ΓΕΡΟΝΤΑΣ + ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ (23-5-2006)
Μπορεί να µελετήσει
κανείς το βίο και την πολιτεία του Γέροντα Αθανασίου ακούγοντας τις οµιλίες
του. Ο εκπαιδευτικός Παντελής Γκίνης M.Sc. µας χάρισε το 2012 ένα
υπέροχο και κοπιώδες έργο, την απογραφή αυτοβιογραφικών αναφορών του Γέροντα
µέσα από 5000 οµιλίες του. Οι αναφορές αυτές σχηµατίζουν µια πλήρη και
ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφία του Γέροντα. Θα δανειστούµε µερικές από αυτές, για
να φέρουµε κοντά σας περιληπτικά και αποσπασµατικά αυτή τη χαρισµατική
προσωπικότητα της Εκκλησίας µας.
ΒΙΟΣ
Ο π. Αθανάσιος
Μυτιληναίος υπήρξε γέννηµα-θρέµµα κάτοικος Κηφισιάς. Γεννήθηκε το 1927. Ο
πατέρας του Γεώργιος καταγόταν από τη Μυτιλήνη και η µητέρα του Ευφροσύνη από
τη Σάµο. Η µητέρα του έζησε τη µικρασιατική καταστροφή, καθώς την εποχή εκείνη
βρισκόταν στη Σµύρνη για εργασία.
Πρώτος του πνευµατικός
υπήρξε ο ιεροµόναχος π. Αθανάσιος Χαµακιώτης, στον οποίο
εξοµολογήθηκε σε ηλικία 18 ετών κατά τα µέσα του 1945 και ο οποίος τον βοήθησε
ουσιαστικά για την κατά Θεό αντιµετώπιση του γενετησίου ενστίκτου (Σπυρίδωνος
Αναγνωστοπούλου, «Αγιολαυρίτης ο Πνευµατικός» σελ. 100).
Πνευµατικός του επίσης
υπήρξε ο αρχιµανδρίτης Ιγνάτιος Τσίγκρης, µετέπειτα µητροπολίτης Άρτης (1958-1988), ο οποίος
από το 1942-1958 ήταν ιεροκήρυκας της µητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος µε
µητροπολίτη τον Ιάκωβο Βαβανάτσο.
O πόλεµος του 1940 τον βρήκε στο οκτατάξιο γυµνάσιο Αµαρουσίου, όπου επηρεάστηκε θετικά από το φιλόλογο καθηγητή Ευστράτιο Καλατζή. Διδάχτηκε αγγλικά µέσα στην Kατοχή από το Ρώσο κόµη Πιγκότ και βιολί από µια δασκάλα µε ευρύτατη παιδεία. Παράλληλα ο πατέρας του τον έβαλε να εργάζεται, ενώ ήταν δέκα τριών ετών σε ένα ξενοδοχείο και µετά σε ένα φαρµακείο. Επίσης γνώριζε και ζωγραφική.
Δεν είχε κατά κόσµον ευγενή καταγωγή, αλλά είχε ενάρετους γονείς και
συγγενείς. Ευσεβής όµως ήταν και ο ίδιος. Καλό όνοµα έχει κανείς, όταν έχει
ενάρετους προγόνους, αλλά και ο ίδιος είναι ενάρετος. «Εξ απαλών ονύχων»
µελετούσε το λόγο του Θεού. Οργάνωνε συµµελέτες αγίας Γραφής και εντός της
Κηφισιάς αλλά και στα περίχωρα, όπως στο Καπανδρίτι και το Πολυδένδρι. Κήρυττε
το λόγο του Θεού στο ανώτερο κατηχητικό της Μεταµορφώσεως Κεφαλαρίου, στο
Ζάννειο ορφανοτροφείο (παράρτηµα Εκάλης), στο Εθνικό Ίδρυµα Αµαρουσίου και στις
φυλακές εφήβων Αβέρωφ. Άκουγε κηρύγµατα από φηµισµένους θεολόγους, όπως ο Π.
Τρεµπέλας, ο Ι. Κολιτσάρας, ο Ι. Καρµίρης.
Ύστερα από µια αποτυχηµένη απόπειρα να εισαχθει στη σχολή Ανωτάτης
Εµπορικής, αποφάσισε να σπουδάσει ραδιοηλεκτρολογία. Το 1950 υπηρέτησε ως
σµηνίτης, ενώ συγχρόνως σπούδαζε.
Το 1960 ο εφηµέριος της ενορίας του αρχιµ. Ιάκωβος Σχίζας εξελέγη µητροπολίτης Λαρίσης και ο Αθανάσιος τον ακολουθεί εις Λάρισα, αφού εκάρη µοναχός και εχειροτονήθη ιερεύς. Εργάζεται για µια δεκαετία ως βοηθός ιεροκήρυκας και το 1970 αποσύρεται στην ιερά µονή Κοιµήσεως της Θεοτόκου Κοµνηνείου, Στοµίου Λαρίσης, την οποία οργανώνει και επανδρώνει µε νέα αδελφότητα. Συνεχίζει το κηρυκτικό και εξοµολογητικό του έργο τόσο στην ιερά µονή, όσο και στην πόλη της Λάρισας. Στις 23 Μαΐου 2006, ύστερα από µακρά δοκιµασία της υγείας του ο π. Αθανάσιος εκοιµήθη σε ηλικία 79 ετών.
ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΚΗΦΙΣΙΑ
«Η ενορία µου στην Κηφισιά είναι η Μεταµόρφωση
(Κεφαλαρίου). Είναι µία εκκλησία που περιβάλλεται γύρω-γύρω από ξενοδοχεία. Ε,
το ξέρετε ότι διαµαρτύρονταν διαρκώς, όταν χτυπούσαν οι καµπάνες την Κυριακή το
πρωί, επειδή τους ξυπνούσαν». Αρχαίο λοιπόν το έθιµο των διαµαρτυριών για τις
καµπάνες.
Τον
σκανδάλιζε το φαινόµενο που επικρατούσε στην εποχή του, να ενοικιάζονται ή
και να αγοράζονται τα στασίδια του ναού της Μεταµορφώσεως και να µη µπορεί κανένας
να καθίσει σε αυτά εκτός αυτών που τα νοίκιασαν ή τα αγόρασαν.
Παρατηρεί
ότι στον πόλεµο του 1940 οι εκκλησίες γέµιζαν αλλά, µόλις απελευθερωθήκαµε,
άδειασαν. Τελείωσε η καταιγίδα; Βάλαµε την οµπρέλα στην άκρη. Άρα είχαµε τη
θρησκευτικότητα της ιδιοτέλειας και του συµφέροντος. Τρέχουµε στο Θεό µόνο για
τις ανάγκες µας ή για τις δύσκολες στιγµές. Και αυτό συνεχίζεται και στις
ηµέρες µας. Πάµε κοντά στο Θεό στις δύσκολες στιγµές ή απλά για να µας έχει
καλά και να ζούµε ευτυχισµένοι. Πολλοί λένε ότι πιστεύουν, αλλά δε έχουν
ανεπτυγµένη την αγάπη προς το Θεό. Αν περάσουµε δύσκολες ηµέρες, δεν θα µας
σώσει η πίστη, αλλά η αγάπη µας στο Χριστό. Η αγάπη όµως εκφράζεται µε συνεχή
ευχαριστία και δοξολογία. Ο Παύλος λέγει «Τίς ηµάς χωρίσει από της αγάπης τοῦ
Χριστοῦ;» δεν
είπε ‘Τίς ηµάς χωρίσει από της πίστεως τοῦ Χριστού;’
Αναφέρει, µιλώντας για τη µαταιότητα αυτού του κόσµου
και των γήινων προσόντων µας, την Αύρα Θεοδωροπούλου (1880-1963), πρωτοπόρο του
φεµινισµού στη χώρα µας, µουσικό, ιστορικό και λογοτέχνη, η οποία ήταν καλλονή
και αργότερα κατάντησε µορµολύκειο και την κορόιδευαν όλα τα παιδιά.
Αναφέρει
την οικογένεια του Γεωργίου Στρέητ (1868-1948), Βαυαρού ο οποίος εξελληνίστηκε
και έµεινε στην Ελλάδα, υπήρξε νοµοµαθής, καθηγητής πανεπιστηµίου, διπλωµάτης
και υπουργός εξωτερικών, ακαδηµαϊκός και πρόεδρος της Ακαδηµίας, µέλος του
διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης.
Ο
Στρέητ ήταν πολύ πλούσιος, αλλά συγχρόνως και πολύ φιλάνθρωπος, απλός,
καταδεκτικός, φιλακόλουθος. Δεν έκανε ποτέ χρήση του αυτοκινήτου του πηγαίνοντας
στην εκκλησία και έβγαζε
πάντοτε το καπέλο του, για να χαιρετίσει όσους συναντούσε, ακόµη και παιδιά
δέκα ή οκτώ ετών. Παρατηρεί ο π. Αθανάσιος ότι, αν υπήρχε η σύνδεση µε το
Χριστό όλων των µελών της κοινωνίας µας, δε θα υπήρχαν κοινωνικές αναστατώσεις
και διακρίσεις. Ένας πλούσιος που έχει πραγµατικά µέσα του το Χριστό, ποτέ δε
θα κρατήσει τον πλούτο του µόνο για τον εαυτό του.
Υπήρχε
κάποιος Παναγιώτης Μπανάνης που δεν ήταν στα καλά του και κάποτε σταµάτησε το
αυτοκίνητο του Μεταξά και του είπε· «Τί είσαι εσύ και τί είµαι εγώ; Σήκω εσύ,
να κάτσω εγώ».
Και
σχολιάζει ο Γέροντας ότι για γέλια και για δέσιµο είµαστε, όσοι υπερηφανευόµαστε
και αυτοπροβάλλουµε τον εαυτό µας.
Εξ αιτιας οικογενείας βιοµηχάνου που ζούσε µε φοβερή σπατάλη, και εν τέλει χρεωκόπησε, αναφέρει τη µητέρα του που προειδοποιούσε: ‘Όποιος ζεί µε σπατάλη θα πεινάσει· ποτέ µη τρώτε βούτυρο και τυρί µαζί, όπως έκανε η οικογένεια του βιοµηχάνου. Ή τυρί ή βούτυρο’.
ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΑΝΑΤΡΟΦΗ
Φτώχεια
και ανέχεια επικρατούσε στην εποχή, που ήταν παιδί. Ζωγράφιζαν σε χασαπόχαρτα.
Μόνο ένα παιχνίδι στη ζωή του πήρε από τους γονείς του αγοραστό, ένα καραβάκι
είκοσι δραχµών. Τα παιχνίδια ήταν τα κλασικά αλλά και αυτοσχέδια π.χ. η αδελφή
του έπαιζε τη δασκάλα.
Πάντως και µέσα από τα παιχνίδια η µητέρα του
προσπαθούσε να τον οδηγήσει στο ν’ αγαπά το Χριστό πάνω απ’ όλα. Κάποια µέρα
ζήτησε ένα γάντζο, για να κατασκευάσει ένα παιχνίδι και η µητέρα του είπε ότι
ένα γάντζο έχει, αλλά τον θέλει να κρεµάσει την εικόνα του τιµίου Προδρόµου.
«Διάλεξε λοιπόν πού θα χρησιµοποιήσουµε το γάντζο».
Συνεχής
υπήρξε η προσπάθεια της µητέρας του, για να αποκτήσουν τα παιδιά της καλούς
τρόπους, να κρατούν το πιρούνι µε το αριστερό χέρι και µε το δεξί το µαχαίρι
αλλά και να έχουν εχεµύθεια για θέµατα οικογενειακά.
Η
ίδια, όταν την ρωτούσαν πού πάει, έλεγε «στο γάµο του δεσπότη»· ή ότι δεν είναι
υποχρεωµένη να δίδει λογαριασµό σε κανένα εκτός από τον άνδρα της.
Σε
γυναικεία συντροφιά, που όλες οι γυναίκες ανέφεραν τα ελαττώµατα των ανδρών
τους, εκείνη δε µιλούσε. Όταν την ρώτησαν το γιατί, είπε· «Δεν έχω κανένα
παράπονο για τον άνδρα µου».
Διαρκώς
προέτρεπε για συνεχή εργασία και µάλιστα χειρωνακτική. «Μπορείτε να µιλάτε, να
ακούτε, αλλά τα χέρια θα εργάζονται», έλεγε. «Ποτέ δεν έχει ακηδία αυτός που
εργάζεται».
Όταν
ο Αθανάσιος ήταν στην Τρίτη δηµοτικού, η µητέρα τον βάζει να διαβάσει
«Παράκληση» και «Απόδειπνο». Εκείνος διάβαζε, αλλά και έπαιζε στάζοντας µε το
κερί πάνω στο βιβλίο!
Διαρκής και η προσπάθειά της να µυήσει τα παιδιά
της στην ελεηµοσύνη. «Δε λυπάµαι αυτό που θα δώσω, αλλά αυτό που θα πετάξω»,
έλεγε συνεχώς. Εµείς σήµερα συνεχώς πετάµε και καθόλου δε δίδουµε. Η µητέρα του
ποτέ δεν έκανε η ίδια την ελεηµοσύνη, αλλά έδινε στα παιδιά της να δώσουν, για
να µαθαίνουν.
Δεν έφευγε για το σχολείο, αν δεν έπαιρνε την ευχή της µητέρας του. Κάποτε, τρίτη δηµοτικού ήταν, κάτι έκανε και τη στενοχώρησε και εκείνη δεν του έδωσε την ευχή της, αν και τη ζητούσε επίµονα. Εκείνος τότε είπε µε οδυρµό ψυχής και κλάµα· «Δεν πάω στο σχολείο, αν δεν πάρω την ευχή σου». Η συνήθης ευχή της µητέρας του ήταν· «να πιάνεις χώµα και να γίνεται µάλαµα».
ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
Το
1937 –ήταν δέκα ετών και είχε τελειώσει την Τετάρτη τάξη δηµοτικού– αποφασίζει
η πολιτεία να ιδρύσει το οκτατάξιο γυµνάσιο και νοµοθετεί µέσα στον Ιούλιο του 1937 ότι η
εισαγωγή πρέπει να γίνεται µε ειδικές εξετάσεις, στις αρχές Σεπτεµβρίου. Ο
Αθανάσιος έπρεπε να φοιτήσει στο γυµνάσιο Αµαρουσίου, ένα σχολείο που είχε
δικαιοδοσία από το Μαρούσι µέχρι τα σύνορα Βοιωτίας, το Χαλάνδρι, την Πεντέλη,
το Μενίδι και την Κηφισιά. Το γυµνάσιο αυτό θα δεχόταν µόνο εξήντα παιδιά.
Πίεσε τον εαυτό του να διαβάσει µέσα στο καλοκαίρι και µε αντίξοες καταστάσεις·
και εν τέλει πέρασε εικοστός. Μεγάλη επιτυχία για τις τότε συνθήκες.
Όταν
γύρισε µε τα πόδια από το Μαρούσι στην Κηφισιά και ανήγγειλε µε ενθουσιασµό
στον πατέρα του ότι πέτυχε, εκείνος απλώς είπε «καααλά». Ο Αθανάσιος
απογοητεύτηκε από την ακρότητα αυτή του πατέρα του. Αλλά εκ των υστέρων αντιλήφθηκε
ότι, αν και υπηρχε περιπτωση, χωρις τα πολλά «µπράβο και συγχαρητήρια», να
πέσει στην
απελπισία και το µαρασµό, αυτό εν τέλει τον ωφέλησε, γιατί δεν έκανε πρώτο
σκοπό στη ζωή του τα µαθήµατα ή τους βαθµούς.
Γι’ αυτό τονίζει ότι δεν πρέπει να µας απελπίζουν οι
ακρότητες των άλλων. Βέβαια εµείς πρέπει να τις αποφεύγουµε και να δίνουµε
κίνητρα σ’ αυτούς που διοικούµε, µε µετρηµένους επαίνους, να προχωρούν στον
οποιοδήποτε αγώνα.
Το
ίδιο όµως συµβαίνει και µε τις αποτυχίες µας, διότι µας ανδρίζουν, µας
ωριµάζουν, µας κάνουν µεστούς και σκληραγωγηµένους.
Γινόµαστε
µάρτυρες στον πνευµατικό και ψυχικό τοµέα της ζωής. Κι αυτό είναι το ανώτερο
που µπορεί να πετύχει ο άνθρωπος στη ζωή του, να γίνει µάρτυρας.
Μην απογοητεύεστε λοιπόν.
Εν
τέλει ο Θεός θα µας δώσει, ό,τι Εκείνος κρίνει ωφέλιµο και σωστό για µας και εκείνο µέσα, από
το οποίο θα µεγαλουργήσουµε.
Κάποτε έδωσε εξετάσεις στην Ανωτάτη Εµπορική
(Α.Σ.Ο.Ε.) και απέτυχε. «Έκλαιγα συνεχώς», διηγείται, «και είπα ότι δε θα
γελάσω ποτέ στη ζωή µου. Περιττό να σας πω ότι γέλασα και γελώ πολλές φορές.
Και εκ των υστέρων λέω ‘δόξα τω Θεώ’ µυριάκις».
Το ίδιο συµβαίνει και µε τις
χαµηλές επιδόσεις µας.
«Ήµουνα
πάντα µέτριος µαθητής. Μαθητής του 14. Ποτέ δεν πήρα 15». Οµολογεί µε ταπείνωση
στα κηρύγµατά του. Και όµως δηµιούργησε στη ζωή του και έφθασε –εκεί που
έφθασε– µε το συνεχή αγώνα του και τη συνεχή προσπάθεια.
Ο
ΠΑΤΗΡ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΩΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΣ
«Εγώ
το αγαπώ το κατηχητικό. Είµαι κατηχητής από 19-20 χρόνων και από τότε παραµένω
ανελλιπώς κατηχητής. Αν δεν υπάρχει κατηχητικό σχολείο, δεν µπορούµε να
βγάλουµε καλά παιδιά».
Μέχρι
το 1960, που έφυγε για τη Λάρισα, ήταν συνεχώς κατηχητής στην περιφέρεια µας κυρίως
για δώδεκα περίπου χρόνια.
Αν η Μητρόπολη Λαρίσης τον χάρηκε σαν ιεροκήρυκα και πνευµατικό, η περιοχή της σηµερινής Μητροπόλεως Κηφισίας τον χάρηκε σαν κατηχητή.
Ας
δούµε τις παραινέσεις του προς
τους κατηχητές.
«Να
διδάσκουµε τα παιδιά την πρόνοια του Θεού και να ερµηνεύουµε συνεχώς τον 22ο ψαλµό «Κύριος ποιµαίνει µε
και ουδέν µε υστερήσει...». Να φροντίζουµε να µη χάσουν ποτέ την ελπίδα.
Πολλά
παιδιά από τα κατηχητόπουλά µου µε πήραν πολύ αργότερα και µε ευχαρίστησαν, που
τους έµαθα να στηρίζονται στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού. Ενώ πέρασαν
φρικτά βάσανα, εν τούτοις άντεξαν και δεν απελπίστηκαν και δεν αυτοκτόνησαν
όπως άλλοι συνάνθρωποί τους.
«Να
µάθετε τα παιδιά να βλέπουν τα διάφορα θέµατα µε το πρίσµα της Γραφής. Να έχουν
«νουν Χριστού», όπως λέγει ο Παύλος. Αν βλέπουν τα πράγµατα κοσµικά και
ανθρωποκεντρικά, χίλιες συµβουλές να δώσετε, δε θα καταφέρετε τίποτα.
»Μάθετε
να πετάτε συνεχώς σωσίβια στους ναυαγούς της πίστεως και της ζωής. Οι ευκαιρίες
που µας δίδονται είναι πολλές και πρέπει να τις εκµεταλλευτούµε.
»Μην
έχουµε την ιδέα που είχε και ο προφήτης Ηλίας, ότι είµαστε οι µόνοι που
πιστεύουµε και οι µόνοι σωστοί. Κάποτε ένας νοµικός θέλησε να έλθει στο
γυµνάσιο που ήµουν, στην τελευταία τάξη, για να µας κάνει οµιλία. Κι εγώ τον
απέτρεψα λέγοντας του ότι όλοι οι µαθητές είναι παλιόπαιδα. Εκείνος µε ρώτησε
σαν νοµικός που ήταν· «και πού το στηρίζεις αυτό»; Η ερώτηση αυτή µε έκανε να
µελετήσω το θέµα και να παύσω να σκέπτοµαι όπως πρώτα. Το να θεωρούµε ότι µόνο
εµείς είµαστε σωστοί, είναι ένας ραφιναρισµένος εγωισµός και φαρισαϊσµός.
«Ως
κατηχητής βασική αρχή µου είχα το ρητό της Σοφίας Σειράχ (30,4) «ετοίµασον
λόγον, και ούτως ακουσθήσει», δηλαδή να ετοιµάσεις το λόγο που θα πεις και έτσι
θα σε ακούσουν ευχάριστα. Παντού, όπου πας, να έχεις ετοιµασθεί να
αντιµετωπίσεις το ενδεχόµενο να σου πουν· «πες µας δυο λόγια».
»Μάθετε
τα παιδιά να αγαπούν την ύπαιθρο. Είναι θαυµάσια ψυχαγωγία. Υπάρχουν κράτη, που
τα Σαββατοκύριακα οι άνθρωποι οµαδικά βγαίνουν στα βουνά. Βεβαίως αυτό να µη
γίνεται ποτέ εις βάρος του εκκλησιασµού».
Σε
κάθε κήρυγµα έκανε ιδιαίτερη προσευχή και παρακαλούσε το Θεό ν’ ανοίξει το δικό
του νου και στόµα, αλλά ν’ ανοίξει και τις καρδιές των ακροατών, να καταλάβουν
εκείνα που θα ακούσουν. Δε φθάνει να κηρύττει κανείς, πρέπει και ο Θεός ν’
ανοίγει την καρδιά των ακροατών.
«Τοποθέτησε
τον εαυτό σου στους κατηχουµένους» συνιστούσε. «Δεν µπορείς να είσαι κατηχητής,
αν δεν είσαι ταυτοχρόνως και κατηχούµενος. Ο λόγος του Θεού είναι ανεξάντλητος.
Διακόσια, τριακόσια χρόνια αν ζούσα, δεν θα καταφέρω να κάνω ανάγνωση της αγίας Γραφής, όσο
για την ανάλυση, θα χρειαζόµουν τους χρόνους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Τόνιζε την ανάγκη της συνεχούς κατηχήσεως αναφέροντας ένα παράδειγµα που το έµαθε από το Ρώσο δάσκαλο του στα αγγλικά. Στη Σκωτία υπάρχει σ’ ένα ποτάµι µία γέφυρα σιδερένια που υπόκειται σε µια συνεχή φοβερή υγρασία. Υπάρχει ένα µόνιµο συνεργείο που ξεκινά από τη µία άκρη και την βάφει. Όταν φθάνει στην άλλη άκρη, από την αρχή η γέφυρα αρχίζει και σκουριάζει. Και το συνεργείο ξαναγυρίζει πάλι από την αρχή και αρχίζει να βάφει. Αυτό πρέπει να γίνεται στην κατήχηση, διαρκώς, διαρκώς, διαρκώς. Είναι τόσο απέραντη η ύλη.
ΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ
«Κάποτε
που µάθαινα βιολί και είχα µείνει έκπληκτος µε τις δυνατότητές του και µε την
οµορφιά της µουσικής, που παρήγαγε, ρώτησα τη δασκάλα µου· «Τί είναι πιο
σπουδαίο, πιο ωραίο, πιο αυθεντικό, το βιολί ή η ανθρώπινη φωνή»; Και µου λέει·
«Η ανθρώπινη φωνή». «Μα δεν είναι δυνατόν»! απάντησα. «Όχι», µου είπε,
«αυθεντικό πράγµα είναι η φωνή, το βιολί µιµείται την ανθρώπινη φωνή. Η φωνή είναι το
πρώτο και το βιολί ή το οποιοδήποτε όργανο ή η ορχήστρα είναι το δεύτερο, Το
πρότυπο είναι η φωνή και τη φωνή την ανθρώπινη µιµείται το οποιοδήποτε όργανο.
»Συνεπώς, εφ’ όσον
έχουµε µια πνευµατικώτερη πίστη από ό,τι οι Εβραίοι, δε χρειάζεται πλέον να
έχουµε όργανα στη θεία λατρεία. Όταν υπάρχει µουσική, η λατρεία καταντά θέατρο.
Παύει να υπάρχει η πνευµατική ανύψωση και νιώθουµε µόνο την αισθητική
συγκίνηση.
»Περιττό να πω ότι αυτό
µπορεί κάποτε να γίνει και µε τη βυζαντινή µουσική, όταν την κάνουµε πολύ τεχνική και
πολύπλοκη και µάλιστα, όταν αποδίδουµε µάλλον τη µελωδία και όχι τόσο τα
θεολογικά νοήµατα των τροπαρίων.
Κάποτε, σε εκτέλεση ενός
µεγάλου ψάλτη, ένας πιστός φώναξε από κάτω· ‘Αµάν πασά µου’, δηλαδή
‘µερακλώθηκε’ ο άνθρωπος. Και δεν είναι σωστό να µερακλώνονται οι άνθρωποι,
όταν πάνε, να προσευχηθούν».
Αυτός υπήρξε εν συνόψει
ο π. Αθανάσιος.
Μικρό δείγµα από τις
διδαχές του παρουσιάσαµε, για να πάρουµε µιά ιδέα, τί και πώς δίδασκε. Ας
ευχηθούµε κι ας προσευχηθούµε ο Θεός να χαρίζει στην Εκκλησία του, συνεχώς και
αδιαλείπτως, παρόµοιους άνδρες. Η ενορία της Μεταµορφώσεως µπορεί να καυχάται
εν Κυρίω ότι ο π. Αθανάσιος υπήρξε γέννηµα και θρέµµα της.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
Επιμέλεια : Ελευθερία