«Ναι έρχομαι ταχύ». Μη έρχου, Κύριε Ιησού, άχρι καιρού!
Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Ἔχουν εἰπωθεῖ καὶ γραφτεῖ οὐχ ὀλίγες φορὲς οἱ ἐλλείψεις
τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἐπιτρέπουν τὴν ἐπικράτηση τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ: ἔλλειψη εὐσεβείας, ἔλλειψη ὑπακοῆς στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου,
ἔλλειψη κατηχήσεως, ἔλλειψη συνέπειας, ἔλλειψη θάρρους, ἔλλειψη μιμήσεως καί,
ὡς ἐκ τούτου, τιμῆς τῶν ἁγίων Πατέρων κλπ.
Μία ἔλλειψη ὅμως ποὺ ἀποσιωπεῖται ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κατηχητὲς καὶ ταγούς, ἀκριβῶς διότι ἡ ἐπισήμανσή της θὰ τοὺς ἐξέθετε ξεκάθαρα καὶ θὰ ἀφύπνιζε τὸ κοιμώμενο ποίμνιο, εἶναι ἡ ἔλλειψη μίας βιωματικῆς ἐσχατολογικῆς ἀνησυχίας καὶ ἑρμηνείας τῶν ἐξελίξεων ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν.
Μὲ
τὸν ὅρο “ἔσχατα” δὲν νοεῖται στὴν Ἐκκλησία ἡ προφητειολαγνεία, ἡ ἀρρωστημένη
ἐμμονὴ μὲ ἡμερομηνίες, γεγονότα καὶ ἐξελίξεις γεωπολιτικῆς καὶ στρατηγικῆς
φύσεως, ἡ ἀνάγνωση βιβλίων ποὺ περιέχουν μυστήρια καὶ θεωρίες ψευδοπροφητῶν γιὰ
τὸ ἐπερχόμενο τέλος, ἡ ἐπανάκτηση χαμένων γεωγραφικῶν τόπων σὲ ἐθνικὸ ἐπίπεδο
τοῦ κάθε λαοῦ, ἡ φοβία καὶ ὁ τρόμος. Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸν δὲ νοεῖται μόνο τὸ τέλος
τοῦ κόσμου, ὅπως τὸν ξέρουμε, καὶ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε καὶ
ὅπως τεκμηριώνεται στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῆς κάθε μέρας τῆς
ζωῆς μας ὡς τελευταίας, ὡς ἡ τελευταία εὐκαιρία νὰ διορθωθοῦμε πρὶν τὴν τελικὴ
κρίση. Ὅταν ὁ Χριστιανὸς διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἐσχατολογικὴ ἀνησυχία καὶ τὴν
βιώνει ἀληθινά, τότε προσπαθεῖ κάθε στιγμὴ νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου,
νὰ βρίσκεται ἐν συνεχῇ μετανοία καὶ νὰ διατηρήσει τὴν πίστη του ἀνόθευτη καὶ
καθαρή, ὥστε νὰ μὴν λογοδοτήσει μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ βρεθεῖ ἐκτὸς τοῦ
Νυμφῶνος.
Ἡ
Ἐκκλησία τῶν πρώτων χρόνων ἦταν κυρίως ἐσχατολογικοῦ χαρακτῆρος. Ὁ χαρακτῆρας
αὐτὸς στηρίζονταν στὰ χωρία τῆς Π. Διαθήκης (π.χ. Ψαλμ. 7, 7-15 καὶ 9, 5, 97,
2-6, Δαν. 12, 2-3 καὶ 7, 9-14 Ἡσαΐας κεφ. 24-27) καὶ κυρίως στὰ χωρία τῶν
Εὐαγγελίων καὶ τῶν ἀποστολικῶν Ἐπιστολῶν.
Ὁ
Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς προειδοποίησε πολλὲς φορές γιὰ
τὰ ἔσχατα (Ματθ. κδ΄ 25-36 καὶ κε΄ 31-46· Μάρκ. ιγ΄ 24-37· Λουκ. ιζ΄ 24-37 καὶ
κα΄ 27-36∙ Ιω. γ΄ 17-21) τονίζοντας τὴν σημασία τῆς ἐσχατολογικῆς ἀνησυχίαςκαὶ
ἐγρήγορσης καὶ τῆς καθαρότητας τῆς Πίστεως μὲ τὴν ἐπανάληψη τῶν λόγων «γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι
οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ.
25, 13)· «Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρός ἐστιν… γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ
οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται» (Μαρκ. 13, 33 καὶ 35)· «ὃς ἐὰν ζητήσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολέσῃ
αὐτήν, ζωογονήσει αὐτήν» (Λουκ. 17, 33)· «ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ κρίνεται, ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἤδη
κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 3,18).
Ὁ
δὲ Παῦλος –γιὰ νὰ ἀναφέρουμε τὸν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν– τόνιζε πάντα στὶς
ἐπιστολές του τὴν ἐσχατολογικὴ ἀνησυχία, ὥστε οἱ πιστοὶ ἀλληλοστηριζόμενοι νὰ
διατηρήσουν τὴν πίστη τους ἀσάλλευτη καὶ καθαρή: «τοὺς
γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ
ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ,
ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν» (Β' Κορ. ε', 10)· «βαπτισμῶν
διδαχῆς, ἐπιθέσεώς τε χειρῶν, ἀναστάσεώς
τε νεκρῶν καὶ κρίματος αἰωνίου» (Ἑβρ.
6, 2)· «ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς
καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα… Ὥστε παρακαλεῖτε
ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις… Περὶ δὲ τῶν χρόνων καὶ τῶν
καιρῶν, ἀδελφοί, οὐ χρείαν ἔχετε ὑμῖν
γράφεσθαι·… Ἄρα οὖν μὴ καθεύδωμεν ὡς καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ
νήφωμεν… Διὸ παρακαλεῖτε ἀλλήλους καὶ οἰκοδομεῖτε εἷς τὸν ἕνα, καθὼς καὶ ποιεῖτε»
(Α΄ Θεσ. 4, 13‐18 καὶ 5, 1‐11)· «ἔνδειγμα τῆς δικαίας
κρίσεως τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸ καταξιωθῆναι ὑμᾶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὑπὲρ ἧς καὶ πάσχετε…οἵτινες δίκην τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον ἀπὸ προσώπου τοῦ
Κυρίου καὶ ἀπὸ τῆς δόξης τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, ὅταν ἔλθῃ ἐνδοξασθῆναι ἐν τοῖς
ἁγίοις αὐτοῦ καὶ θαυμασθῆναι ἐν πᾶσι τοῖς πιστεύσασιν, ὅτι ἐπιστεύθη τὸ
μαρτύριον ἡμῶν ἐφ᾿ ὑμᾶς, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ» (Β΄. Θεσ. 1, 5‐10).
Αὐτὴ
ἡ ἐσχατολογικὴ ἀνησυχία ποὺ διδάχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐπαναλήφθηκε ἀπὸ τοὺς
ἀποστόλους καὶ διατηρήθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, δόξασε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν
κήρυξε νικήτρια ἔναντι ὅλων τῶν ἐχθρῶν Της. Ἡ ὑμνογραφία Της καὶ ἡ ἁγιογραφία
Της τὴν διατηροῦσαν συνέχεια ζωντανή. Ὅλοι οἱ ἑρμηνευτὲς καὶ διδάσκαλοι τῶν
Γραφῶν συμφωνοῦν, ὅτι ἡ διδασκαλία περὶ ἐσχάτων δὲν ἀφοροῦσε μόνο τὴν Δευτέρα
Παρουσία, ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν, ἀφοῦ ὁ δρόμος πρὸς τὰ
ἔσχατα εἶχε ἀρχίσει ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες
βιαζόντουσαν νὰ ὑποστοῦν τὸ μαρτύριο γιὰ νὰ βρεθοῦν μία ὥρα νωρίτερα στὸν
Κύριο. Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους, ἀνεξαρτήτως ἀριθμοῦ καὶ
καταστάσεων, γιὰ νὰ μὴ βρεθοῦν ὑπόλογοι μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Κυρίου. Οἱ
Χριστιανοὶ διατήρησαν τὴν πίστη τους ὑπὸ τὴν ἐξουσία αἱρετικῶν, ἀθέων καὶ
ἐχθρικῶν καθεστώτων γιὰ νὰ μὴν βρεθοῦν ἐκτὸς τοῦ Νυμφώνος τοῦ Κυρίου.
Ἡ
συνεχὴς ἐνθύμηση τῶν ἐσχάτων καὶ ἡ ἀντιμετώπιση κάθε ἡμέρας τῆς ζωῆς ὡς τελευταία (ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὸ σοφὸ λαϊκό
«μέχρι αὔριο ποιός ζεῖ, ποιός πεθαίνει» καὶ «τί ψυχή θὰ παραδώσεις;») πολεμοῦσε
τὴν προσκόλληση στὰ ὑλικά, ἐμπόδιζε τὴν ἐκκοσμίκευση νὰ ριζώσει στὴν Ἐκκλησία
καὶ διατηροῦσε παράλληλα ζωντανὴ τὴν μετάνοια καὶ τὴν πίστη σὲ ἐγρήγορση. Ἡ δὲ λησμονὴ τῆς διδασκαλίας αὐτῆς
ὁδηγοῦσε σὲ λήθαργο καὶ ἀτονία τῆς Πίστεως. «Ὁρᾷς ὅτι ἀναγκαῖον συνεχῶς ταῦτα λέγειν… οὕτω
καὶ ὑμεῖς ἂν μὴ τῇ συνεχεῖ μνήμῃ τὰ καταβληθέντα περιστείλωμεν, εἰς τὸν ἀέρα
πάντα ἐρρίψαμεν» (Χρυσοστόμου, εἰς
τὴν Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς, λόγος Γ, Γ, P.G. 482-483).
Κάθε
ἐχθρὸς τῆς Πίστεως ὀνομαζόταν καὶ ἀντιμετωπίζετο ὡς ἀντίχριστος, ὡς πρόδρομος
τοῦ ἑνὸς τελικὰ ἀντιχρίστου ποὺ θὰ ἐμφανιστεῖ πρὶν τὴν Δευτέρα Παρουσία «Ἴδε ἄλλη ἀντιχριστιανικὴ προδρομία» (Θεοδώρου Στουδίτου, P.G. 99, 1032c). Σὲ κάθε
ἀμετανότητο αἱρετικὸ προσέδιδαν τὸν χαρακτηρισμὸ ἀντίχριστος γιὰ νὰ
ὑπενθυμίσουν στοὺς πιστοὺς ἐναντίον ποιοῦ ἐπρόκειτο ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας νὰ
ἐκθειάσουν τὸν ἐσχατολογικό του χαρακτῆρα. Ὁ ἅγ. Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος χαρακτηρίζει
ὅλους τοὺς αἱρετικοὺς ἀντιχρίστους (Ἐρωτήσεις καὶ Ἀποκρίσεις, Ἔργα ἁγ. Ἐφραίμ,
ἐκδ. «Τὸ περιβόλι τῆς Παναγιᾶς», τομ. 6, σελ. 234). Τὸ ἴδιο πράττει καὶ ὁ ἅγ.
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης («Ἑρμηνεία εἰς τὰς καθολικὰς ἐπιστολὰς» ἐκδ. «Ὀρθόδοξη
Κυψέλη», σελ. 493ff.) Ὁ ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ὀνόμασε ἀντιχρίστους τὸν Πάπα καὶ
τοὺς Τούρκους/μωαμεθανούς (Αὐγουστίνου Καντιώτου, «Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός»,
σελ. 286-287) καὶ γενικὰ ὅλοι οἱ Ἅγιοι μεταχειρίστηκαν τοὺς ἴδιους
χαρακτηρισμοὺς καὶ καλοῦσαν τοὺς πιστοὺς σὲ μετάνοια, ἐγρήγορση, ὁμολογιακὴ
ἀγωνιστικότητα, ἀπομόνωση καὶ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν καὶ ἂν οἱ καιροὶ τὸ
ἀπαιτοῦσαν σὲ μαρτύριο.
Σήμερα
ὅμως, δυστυχῶς, συμβαίνει τὸ ἀντίθετο. Οἱ σημερινοὶ πιστοὶ ξεχάσαμε τὴν
ἐσχατολογικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε γιατὶ δὲν κατηχηθήκαμε, εἴτε γιατὶ
ἀδιαφοροῦμε. Ἡ ζωή μας καὶ ἡ σχέση μας μὲ τὴν Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία
ἀναβλητικότητα τῶν καθηκόντων καὶ ὑποχρεώσεων μας, μία ἀντίληψη ὅτι ἔχουμε
ἀκόμα καιρό. Ἡ δὲ στάση μας ἐνάντια στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ
κυριαρχεῖ πιὰ καὶ καταπίνει συνειδήσεις, εἶναι ἀπογοητευτικὴ καὶ ἀποδεικνύει
τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
Οἱ
δὲ ποιμένες δὲν ὑπολογίζουν πιὰ τὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ, δὲν τρέμουν ὅτι θὰ
λογοδοτήσουν ἐκεῖ μπροστά, μπροστὰ στὸν δίκαιο Κριτή (φοβερὴ εἰκόνα, ἀλήθεια)
γιὰ τὴν ἀδράνεια, τὴν ἀσυνέπεια καὶ τὴν ψευδοδιδασκαλία τους. Κι ἂν θέλουν νὰ
μετανοήσουν καὶ αὐτὸ μετατίθεται στὸ ἀπώτερω μέλλον, ὅταν οἱ συνθῆκες τὸ
ἐπιτρέψουν, ἀφοῦ ἔσχατη μέρα γι’ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει. Σχεδὸν κανεὶς δὲν ὀνομάζει
τοὺς αἱρετικοὺς ὄφεις ἢ ἀντίχριστους, οὔτε κἂν αἱρετικούς, σχεδὸν κανεὶς δὲν
βλέπει τὴν ἐσχατολογικὴ πλευρὰ τῶν ἐξελίξεων, σχεδὸν κανεὶς δὲν προτιμάει τὴν
ἀπόρριψη, μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται, τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ διαλέγει νὰ συγκατατεθεῖ
μετὰ τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, γιὰ νὰ δανειστῶ τὰ λόγια τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
Σήμερα
ἐπικρατεῖ ἡ ἀνατροπὴ τοῦ εὐαγγελικοῦ ἐσχατολογικοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας: ὁ
ἀχρικαιρισμὸς καὶ ἡ ἀτελείωτη ἢ ἡ προσαρμοσμένη στὰ ἰδιωτικὰ συμφέροντα
οἰκονομία. Τὸ “ἄχρι καιροῦ”, στὸ ὁποῖο ὁ καιρὸς ποτὲ δὲν
προσδιορίζεται, παρὰ μένει ἀσαφὴς καὶ αἰώνιος καὶ ἡ ἀτέρμονη, ἀτελείωτη
οἰκονομία ἀκυρώνει τὸ «ἰδοὺ ὁ καιρὸς ἐγγύς» καὶ τὸ μεταθέτει στὶς ὅποιες
καλένδες. Ὁ ἀχρικαιρισμὸς καὶ ἡ ἀτελείωτη Οἰκονομία, θυσιάζει στὸν βωμὸ τῆς
ἀνάπαυσης καὶ τοῦ συμφέροντος τὴν ὅποια ἁγιοπατερικὴ ἀντίδραση θυσιάζοντας μὲ
ὑπολογισμοὺς ἀριθμῶν ἀντὶ φρονήματος, μὲ λόγια καὶ κείμενα ἄνευ ἔργων, μὲ
ρητορείες ἄνευ οὐσίας, μὲ μελλοντικὲς ὑποσχέσεις ἄνευ παρουσῶν ἐνεργειῶν, με
γεροντισμὸ ἀντὶ πατερικότητας. Θυσιάζει τὴν ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας θυμιάζοντας μὲ προσωπικὲς ἑρμηνεῖες, πανεπιστημιακὰ διπλώματα καὶ
ὁμαδοποιήσεις. Μὲ τὸν ἀχρικαιρισμὸ καὶ τὴν ἀτελείωτη οἰκονομία, τὰ βασισμένα
στὴν ἐσχατολογικὴ διδασκαλία ἀντανακλαστικὰ τοῦ ποιμνίου ναρκώνονται καὶ ὅπως
εἶπε παραπάνω ὁ ἅγ. Χρυσόστομος, «τὰ πάντα ρίπτονται στὸν ἀέρα».
Δυστυχῶς
σήμερα στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ ὁποῖα τελειώνει ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου «Ναὶ ἔρχομαι ταχύ», ἐμεῖς δὲν ἀπαντοῦμε, ὅπως ὁ Ἰωάννης,
«ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ»,
ἀλλὰ κατ’ οἰκονομία «Μὴ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ, ἄχρι
καιροῦ»!
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου