Ὁ Ἅγιος Ἰὼβ ὁ Προφήτης ὁ Δίκαιος

                    

 
Εἰ καὶ θανών, ἄληστος ἀνδρείας πέτρα,
Καὶ πῶς Ἰὼβ κρύψει σε τῇ λήθης πέτρᾳ;
Ἕκτῃ Ἰὼβ πολύτλαν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε.

Ὁ Δίκαιος Ἰὼβ καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα Αὐσίτιδα ποὺ βρισκόταν μεταξὺ τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς Ἀραβίας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ζαρὲθ καὶ τῆς Βασώρας. Προφήτης ἐπὶ σαράντα χρόνια, ἄκμασε περὶ τὸ 1900 π.Χ. (κατ’ ἄλλους τὸ 1400 π.Χ.). Παρὰ τὰ μυθώδη πλούτη του ἦταν θεοσεβής, δίκαιος, εὐθὺς καὶ ἄμεμπτος. Κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσει, ἐπειράσθηκε ἀπὸ τὸν σατανὰ καὶ ἀπώλεσε πλοῦτο καὶ κάθε ἀγαπημένο του πρόσωπο, πλὴν τῆς συζύγου του, αὐτὸς δὲ ὁ ἴδιος προσβλήθηκε ἀπὸ βαρύτατη μορφὴ λέπρας. 

Λόγω αὐτοῦ ἐξῆλθε τῆς πόλεως καὶ διερχόταν τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μέσα σὲ σπήλαιο, προσευχόμενος καὶ ξύνοντας τὶς πληγές του γιὰ ἀνακούφιση. Οὔτε οἱ παροτρύνσεις τῆς συζύγου καὶ τῶν φίλων του στάθηκαν ἱκανὲς νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν δὲ τὸν ἐπισκέφθηκε ἡ σύζυγός του καὶ πλήρης θυμοῦ τοῦ εἶπε: «Μέχρι πότε θὰ ὑπομένεις λέγοντας: ἰδού, θὰ περιμένω λίγο ἀκόμη χρόνο καὶ ἐλπίζω, ὅτι θὰ ἀπαλλαγῶ τῆς καταστάσεώς μου; Ἰδοὺ ἡ μνήμη σου ἐξέλιπε ἀπὸ τὴ γῆ, διότι οἱ υἱοὶ καὶ οἱ θυγατέρες σου, οἱ ἐπώδυνοι αὐτοὶ καρποὶ τῆς κοιλίας μου, ἐξαφανίσθηκαν.

Μάταια κοπίασα, γιὰ νὰ τοὺς μεγαλώσω. Ἐσὺ δὲ ὁ ἴδιος κάθεσαι ἐπάνω σὲ σάπια ἀπορρίμματα σκωληκοβριθῆ διερχόμενος ὄχι μόνο τὶς ἡμέρες ἀλλὰ καὶ τὶς νύχτες στὸ ὕπαιθρο. Ἐγὼ δὲ περιπλανιέμαι ὡς μία ὑπηρέτρια μεταβαίνουσα ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλον καὶ ἀπὸ τὴ μία οἰκία στὴν ἄλλη καὶ περιμένω πότε νὰ δύσει ὁ ἥλιος, γιὰ νὰ ἀναπαυθῶ ἀπὸ τοὺς σωματικοὺς κόπους καὶ ψυχικὲς ὀδύνες, οἱ ὁποῖες σήμερα μὲ περισφίγγουν. 

Πές, λοιπόν, λόγο κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ πέθανε», αὐτός, ἀφοῦ ἄκουσε μὲ τὴ συνήθη πραότητα τοὺς πικροὺς αὐτοὺς λόγους τῆς συζύγου του, μὲ μεγάλη θλίψη ἀπάντησε πρὸς αὐτήν: «Διατὶ ὁμίλησες ἔτσι ὡς μία ἀπὸ τὶς ἄφρονες γυναῖκες; Ἀφοῦ δέχθηκες τὶς τόσες καλὲς δωρεὲς ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ὑπομείνουμε καὶ τὶς συμφορές;», παραμένοντας ἔτσι καὶ πάλι θεοσεβὴς καὶ ἄμεμπτος. Μόνο πρὸς στιγμήν, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκαν οἱ τρεῖς φίλοι του Ἐλιφάζ, βασιλέας τῶν Θαιμανῶν, Βαλδάδ, τύραννος τῶν Σαυχέων καὶ Σαφάρ, βασιλέας τῶν Μιναίων, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν σιωπηλοί, ἀφοῦ τὸν συντρόφευαν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες, τὸ ἠθικὸ τοῦ Ἰὼβ κλονίσθηκε, ἀλλὰ ἀμέσως, διαμέσου τῆς βαθιᾶς πίστεώς του, ἀνέκτησε καὶ πάλι αὐτό.

Μετὰ ἑπταετὴ ὑπομονὴ τῆς ὑπεράνθρωπης αὐτῆς δοκιμασίας, ὁ Θεὸς ἀνταμείβοντας τὸν Ἰώβ, ἔδωσε σὲ αὐτὸν πάλι ὅλα τὰ ἀπολεσθέντα ἀγαθὰ καὶ τὰ προσφιλή του πρόσωπα. Ἔζησε, μετὰ τὴ δοκιμασία του, ἐπὶ ἑκατὸν σαράντα ἔτη καὶ σὲ ἡλικία διακοσίων σαράντα ἐτῶν, περὶ τὸ 1650 π.Χ., κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη ἀποτελώντας ὑπόδειγμα ὑπομονῆς καὶ προσκαρτερίας. Οἱ ἄθλοι του περιγράφονται ἐκτενῶς στὸ ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τῆς ἀνδρείας ἀκαθαίρετος πύργος, τὰς τοῦ Βελίαρ ἀπεκρούσω ἐφόδους, καὶ ἀκλινὴς διέμεινας σοφὲ ἐν πειρασμοῖς· ὅθεν χαρακτῆρά σε, ἀρραγοῦς καρτερίας, καὶ λαμπρὸν ὑπόδειγμα, ἀρετῶν οὐρανίων, ἡ Ἐκκλησία μέλπει σε Ἰώβ, λαμπρυνομένη, τοῖς σοῖς προτερήμασι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀληθὴς καὶ δίκαιος, θεοσεβὴς καὶ ἄμεμπτος, ἡγιασμένος τε ὤφθης πανένδοξε, Θεοῦ θεράπον γνήσιε, καὶ ἐδίδαξας κόσμον, ἐν τῇ σῇ καρτερίᾳ Ἰὼβ πολύαθλε· ὅθεν πάντες τιμῶντες, ὑμνοῦμέν σου τὸ μνημόσυνον.

Μεγαλυνάριον.
Τύπος ἐκπαιδεύων πρὸς ἀρετήν, ἐν παντὶ τῷ βίῳ, σὺ ὑπάρχεις Πάτερ Ἰώβ· ἐν γὰρ ἀπορίᾳ, καὶ πλούτου δαψιλείᾳ, θεράπων ἀνεδείχθης, τοῦ Λόγου δόκιμος.