Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Μάμας ο Μυροβλύτης

Ο Άγιος Μάμας, τέλη 15ου αιώνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Ὁ ἔνδοξος μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Μάμας ὑπῆρξε ἀναμφίβολα ἕνας ἀπὸ τοὺς λαοφιλέστερους ἁγίους κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο. Σὲ τοῦτο συντέλεσαν ποικίλοι λόγοι: Τὸ πλούσιο θαυματουργικό του χάρισμα· ἡ μυροβλυσία τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου· τὸ πολυσύχναστο ἐπίκεντρο τιμῆς του, ἡ περιώνυμη δηλαδὴ πόλη τῆς Καισάρειας, πρωτεύουσα τῆς Καππαδοκίας —πιθανώτατα ὑπῆρξε ὁ ἐπισημότερα ἑορταζόμενος μάρτυρας τῆς πόλης· 

οἱ πανηγυρικοὶ πρὸς αὐτὸν Λόγοι τῶν Μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων Βασιλείου καὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Κι ἀκόμη τὸ ὅτι ἀπέβη ἐνωρίτατα προστάτης τῶν ἀκριτικῶν στρατιωτικῶν ταγμάτων-ὁριοφυλάκων τῆς περιοχῆς (ἀρχικὰ τῶν Ἰσαύρων Λιμιτανέων, καὶ ἀργότερα τῶν Ἀκριτῶν τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Ταύρου, τῆς Μεσοποταμίας κ.ἄ. παραμεθορίων περιοχῶν, καθὼς καὶ τῶν Ἀπελατῶν), οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ γιὰ στρατιωτικοὺς λόγους μετακίνησή τους στὶς παραμεσόγειες περιοχές, μετέφεραν εὔλογα καὶ τὴν τιμὴ τῶν προστατῶν τους ἁγίων, κατεξοχὴν τῶν μαρτύρων Γεωργίου καὶ Μάμαντος. 

Παράλληλη πρὸς τὴ διάδοση τιμῆς τοῦ ἁγίου Μάμαντος ὑπῆρξε καὶ ἡ διάδοση τοῦ Βίου του, ἀρχικὰ καὶ κατὰ κύριο λόγο στὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ καὶ σὲ μετάφραση στὰ λατινικά, συριακὰ καὶ ἀρμενικά, καὶ ποὺ σώζεται, σὲ διαφορετικὲς μορφές, σὲ ἱκανὸ ἀριθμὸ χειρογράφων, χρονολογουμένων ἀπὸ τὸν 10ο αἰ. κ. ἑξ. Τὴν ἀρχαιότερη μορφὴ Βίου του ἀποτελεῖ ὁ λεγόμενος ἑλληνικὸς Βίος, ποὺ συντάχθηκε κατὰ τὸν 5ο αἰώνα καὶ ποὺ ἀποτέλεσε τὴν πηγή, ὄχι μονάχα τῶν μεταγενέστερων Βίων τοῦ ἁγίου, ἀλλὰ καὶ πηγὴ ἔμπνευσης τῆς σχετικῆς πρὸς τὸ πρόσωπό του εἰκονογραφικῆς καὶ ὑμνογραφικῆς παραγωγῆς. Ὁ ἀνώνυμος συντάκτης τοῦ Βίου τούτου χρησιμοποίησε μία προγενέστερή του γραπτὴ πηγή, ἕνα πρωιμότατο Βίο, ποὺ ἀποδιδόταν στὸν ἀκόλουθο τοῦ ἁγίου καὶ εὐνοῦχο Κλημέντιο: «Ὁ δὲ ἀκόλουθος αὐτοῦ (τοῦ ἁγίου Μάμαντος) εὐνοῦχος, ὀνόματι Κλημέντιος, πᾶσαν αὐτοῦ τὴν πολιτείαν κατὰ μέρος ἀνεγράφετο, τὴν κατὰ Θεόν τε αὐτοῦ προκοπὴν θαυμάζων». Ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἀρχαιότατο ἑλληνικὸ Βίο θὰ σταχυολογήσουμε στὴ συνέχεια τὰ σπουδαιότερα σημεῖα τῆς ἱερῆς καταγωγῆς, τῆς ἰσάγγελης πολιτείας καὶ τοῦ Χριστομίμητου μαρτυρίου τοῦ θαυμαστοῦ παιδομάρτυρος Μάμαντος.

Οἱ γονεῖς τοῦ ἁγίου Μάμαντος, ἅγιοι Θεόδοτος καὶ Ρουφίνα, κατάγονταν ἀπὸ τὴν περίφημη πόλη Γάγγρα τῆς περιοχῆς τῆς Παφλαγονίας, στὴ βορειοδυτικὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅπου γεννήθηκαν κατὰ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 3ου αἰώνα. Καὶ οἱ δύο ἦταν εὐλαβεῖς καὶ θεοφοβούμενοι χριστιανοί. Μάλιστα ὁ Θεόδοτος, ποὺ καταγόταν ἀπὸ εὐγενεῖς (ὁ πατέρας του ἦταν ἰλλούστριος), τόσο πόθο Θεοῦ εἶχε, ὥστε κήρυσσε ἄφοβα στοὺς συμπολίτες του τὸν Χριστό, πράγμα ποὺ συνέχισε καὶ ὅταν ξέσπασαν οἱ γενικοὶ κατὰ τῶν χριστιανῶν διωγμοὶ στὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἐπὶ Δεκίου, στὰ 250-251. Τοῦτο ὅταν πληροφορήθηκε ὁ ἄρχοντας τῆς Γάγγρας Ἀλέξανδρος, κάλεσε τὸν Θεόδοτο νὰ ἀπολογηθεῖ, ἀπειλώντας τον μὲ τιμωρίες ἂν δὲν θυσίαζε στὰ εἴδωλα ἀπαρνούμενος τὸν Χριστό. Ὁ Θεόδοτος μὲ θάρρος τοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν εἶχε δικαίωμα νὰ τὸν βασανίσει, καθὼς εἶχε εὐγενικὴ καταγωγή. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τὸν παρέπεμψε γιὰ ἐξέταση στὸν ἡγεμόνα τῆς εὐρύτερης βορειοδυτικῆς Μικρασίας, ποὺ τότε εἶχε ἕδρα τὴν περίφημη πόλη Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Τὸν Θεόδοτο ἀκολούθησε ἡ σύζυγός του, ποὺ κυοφοροῦσε τότε καὶ πλησίαζε νὰ γεννήσει. Ὁ ἡγεμόνας τῆς Καισάρειας, ἀφοῦ διάβασε τὴν ἀναφορὰ τοῦ ἡγεμόνα Ἀλέξανδρου, πρόσταξε νὰ φυλακίσουν τὸν Θεόδοτο. Στὴ φυλακὴ μπῆκε μαζί του καὶ ἡ Ρουφίνα. Ἐκεῖ ὁ Θεόδοτος ἔκανε θερμὴ προσευχὴ νὰ τὸν στηρίξει ὁ Κύριος μέχρι τέλους στὴν ὁμολογία τῆς πίστης καὶ ἀμέσως παρέδωσε τὴν ψυχή του. Ἡ Ρουφίνα, βλέποντας τὴν ἀπροσδόκητη τελείωση τοῦ συζύγου της, πολὺ λυπήθηκε καὶ ἀπὸ τὴν ὀδύνη γέννησε. Προσευχήθηκε τότε μὲ πόνο ψυχῆς νὰ λάβει κι ἐκείνης τὴν ψυχὴ ὁ Κύριος καὶ νὰ ἀναλάβει, ὡς πατέρας τῶν ὀρφανῶν, τὴ φροντίδα τοῦ νεογνοῦ. Καί, ἀσπαζόμενη τὸ σκήνωμα τοῦ Θεόδοτου, ἐκοιμήθη καὶ ἐκείνη ἐν Κυρίῳ.

Ἡ ἀναφορὰ στὸν Βίο σὲ διωγμοὺς τὴν περίοδο γέννησης τοῦ Μάμαντος καὶ στὴ φυλάκιση τῶν γονέων του γιὰ τὴν χριστιανική τους πίστη, συνάδει πλήρως μὲ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς: Κατὰ τὸ διάστημα τῶν ἐτῶν 253-260, αὐτοκράτορες στὴ Ρώμη ἦταν ὁ Βαλλεριανὸς μὲ τὸν υἱό του Γαλλιηνό. Κατὰ δὲ τὸ ἔτος 257 ὁ Βαλλεριανὸς ἐξέδωσε τὸ πρῶτο του ἔδικτο (διάταγμα) γενικοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν, γιὰ νὰ ἐκδώσει καὶ ἕνα δεύτερο κατὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ ἑπομένου ἔτους 258. Τὸ δεύτερο τοῦτο διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε γιὰ νὰ καλύψει τὰ κενὰ τοῦ πρώτου, μεταξὺ ἄλλων προνοοῦσε ὅτι οἱ συγκλητικοὶ καί, γενικά, οἱ ἄρχοντες μὲ ὑψηλὴ καταγωγὴ καὶ ἀξιώματα ποὺ ὁμολογοῦσαν ὅτι ἦταν χριστιανοί, θὰ ἀποστεροῦνταν τὴν περιουσία καὶ τὸ ἀξίωμά τους καί, ἐὰν ἐπέμειναν στὴ χριστιανική τους ὁμολογία, θὰ ὑφίσταντο κεφαλικὴ τιμωρία (ἀποκεφαλισμό). Ὁ ἅγιος Μάμας, ὅταν μαρτύρησε, ἦταν περίπου 15-16 ἐτῶν. Ἑπομένως εἶχε γεννηθεῖ περὶ τὰ ἔτη 257-258, ὁπόταν ἐκοιμήθηκαν στὴν ὁμολογία τῆς πίστης οἱ γονεῖς του.

Κατὰ τὸ βράδυ τῆς ἡμέρας ποὺ τελειώθηκαν οἱ γονεῖς τοῦ Μάμαντος, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε σὲ μία εὐλαβέστατη ἄτεκνη χήρα καὶ ἀρχόντισσα, ποὺ λεγόταν Ἀμμία, καὶ τὴν πρόσταξε νὰ πάει νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Καισάρειας τὰ σώματα τῶν μαρτύρων καὶ νὰ τὰ ἐνταφιάσει μὲ τὴν πρέπουσα τιμή, τὸ δὲ νεογέννητο ἀγοράκι νὰ τὸ ἀναθρέψει σὰν παιδί της. Καὶ ἡ Ἀμμία ἀμέσως ἐκτέλεσε τὴν προσταγὴ τοῦ ἀγγέλου.

Ὅταν ἔγινε ἑνὸς ἔτους τὸ παιδί, τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά της ἡ θετή του μητέρα καὶ τὸ φίλησε. Κι αὐτὸ ἀμέσως εἶπε «ἀμμά», ποὺ θὰ πεῖ μητέρα! Στὴ χαρά της αὐτὴ ἡ Ἀμμία, κάλεσε τοὺς ἐπίσημους καὶ ἄρχοντες τῆς πόλης καὶ τοὺς παρέθεσε πλούσιο γεῦμα. Κι ὅταν αὐτοὶ πληροφορήθηκαν πῶς ἀποκάλεσε τὸ βρέφος τὴν Ἀμμία, ὅλοι μὲ ἕνα στόμα εἶπαν νὰ τὸ ὀνομάσει Μάμα, ὅπως καὶ ἔγινε. Ὅσο μεγάλωνε σὲ ἡλικία ὁ Μάμας, αὔξανε σὲ σύνεση καὶ σοφία. Γι᾽ αὐτὸ ὅταν ἔγινε πενταετής, ἡ Ἀμμία τὸν ἔστειλε στὸν δάσκαλο Ἀρίστωνα νὰ ἀρχίσει νὰ μαθαίνει γράμματα, παραχωρώντας του καὶ ἕνα νεαρὸ δοῦλο, ὡς βοηθὸ καὶ συνοδὸ στὸ σχολεῖο, ποὺ λεγόταν Κλημέντιος. Σύντομα ὁ Μάμας ξεπέρασε στὴ φρόνηση καὶ μάθηση ὅλους τοὺς συμμαθητές του. Ἀφοῦ ἔγινε ἕξι ἐτῶν ὁ Μάμας, κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ἡ Ἀμμία, ἀφήνοντάς τον κληρονόμο τῆς περιουσίας της.

Ὅταν ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ Αὐρηλιανὸς (270-275), ἐξέδωσε πρόσταγμα γενικῆς θυσίας στοὺς ψευδοθεοὺς σ᾽ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Στὴν Καισάρεια μετέβη ἕνας σκληρὸς ἐκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ Δημόκριτος, ποὺ πρόσταξε τοὺς δάσκαλους τῆς πόλης νὰ μεταβοῦν τὴν ἡμέρα τοῦ Δία στὰ εἰδωλεῖα νὰ προσφέρουν θυσία. Καί, ἐνῶ ὅλες οἱ σχολὲς πήγαιναν καὶ θυσίαζαν, μόνο οἱ συμμαθητὲς τοῦ Μάμαντος ἀρνοῦνταν νὰ λατρεύσουν τὰ εἴδωλα, καθὼς διδάσκονταν ἀπὸ αὐτὸν τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό.

Ὁ Δημόκριτος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, καὶ κάλεσε τὸν μικρὸ Μάμα νὰ ἀπολογηθεῖ. Παρόλες τὶς κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς τοῦ τυράννου, ὁ Μάμας παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα τοῦ τόνισε πὼς δὲν εἶχε ἐξουσία νὰ τὸν κακοποιήσει, ὡς καταγόμενο ἀπὸ εὐγενεῖς. Τότε ὁ τύραννος, γεμάτος θυμό, πρόσταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν σιδηροδέσμιο ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας στὶς Αἰγὲς τῆς Κιλικίας, γιὰ νὰ κριθεῖ ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα. Πράγματι, ὁ Αὐρηλιανὸς μεταξὺ τῶν ἐτῶν 270 καὶ 272 ἐξεστράτευσε κατὰ τῆς βασίλισσας τῆς Παλμύρας Ζηνοβίας (267-272). Σύμφωνα δὲ μὲ τὴ σύγχρονη ἔρευνα σχετικὰ πρὸς τὴν πορεία ποὺ ἀκολούθησε ὁ Αὐρηλιανὸς κατὰ τὴν ἐν λόγῳ ἐκστρατεία του, διῆλθε μὲ βεβαιότητα ἀπὸ τὴν παραθαλάσσια πόλη τῶν Αἰγῶν τῆς Κιλικίας.

Φθάνοντας στὶς Αἰγές, ὁ ἅγιος ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ τὸν ἀνέκρινε μὲ κάθε αὐστηρότητα. Καὶ πάλιν ὁ παιδομάρτυρας ὁμολόγησε μὲ γενναιότητα τὸν Χριστό, εἰρωνευόμενος τὰ ἀναίσθητα καὶ ἄψυχα εἴδωλα. Ὁ τύραννος, ὀργισμένος καὶ κατησχυμμένος ἀπὸ ἕνα παιδάκι, πρόσταξε καί, ἀφοῦ τὸν κτύπησαν μὲ πέτρες στὸ στόμα, τοῦ πρόσδεσαν στὸ λαιμὸ ἕνα μεγάλο μολύβδινο βαρίδι γιὰ νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα νὰ πνιγεῖ. Ἄγγελος ὅμως Κυρίου ἐμφανίσθηκε καὶ φόβησε τοὺς στρατιῶτες-δημίους μέσα στὸ σκάφος, ποὺ ἐπέστρεψαν στὴν ξηρὰ καὶ ἔφυγαν τρομαγμένοι. Καθ᾽ ὑπόδειξη δὲ τοῦ ἀγγέλου, ὁ Μάμας μετέβη στὸ ὄρος Ἀργαῖον τῆς Καισάρειας, ὅπου ἔζησε ἀκόμη ἕνα ἕως δύο ἔτη. Ἐκεῖ, μὲ πρόσταγμα Θεοῦ, ἔλαβε ἐξ οὐρανοῦ ράβδο θαυματουργὴ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο, μὲ τὰ ὁποῖα ἐξημέρωνε τὰ ἄγρια θηρία τοῦ βουνοῦ καὶ ἄρμεγε τὰ θηλυκὰ ἀπὸ αὐτά, ἔπηζε τυρί, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ ὁ ἴδιος τρεφόταν καὶ ἔδινε καὶ στοὺς πτωχοὺς τῆς Καισάρειας. Ἔκτισε ἀκόμη μικρὸ ναό, ὅπου λάτρευε τὸν Κύριο.

Ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες πληροφορήθηκαν τὰ θαυμαστὰ σημεῖα, ποὺ ὁ Μάμας τελοῦσε στὸ βουνό, φθόνησαν, καὶ τὸν κατήγγειλαν στὸν νέο ἡγεμόνα τῆς Καισάρειας Ἀλέξανδρο, ὅτι τάχα ἦταν μάγος καὶ μὲ μαγικὲς τέχνες ἡμέρωνε τὰ ἄγρια θηρία. Τότε αὐτὸς ἔστειλε στρατιῶτες νὰ τὸν συλλάβουν. Τοὺς συνάντησε ὁ ἅγιος καὶ τοὺς ρώτησε τί ἔψαχναν. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν γιατί εἶχαν μεταβεῖ ἐκεῖ, κι ὁ Μάμας τοὺς κάλεσε νὰ τοὺς προσφέρει ψωμὶ καὶ τυρὶ καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς ὑποδείξει αὐτὸν ποὺ ἀναζητοῦσαν. Ἐνῶ τρώγανε, μαζεύτηκαν ἐκεῖ τὰ ἄγρια ζῶα κατὰ τὴ συνήθειά τους, ποὺ φόβησαν τοὺς στρατιῶτες. Ὁ ἅγιος τοὺς καθησύχασε, τοὺς εἶπε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Μάμας ποὺ ἀναζητοῦσαν καὶ τοὺς ἐξήγησε πὼς τὰ ζῶα τὰ ἐξημέρωνε μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποὺ λάτρευε, κι ὄχι μὲ μαγικὲς κακοτεχνίες. Κατόπιν τοὺς προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ τὸν ἀναμένουν στὴν πύλη τῆς Καισάρειας καὶ θὰ ἐρχόταν σύντομα. Πρὶν ὅμως ἀπέλθει πρὸς τὸ μαρτύριο, μὲ ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου κάλεσε μεγάλο λιοντάρι ἀπὸ τὴν ἔρημο, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι, ὅταν αὐτὸς θὰ θηριομαχοῦσε στὸ στάδιο, θὰ τὸ ἔφερναν κι αὐτὸ ἐναντίον του, καὶ τότε νὰ πράξει ἐκεῖνο ποὺ θὰ τὸ προστάξει ὁ Θεός.

Μετέβη λοιπὸν ὁ Μάμας στὴν Καισάρεια καὶ ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο, ποὺ τὸν ἐξέτασε γιὰ τὶς δῆθεν μαγεῖες του. Κι ὅταν ὁ παιδομάρτυρας τοῦ ξεκαθάρισε πώς, ὄχι μόνο δὲν ἦταν μάγος, ἀλλὰ λάτρευε τὴν Ἁγία Τριάδα, ὁ τύραννος τὸν ἀνάγκαζε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Μετὰ τὴ θαρραλέα ὁμολογία τοῦ μάρτυρα, ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Πρῶτα τὸν κρέμασαν σὲ τιμωρητικὸ ξύλο καὶ τὸν ἔξεσαν ἀπάνθρωπα σὲ ὅλο τὸ σῶμα, μέχρι τὰ σπλάχνα. Ὁ ἅγιος ὅμως ἄχνα δὲν ἔβγαλε, μόνο προσευχόταν θερμὰ νὰ τὸν ἐνισχύσει ὁ Κύριος ἕως τέλους. Κατόπιν τὸν ἔριξαν σὲ καμίνι ποὺ εἶχαν πυρώσει ἐπὶ τρεῖς μέρες, ὅπου τὸν ἄφησαν γιὰ πέντε μέρες. Ἀλλ᾽ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν διαφύλαξε ἀβλαβή, ἀποστέλλοντάς του ἀγγέλους, μὲ τοὺς ὁποίους συνδοξολογοῦσε τὸν Θεό, ὅπως παλαιὰ οἱ τρεῖς Παῖδες στὴ Βαβυλώνα. Ὅταν εἶδε τὴν ὑπερθαύμαστη διάσωσή του ὁ τύραννος, διέταξε νὰ τὸν ρίξουν στὰ ἄγρια θηρία στὸ στάδιο. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ τιθάσσευε τὴν ἀγριότητα τῶν θηρίων, ποὺ σεβάστηκαν καὶ προσκυνοῦσαν τὸν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἀπέλυσαν ἐναντίον του καὶ τὸ λιοντάρι ποὺ προαναφέραμε, κι αὐτὸ ὅρμησε ἐναντίον τῶν θεατῶν, καὶ κατασπάραξε πολλοὺς εἰδωλολάτρες καὶ Ἰουδαίους. Τέλος, ὁ τυφλωμένος στὴν ψυχὴ Ἀλέξανδρος πρόσταξε νὰ φονευθεῖ στὸ στάδιο ὁ μάρτυρας ἀπὸ τάγμα ἱππικοῦ. Πράγματι, ἕνας μονομάχος κτύπησε τὸν Μάμαντα μὲ τρίαινα στὴν κοιλιά καὶ χύθηκαν ἔξω τὰ σπλάχνα του. Φωνὴ τότε ἀκούστηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Κι ὁ γενναιότατος παιδομάρτυρας, κρατώντας τὰ χυμένα του σπλάχνα, περπάτησε περὶ τὸ μισὸ χιλιόμετρο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, βρῆκε ἕνα σπήλαιο καί, ἐπάνω σὲ μιὰ πέτρα, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, γιὰ τὸν Ὁποῖο τόσα βάσανα ὑπέμεινε. Τελειώθηκε δὲ ὁ μαρτυρικὰ στὴν Καισάρεια ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Αὐρηλιανοῦ, πιθανώτατα κατὰ τὴν 2α Σεπτεμβρίου τοῦ 273 ἢ τοῦ 274, σὲ ἡλικία 15 ἢ 16 ἐτῶν.

*   *   *

Ἐπίκεντρο τιμῆς τοῦ ἁγίου Μάμαντος ὑπῆρξε ἀσφαλῶς ἡ Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ἡ τοποθεσία, στὴν ὁποία μετέβη καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα ὁ ἅγιος μετὰ τὸ μαρτύριό του, πρέπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸν χῶρο, ὅπου ἀργότερα ἀνοικοδομήθηκε τὸ Μαρτύριο (ναός), στὸ ὁποῖο περιλαμβανόταν ὁ τάφος του. Τὸ Μαρτύριο αὐτὸ συνέχισε νὰ ὑπάρχει ἐπὶ αἰῶνες, καὶ μετὰ τὴ σταδιακὴ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου. Σύμφωνα μὲ ἔγκυρες πληροφορίες, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα τὰ χαλάσματα παλιᾶς ἐκκλησίας κοντὰ στὸ ἀρχαῖο στάδιο τῆς Καισάρειας ταυτίζονταν μὲ ἀσφάλεια μὲ τὴν ἄλλοτε περίλαμπρη βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος. Ἀπὸ τὰ χαλάσματα ὅμως αὐτά, γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα Ντελικλί-Τάς, δηλαδὴ τρυπημένη πέτρα, ἤδη λίγο πρὶν τὴν ἔξοδο τῶν Ἑλλήνων τὸ 1924, τίποτα δὲν παρέμεινε στὴ θέση του, ἕνεκα ἁρπαγῆς τοῦ οἰκοδομικοῦ ἐκεῖ ὑλικοῦ πρὸς ἀνέγερση ἄλλων κτιρίων, παρὰ μόνη μία μεγάλη τρύπια πέτρα. Ἀπὸ τὴν τρύπια ἐκείνη πέτρα χριστιανοὶ καὶ μουσουλμάνοι περνοῦσαν τὰ ἄρρωστα παιδάκια καί, ὅσα ἦταν νὰ ζήσουν, γίνονταν ἀμέσως καλά.

Ἀσφαλῶς παρατηρεῖται πρωιμότατη διάδοση τῆς τιμῆς, ἀλλὰ καὶ τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ ἁγίου Μάμαντος, ποὺ ἐξακτινώνεται ὄχι μόνο σ᾽ ὅλη τὴ Μικρασία, ἀλλ᾽ ἐπεκτείνεται ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἕως τὴ Συροπαλαιστίνη καὶ τὰ ἑλληνικὰ νησιὰ τῆς Κύπρου, Κρήτης καὶ ἀλλοῦ, γιὰ νὰ φθάσει μέχρι καὶ τὴ Γαλλία! Ὅταν οἱ Σταυροφόροι τῆς Δ´ Σταυροφορίας κατέλαβαν τὸ 1204 τὴν Κωνσταντινούπολη, μεταξὺ τῶν πολλῶν τιμαλφῶν καὶ ἱερῶν λειψάνων ποὺ ἀφάρπασαν ἦταν καὶ ἡ τιμία κάρα τοῦ ἁγίου Μάμαντος, ποὺ τὸ 1209 θὰ καταλήξει στὴν πόλη Langres τῆς Γαλλίας. Ἡ ἁγία κάρα διατηρεῖ τὴ σταυρόσχημη βυζαντινὴ ἀργυρὴ λειψανοθήκη-ἐπένδυσή της καὶ φέρει ἐγχάρακτη ἐπιγραφή, «ΑΓΙΟC MAMAC». Περαιτέρω, ἀνὰ ἕνα τεμάχιο τῆς κάρας τοῦ ἁγίου Μάμαντος (προφανῶς ἀπὸ τὸ κάτω της τμῆμα, ποὺ ἐλλείπει ἀπὸ τὸ λείψανο τῆς Langres), βρίσκεται στὶς μονὲς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους καὶ Ἁγίου Γεωργίου Ἠλίων στὴν Αἰδηψὸ τῆς Εὔβοιας.

Ἡ Κύπρος δὲν ὑστέρησε τῆς πλούσιας χάρης τοῦ ἁγίου Μάμαντος. Τὸ πόσο πρώιμη ὑπῆρξε ἡ ἐδῶ τιμὴ τοῦ λαοφίλητου τούτου παιδομάρτυρα δὲν μᾶς εἶναι ἀκριβῶς γνωστό. Πιθανώτατα οἱ ρίζες τῆς τιμῆς αὐτῆς νὰ συνδέονται, τόσο μὲ τὶς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες γνωστὲς ζῶσες σχέσεις τῆς μεγαλονήσου μὲ τὰ νότια τῆς Μικρασίας παράλια, ὅσο καὶ τὴν κατὰ τοὺς μεσοβυζαντινοὺς χρόνους ἔλευση καὶ ὑπηρεσία στὸ νησὶ ἀκριτικῶν στρατιωτικῶν ταγμάτων (Ἀκριτῶν-Μαρδαϊτῶν), ὅπως πιὸ πάνω ἀναφέραμε. Ἄλλο πρόβλημα, ποὺ παραμένει ἀκόμη ἀνοικτό, εἶναι τὸ πότε ἔρχεται στὸ νησὶ ἡ λάρνακα μὲ τὰ τίμια λείψανά του, ποὺ βρίσκεται μέχρι σήμερα ἐντοιχισμένη στὸν ὁμώνυμό του ναὸ στὴ Μόρφου, καθεδρικὸ ναὸ τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, τῆς ὁποίας εἶναι καὶ ὁ πολιοῦχος ἅγιος. Δὲν ἀποκλείεται ὁ ἀρχικὸς ναὸς (βασιλικὴ 6ου αἰ.) στὴ θέση τοῦ σημερινοῦ ναοῦ νὰ σχετίζεται μὲ τὴν τότε ἔλευση τῆς λάρνακας αὐτῆς, καὶ νὰ σήμανε τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐδῶ τιμῆς του. Τοιχογραφίες καὶ φορητὲς εἰκόνες τοῦ ἁγίου σώζονται στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸν 12ο/13ο αἰ. Ἀκόμη, ὑπάρχουν σὲ λειτουργία ἢ ἐρειπωμένοι 71 ναοὶ καὶ μονὲς στὸ ὄνομά του στὸ νησί μας, ἐνῶ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Λεμεσοῦ φέρει τὸ εὐλογημένο του ὄνομα.

Νά, λοιπόν, ἕνα σπουδαῖο πρότυπο ἔφηβου ἁγίου πρὸς μίμηση. Ἑνὸς λαμπροῦ ἀστέρα τοῦ νοητοῦ στερεώματος, ποὺ μὲ τὴ γέννησή του ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ τοὺς ἐπίγειους ἁγίους του γονεῖς, ἀλλ᾽ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀλάνθαστη πρόνοια τοῦ Οὐράνιου Πατέρα. Ποὺ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁμολόγησε ἀπτόητα Χριστὸν «ἐνώπιον τυράννων καὶ βασιλέων», χωρὶς νὰ τὸν θέλξει τίποτα τοῦ κόσμου τούτου. Ποὺ ὑπέμεινε πάνδεινα κολαστήρια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Λυτρωτῆ καὶ Σωτήρα του, γιὰ τὸν Ὁποῖο κένωσε καὶ τὴν τελευταία σταλαγματιὰ τοῦ αἵματός του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐπάξια δοξάσθηκε ἀπὸ τὸν Δικαιοκρίτη Κύριο καὶ στὸν οὐρανό, καὶ στὴ γῆ. Καί, μὲ τὴ θεόσδοτη χάρη ποὺ πλούτησε, θεραπεύει τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα ὅσων τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη καὶ προστρέχουν μὲ εὐλάβεια στὴ σκέπη του.

Ταῖς αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!

 πηγή