Οι θεούμενοι που μετέχουν της δόξης του Θεού, δηλαδή οι Προφήτες, Απόστολοι, Πατέρες, Όσιοι, Άγιοι, είναι το θεμέλιο και η βάση της εκκλησιαστικής ζωής.
Η Εκκλησία δεν είναι μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, αλλά το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού και κοινωνία Θεώσεως. Κεφαλή της είναι ο Χριστός και μέλη της είναι οι κατά διαφόρους βαθμούς μετέχοντες της Θεώσεως, που λέγονται θεούμενοι.
Όσοι έχουν εμπειρία του Θεού, είναι τα πραγματικά μέλη της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία «δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα», αλλά «οι εμπειρίαν έχοντες». Τα μέλη της Εκκλησίας δεν καθορίζονται από την ηθική τους συγκρότηση, αλλά από το κατά πόσον μετέχουν της Θεώσεως και είναι θεούμενοι.
«Οπότε, δεν έχουμε πλέον έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι καλός η κακός. Έχουμε ανθρώπους οι οποίοι είναι φωτισμένοι ή δεν είναι φωτισμένοι, είναι θεούμενοι ή δεν είναι θεούμενοι».
Οι θεούμενοι είναι η αυθεντία στην Εκκλησία, γιατί αυτοί απέκτησαν την αληθινή, απλανή γνώση του Θεού.
Ο λαός που ακολουθεί τους θεουμένους έχει αληθινή πίστη. Άλλο είναι η γνώση του Θεού και άλλο είναι η πίστη περί του Θεού (...)
Επειδή οι θεούμενοι είναι αυθεντικοί διδάσκαλοι, γι’ αυτό και, όταν συνέρχονται σε Τοπικές ή Οικουμενικές Συνόδους, διατυπώνουν απλανώς, θεοπνεύστως την διδασκαλία της Εκκλησίας.
«Γι’ αυτό βρίσκουμε θεουμένους Αγίους όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στην Δύση, αιώνες ολόκληρους. Αυτοί οι άνθρωποι όταν συνήρχοντο σε Σύνοδο, αμέσως γνωρίζανε τι είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας».
Επειδή βασικό κριτήριο στην Εκκλησία που καθορίζει την αληθινότητα των μελών της είναι οι θεούμενοι, γι’ αυτό στην αρχαία Εκκλησία παρατηρείται το γεγονός ότι από αυτούς τους θεουμένους και Προφήτες εκλέγονταν οι Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι.
Αυτό το βλέπουμε στις «Πράξεις των Αποστόλων», κατά την εκλογή του Αποστόλου Ματθία, που κατέλαβε τον τόπο του Ιούδα. Έπρεπε να είναι μάρτυς της Αναστάσεως του Χριστού.
Άλλωστε, οι Κληρικοί έπρεπε να ήταν θεούμενοι, γιατί μόνον τότε ήταν οι αληθινοί ιατροί, γνώριζαν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους και από το σκότος του νου να τους οδηγήσουν στον φωτισμό του νου και την θέωση.
Σκοπός της Εκκλησίας και αποστολή της είναι να κάνει τους ανθρώπους Θεούμενους.
Η Εκκλησία, όπως συχνά ως εδώ έγινε λόγος, ομοιάζει με ένα νοσοκομείο και οι Κληρικοί με τους ιατρούς. Με αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε την αρετή της υπακοής.
Δεν υπακούουμε σε κάθε διδασκαλία που εμφανίζεται, αλλά στους θεουμένους, που έχουν εμπειρία Θεού, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η υπακοή θα οδηγήσει στην θέωση, στην μέθεξη τής ακτίστου δόξης του Θεού.
«Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν ερμηνεύθηκε η υπακοή ως μία τυφλή υπακοή σε μια αυθεντία από μια χειροτονία, επειδή ένας είναι δεσπότης, επειδή ένας είναι ηγούμενος κ.ο.κ. Όχι! (...)
Η αυθεντία είναι η πνευματική αυθεντία.