Μὲ θλῖψι καὶ ἔκπληξι πληροφορηθήκαμε οἱ Ἁγιορεῖται τὴν ἐκδημία τοῦ ἀδελφοῦ μας μοναχοῦ Ἀρσενίου ἀπὸ τὴν Κουτλουμουσιανὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.
Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό, εἶχε ἀναφέρει σὲ γνωστό του ἱερομόναχο ὅτι τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ὅσιος Παΐσιος καὶ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ τὸν πάρη. Μόλις, ὅμως, ὁ ἱερομόναχος ἐξεδήλωσε τὸν θαυμασμόν του, ὁ πατὴρ Ἀρσένιος ἔσπευσε νὰ συμπληρώση: «Καλά, τὸ πίστεψες; Ἀστεῖα στὸ εἶπα». Ἡ μετ’ ὀλίγον ἀναχώρησίς του, ὅμως, μᾶς κάνει νὰ ἀμφιβάλλωμε ἂν ὄντως ἐπρόκειτο γιὰ ἀστεῖον.
Ἡ ἡμερομηνία, μάλιστα, τῆς ἐκδημίας του μὲ τὸ νέον ἡμερολόγιον (29 Μαρτίου) «συμπίπτει» μὲ τὴν μνήμην τῶν Ἁγίων Βαραχησίου καὶ Ἰωνᾶ, στὸν Ἱ. Ναὸν τῶν ὁποίων στὰ Φάρασα λειτουργοῦσε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος, τοῦ ὁποίου ἔφερε τὸ ὄνομα, καὶ ἐβαπτίσθη ὁ ἀγαπημένος του Ὅσιος Παΐσιος· καὶ μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιον (16 Μαρτίου) ἑορτάζει ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος, τὸν ὁποῖον καὶ αὐτὸν πολὺ εὐλαβεῖτο καὶ τιμοῦσε κάθε χρόνο μὲ ἀγρυπνίαν στὴν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου, τῆς ὁποίας ὁ πρώην ἡγούμενος, καὶ Γέροντας τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀρσενίου, ἐκαλεῖτο Χριστόδουλος.
Ὁ ἐκδημήσας ἐκοσμεῖτο ἀπὸ ἀρετές, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες σπανίζουν στὶς ἡμέρες μας. Εἶχε πολὺ φιλότιμο, ἦταν δίκαιος καὶ ὑπεστήριζε τὸν ἀδικούμενο, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ἐὰν αὐτὸ τοῦ στοίχιζε τὴν δυσαρέσκειαν φίλων καὶ ἰσχυρῶν. Γιὰ τὰ ἀνωτέρω τὸν ἀγαποῦσε ὁ Ὅσιος Παΐσιος. Ἦταν, ἐπίσης, εὐθὺς καὶ εἰλικρινής, ἀποστρεφόμενος τὶς διπλωματίες. Εἶχε πνεῦμα ὁμολογίας καὶ παρότι ἐστερεῖτο ἀνωτέρας μορφώσεως, ἀρκετὲς φορὲς εἶχε ἀρθρογραφήσει, διαμαρτυρόμενος καὶ στηλιτεύοντας προδοσίες στὰ τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος. Εἶχε εὐλάβεια καὶ ἦταν φιλακόλουθος· ἀκριβῶς μίαν ἑβδομάδα πρὸ τῆς κοιμήσεώς του, εἶχε κανοναρχήσει κατὰ τὴν πανήγυριν τῆς Ἱ. Μ. Ξηροποτάμου, στὴν ἀγρυπνίαν τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μεγαλομαρτύρων.
Φυσικά, ὅπως ὅλοι μας, εἶχε καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Κυρίως, ὅταν διαφωνοῦσε σὲ κάτι, ἰδίως ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ σοβαρὸ θέμα, χαρακτηριζόταν ἀπὸ κάποια ὀξύτητα στὸν τρόπον του. Ἀλλά, σχεδὸν πάντοτε, ἔσπευδε νὰ ἐπανορθώση ζητῶντας συγγνώμην -τὸ καλογερικὸ «εὐλόγησον».
Ὡς μνημόσυνον, θὰ ἀναφέρωμε ἐνδεικτικῶς κάτι, τὸ ὁποῖον εἶχε διηγηθῆ ἐξομολογητικά, καὶ στὸ ὁποῖον ἀποκαλύπτεται τὸ φιλότιμόν του, τόσον στὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅσον καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή -συγκεκριμένα πρὸς τὴν Παναγία- καὶ αὐτὸ ἤδη ἀπὸ τὴν κοσμική του ζωή:
Ὁ νεαρὸς Παῦλος (αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικό του ὄνομα) δὲν εἶχε ἰδιαίτερη σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἐργαζόταν τὴν ἡμέρα στὶς οἰκοδομὲς καὶ τὶς νύκτες ἐξώδευε τὰ περισσότερα χρήματά του στὰ μπουζούκια. Τὰ ξενύχτια του, ὅμως, εἶχαν σὰν ἀποτέλεσμα νὰ μὴ μπορῆ νὰ εἶναι συνεπὴς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν ἐργασία του. Ἀργοῦσε νὰ ξυπνήση καὶ πήγαινε καθυστερημένος μία, δύο, τρεῖς ὧρες καὶ παραπάνω. Τὸ ἀφεντικό του, βέβαια, ἐπειδὴ ἦταν καὶ ἐξάδελφός του, δὲν τοῦ ἔλεγε τίποτε. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν τὸ ἐκμεταλλευόταν καὶ δὲν τὸ ἀντιμετώπιζε μὲ ἀναισθησία ὁ φιλότιμος Παῦλος. Στενοχωριόταν, ἔσκαγε, ἔκλαιγε…, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ διορθωθῆ.
Δίπλα στὸ σπίτι ποὺ ἔμενε, μία κυρία εἶχε ἕνα μαγαζάκι μὲ ἐκκλησιαστικὰ εἴδη. Μιὰ μέρα, καθὼς ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν δουλειά του, τοῦ φώναξε:
– Παῦλε, ἔλα νὰ σοῦ δώσω μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας νὰ σὲ φυλάη.
Τὴν πῆρε εὐχαριστῶντας, πῆγε στὸ δωμάτιό του καί, μὴ ξέροντας τί νὰ τὴν κάνη, κάρφωσε ἕνα καρφὶ στὸν τοῖχο, ἀνάμεσα σὲ πολλὲς φωτογραφίες ἀπὸ τραγουδίστριες, ποδοσφαιριστὲς κ.λπ. καὶ τὴν κρέμασε.
Ἕνα πρωϊνό, ξυπνῶντας, ὅπως πάντα, ἀρκετὰ καθυστερημένα, καὶ ἐνῷ ἑτοιμαζόταν βιαστικὰ νὰ φύγη, ἔπεσε ἡ ματιά του στὴν Παναγία. Κάτι παράξενο καὶ πρωτόγνωρο ἔνοιωσε μέσα του. Αὐθόρμητα γονάτισε καὶ ἄρχισε μὲ λυγμοὺς νὰ παρακαλῆ:
– Παναγία μου, κάνε κάτι… Βλέπεις πόσο βασανίζομαι… Βοήθησέ με νὰ ξυπνάω στὴν ὥρα μου… νὰ μὴ ἐκμεταλλεύωμαι τὴν ἀνοχὴ τοῦ ξαδέλφου.
Αἰσθάνθηκε μιὰ ἀνακούφισι, μία ἐσωτερικὴ παρηγοριά, καὶ ξεκίνησε βιαστικὰ γιὰ τὴν οἰκοδομή.
Τὴν ἄλλη μέρα, ὅμως παραδόξως, ξύπνησε στὴν ὥρα του! Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συνέβη καὶ τὴν ἄλλη, καὶ τὴν ἄλλη… Ὅσο κουρασμένος καὶ νὰ ἦταν, ὅσο ἀργὰ καὶ νὰ κοιμόταν (μία, δύο, τρεῖς μετὰ τὸ μεσάνυκτα), τὸ πρωΐ πεταγόταν κανονικὰ στὸ πόδι καὶ ἔφτανε ἐγκαίρως στὴν ἐργασία του!
Συνειδητοποίησε τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας! Γονάτισε καὶ πάλι τὸν πιάσαν οἱ λυγμοί. Ἀλλὰ τώρα ἦταν λυγμοὶ χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύνης καὶ εὐχαριστίας. Ὅμως, καινούργιο ἄλυτο πρόβλημα δημιουργήθηκε στὸν φιλότιμο Παῦλο: «Πῶς νὰ ἀνταποκριθῶ στὴν εὐεργεσία τῆς Παναγίας;». Σκέφθηκε ἀπὸ δῶ, σκέφθηκε ἀπὸ κεῖ, βασανίστηκε καὶ στὸ τέλος κατέληξε: «Δὲν ἔχω τίποτε ἄξιο νὰ τῆς δώσω. Θὰ γίνω μοναχὸς στὸ περιβόλι της καὶ θὰ τῆς ἀφιερώσω τὴν ζωή μου»!
Καὶ πράγματι! Ὕστερα ἀπὸ κατάλληλη προετοιμασία καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, τὸ πραγματοποίησε.
Ἂς εὐχηθοῦμε, ὁ Πανάγαθος Κύριός μας διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς Παναγίας μας καὶ τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ἀποβλέποντας στὶς ἀρετές του καὶ παραβλέποντας τὶς ἀδυναμίες του, νὰ τὸν ἀναπαύση ἐν Χώρᾳ Ζώντων.
Ἁγιορεῖτες Πατέρες.