Νοείται πόλεμος από τα μετόπισθεν και χωρίς θυσίες; "ἀλλοίμονον τότε"!

«Ἐάν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἠκολούθουν ἐπισκόπους φρονούντας τὰ τῶν ἑτεροδόξων, ποῦ τότε Ορθοδοξία;»


Τὸ σχόλιό μας: Βλέπουμε καὶ φυσικὰ ὡς ἀδελφοὶ Χριστιανοὶ χαιρόμαστε, ὅτι πολλὰ ἱστολόγια ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζουν μὲ κείμενά τους τὴν ἀποτείχιση ὡς ἁγιοπατερικὴ καὶ ἱεροκανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας σὲ καιροὺς αἱρέσεως καὶ προδοσίας τῆς Πίστεως. Ἔτσι βλέπουμε π.χ. τὶς τελευταῖες μέρες νὰ προβάλλεται ἡ ἀκόλουθη ἐπιστολὴ τοῦ γέροντος Φιλόθεου Ζερβάκου, στὴν ὁποία ὁ ὁσίας βιωτῆς γέρων διδάσκει ξεκάθαρα ὅτι «ἐάν τις (σσ. καὶ ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν βλ. π.χ. ὁπαδοὺς τῆς ψευτοσυνόδου τοῦ 754) εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελισάμεθα  ἀνάθεμα».

Διαβάζοντας ὅμως αὐτὰ πρέπει νὰ ἐρωτήσουμε κι ἂς γινόμαστε κουραστικοί, πιεστικοὶ ἢ ὅτι ἄλλο μᾶς καταλογίζουν πάντα χωρὶς ἐπιχειρήματα, ἐλπίζοντας μάλιστα αὐτοὶ ποὺ τὸ διαβάζουν νὰ δοῦν καλοπροαίρετα τὸ λογικὸ τῆς ἐρώτησης:

Ἀφοῦ ὅποιος κακοδοξεῖ καὶ ἑτεροδιδάσκει ὑποπίπτει στὸ ἀνάθεμα τοῦ Παύλου, τότε πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι προαιρετικὴ ἡ ἀπόφαση, ἂν θὰ ἔχουμε ὁμοδοξία καὶ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί του, ὅταν εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸ ναὸ ἐκφράζουμε ὅλοι τὸ ὁμόδοδοξο, ὁμόφρονο καὶ ἕνα σῶμα Χριστοῦ;

Αφοῦ γιὰ τὶς μάσκες καὶ τὰ ἐμβόλια οἱ ἐνάντιοι εἶναι τόσο αὐστηροὶ καὶ θεωροῦν βλάσφημο κάθε ἕνα ποὺ εἰσέρχεται στὸν ναὸ μὲ μάσκα καὶ ὄντας ἐμβολιασμένος, πῶς εἶναι δυνατὸν στὸ θέμα τῆς Παναίρεσης, τῆς πηγῆς ὅλων τῶν κακῶν (καὶ τῆς μάσκας καὶ τοῦ ἐμβολίου) οἱ ἴδιοι νὰ γίνονται διαλλακτικοὶ καὶ νὰ λένε, ὅτι ὁ καθένας κάνει τὸν ἀγῶνα του ὅπως ὁρίζει ἡ προαίρεσή του;

Πῶς μπορεῖ νὰ ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὰ παραπάνω ἱστολόγια (καί, ἐπαναλαμβάνουμε, αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ δὲν εἶναι κακοπροαίρετη, ἀλλὰ γιὰ λόγους κατανόησης καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συντάκτες δὲν εἶναι κἂν ἀποτειχισμένοι), ὅτι ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς εἶναι εὐσεβεῖς παρόλο ποὺ συλλειτουργοῦν καὶ μνημονεύουν ὡς ὀρθοτομοῦντες ἕναν Περγάμου, Ἀθηνῶν, Μεσσηνίας, Σύρου, Ν. Ἰωνίας κλπ., ἐνῶ ὁ γέρων Φιλόθεος, τοῦ ὁποίου τὴν ἐπιστολὴ οἱ ἴδιοι ἀναρτοῦν, λέγει:

     «Ἐάν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀκολουθοῦσαν τούς πατριάρχες καί ἐπισκόπους Ἀπολιναρίους, Μακεδονίους, Εὐτυχεῖς, Διοσκόρους, Σαββελίους, Σεβήρους, Εὐσεβίους καί πολλούς ἄλλους καί δεχόνταν τά φρονήματά τους, ποῦ τότε Ὀρθοδοξία; ποῦ χριστιανός εὐσεβής καί ὀρθόδοξος!»

Ἐλπίζουμε πρὸς ὠφέλεια ὅλων μας νὰ πάρουμε ἀπάντηση.

 

 (Ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ γέρων Φιλόθεος τὸ 1930 πρὸς τὸν Μητροπολίτη Αἰτωλ/νίας Ἱερόθεο) :

 

Ἐάν, Σεβασμιώτατε, τήν γνώμη τοῦ θεοφόρου πατρός ἡμῶν Ἰγνατίου ἀκολουθοῦσαν ὅλοι οἱ χριστιανοί κατά γράμμα, νά ἀκολουθοῦν δηλαδή τούς Ἐπισκόπους σέ ὅλα, ἀλλοίμονον τότε, οὔτε Ὀρθοδοξία οὔτε Ἐκκλησία οὔτε ὀρθόδοξος χριστιανός θά ὑπῆρχε σήμερα. Ἐάν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀκολουθοῦσαν τούς πατριάρχες καί ἐπισκόπους Ἀπολιναρίους, Μακεδονίους, Εὐτυχεῖς, Διοσκόρους, Σαββελίους, Σεβήρους, Εὐσεβίους καί πολλούς ἄλλους καί δεχόνταν τά φρονήματά τους, ποῦ τότε Ὀρθοδοξία; ποῦ χριστιανός εὐσεβής καί ὀρθόδοξος!

Καί τί λέγω ἀνθρώπους πατριάρχες καί μητροπολῖτες καί δέν λέγω Συνόδους ἀπό 100, 200 καί 348 μητροπολῖτες καί ἐπισκόπους ἀποτελούμενες; Διότι 348 τόν ἀριθμό συνῆλθαν στήν Κωνσταντινούπολη τό 754 καί ἐξέδωσαν ὅρο πού ἔχει ὡς ἑξῆς :

     «Ὁμόφωνα ὁρίζομε νά εἶναι ἀπόβλητη καί ξένη καί βδελυγμένη ἀπό τῆς Ἐκκλησίας τῶν Χριστιανῶν κάθε εἰκόνα ἀπό κάθε ὕλη καί χρωματουργική τῶν ζωγράφων κακοτεχνία κατασκευασμένη. Στό ἑξῆς νά μή τολμήση ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος νά ἀσκῆ αὐτό τό ἀσεβές καί βδελυρό ἔργο, ὅποιος ὅμως θά τολμήση στό ἑξῆς νά κατασκευάση εἰκόνα ἤ νά προσκυνήση ἤ νά τοποθετήση σέ ἐκκλησία, ἤ σέ ἰδιωτικό σπίτι, ἤ νά κρύψη, ἐάν μέν εἶναι ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ διάκονος, να καθαίρεται, ἐάν δέ εἶναι μοναχός ἤ λαϊκός, νά ἀναθεματίζεται καί νά εἶναι ὑπόλογος στούς νόμους τούς βασιλικούς, ὡς ἀντιμέτωπος στά προστάγματα τοῦ Θεοῦ, καί ἐχθρός στά δόγματα τῶν πατέρων».

Ὁ ἀριθμός 348, Σεβασμιώτατε, εἶναι πολύ σεβαστός. Ἐν τούτοις τόν τότε πατριάρχη Κωνσταντῖνον καί τόν βασιλέα Κοπρώνυμο καί τούς 348 μητροπολῖτες, πολλοί μοναχοί, κληρικοί καί λαϊκοί δέν τούς ἄκουσαν, ἀποσχίσθηκαν ἀπό αὐτούς, τούς ἔλεγχαν καί τούς ἀποκαλοῦσαν κακοδόξους, εἰκονομάχους κ.λπ., καί ἐξακολουθοῦσαν νά ἀσπάζωνται καί νά σέβωνται καί νά τιμοῦν τίς ἁγίες εἰκόνες.

Ἄρά γε οἱ τέτοιοι εἶναι σχισματικοί, αἱρετικοί, κακόδοξοι, κολασμένοι, ἀναθεματισμένοι, καί μαζί μέ αὐτούς καί ἐμεῖς, πού προσκυνοῦμε καί σεβόμαστε σχετικά καί κατά τήν παράδοση, τίς ἅγιες εἰκόνες;

Ἐμεῖς ἔχουμε τήν γνώμη καί ὁμολογοῦμε ὅτι εἶναι ἄξιοι κάθε ἐπαίνου γιατί δέν πειθάρχησαν καί ἀποσχίσθηκαν, καί ἀξιώθηκαν οὐρανίων στεφάνων γιά τήν “παρακοή” τους ἐκείνη, καί σήμερα τούς τιμοῦμε ὡς Ἁγίους καί τούς ὀνομάζουμε ὁ Ἅγιος Γερμανός, ὁ Ἅγιος Ταράσιος, οἱ Ἅγιοι Στέφανος καί Θεόδωρος καί Θεοφάνης οἱ Γραπτοί, Θεόδωρος ὁ Στουδίτης κ.λ.π. τήν δέ σύνοδο τοῦ 754 ὀνομάζουμε παράνομον, μιαράν καί Καϊαφικό συνέδριο.

Ὁ Θεοκήρυξ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παραγγέλλει· «ἐάν τις εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελισάμεθα ἀνάθεμα».

Πατήρ δέ τῆς Ἐκκλησίας λέγει τά ἑξῆς: «Πᾶς ὁ λέγων παρά τά διατεταγμένα, κἄν ἀξιόπιστος ἦ, κἄν νηστεύῃ, κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιῇ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ, φθοράν προβάτων κατεργαζόμενος» (Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος) καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος ὁρίζει· «εἴ τις πᾶσαν παράδοσιν ἐκκλησιαστική ἔγγραφον ἤ ἄγραφον ἀθετεῖ· ἀνάθεμα».

Πηγή