9 Ιανουαρίου, Mνήμη των Αγίων Χοζεβιτών Οσιομαρτύρων

                                            Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Στή μονή Χοζεβά στα Ιεροσόλυμα, είχανε οι πατέρες αγρυπνία των δύο Ιεραρχών Αθανασίου καί Κυρίλλου, 18 Ιανουαρίου είχανε έλθει στην αγρυπνία κί οι Ασκητές όπως σήμερα έρχονται τίς Κυριακές. Τήν νύκτα είχε βρέξει λίγο. Τό πρωί οί ασκητές πατέρες, μετά την αγρυπνία πήρε ό καθένας τόν τορβά του, μέ τήν ευλογία που τούς παραχωρεί ή Μονή, λίγο λάδι παξιμάδι όσπρια καί ότι άλλο παρηγορητικό ύπάρχει στή Μονή και γυρίζανε στά άσκητήρια τους στή χαράδρα. 
Τρεις γέροντες έρημίτες, ένας Kpιτικός Βαρνασούφιος καί δυό Πελοποννήσιος Αλέξιος Ιερομόναχος καί πνευματικός ιών ερημιτών πατέρων καί ό μοναχός Ιουστίνος, μείνανε πίσω άπό τούς άλλους ασκητές. Γυρίζοντας έξω από τή μονή είδαν σαληγκάρια. Λέγει ό Γέρων Βαρνασούφιος «Πατέρες δέ μαζεύουμε μερικά σαλιγκάρια νά φάμε τό έδέσιμο τής ημέρας;» Άφησαν τούς τορβάδες καί σκαρ­φαλωμένοι στά βράχια μάζευαν σαλιγκάρια. Σ’ ένα σημείο ό γέρων Βαρνασούφιος αίσθάνθηκε «άρρητη εύωδία». Ρώτησε τούς άλλους άν αίσθάνθηκαν κί αύτοί άλλά άπάντησαν άρνητικά. Ό Γέρων μέ άπορία δέν μπορούσε νά καταλάβη τί ήταν ή εύωδία. Ή έρημος ήταν κατάξερη, δέν είχε ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, κάτι μυστήριο είχε συμβή. Σέ λίγο διεπίστωσε ότι ή εύωδία έβγαινε άπό μιά μικρή τρύπα, ή όποία είχε δημιουργηθεί μέ τή διάβρωση τού λιγοστού χώματος πού ύπήρχε στήν πλαγιά. Ήταν ή είσοδος τού σπηλαίου, όπου είχαν τοποθετήσει τά λείψανα τών πατέρων πού σφαγιάσθηκαν. Καί ή εύωδία ήταν τών άγίων λειψάνων.
Σιγά σιγά καί οί άλλοι δυό μο­ναχοί αισθανόντουσαν τήν άρρητη αύτή εύωδία πιό έντονη. Ό Γέρων έφθασε στήν τρύπα χωρίς νά τό θέλει, προσηλωμένος στά σαλιγκάρια, έκεΐ αίσθάνθηκε πιό δυνατή τήν εύωδία. Τότε κατάλαβε ότι εκεί μέσα στήν έρημο κάτι έχει. Άφησε τά σαλιγκάρια χάμω καί μέ τά χέρια του έβγαλε τά χώματα, μεγάλωσε τήν τρύπα καί μέ τήν κοιλιά σέρνοντας, μετά άπό τρία- τέσσερα μέτρα βάθος, βρέθηκε ό Γέρων οτό κενό τού σπηλαίου. Σηκώθηκε κι είδε τά σώματα τών Αγίων άκέραια, μέ τά μαλλιά των καί τίς σάρκες τους, σάν νά τούς είχανε βάλει έκείνην τήν ώραν στό σπήλαιο. Ό Γέρων έσκυψε κι έπιασε ρούχα καί σάρκες, αλλά βλέπει καί στά χέρια του αίματα. Φοβήθηκε ό Γέρων έμεινε ξηρός νομίζοντας ότι είναι φαντασία, δαιμονική πείραξη. Όταν όμως ειδε πώς καί μετά τήν μικρή προσευχή δέ χάθηκαν τότε κατάλαβε ότι είναι οι σφαγιασθέντες πατέρες.
Φώναξε καί τούς άλλους δυό γέροντες, μπήκαν και αύτοί μέσα, είδανε τά άκέραια σώματα, προσκύνησαν καί βγήκαν έξω. Ήλθαν στό μοναστήρι καί είπαν τι και πώς είδαν. Αμέσως ό ήγούμενος κι οί Πατέρες της Μονής μέ θυμιατά, άμφια,καί λαμπάδες, καμπάνες και σήμαντρα, πήγαν στό σπήλαιο. Μπήκαν μέσα και είδαν οστά καθαρά, χωρίς σάρκες καί ράσα. Αλλά μέχρι μερα, ύπάρχουν ρούχα μέ τά αίματα, πόρπες ,ζώνες,τεμάχια άπό τά σχήματα Αρχιερέων, καί τεμάχια απο τα ωμοφόρια. Οί πατέρες γύρισαν στή Μονή καί οί γέροντες ερημίτες γύρισαν στά άσκητήρια τους. Ό Γέρων Βαρσανούφιος πού είχε μπει πρώτος στό σπήλαιο βρισκόταν σέ μεγάλη σκέψη και άπορία καί παρακαλούσε τόν Κύριο κάθε μέρα νά τού δείξει τί είναι αυτοί άραγε σωσμένοι ή κολασμένοι.
Περίεργος ό Γέρων, ύστερα άπό τρεις μήνες στις δύο ή ώρα έκανε τόν έσπερινό του στήν είσοδο του σπηλαίου μέ τό φώς τού ήλιου. Σέ μιά στιγμή άκουσε ο Γέρων φωνή από το βάθος του σπηλαίου να του λέει:”Γέροντα ανέβα στο σπήλαιο για να πληροφορηθείς αυτό που ζητάς”.Ο Γέροντας τρόμαξε και δεν μπορούσε να καταλάβει που τον στέλνει η φωνή και τί νά πληροφορηθεί, καί τί φωνή είν’ αύτή. Κατάμονος ό Γέρων μπήκε στό σπήλαιο. Έμεινε όρθιος μέ τή μα­γκούρα σιό στήθος, κί ακουμπισμένος σιήν πατερίτσα του, καί μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι, προσευχόταν τρία μερόνυχτα χωρίς νά φάει ούτε νά πιει. Μέ τή γεροντική του κούραση άκούμπησε τό κεφάλι του στήν πατερίτσα καί τόν πήρε ό ύπνος λίγα λεπτά καί βλέπει στό δάπεδο τού σπηλαίου, μεταξύ των άγίων λει­ψάνων, χιλιάδες καντήλια αναμμένα, κούπες κρυστάλινες καθιστές. Ακόμα βλέπει στό βόρειο μέρος τού σπηλαίου, νέο Μοναχό μέ ράσο καί πού στό ένα χέρι του κρατούσε λαδικό μέ λάδι καί στό άλλο κομμάτι ύφασμα καί μέ κερί άναμμένο, ανανέωνε τά καντήλια καί όπου χρειαζόταν λάδι έβαζε. Τού λέγει ό Γέρων «Ευλόγησον πάτερ». Τού απάντησε ό ξένος μοναχός καντηλανάφτης «Ο Κύριος νά σ’ ευλογεί Γέροντα». Τότε ό π. Βαρσανούφιος τόν ρώτησε τί κάνει έδώ κί εκείνος απάντησε πώς άνάβει τά καντήλια τών πα­τέρων. Ύστερα τόν ρώτησε από ποιό μοναστήρι είναι κί εκείνος τού είπε πώς είναι άπ’ εδώ στό μοναστήρι αλλά λείπει χρόνια. Πάτερ τού λέει ό γέροντας Βαρσανούφιος «γύρισε πίσω, άφησες στή γωνία τού σπη­λαίου κανδήλια σβηστά, άναψε τά». Τότε ό ξένος μο­ναχός είπε: «Γέροντα, τά είδα ότι είναι σβηστά, δέν μπορώ όμως νά τ’ άνάψω γιατί είναι τών ζώντων πα­τέρων τής μονής. Είναι κί άυτά μαρτυρικά άλλά όχι μέ αίμα». Τότε ό γέροντας κατάλαβε ότι αύτός δέν είναι μοναχός, άλλά άγιος τού σπηλαίου, «έκ τών κατακειμένων πατέρων», ή Άγγελος Κυρίου. Τότε βλέπει ό γέροντας τόν ξένον Μοναχόν, άνοιξε τό ράσο του, και φάνηκαν οί φτεροϋγες του καί πέταξε. Η φτερούγα κτύπησε τόν γέροντα λίγο στό μέτωπο καί τότε τρο­μαγμένος ξύπνησε κι είδε τήν σκιάν τού αγγέλου, πού βγήκε άπ’ τό σπήλαιο καί χάθηκε. Όταν ό γέροντας ξύ­πνησε δέν είδε ούτε τόν άγγελον ούτε τά καντήλια, μόνον τά λείψανα είδε όπως καί προηγουμένως. Ο Θεός έλυσε τήν άπορία τού γέροντα».
 
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄.
Θείας πίστεως. Ὥσπερ φοίνικες, ἐν τῇ ὀάσει, ὡραΐσατε τὴν ἐν χειμάῤῥῳ, τοῦ Χοῤῥὰθ Ἀββάδες θεῖοι περίοικον, τοῦ Χοζεβᾶ μυρίπνοοι ἴασμοι, οἱ ταῖς αἱμάτων ῥοαῖς ἐξανθήσαντες· ὦ τρισχίλιοι, Πατέρες Ὁσιομάρτυρες, Χριστῷ ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύετε.