ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Αγίου Αθανασίου

Αρχιεπισκόπου

Αλεξανδρείας


Απόδοση εις την νέα ελληνική

Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης (νυν

Μητροπολίτης Δράμας)


Πρώτο μέρος

Εισαγωγή – Περίληψη

Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας

Ο λόγος αυτός, όπως και ο «Κατά Ειδώλων», γράφτηκε περί τα έτη 317-319 μ.Χ. Σ’ αυτόν εξετάζεται το μεγάλο γεγονός της σαρκώσεως του άσαρκου Λόγου του Θεού, δηλαδή του Υιού του Θεού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος.

Στο πρώτο μέρος του λόγου αναλύεται ο διπλός σκοπός της ενανθρωπήσεως του Λόγου: α) η επιστροφή της ανθρωπότητας στην κατάσταση της αθανασίας που απωλέσθηκε λόγω του προπατορικού αμαρτήματος· και β) η απόδοση στους ανθρώπους της ικανότητας να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό.

Στο δεύτερο μέρος του λόγου περιγράφει τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται ο διπλός σκοπός της ενανθρωπήσεως: είναι τα θαυμαστά έργα του Χριστού, ο θάνατος και η ανάστασή του.

Στο τρίτο μέρος του λόγου ανασκευάζονται οι αντιρρήσεις των Ιουδαίων και των Ελλήνων (ειδωλολατρών) για την ενανθρώπηση του Λόγου. Οι αντιρρήσεις των Ιουδαίων ανασκευάζονται από την προφητική τους παράδοση. Οι αντιρρήσεις των ειδωλολατρών ανασκευάζονται με λογικά επιχειρήματα. Ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι το ανθρώπινο γένος δεν είναι απρεπές για να υπηρετήσει την αποκάλυψη του Θεού. Ποιο καλύτερο σκεύος από τον άνθρωπο υπήρχε για την αποκάλυψη του Λόγου;

Τέλος, στον επίλογο ο συγγραφέας τονίζει ότι για την ολοκλήρωση της διδασκαλίας για την ενανθρώπηση του Σωτήρα χρειάζονται δυο πράγματα: μελέτη της Αγίας Γραφής και βίος αγνός.

Η ενανθρώπηση του Λόγου παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο για την δημιουργία, την κτίση και τον άνθρωπο. Οδηγεί στη θέωση, όπως με έμφαση θεολογεί ο Μέγας Αθανάσιος: «ο Λόγος ενανθρώπησε, για να θεοποιηθούμε εμείς». Αφορά το νόημα και τον στόχο της υπάρξεως και της ζωής μας.

                                                                                         *****

Είναι αρκετά αυτά τα λίγα από τα πολλά που αναπτύξαμε, πρίν από τον τωρινό μας λόγο, για την πλάνη και τη δεισιδαιμονία των εθνικών στην ειδωλολατρία· είπαμε με ποιό τρόπο από την αρχή έγινε η επινόηση των ειδώλων· από την κακία τους οι άνθρωποι έφτιαξαν αυτή τη θρησκεία.
Με τη χάρη βέβαια του Θεού, μας δόθηκε η ευκαιρία να πούμε λίγα και για τη θεότητα του Λόγου του Πατέρα, αλλά και τη δύναμη και πρόνοιά του για όλα. Ο πανάγαθος Πατέρας με το Λόγο του φροντίζει το σύμπαν· όλα κινούνται και παίρνουν ζωή απ' αυτόν. Στη συνέχεια, λοιπόν, αγαπητέ μου, γνήσιε φίλε του Χριστού, θα σου διηγηθώ για την αληθινή πίστη και την ενανθρώπηση του Λόγου· επιπλέον, θα σου πω με λεπτομέρειες για τη ζωή του Λόγου πάνω στη γη (θεία επιφάνεια).
Οι Ιουδαίοι βέβαια την συκοφαντούν, ενώ οι ειδωλολάτρες την εμπαίζουν· εμείς όμως την προσκυνάμε. Συμβαίνει το εξής: φαινομενικά οι χλευαστές εξευτελίζουν το Λόγο· εσύ όμως (και κάθε ευσεβής) αποκτάς περισσότερη και μεγαλύτερη ευλάβεια στο πρόσωπό Του. Διότι, όσο οι άπιστοι Τον χλευάζουν, τόσο μεγαλύτερη απόδειξη της θεότητάς Του παρέχει. Και όσα οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται, επειδή τα θεωρούν αδιανόητα, Αυτός αποδείχνει ότι αυτά είναι κατορθωτά. Όσα ακόμη οι άνθρωποι τα χλευάζουν ως απρεπή, Αυτός αυτά τα καθιστά ευπρεπή με την καλωσύνη του. Όσα οι άνθρωποι με τις εξυπνάδες τους τα κοροϊδεύουν ως ανθρώπινα,
Αυτός αυτά με τη δύναμή του τα παρουσιάζει θεϊκά. Από τη μια, διαλύει την φαντασμαγορία των ειδώλων με την ανθρώπινη ταπείνωση του εαυτού του πάνω στο σταυρό· κι από την άλλη, μεταστρέφει μυστικά αυτούς που χλεύαζαν και απιστούσαν· τους κάνει να προσκυνούν τη θεότητα και τη δύναμή του.
Για τη διήγηση αυτή (της ενανθρωπήσεως του Λόγου), πρέπει να θυμάσαι τα προηγούμενα (σχετικά με την ειδωλολατρία). Έτσι, θα μπορέσεις να κατανοήσεις την αιτία της πρόσληψης του ανθρωπίνου σώματος από τόν τόσο μεγάλο και σπουδαίο Λόγο του Θεού Πατέρα· ακόμη, να μη νομίσεις ότι ήταν κάτι το φυσιολογικό η ενσάρκωση του Σωτήρα. Διότι, αυτός που είναι ασώματος και Υιός Λόγος του Πατέρα, εξαιτίας της αγάπης και καλωσύνης του Πατέρα του σε μας, για τη σωτηρία μας, δέχεται να περιβληθεί ανθρώπινο σώμα και να φανερωθεί.
Πριν όμως διηγηθούμε την ιστορία της ενανθρωπήσεως, πρέπει πρώτα να πούμε για τη δημιουργία του σύμπαντος και για το Δημιουργό Θεό του. Έτσι, θα μπορεί κάποιος δικαιολογημένα ν’ αποδώσει στο Λόγο και την αναδημιουργία του κόσμου, του οποίου είναι και ο αρχικός δημιουργός. Τίποτε το αντιφατικό δεν υπάρχει: μ’ Αυτόν που ο Θεός Πατέρας έφτιαξε τον κόσμο, μ’ Αυτόν καταστρώνει τώρα και το σχέδιο της σωτηρίας του (του κόσμου). 
Πριν όμως διηγηθούμε την ιστορία της ενανθρωπήσεως, πρέπει πρώτα να πούμε για τη δημιουργία του σύμπαντος και για το Δημιουργό Θεό του. Έτσι, θα μπορεί κάποιος δικαιολογημένα ν’ αποδώσει στο Λόγο και την αναδημιουργία του κόσμου, του οποίου είναι και ο αρχικός δημιουργός. Τίποτε το αντιφατικό δεν υπάρχει: μ’ Αυτόν που ο Θεός Πατέρας έφτιαξε τον κόσμο, μ’ Αυτόν καταστρώνει τώρα και το σχέδιο της σωτηρίας του (του κόσμου). 
Τη δημιουργία του κόσμου και του σύμπαντος πολλοί την σκέφτηκαν με διαφορετικό τρόπο· όπως ήθελε ο καθένας, έτσι και την επινόησε. Άλλοι, όπως οι Επικούρειοι, λένε ότι όλα έγιναν από μόνα τους, στην τύχη. Αυτοί υποστηρίζουν με μυθοπλασίες ότι δεν υπάρχει καμία πρόνοια στον κόσμο· υποστηρίζουν τα αντίθετα στα ολοφάνερα.
Αν λοιπόν, σύμφωνα με τη θεωρία τους, όλα έγιναν χωρίς φροντίδα, από μόνα τους, θα έπρεπε όλα να είναι απλά και όμοια, όχι διαφορετικά μεταξύ τους. Θα έπρεπε στο σύμπαν όλα ν’ αποτελούν ένα σώμα, ήλιο ή σελήνη· και οι άνθρωποι να είναι όλοι ένα, ή χέρι ή μάτι ή πόδι. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι έτσι. Βλέπουμε το ένα άστρο να είναι ήλιος· το άλλο, σελήνη· το άλλο, γη. Το ίδιο και στο ανθρώπινο σώμα: άλλο μέρος είναι πόδι, άλλο χέρι, άλλο κεφάλι. Αυτή η διάκριση δείχνει ότι τα πράγματα δεν προήλθαν από μόνα τους τυχαία, αλλά προηγείται η αιτία που τα δημιούργησε. Κι από την τάξη αυτή εύκολα οδηγούμαστε στο Θεό, ο οποίος δημιούργησε και τακτοποίησε τα πάντα.
Άλλοι πάλι, μεταξύ τους και ο σπουδαίος Έλληνας φιλόσοφος Πλάτων, λένε ότι ο Θεός τα δημιούργησε όλα από προϋπάρχουσα και αιώνια ύλη. Διότι (λένε), δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει κάτι ο Θεός, αν δεν προϋπήρχε η ύλη (το υλικό κατασκευής). Όπως ο ξυλουργός πρέπει να έχει ξύλα, για να
μπορέσει να τα επεξεργαστεί. Δεν καταλαβαίνουν ότι, λέγοντας κάτι τέτοιο, αποδίδουν αδυναμία στο Θεό. Διότι, αν δεν είναι Αυτός αίτιος υπάρξεως της ύλης και υποχρεωτικά όλα τα κατασκευάζει από προϋπάρχουσα ύλη, τότε είναι αδύναμος· διότι δεν μπορεί χωρίς ύλη να κάμει κάποιο κτίσμα. Όπως ακριβώς ο ξυλουργός, αδυνατεί να κάνει κάποιο χρήσιμο αντικείμενο χωρίς ξύλα. 
Να το πούμε υποθετικά: αν δεν υπήρχε ύλη, τίποτε δεν θα δημιουργούσε ο Θεός. Και πώς θα τον ονομάζαμε τεχνίτη και δημιουργό, εφόσον άλλος –εννοώ η ύλη– θα του έδινε το δικαίωμα κατασκευής; Αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο Θεός θα ήταν γι’ αυτούς όχι δημιουργός από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, αλλά μόνον τεχνίτης· διότι θα επεξεργαζόταν προϋπάρχουσα ύλη, χωρίς να είναι αυτός ο δημιουργός της. Δεν θα θεωρούνταν δημιουργός, επειδή δεν φτιάχνει το υλικό (ύλη) από το οποίο να προέρχονται τα δημιουργήματα. Οι αιρετικοί πάλι επινοούν άλλο δημιουργό των κτισμάτων και όχι τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. 
Αποδείχνονται πωρωμένοι σε όσα λένε. Διότι ο Κύριος είπε στους Ιουδαίους: «Δεν γνωρίζετε ότι από την αρχή, που ο Θεός έπλασε τους ανθρώπους, τους ξεχώρισε σε άνδρα και γυναίκα; Και έδωσε την εντολή· λόγω της φυσικής έλξης προς τη γυναίκα, θ’ αφήσει ο άνδρας τους γονείς του και θα συζευχθεί τη γυναίκα του· έτσι οι δύο θα γίνουν ένα σώμα». Και αλλού, δείχνοντας τον δημιουργό, λέει: «Αυτούς που ο Θεός ένωσε με γάμο, να μην τους χωρίζει ο άνθρωπος». Πώς, μετά απ' αυτά, θεωρούν ότι η δημιουργία δεν έχει καμία σχέση με τον Πατέρα; Αφού ο ευαγγελιστής Ιωάννης, που τα διηγείται όλα με ακρίβεια, μας λέει: «όλα αυτός τα έκαμε· και τίποτε δεν υπάρχει που να μην το έκαμε»· πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να είναι άλλος ο δημιουργός και όχι ο Πατέρας του Χριστού;
Αυτούς τους μύθους λοιπόν λένε αυτοί. Η θεία όμως διδασκαλία και η πίστη στο Χριστό αποδείχνει ότι αποτελούν αθεΐα τα φληναφήματα όλων αυτών. Τα κτίσματα δεν προήλθαν από μόνα τους, επειδή δεν έγιναν χωρίς πρόνοια· ούτε έγιναν από προϋπάρχουσα ύλη, επειδή ο Θεός δεν είναι ανίκανος να κάνει κάτι τέτοιο. Γνωρίζει καλά (η θεία διδασκαλία) ότι όλα δημιουργήθηκαν από το μηδέν· τα έφερε ο Θεός από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με το Λόγο του. 
Τό λέει ο Μωϋσής: «Στην αρχή, δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη». Μας το διηγείται και το πολύ ωφέλιμο βιβλίο του Ποιμένα: «Πάνω απ’ όλα πίστεψε ότι ο Θεός είναι ένας· είναι Αυτός που όλα τα δημιούργησε και τα έβαλε σε τάξη· Αυτός που τα έφερε στην ύπαρξη από το μηδέν». Αυτό το επισημαίνει και ο Παύλος λέγοντας: «Με την πίστη κατανοούμε ότι οι αιώνες δημιουργήθηκαν με το λόγο του Θεού, ώστε όσα βλέπουμε να μην έχουν γίνει απ’ αυτά που φαίνονται».
Ο Θεός λοιπόν είναι αγαθός ή καλύτερα η πηγή της αγαθωσύνης· στον αγαθό μάλιστα δεν δημιουργείται φθόνος για τίποτε. Γι’ αυτό το λόγο, χωρίς να φθονεί την ύπαρξη κανενός, δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν (ανυπαρξία) με το δικό του Λόγο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Περισσότερο απ’ όλα τα δημιουργήματα ο Θεός ελέησε το ανθρώπινο γένος· επειδή είδε ότι δεν μπορεί να μένει για πάντα σύμφωνα με τις ικανότητες που πλάστηκε, χάρισε στους ανθρώπους περισσότερα χαρίσματα. Τους έπλασε όχι με απλό τρόπο, όπως τα άλογα ζώα, αλλά ν’ αποτελούν δική Του εικόνα· τους μετέδωσε τη δύναμη του δικού του Λόγου.
Έτσι, να έχουν πάνω τους σαν σκιές εκτυπώματα του Λόγου και να γίνουν λογικοί· να μπορούν να φτάσουν στην ευτυχία, ζώντας την αληθινό και όντως παραδεισένια ζωή των Αγίων.
Επειδή πάλι ο Θεός γνώριζε ότι η θέληση των ανθρώπων έχει τη δυνατότητα να κλίνει και προς τα δύο, πρόλαβε και εξασφάλισε με νόμο και τόπο τη χάρη που τους έδωσε. Τους έβαλε δηλαδή στον παράδεισο και τους έδωσε νόμο να τηρούν. Ώστε, αν φυλάξουν τη χάρη και παραμείνουν καλοί, θ’ απολαμβάνουν στον παράδεισο αμέριμνη ζωή χωρίς λύπες και πόνους· και επιπλέον θα έχουν και την υπόσχεση ότι θα γευτούν την ουράνια αφθαρσία. 
Εάν όμως παραβούν το νόμο και γίνουν κακοί με την απομάκρυνση από το Θεό, να γνωρίζουν ότι θα υποστούν τη φυσική φθορά του θανάτου· δεν θα ζουν πλέον στον παράδεισο· θα πεθαίνουν έξω απ’ αυτόν και θα παραμένουν στο θάνατο και τη φθορά.
Αυτό το επισήμανε εκ των προτέρων και η Αγία Γραφή (στους πρωτοπλάστους), αναφέροντας τα λόγια του Θεού: «Έχετε άδεια να τρώτε από τους καρπούς κάθε δέντρου στον παράδεισο· δεν θα φάτε μόνον από το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού· την ημέρα που θα φάτε απ’ αυτό, θα πεθάνετε». Η φράση "θα πεθάνετε" δεν δηλώνει μόνο το θάνατο αλλά και την αιώνια παραμονή στη φθορά του θανάτου.
Ίσως ν’ απορείς γιατί τέλος πάντων ενώ έχω την πρόθεση να μιλήσω για την ενανθρώπηση του Λόγου, εγώ τώρα διηγούμαι για την πλάση των ανθρώπων. Αλλά κι αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το σκοπό της πραγματείας μου. Διότι είναι ανάγκη, εφόσον μιλούμε για την εμφάνιση του Σωτήρα στη γη, να πούμε και για δημιουργία των ανθρώπων· έτσι ώστε να γνωρίζεις ότι η δική μας αιτία έγινε η αφορμή για να κατέβει στη γη· η δική μας παράβαση προκάλεσε τη φιλευσπλαχνία του Λόγου για μας, ώστε να έλθει κοντά μας ο Κύριος και να παρουσιαστεί στους ανθρώπους.

Για δική μας υπόθεση Εκείνος σαρκώθηκε· και για τη δική μας σωτηρία, από υπερβολική αγάπη για μας, καταδέχτηκε να ντυθεί και εμφανιστεί με ανθρώπινο σώμα.

Έτσι, λοιπόν, έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και θέλησε να μείνει στην κατάσταση της αφθαρσίας. Οι άνθρωποι όμως αδιαφόρησαν και απομακρύνθηκαν από το Θεό. Σκέφτηκαν και επινόησαν για τον εαυτό τους την κακία. Και όπως είπαμε προηγουμένως, καταδικάστηκαν στην ποινή του θανάτου, με την οποία τους είχε προειδοποιήσει ο Θεός· στο εξής δεν ζούσαν στην κατάσταση για την οποία είχαν πλαστεί. Οι λογισμοί τους έφερναν τη φθορά και ο θάνατος κυρίευε. Μάλιστα, η παράβαση της εντολής τους επανέφερε στη φυσική τους κατάσταση ώστε, όπως ήταν πριν υπάρξουν, έτσι και τώρα με την πάροδο του χρόνου να υφίστανται τη φθορά που οδηγεί στην ανυπαρξία (και πάλι).

Διότι, αν η φύση τους ήταν τέτοια ώστε να μην υπάρχουν κάποτε, και τους κάλεσε στην ύπαρξη η ενέργεια και αγάπη του Λόγου, ήταν επόμενο ότι, όταν οι άνθρωποι αρνήθηκαν το Θεό, να καταντήσουν στην κατάσταση των μη όντων (ανυπαρξία)· διότι τα κακά είναι μη όντα (ανύπαρκτα), ενώ όντα (υπαρκτά) είναι τα καλά, εφόσον προέρχονται από τον όντα (υπάρχοντα) Θεό. Έτσι, έχασαν τη δυνατότητα να υπάρχουν αιώνια. Αυτό σημαίνει ότι,
όταν διαλύονται, μένουν στο θάνατο και τη φθορά.

Από τη φύση του λοιπόν ο άνθρωπος είναι θνητός, επειδή προήλθε από την ανυπαρξία. Θα μπορούσε βέβαια, λόγω της ομοιότητάς του με τον όντα Θεό αν έμενε πιστός στη σχέση μαζί του, να καταργούσε αυτή τη φθορά της φύσεώς του και να γινόταν άφθαρτος. Το λέει και η Σοφία (Σολομώντα): «Η τήρηση των εντολών φέρνει την αφθαρσία». Όντας λοιπόν άφθαρτοςο άνθρωπος, θα ζούσε όπως ο Θεός· κι αυτό το λέει η Αγία Γραφή: «Εγώ είπα ότι μπορείτε να γίνετε όλοι θεοί και παιδιά του ύψιστου Θεού· αλλά σεις πεθαίνετε ως φθαρτοί άνθρωποι και πέφτετε όπως πέφτουν από την εξουσία οι άρχοντες».

Ο Θεός δεν μας έπλασε μόνο από το μηδέν αλλά μας δώρησε με τη χάρη του Λόγου του και τη δυνατότητα να ζούμε σύμφωνα με το θέλημά του. Οι άνθρωποι όμως αρνήθηκαν τα αιώνια· με συμβουλή του διαβόλου επέστρεψαν στη φθορά της φύσεως και έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους εισάγοντας στη ζωή τους το θάνατο. Ενώ είχαν, όπως είπα παραπάνω, φθαρτή φύση, μπορούσαν, αν έμεναν σταθεροί στην καλωσύνη, να ξεπεράσουν τη θνητότητα της φύσης μετέχοντας στη χάρη του Λόγου.

Επειδή συνυπήρχε μέσα τους ο Λόγος, δεν θα τους επηρέαζε η φυσική φθορά καθώς το λέει και η Σοφία (Σολομώντα): «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να μένει άφθαρτος και ν’ αποτελεί εικόνα της δικής Του αΐδιας φύσεως. Από φθόνο όμως του διαβόλου εισήλθε στον κόσμο ο θάνατος».

Μετά το γεγονός αυτό, οι άνθρωποι πέθαιναν και η φθορά βασίλευε στη ζωή τους και ξεπερνούσε τη φυσική κατάσταση του ανθρώπινου γένους. Διότι η φθορά είχε λάβει την απειλή του Θεού εναντίον των ανθρώπων σε περίπτωση παράβασης της εντολής. Επιπλέον, και στη διάπραξη των αμαρτημάτων τους οι άνθρωποι δεν είχαν κάποιο όριο· επεκτείνονταν σιγά σιγά και έφτασαν τέλος στην ασυδοσία.

Στην αρχή, ανακάλυψαν την κακία και προκάλεσαν σε βάρος του εαυτού τους το θάνατο και τη φθορά. Στη συνέχεια, παρεκτράπησαν σε αδικίες και ξεπέρασαν κάθε είδος παρανομίας. Δεν σταμάτησαν σ’ ένα κακό, αλλά συνεχώς επινοούσαν νεότερα κακά· έτσι, έφτασαν στο σημείο να γίνουν αχόρταγοι στις αμαρτίες.

Παντού γινόταν μοιχείες και κλοπές· όλη η γη ήταν γεμάτη από φόνους και αρπαγές. Κανένας νόμος δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τη φθορά και αδικία. Όλα τα κακά, καθένα χωριστά και όλα μαζί, τα έκαναν όλοι.

Πολεμούσαν πόλεις εναντίον πόλεων· επαναστατούσαν έθνη εναντίον άλλων εθνών. Όλη η οικουμένη είχε διαιρεθεί από επαναστάσεις και μάχες· καθένας συναγωνίζονταν τον άλλον σε παρανομίες.

Δεν τους ήταν άγνωστες ούτε οι παρά φύσιν καταστάσεις, όπως το είπε και ο μάρτυρας του Χριστού Απόστολος (Παύλος): «Οι γυναίκες άλλαξαν τη φυσική χρήση του σώματός τους σε παρά φύσιν· το ίδιο και οι άνδρες: άφησαν τη φυσική σχέση με τις γυναίκες και στράφηκαν με πάθος να επιθυμούν τους ομοφύλους τους· άνδρες με άνδρες διαπράττουν διαστροφικές ασχήμιες. Πληρώνονται όμως στον ίδιο τους τον εαυτό το αντίτιμο της διαστροφικής ζωής τους».

Επειδή λοιπόν κυριάρχησε ο θάνατος και η φθορά παρέμενε στη ζωή των ανθρώπων, το ανθρώπινο γένος χανόταν· ο λογικός και κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος καταστραφόταν.

Έτσι, το έργο του Θεού που γινόταν οδηγούνταν στην απώλεια. Διότι και ο θάνατος, όπως προείπα, είχε ισχύ νόμου σε βάρος μας. Και δεν μπορούσε κανείς να ξεφύγει το νόμο που τον είχε θεσπίσει ο Θεός εξαιτίας της παραβάσεως (των πρωτοπλάστων). Θα ήταν μάλιστα ανακόλουθο και ανάξιο στο Θεό να συμβεί κάτι τέτοιο.

Θα ήταν πρώτα ανακόλουθο· διότι, ενώ το είπε ο Θεός, στη συνέχεια αποδείχνεται ψεύτης· δηλαδή, ενώ νομοθέτησε ότι θα πεθάνει ο άνθρωπος αν παραβεί την εντολή του, στη συνέχεια, μετά την παράβαση, να μην πεθαίνει· έτσι, καταπατείται ο λόγος του Θεού.

Δεν θα ήταν αληθινός Θεός, αν έλεγε ότι θα πεθαίνουμε, και δεν πεθαίναμε. Έπειτα, θα ήταν και ανάξιο του Θεού· διότι, τα λογικά όντα που μία φορά τα δημιούργησε ο Λόγος και μετείχαν σ’ Αυτόν, να χάνονται και να επιστρέφουν πάλι μέσω της φθοράς στην ανυπαρξία.

Δεν θα ήταν άξιο στην αγαθότητα του Θεού, να πεθαίνουν τα πλάσματά του, εξαιτίας της δόλιας απάτης του διαβόλου σε βάρος των ανθρώπων. Εξάλλου, θα ήταν ό,τι πιο ανάξιο να καταστρέφεται η δημιουργική τέχνη του Θεού στους ανθρώπους ή εξαιτίας της αμέλειάς τους ή εξαιτίας της απάτης των δαιμόνων.

Αφού λοιπόν φθείρονταν τα λογικά πλάσματα και χάνονταν τέτοια δημιουργήματα, τι έπρεπε να κάνει ο πανάγαθος Θεός; Να επιτρέψει να τους νικά η φθορά και ο θάνατος να τους κυριεύει; Αλλά τότε, ποια ήταν η ανάγκη να δημιουργηθούν από την αρχή; Έπρεπε καθόλου να μη δημιουργηθούν παρά να δημιουργηθούν κι έπειτα να παραμεληθούν και χαθούν.

Διότι είναι μεγαλύτερη η αδυναμία του Θεού και η έλλειψη αγαθωσύνης, αν δημιουργεί πρώτα ένα έργο και το αφήνει μετά από αμέλεια να καταστραφεί, παρά αν εξαρχής δεν τον δημιουργούσε. Αν δεν το δημιουργούσε, δεν θα του καταλόγιζε κανείς αδυναμία· αφού όμως το δημιούργησε και το έφερε στην ύπαρξη, είναι υπερβολικά παράλογο να καταστρέφεται, και μάλιστα μπροστά στα μάτια του. Έπρεπε λοιπόν να μην αφήσει τους ανθρώπους να βαδίζουν στην απώλεια, επειδή κάτι τέτοιο είναι απρεπές και ανάξιο στην αγαθωσύνη του Θεού.

Συνεχίζεται…

Πηγή