τον Χριστιανισμόν ιδέαν του περί ιερού πολέμου κατά των απίστων εις τον οποίον οι πεσόντες θα ήσαν μάρτυρες ώσπερ λέγουσι οι τζιχαντισταί, απέρριψαν την εν λόγω πρόταση λέγοντας ότι δεν είναι δίκαιο το να συναριθμηθούν μαζί με τους σφαγιασθέντες εν διωγμούς οι εν πολέμω πεσόντες ους ο Μέγας Βασίλειος ως μη καθαρούς τας χείρας επί τριετίαν των αγιασμάτων απείρξεν.

Αποδέχτηκε όμως η Σύνοδος αυτή την σχετικήν περί του θέματος σύστασιν του Αθανασίου καθ' ην οι εν πολέμοις αριστεύσαντες δέον να τιμώνται μεγάλων τιμών και τιμητικών στηλών αίτινες να κηρύττωσι τα κατορθώματα αυτών ως αναιρούντων τους αντίπαλους και πράγμα ποιούντων έννομον και επαίνου άξιον.

Ο Αυγουστίνος Ιππώνος ήτο ο συγγραφεύς ο οποίος ησχολήθηκε περισσότερον με το θέμα. Ο Αυγουστίνος παρακινήθηκε κατά πρώτον να εκφέρει γνώμην περί πολέμου εξ αιτίας ενός παλαιού φίλου του και άλλοτε ομοφρόνου του Μανιχαίου, Φαύστου.

Ο Φαύστος προσέβαλλε την αυθεντικότητα της Παλαιάς Διαθήκης και αρνιόταν ιδιαίτερα τας διηγήσεις περί πολέμου που περιέχει, ιδίως δε τας διηγήσεις περί των πολέμων του Μωυσέως, τους οποίους δεν ήτο δυνατόν να δικαιολογήσει άλλως αφού φρονούσε ότι ο πόλεμος είναι πράξις εγκληματική.

Απαντώντας εις τον Φαύστον ο Αυγουστίνος κάνει διάκριση μεταξύ πολέμων αδίκων, που κινούνται από φιλοδοξία, και πολέμων δικαίων διατασσόμενων από τον Θεό ή παρά της νομίμου πολιτικής αρχής προς τιμωρία της αδικίας ή προς επανόρθωση ενός μεγάλου αδικήματος. Λέγει ότι το να τολμούμε να μέμφουμε τον Θεό διότι διέταξε τον πόλεμο ή να αρνούμαστε να πιστέψουμε ότι ο δίκαιος και αγαθός Θεός επέταξε τον πόλεμο αυτό είναι γνώρισμα ανθρώπου ανικάνου να κατανοήσει την ενέργειαν της Θείας Προνοίας.

Αλλού ο Αυγουστίνος αντιμετωπίζει τον πόλεμο από γενικότερη άποψη.

Χωρίς αμφιβολία, λέγει ο Αυγουστίνος, ο πόλεμος είναι φοβερή μάστιγα αλλά μάστιγα υπό την Θεία Πρόνοια, μάστιγα την οποία ο Θεός καταφέρει είτε προς ηθικοποίησην των διεφθαρμένων κοινωνιών και προς τιμωρία των αμαρτωλών, είτε προς δοκιμασία των δικαίων. Επομένως ο πόλεμος δεν είναι πάντοτε κακός, κακός αποβαίνει εάν ενεργηθεί άνευ δικαίας αιτίας ή εάν υπάρξουν εις αυτόν υπερβολές.

Για αυτό ο στρατιώτης επί τη διαταγή των αξιωματικών δύναται και οφείλει να κτυπήσει κατά του εχθρού άνευ δισταγμού ή τύψεων συνειδήσεως. Κάνοντας αυτό δεν παραβαίνει την εντολή ου φονεύσεις γιατί είναι εκτελεστής δικαίας αποφάσεως, απεναντίας εάν φερόταν με άλλο τρόπο θα ήταν ένοχος παραβάσεως καθήκοντος.

Ενώ ο Αυγουστίνος εκφράζει μια θέση επιδοκιμασίας του αμυντικού πολέμου που είναι σύμφωνος με την Αγίαν Γραφήν, στιγματίζει τους κατακτητικούς πολέμους τους οποίους χαρακτηρίζει ως ληστρικούς και ακόμη πιο πολύ αποδοκιμάζει τον εμφύλιο πόλεμο.

Η Α' εν Νικαία Σύνοδος με τον 12 ον κανόνα της επιβάλλει αυστηρόν επιτίμιον εις τους εκ των Χριστιανών επανερχομένους εις τον στρατόν και φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι απαγορεύει εις τους Χριστιανούς την στρατιωτικήν υπηρεσίαν ως κάτι ασυμβίβαστο με την Χριστιανικήν διδαχήν.

Η Εκκλησιαστική ποινή όμως αυτή αναφέρεται όχι εις την πράξην αλλά στα ελατήρια αυτής. Ο δ προσκληθέντες μν π τς χάριτος, κα τν πρώτην ρμν νδειξάμενοι, κα ποθέμενοι τς ζώνας, μετ δ τατα π τν οκεον μετον ναδραμόντες, ς κύνες, ς τινάς κα ργύρια προέσθαι, κα βενεφικίοις κατορθσαι τ ναστρατεύσασθαι· οτοι δέκα τη ποπιπτέτωσαν, μετ τν τς τριετος κροάσεως χρόνον.

Οι περί ων ο λόγος Χριστιανοί αποστρατεύτηκαν εκουσίως αποφασισμένοι να δεχθούν το Χριστιανικόν μαρτύριον αλλά μεταμελήθησαν, μετά δε την άρνησην της πίστεως ενήργησαν δια προσφοράς αργυρίων και δώρων ώστε να επανέλθουν εις την πρότερη κατάστασην, δηλαδή να επανέλθουν εις το στράτευμα.

Όσοι λοιπόν έφυγαν από το στράτευμα αλλά μετά αρνήθησαν την πίστην και επανήλθαν εις τον στρατόν τιμωρούνταν με τον εν προκειμένω κανόνα της Εκκλησίας με το δεκαετές επιτίμιο των υποπιπτόντων και βγαίνουν από τον Ναό μαζί με τους Κατηχουμένους.

Επί τρία έτη θα υπάγονται εις την τάξιν των ακροωμένων και επί δέκα έτη εις την τάξιν των υποπιπτώντων. Έτσι αυτός ο κανόνας τιμωρεί την πτώσην, δηλαδή την άρνησην της πίστεως, όχι την στρατιωτικήν υπηρεσίαν, την οποίαν παρατηρούμεν ότι δεν μπορούσαν οι Αρχιερείς να απαγορεύσουν χωρίς να έλθουν εις αντίθεσην με το πνεύμα της Ευαγγελικής διδασκαλίας.

Το συμπέρασμα ότι η αρχαία Εκκλησία δεν αποδοκιμάζει ούτε τον πόλεμον, ούτε την στρατιωτικήν υπηρεσίαν, αποδεικνύεται τρανώς και από τας Λειτουργίας αλλά και τους ύμνους της. Τι δε άλλον είναι ο Ακάθιστος Ύμνος ειμή η συγκινητικοτέρα έκφρασις της τιμής, της αινέσεως και της ευγνωμοσύνης της Εκκλησίας προς την Θεοτόκον ως προς την υπέρμαχον Στρατηγόν και προστάτιδα αυτής ταύτης της Εκκλησίας και του Έθνους ημών; Όχι μόνον η αρχαία Εκκλησία και ημείς, αλλά και η Γραφή υμνεί και πλέκει το εγκώμιον όσων ηγωνίσθησαν υπέρ της δικαιοσύνης του Κυρίου. Εβρ.11,34 σβεσαν δύναμιν πυρός, φυγον στόματα μαχαίρας, νεδυναμώθησαν π σθενείας, γενήθησαν σχυρο ν πολέμ, παρεμβολς κλιναν λλοτρίων·

Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος εν τω αγώνι αυτού κατά του Μαξεντίου καθιέρωνε το εξ' οράματος πολύκροτον λάβαρον, Χ-Ρ  ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ, ως στρατιωτικήν σημαίαν, απεκάλυπτε την Θείαν βουλήν περί αναγκαίων πολέμων και εις την περίοδον της Καινής Διαθήκης. Το συνταρακτικόν εκείνον όραμα ήτο το αίτιον αλλαγής του Κωνσταντίνου, ο δε Μαξέντιος εις τα ύδατα κατεβυθίσθει ως άλλος Φαραώ και επνίγει. Ο Λακτάντιος ανεγνώρισεν την Θεϊκήν βοήθειαν και απέδωσε τας νίκας του Κωνσταντίνου εις αυτήν, εννοών ότι η προτέρα γνώμην του ήτο εκτός πνεύματος της Εκκλησιαστικής διδασκαλίας.

Εις το περιστατικόν του εκατοντάρχου ο Κύριος τον εγκωμιάζει μεγάλως δια την μεγάλη πίστην του η οποία μάλιστα είναι υπεράνω ολοκλήρου του Ισραήλ. Λουκ.7,9 κούσας δ τατα ησος θαύμασεν ατόν, κα στραφες τ κολουθοντι ατ χλ επε· λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύτην πίστιν ερον. 

Το επάγγελμα του δεν τον εμπόδιζε να έχει αυτή την μεγάλην πίστην, ούτε ο Χριστός τον προτρέπει να αφήσει το επάγγελμα του στρατιωτικού.

Άλλος εκατόνταρχος, ο Κορνήλιος, ο οποίος αν και ήτο στρατιωτικός η Γραφή τον αποκαλεί ευσεβή. νρ δέ τις ν Καισαρεί νόματι Κορνήλιος, κατοντάρχης κ σπείρης τς καλουμένης ταλικς εσεβς κα φοβούμενος τν Θεν σν παντ τ οκ ατο. Πραξ. 10,1-2 Δεν θα ήτο δυνατόν να αποκαλεστεί έτσι εάν είχε ένα μεγάλο κώλυμα όπως η στρατιωτική υπηρεσία. Αντιθέτως η Γραφή αποκαλεί ευσεβή τον Κορνήλιο και ευσεβή τον στρατιώτη που στέλνει ο Κορνήλιος εις την Ιόππην. 

Είδες άραγε αναγνώστα πολλούς που δεν το άξιζαν να τους αποκαλεί η Γραφή ευσεβείς ; Καταλαβαίνεις πόσο μεγάλη τιμή είναι αυτή ;

Θα αποκαλούσε ποτέ ευσεβή ο Θεός έναν που καταπατεί τις εντολές ;

Φωνήσας δύο τν οκετν ατο κα στρατιώτην εσεβ τν προσκαρτερούντων ατ.

Η στρατιωτική υπηρεσία δεν εμποδίζει Κορνήλιο και τον στρατιώτη από το να είναι ευσεβείς, ούτε τον απόστολο να βαπτίσει τον Κορνήλιο και αυτό δηλώνει περίτρανα ότι η Γραφή δεν απορρίπτει την στρατιωτικήν υπηρεσίαν και κατ' επέκτασην τον στρατόν και πως θα μπορούσε άλλωστε αφού είναι έκδικος Θεού.

Από τοιούτων Ευαγγελικών ιδεών ορμωμένη η Εκκλησία, εδέχετο ως νόμιμον το καθεστώς της στρατιωτικής υπηρεσίας εφ' ης εστηρίζετο η προστασία και η άμυνα του Κράτους.

Η Εκκλησία λοιπόν δεν εφρόνει ότι το στρατιωτικόν στάδιον ήτο αμαρτωλόν έργον ούτως ώστε ο στρατιώτης να μην είναι δυνατόν να αποκαλεσθεί ευσεβής, να βαπτισθεί Χριστιανός ή αργότερα να διαπρέψει ως Άγιος. Δια τούτο δεν είναι ολίγοι οι Άγιοι Μάρτυρες της Εκκλησίας οι προερχόμενοι εκ του στρατού και δη και των βαθμούχων αυτού, ως ο Άγιος Μηνάς ο οποίος εορτάζει σήμερον 11η Νοεμβρίου.

Εις την περίπτωσην του δεσμοφύλακος, ο οποίος ήτο στρατιωτικός, ο Απόστολος προτρέπει τον δεσμοφύλακα να βαπτισθεί και να σωθεί. Αυτός βαπτίζεται με όλο τον οίκο του, όμως ούτε προτρέπεται από τους αποστόλους, ούτε εγκαταλείπει την στρατιωτική υπηρεσία του μετά το βάπτισμα και συνεχίζει ενώ είναι πια Χριστιανός να είναι υπό τα διαταγάς των στρατηγών όπως μαρτυρεί η Γραφή.

μέρας δ γενομένης πέστειλαν ο στρατηγο τος αβδούχους λέγοντες· πόλυσον τος νθρώπους κείνους πήγγειλε δ δεσμοφύλαξ τος λόγους τούτους πρς τν Παλον, τι πεστάλκασιν ο στρατηγο να πολυθτε νν ον ξελθόντες πορεύεσθε ν ερήν. 

Ο Παύλος απαντά: δείραντες μς δημοσί κατακρίτους, νθρώπους Ρωμαίους πάρχοντας, βαλον ες φυλακήν κα νν λάθρ μς κβάλλουσιν; ο γάρ, λλ λθόντες ατο μς ξαγαγέτωσαν. Δια τι το πράττει αυτό ο Παύλος; Μήπως θίχτηκε το εγώ του; Όχι αλλά κοίταξε πως τους κηρύττει τις εντολές του Χριστού. Απαιτεί να έλθουν οι ίδιοι οι στρατηγοί να τον ελευθερώσουν ώστε με αυτό να καταλάβουν ότι επέβαλαν άδικες και αδικαιολόγητες ποινές και έτσι τους διδάσκει ότι δίδασκε πριν από αυτόν ο Ιωάννης στους στρατιώτες, ότι δηλαδή πρέπει να είναι δίκαιοι και τίμιοι.

Τους κηρύττει τον λόγο του Θεού μέσω του ελέγχου την αδικίας τους, αλλά πουθενά δεν ελέγχει διότι είναι στην στρατιωτική υπηρεσία. Έχει άδικον λοιπόν ο Τερτυλλιανός που είπε ότι οι εντολές αυτές του Βαπτιστού δόθηκαν πριν την Χάρη.

Αυτή είναι η διδασκαλία της Καινής Διαθήκης. Ούτως εδίδασκαν οι απόστολοι και οι συνεχιστές τους διότι ούτως εδίδασκε ο Χριστός αφού εκείνος ήταν που είπε πόδοτε τά το Καίσαρος τ Καίσαρι και βλέπουμε καθαρά το ότι ο Χριστός δεν μας λέγει ότι η κοσμική εξουσία είναι απορριπτέα και η οποία κοσμική εξουσία θα καλέσει ενίοτε και εις πόλεμον ως διάκονος Θεού.

Ας δούμε και το παράδειγμα του αποστόλου των Εθνών ο οποίος δεν απεμπολεί άκριτα τα δικαιώματα του και την αξιοπρέπεια του, ούτε απορρίπτει την κοσμική εξουσία αλλά λέγει ε μν γρ δικ κα ξιον θανάτου πέπραχά τι, ο παραιτομαι τ ποθανεν· ε δ οδέν στιν ν οτοι κατηγοροσί μου, οδείς με δύναται ατος χαρίσασθαι· Καίσαρα πικαλομαι.

Δηλαδή, αν αδικώ και έχω διαπράξει κάτι άξιο της θανατικής ποινής δεν αρνούμαι να καταδικαστώ σε θάνατο. Αν όμως τίποτα δεν είναι αληθινό από εκείνα που αυτοί με κατηγορούν κανείς δεν έχει την εξουσία να με χαρίσει για να με θανατώσουν.

Κάνω έφεση στον Καίσαρα και ζητώ να δικαστώ ενώπιον του.

Δεν δέχεται ο απόστολος την επικράτηση της αδικίας ώστε το κακό να ευημερήσει.

Αλλού ο ουρανοβάμων Παύλος παρατηρεί ότι εις τινάς περιπτώσεις αδύνατον εστί το ειρηνεύειν, ε δυνατν, λέγει, τ ξ μν μετ πντων νθρπων ερηνεοντες.

Ο Κύριος όταν στον οίκο του Αρχιερέως εις άξεστος υπηρέτης τον ράπισε αδίκως, δεν έστρεψε και την άλλην σιαγόναν αλλά ελέγχει τον υπηρέτη ζητώντας του τον λόγο.

Εις άλλη περίπτωσην δεν διστάζει να εκδιώξει βιαίως, με το μαστίγιο που έφτιαξε ο ίδιος, τους εμπόρους από τον Ναό αφού η ειρήνη και η πραότητα δεν σημαίνει απάθεια εμπρός στο κακό και άκριτη απεμπόληση του δικαίου.

Εις δε την Αποκάλυψην, εμφανίζεται ως πολεμιστής καθήμενος επί λευκού ίππου και εκ του στόματός του εκπορεύεται ρομφαία δίστομος οξεία (δηλαδή κοφτερό δίκοπο σπαθί).

Η παγκόσμιος ειρήνη θα είναι καρπός της τηρήσεως των Χριστιανικών εντολών εκ μέρους όλων των ανθρώπων και όχι καρπός της άνευ διακρίσεως υποχωρητικότητος μερικών. Ως εκ τούτου η πλήρης επικράτησή της πραγματικής ειρήνης επί της Γης θα γινόταν εάν δέχονταν όλοι την διδασκαλία του Κυρίου.

Χωρίς τους νόμους και την απόδοση του δικαίου η κοινωνία μετατρέπεται εις ζούγκλαν εις την οποίαν επικρατεί ο νόμος του ισχυρού και το άδικον, ενώ όσο περνά ο καιρός θα διαστέλλεται η αδικία και ο άδικος έχοντας κατά νου την υποχωρητικότητα θα επιδράμει με μεγαλύτερη αρπακτική βουλιμία.

Ο Χριστός δεν καταργεί στρατό και αστυνομία, ούτε καταδικάζει την απόδοση δικαιοσύνης και την τιμωρία των ενόχων, ειδάλλως εάν το έκανε εισάγει τον νόμο της αναρχίας, αλλά διδάσκει την κατάργηση της αυτοδικίας και το πνεύμα εκδικήσεως.

Μια ερμηνεία του μηνύματος της αγάπης του Ευαγγελίου ως διδαχή, υποχωρητικότητος, καταργήσεως των θεσμών της ευνομούμενης πολιτείας, μη διώξεως των ενόχων, ακρίτου απεμπολήσεως του δικαίου, δεν είναι ερμηνεία του μηνύματος αγάπης του Ιησού αλλά μεγίστη παρερμηνεία.

Πηγή