Ριτουαλισμός, ἕνα ἀκόμη κεφάλι τῆς Λερναίας Ύδρας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ


«Τὸν «ριτουαλιστή» πιστὸ καὶ ἱερέα δὲν θὰ τὸν ἐνοχλήσει ἡ παρουσία αἱρετικοῦ στὸν ναό, ἡ ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν παγκοσμιοποίηση, ἀφοῦ αὐτὸ ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ πάει στὸ σπίτι του μὲ τὴν ἱκανοποίηση, ὅτι ἔπραξε τὸ καθῆκον του ὡς Χριστιανός


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Εἶναι πιὰ ἀποδεδειγμένο, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς δικαίως παρομοιάζεται μὲ μία λερναία ὕδρα, τὰ κεφάλια τῆς ὁποίας δροῦσαν ἀνεπαίσθητα δεκαετίες ὁλόκληρες μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀλλοίωναν χωρὶς νὰ γίνονται ἀντιληπτά —ἢ ὅταν γίνονταν κανεὶς δὲν ἄκουγε τὶς λίγες φωνὲς ποὺ τὰ κατεδείκνυαν— τὸ φρόνημα τοῦ ποιμνίου. Ἀκόμη κι ἂν προσπαθήσεις νὰ κόψεις ἕνα ἀπὸ αὐτά, ἐμφανίζεται ἕνα καινούργιο στὴν θέση του. Ἕνα ἀπὸ τὰ κεφάλια αὐτὰ εἶναι ὁ Ριτουαλισμός. Μὲ τὸν ὅρο Ριτουαλισμὸ ἐννοοῦμε τὴν θρησκευτικὴ αὐτὴ στάση, στὴν ὁποία ὁ σκοπὸς τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ξεχνιέται καὶ τὰ πρωτεῖα ἀντ’ αὐτοῦ παίρνουν μόνο τὰ μέσα καὶ οἱ πρακτικὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς (π.χ. ὁ ἐκκλησιασμὸς χωρὶς τὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀπαιτούμενο ἐκκλησιαστικὸ βίωμα καὶ φρόνημα). Ὁ πιστὸς ἐξαντλεῖται τότε σὲ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ σὲ ἀνούσιες μιμήσεις, ἱκανοποιεῖται μὲ πομπώδεις τελετὲς καὶ ἑορτὲς χάνοντας ὅμως τὴν σωτήρια οὐσία καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς Θείας Χάρης.

Ἱστορικὰ ὁ ριτουαλισμὸς ξεκίνησε καὶ γεννήθηκε ὡς ὅρος στὴν Ἀγγλία τοῦ 19ου αἰῶνος, ὅταν στὴν Ὀξφόρδη ἄρχισαν νὰ εἰσάγουν μεγαλοπρεπεῖς τελετὲς τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ παρελθόντος (μουσικὴ καλαισθησία, ἀστραφτερὰ ἄμφια, ὑπερβολικὸ θυμιάτισμα, ἀκριβὴ τήρηση τοῦ τυπικοῦ κλπ.) μὲ σκοπὸ τὴν ἕλξη τοῦ μὴ πιὰ γιὰ τὸν Ἀγγλικανισμὸ ἐνδιαφερομένου ποιμνίου καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὸν Ρωμαιοκαθολικισμό. Παράλληλα ὀργανώθηκε καὶ προβλήθηκε ἕνα ἔντονο κοινωνικὸ ἔργο ποὺ δυνάμωσε ἀκόμα περισσότερο αὐτὴν τὴν ἕλξη (GladstoneThe Church of England and ritualism London,1875; JelfRitualismRomanism and the English reformation London, 1876).

Πρὶν ὄμως ἀνακαλυφθεῖ ὡς ὅρος ὑπῆρξε ὡς τάση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται περὶ αὐτοῦ στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κολοσσαεῖς ἐπικρίνοντας τοὺς ἰουδαΐζοντες Χριστιανοὺς ποὺ ἔμεναν στὰ ἐξωτερικὰ κοσμικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ στοὺς τύπους καὶ ξέχναγαν τὴν οὐσία τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου:

«Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν·... ἐξαλείψας τὸ καθ᾿ ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς δόγμασιν ὃ ἦν ὑπεναντίον ἡμῖν, καὶ αὐτὸ ἦρεν ἐκ τοῦ μέσου προσηλώσας αὐτὸ τῷ σταυρῷ·... Μὴ οὖν τις ὑμᾶς κρινέτω ἐν βρώσει ἢ ἐν πόσει ἢ ἐν μέρει ἑορτῆς ἢ νουμηνίας ἢ σαββάτων... ἅ ἐστι πάντα εἰς φθορὰν τῇ ἀποχρήσει- κατὰ τὰ ἐντάλματα καὶ διδασκαλίας τῶν ἀνθρώπων;» (πρὸς Κολ. 2, 6-18).

Πολλοὶ μεταφράζουν γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὸν ριτουαλισμὸ μὲ τὴν τυπολατρεία. Αὐτὸ ὅμως ἀποτελεῖ λάθος, διότι ὁ ριτουαλισμός περιλαμβάνει φυσικὰ τὴν τυπολατρεία, λειτουργεῖ ὅμως βαθύτερα, ξεπερνάει τα ὅρια τῆς τυπολατρείας καὶ κινεῖται μεταξὺ ἐκκοσμίκευσης, αὐταπάτης, εὐσεβοφανείας, ἀθεολόγητου ἠθικισμοῦ καὶ ἐπιφανειακῆς μυστηριακῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ριτουαλισμὸς εἶναι αἱρετικῆς προελεύσεως.

Ὁ ριτουαλισμὸς ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν ἄνευ βαθύτητας ἕλξη καὶ ἱκανοποίηση ποὺ ἀσκεῖ στοὺς πιστοὺς ἡ ἐξωτερικὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ λειτουργίες, οἱ ψαλμωδίες, τὰ ἄμφια, ἡ ἀτμόσφαιρα μέσα στὸν ναό, ἡ τήρηση τοῦ τυπικοῦ, τοῦ ἐθίμου καὶ τῆς παράδοσης. Ὁ πιστὸς τότε πιστεύει ὅτι τὸ γεγονός, ὅτι πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία τοῦ ἐξασφαλίζει τὴν σιγουριὰ τῆς σωτηρίας, παρόλο ποὺ μετὰ ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία οὔτε κατάλαβε, τί ἄκουσε, οὔτε ἀσχολεῖται —ἀναζητώντας τὴν ἀσφαλὴ ἑρμηνεία καὶ διδασκαλία τῶν Πατέρων— μὲ αὐτὰ ποὺ ἐκεῖ ἄκουσε. Γιὰ τὸν πιστὸ τὸ δόγμα χάνει τότε τὴν σημασία του. Πιστεύει σὲ μία ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ποὺ ἱκανοποιεῖ μόνο τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴν ἀνάγκη αὐτοδικαίωσης, ἀλλὰ στερεῖται πραγματικῆς πνευματικότητας, μαρτυρικῆς καὶ ὁμολογιακῆς διάθεσης. Ὁ «ριτουαλιστής» ξεχωρίζει τότε δόγμα καὶ μυστήριο, ἀρκεῖται στὴν πρακτικὴ ἐξάσκηση καὶ ἀπορρίπτει τὴν χριστιανικὴ ὑπευθυνότητα.

Ἡ ὑπευθυνότητα ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὸν κάθε Χριστιανὸ μετατίθεται τότε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στοὺς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ξεχωρίζονται ἀπὸ τὸ ποίμνιο καὶ λαμβάνουν μία ξεχωριστὴ ὑψηλότερη θέση, καθιερώνοντας τὸν κληρικαλισμὸ καὶ τὴν δεσποτοκρατία. Αὐτοὶ τότε ὑψώνουν ἑαυτοὺς ὑπὲρ τοῦ δέοντος, ξεχνοῦν τὸ τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου «πρόβατα καὶ ποιμένες πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην εἰσιν διάκρισιν, πρὸς δὲ τὸν Χριστόν πάντες πρόβατα» (P.G. 52,784) καὶ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς μόνο τὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ τὴν ἐνασχόληση μόνο μὲ τὶς προσωπικὲς ἁμαρτίες κι ὄχι μὲ τὰ δόγματα. Γιὰ αὐτὰ θεωροῦν μόνο τοὺς ἑαυτούς τους ὑπεύθυνους.

Ἔτσι ὁ ἐκκλησιαζόμενος πιστὸς ἀλλὰ καὶ ὁ ὡς δημόσιος ὑπάλληλος πιὰ λειτουργῶν ἱερέας πέφτει σὲ μία ἀνεύθυνη καὶ ναρκισσιστικὴ ληθαργία, τὰ πνευματικὰ κριτήριά του ἀντικαθίστανται βαθμιαῖα ἀπὸ τὰ ἐπιφανειακὰ καὶ τὰ καλαισθητικά, κάθε φλόγα αὐθεντικῆς πίστης ψύχεται καὶ καταστέλλεται, καὶ ὁ πιστὸς νομίζει ὅτι, ἐπειδὴ ἁπλῶς καὶ μόνο ἐκκλησιάστηκε, ἁγιάστηκε κιόλας. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει, ἂν ὁ ἴδιος ἀντιμετωπίζει τὸν ἐκκλησιασμὸ φολκλορικὰ ἢ καὶ «μαγικά», τὴν δὲ ἀλήθεια-πίστη ὡς στοιχεῖο δευτερεῦον, ἂν ὁ ἱερέας ὄχι μόνο δὲν μεταδίδει τὶς ἀλήθειες τῆς Πίστεως, ἀλλὰ αἱρετίζει ἢ ἀκόμα, ἂν ὁ μνημονευόμενος Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός. Μάλιστα πιστεύει ὅτι ἐπειδὴ κοινώνησε, σώθηκε κιόλας.
Λαὸς καὶ ἱερεῖς ἐπαληθεύουν τότε τὰ λόγια τοῦ προφήτου Ὠσηέ: «ὡμοιώθη ὁ λαός μου ὡς οὐκ ἔχων γνῶσιν· ὅτι σὺ ἐπίγνωσιν ἀπώσω, κἀγὼ ἀπώσομαί σε τοῦ μὴ ἱερατεύειν μοι· καὶ ἐπελάθου νόμον Θεοῦ σου, κἀγὼ ἐπιλήσομαι τέκνων σου... καὶ ἔσται καθὼς ὁ λαὸς οὕτως καὶ ὁ ἱερεύς· καὶ ἐκδικήσω ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ τὰ διαβούλια αὐτοῦ ἀνταποδώσω αὐτῷ» (Ὠσ. δ΄ 6-9) καὶ «διότι ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα» (Ὠσ. στ΄6).

Οἱ Οἰκουμενιστὲς δούλεψαν δεκαετίες ὁλόκληρες ὑπόγεια καὶ συστηματικὰ γιὰ νὰ φυτέψουν τὸν ριτουαλισμὸ στὴ συνείδηση τοῦ ποιμνίου. Τονίζοντας τὴν λατρευτικὴ ζωὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ δραστηριότητα καὶ ἀτονίζοντας ἢ παραποιώντας παράλληλα τὸ δόγμα, τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία καὶ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, μετέτρεψαν τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸ ποίμνιο σὲ ἀμέτοχους μετέχοντες, ποὺ σταυρώνουν ἀντὶ νὰ σταυρώνονται.

Τὸν «ριτουαλιστή» πιστὸ καὶ ἱερέα δὲν θὰ τὸν ἐνοχλήσει ἡ παρουσία αἱρετικοῦ στὸν ναό, δὲν θὰ τὸν ἐνοχλήσει ἡ μνημόνευση αἱρετικοῦ στὸν ναό, δὲν θὰ τὸν ἐνοχλήσουν τὰ πολυχρόνια στὸν Πάπα ἢ σὲ καρδινάλιο, δὲν θὰ τὸν ἐνοχλήσει τὸ αἱρετικὸ κήρυγμα τοῦ Ἐπισκόπου, ἡ διαστρέβλωση τῶν διδαχῶν τῶν ἁγίων, ἡ ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν πολιτικὴ καὶ στὴν παγκοσμιοποίηση, ἀφοῦ αὐτὸ ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ λειτουργήσει ἢ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ πάει στὸ σπίτι του μὲ τὴν ἱκανοποίηση, ὅτι ἔπραξε τὸ καθῆκον του ὡς Χριστιανός. Τὸ «Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα» (Ωσηέ, στ΄ 6), ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, δὲν τὸν ἀγγίζει. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀντιδράει, οὔτε καταδικάζει τὴν αἵρεση, διότι αὐτὸ θὰ σήμαινε, ὅτι πρέπει νὰ ἐγκαταλείψει τὴν αὐτάρεσκη ἐπιφανειακή του σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Θὰ ἀναφέρει καὶ θὰ ἐγκωμιάζει μόνο τὴν ὡραία ψαλμωδία, τὴν κατανυκτικότητα, τὸ πλῆθος τοῦ κόσμου, τὴν ἐσωτερική του ἱκανοποίηση καὶ φυσικὰ θὰ καταδικάσει ὡς σχισματικοὺς καὶ πλανεμένους αὐτοὺς ποὺ δὲν λειτουργήθηκαν εἴτε ὡς ἁμαρτωλοὶ εἴτε γιὰ λόγους Πίστεως. Παράλληλα, ὡς ἄλλη Ὀξφόρδη, θὰ τονίσει τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ καλύψει ἔτσι τὴν ἔνδεια τοῦ πνευματικοῦ.

Φυσικὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ, ὅτι τὸ κύριο μέλημα τῆς ζωῆς μας καὶ ὁ λόγος ὑπάρξεως τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ὁ ἁγιασμός μας καὶ ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό. Ἡ Θεία Λειτουργία μὲ τὴν νηπτικὴ καὶ ὑπερβατικὴ φύση της, μὲ ὁλόκληρη τὴν τάξη της, τὶς ποικίλες λειτουργικές ἐκφράσεις, τὴν ἀναφορὰ της σ’ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις καὶ τὶς ἔντονες συναισθηματικὰ καὶ νοηματικὰ τελετουργικὲς πράξεις, παρουσιάζει συμβολικὰ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἔργο τῆς φιλάνθρωπης θείας οἰκονομίας Του, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε μέτοχοί Του. Εἶναι ἀδύνατο ὁ Χριστιανὸς νὰ ζεῖ στὴν Ἐκκλησία χωρὶς αὐτή. Σ’ αὐτὴν βιώνουμε μυστικὰ καὶ ἐμπειρικὰ τὴν θεία πραγματικότητα, τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Συμμετέχοντας σ’ αὐτὴν δημιουργεῖται μία ἄρρηκτη σχέση μεταξὺ συμβολισμοῦ καὶ ἐμπειρίας, τὰ ὁποῖα ἑνώνονται καὶ μετατρέπονται σὲ βίωμα. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ ὁ ἄνθρωπος, κινούμενος ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη ποὺ ἐνεργεῖ στὴ Θ. Λειτουργία, μεταποιεῖται, μεταμορφώνεται, ἀκόμη καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται ἄμεσα, σὲ ὅ,τι ἀντιπροσωπεύει καθένα ἀπὸ τὰ τελούμενα ἱερὰ μυστήρια καὶ σύμβολα τῆς σωτηρίας (βλ. ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία). Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ δὲν νοεῖται χωρὶς τὴν συμμετοχή του στὴν Θ. Λειτουργία.

Αὐτὸ ὅμως ἰσχύει σὲ περίοδο εἰρήνης καὶ ὀρθοτομίας στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν ὅμως ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία πόλεμος, κυρίως λόγῳ αἱρέσεως, τότε, κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, οἱ αἱρετικοὶ κατέχουν μὲν τοὺς οἴκους, οἱ Χριστιανοὶ ὅμως ἔχουν τὸν Ἔνοικο. Τότε ἡ συμμετοχὴ τοῦ Χριστιανοῦ στὴν Θ. Λειτουργία ποὺ λειτουργοῦν ἢ μνημονεύονται αἱρετικοὶ ἐπιφέρει ὄχι σωτηρία ἀλλά, κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, μολυσμὸ καὶ πνευματικὴ πτώση, καὶ κατάκριμα, καὶ ἄρνηση τῆς παραδεδομένης Πίστεως. Ἡ δὲ ἀποχὴ τοῦ πιστοῦ, παρὰ τὴν πόνο καὶ τὴν θλίψη ποὺ αὐτὴ προκαλεῖ, σώζει καὶ ἀποτελεῖ διαφύλαξη τῆς Πίστεως, ἀπόδειξη ἐν Χριστῷ ὁμολογίας καὶ ὀρθοδοξίας. Τόσα πατερικὰ κείμενα ἔχουν ἀναφερθεῖ περὶ αὐτοῦ. Θὰ ἀναφέρουμε μόνο τὸν Μ. Ἀθανάσιο «γιατὶ αὐτῶν ποὺ τὸ φρόνημα ἀρνούμαστε πρέπει καὶ τῆς κοινωνίας νὰ ἀπέχουμε» (P.G. 26, 1188 BC) καὶ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ποὺ διδάσκει ὅτι μολύνεται κανεὶς ἐπικοινωνώντας μὲ κακοὺς καὶ αἱρετικούς, ὅπως μολύνεται καὶ ἀρρωσταίνει ὅταν ἀναπνέει ἀέρα ποὺ ἀναπέμπεται σὲ χῶρο στὸν ὁποῖο κατοικοῦν ἄρρωστοι μὲ μεταδοτικὴ ἀσθένεια: «Βλαβεραὶ αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι... Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ βλαβερὸν διαφεύγῃ... Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας. Τοιοῦτοι δή τινές εἰσι καὶ οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας. Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα, Τίτλ. ιζʹ, P.G. 96, 353C).

Τὸ ὅραμα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ποὺ σχετίζεται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, μᾶς δίνει μία ἀντιπροσωπευτικὴ εἰκόνα, τί ἐστι Θεία Λειτουργία μὲ αἱρετικοὺς ρασοφόρους καὶ ἄβουλο ποίμνιο. Εἶδε, λοιπόν, γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο νὰ στέκονται ἡμίονοι (μουλάρια) καὶ νὰ κλωτσοῦν, νὰ λακτίζουν τὴν Ἁγία Τράπεζα. Οἱ ἡμίονοι αὐτοὶ συμβολίζουν πρωτίστως τοὺς ἱερεῖς, ἀναφέρονται ὅμως καὶ στοὺς λαϊκούς, μιᾶς καὶ στὴν Θεία Λειτουργία, τὸ ποίμνιο δείχνει τὴν ὁμόνοιά του μὲ τοὺς λειτουργοῦντες καὶ τὴν ὁμολογία τους («ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν»):

«Εἶδον γὰρ τὴν τράπεζαν τοῦ Κυριακοῦ καὶ περὶ αὐτὴν ἑστῶτας ἡμιόνους κύκλῳ πανταχόθεν καὶ λακτίζοντας τὰ ἔνδον οὕτως ὡς ἂν ἀτάκτως σκιρτώντων κτηνῶν γένοιτο λακτίσματα. Πάντως δὲ ᾔσθεσθε, φησί, πῶς ἐστέναζον· ἤκουσα γὰρ φωνῆς, λεγούσης· Βδελυχθήσεται τὸ θυσιαστήριόν μου». Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἑρμήνευσε τὴν ὀπτασία του λέγοντας ὅτι σημαίνει, πὼς θὰ παραδοθεῖ ἡ Ἐκκλησία σὲ ἀνθρώπους ποὺ μοιάζουν μὲ ἄλογα κτήνη: «Μέλλει τὴν Ἐκκλησίαν ὀργὴ καταλαμβάνειν, καὶ μέλλει παραδίδοσθαι ἀνθρώποις ὁμοίοις ἀλόγοις κτήνεσιν». Ὁ δὲ Μ. Ἀθανάσιος μάλιστα λέγει συγκεκριμένα, ὅτι ἡ ὀπτασία αὐτὴ ἀναφέρεται μὲν στοὺς Ἀρειανούς, ἀλλὰ καὶ κατ᾽ ἐπέκταση στοὺς αἱρετικοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν.

Ἂς μὴν ξεχνοῦμε, ὅτι πολλοὶ Ἅγιοι καὶ φωτισμένοι γέροντες μᾶς προειδοποίησαν, ὅτι στοὺς καιροὺς ποὺ ζοῦμε, οἱ ναοὶ θὰ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ κόσμο, ἀλλὰ μὲ ἀλλοιωμένο φρόνημα. Ἐὰν ζοῦμε τὴν Θ. Λειτουργία καὶ τὴν συμμετοχή μας σ’ αὐτὴν μόνο ὡς καθῆκον ἄνευ πνευματικῆς εὐθύνης καὶ συνείδησης, τότε θὰ καταντήσουμε κι ἐμεῖς «ἄλογα κτήνη». Τώρα μάλιστα ποὺ ἐπικρατεῖ ἡ χειρότερη καὶ ἐσχατολογικὴ αἵρεση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὁ Οἰκουμενισμός.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου