ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ΛΟΥΚΑ [: Κολ. 3, 4-15]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ὃταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν (: Όταν ο Χριστός φανερωθεί ο αίτιος και χορηγός της πνευματικής αυτής ζωής μας)», τότε να ζητείτε τη δόξα, τότε τη ζωή, τότε την απόλαυση. Αυτά είναι προπαρασκευαστικά για να απομακρύνει αυτούς από τις απολαύσεις και τις ανέσεις. Έτσι συνηθίζει ο απόστολος Παύλος, ενώ ομιλεί για άλλα, μεταπηδά σε άλλα· για παράδειγμα, ομιλώντας για εκείνους που τρέχουν έγκαιρα στα δείπνα [Κολ. 2. 16-23], μεταπήδησε αμέσως στην παρατήρηση των μυστηρίων· διότι έχει μεγάλη δύναμη ο έλεγχος, όταν γίνει σε ανύποπτο χρόνο.
«Είναι κρυμμένη», λέγει, «από εσάς». «Τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε (: Τότε κι εσείς μαζί με Αυτόν θα φανερωθείτε)». Συνεπώς τώρα δεν φαίνεστε. Πρόσεχε με ποιον τρόπο μετέθεσε αυτούς στον ουρανό. Όπως δηλαδή προανέφερα, πάντοτε προσπαθεί να δείξει ότι έχουν τα ίδια που έχει και ο Χριστός και σε όλες τις επιστολές του το ίδιο θέμα υπάρχει, να δείξει δηλαδή ότι σε όλα είναι μέτοχοι με τον Χριστό. Γι' αυτό και κεφαλή και σώμα Τον ονομάζει και τα πάντα κάνει για να παρουσιάσει αυτό το πράγμα.
Εάν λοιπόν φανερωθούμε τότε, ας μη στενοχωρούμαστε, όταν τώρα δεν απολαμβάνουμε την τιμή. Εάν η ζωή αυτή δεν είναι ζωή, αλλά είναι κρυμμένη, οφείλουμε να ζούμε αυτή τη ζωή σαν νεκροί. «Τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ (: Τότε κι εσείς μαζί με Αυτόν θα φανερωθείτε δοξασμένοι)», λέγει. «Δοξασμένοι» είπε, όχι έτσι απλώς, αφού και το μαργαριτάρι είναι κρυμμένο, έως ότου είναι μέσα στο στρείδι. Και αν λοιπόν μας υβρίσουν, ας μη θλιβόμαστε, και αν ακόμη παθαίνουμε οτιδήποτε· διότι δεν είναι δική μας ζωή αυτή η ζωή, είμαστε ξένοι και προσωρινοί. «Διότι πεθάνατε», λέγει. Ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε στο νεκρό σώμα που έχει ταφεί ή δούλους να αγοράζει ή σπίτια να κτίζει ή να κάνει πολυτελή ενδύματα; Κανείς. Ας μην είστε λοιπόν ούτε και εσείς, αλλά όπως ακριβώς ένα μόνο ζητούμε, να μη γυμνωθούμε δηλαδή, έτσι και εδώ ας ζητούμε μόνο ένα.
Ενταφιάστηκε ο πρώτος μας άνθρωπος. Ενταφιάστηκε όχι μέσα στη γη, αλλά στο νερό, χωρίς να τον διαλύει ο θάνατος, αλλά αφού διέλυσε το θάνατο, ο οποίος τον θανάτωσε, όχι με τον νόμο της φύσεως, αλλά με το ισχυρότερο από τη φύση πρόσταγμα της εξουσίας του Κυρίου· διότι αυτά που από τη φύση έγιναν θα μπορέσει κάποιος και να τα διαλύσει, αυτά όμως που γίνονται με το πρόσταγμά Του όχι πια. Τίποτε δεν είναι μακαριότερο από την ταφή αυτή, για την οποία όλοι χαίρονται, και άγγελοι και άνθρωποι, και ο Κύριος των αγγέλων. Για την ταφή αυτή δεν χρειάζονται ούτε ενδύματα· ούτε λάρνακα, ούτε τίποτε άλλο από τα παρόμοια.
Θέλεις να δει το σύμβολο; Θα σου δείξω την κολυμβήθρα, μέσα στην οποία ο ένας ενταφιάστηκε και ο άλλος αναστήθηκε[ενταφιάστηκε ο παλαιός μας άνθρωπος, ο άνθρωπος της αμαρτίας και αναστήθηκε ο νέος, ο άνθρωπος της χάριτος]. Στην Ερυθρά Θάλασσα βυθίστηκαν οι Αιγύπτιοι και ανυψώθηκαν οι Ισραηλίτες· στο ίδιο πράγμα αφενός μεν υπάρχει ταφή, αφετέρου δε γέννηση. Μην απορήσεις εάν γίνεται στο βάπτισμα γένεση και φθορά συγχρόνως. Γιατί, πες μου, η διάλυση δεν είναι αντίθετο από τη συγκόλληση; Είναι ολοφάνερο. Αυτό κάνει το πυρ, διότι διαλύει και αφανίζει το κερί, συγκολλά όμως το χώμα που περιέχει μεταλλεύματα και κάνει το χρυσάφι. Έτσι λοιπόν και εδώ, η δύναμη του πυρός αφού εξαφάνισε τον πήλινο ανδριάντα, παρουσίασε στη θέση εκείνου τον χρυσό ανδριάντα· διότι πραγματικά πριν από το λουτρό του βαπτίσματος ήμασταν πήλινοι, ύστερα όμως από αυτό γινόμαστε χρυσοί.
Από πού αποδεικνύεται αυτό; Άκουσε τον Παύλο ο οποίος λέγει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ (: Ο πρώτος άνθρωπος πλάστηκε από τη γη, χωματένιος. Ο δεύτερος άνθρωπος είναι ο Κύριος, ο οποίος κατέβηκε από τον ουρανό και μαζί με τη θεία Του φύση προσέλαβε και την ανθρώπινη)» [Α΄ Κορ. 15,47]. Είπα λοιπόν ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά του πήλινου από τον χρυσό, βρήκα όμως πιο μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτόν που κατάγεται από τον ουρανό και σε αυτόν που προέρχεται από τη γη. Και δεν είναι τόση η διαφορά πήλινου και χρυσού, όση των γήινων και των ουρανίων. Ήμασταν κέρινοι και πήλινοι πριν από την αναγέννησή μας μέσω του αγίου Βαπτίσματος, διότι η φλόγα της επιθυμίας μάς έλειωσε πολύ περισσότερο από ό,τι το πυρ λειώνει το κερί· και ο τυχαίος ο πειρασμός μάς συνέθλιψε πολύ περισσότερο από ό,τι ο λίθος τους πήλινους. […]
«Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι' ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς (: Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος. Για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δεν θέλουν να πιστεύουν. Στα αμαρτήματα αυτά και εσείς κάποτε πορευθήκατε και τα υπηρετήσατε, όταν ζούσατε ανάμεσα σε αυτούς, τους άπιστους ανθρώπους)» [Κολ. 3, 5-7].
Ακούσατε τι βροντοφώναξε πριν λίγο ο Παύλος; Τι υπάρχει χειρότερο από μία τέτοια πλεονεξία; Αυτή είναι πιο κακή από κάθε επιθυμία. Αυτό είναι πιο βαρύ από εκείνο που έλεγα, δηλαδή η μανία και η βλακεία για τα χρήματα. «Καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία (: Και την πλεονεξία η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος)». Βλέπετε πού τελειώνει το κακό; Μη λοιπόν δυσανασχετείτε· διότι δεν το κάνω επειδή το θέλω, ούτε απλώς θέλω να έχω εχθρούς, αλλά θα ήθελα να φτάσετε σε τέτοιο σημείο αρετής, ώστε εγώ να ακούω από εσάς τα πρέποντα. Ώστε δεν είναι αυτό αποτέλεσμα αυθεντίας, ούτε αξιώματος, αλλά οδύνης και υπερβολικού πόνου ψυχής. Συγχωρέστε με, συγχωρέστε με· δεν θέλω να ασχημονώ ομιλώντας για τέτοιου είδους πράγματα, αλλά αναγκάζομαι. Δεν λέγω αυτά επειδή θέλω να ανακουφίσω την οδύνη των φτωχών, αλλά για χάρη της δικής σας σωτηρίας. Καθόσον θα χαθούν, θα χαθούν εκείνοι που δεν έθρεψαν τον Χριστό. Διότι τι και αν τρέφεις φτωχό άνθρωπο; Ενόσο κάνεις τέτοιες σπατάλες και ζεις έτσι με απολαύσεις, όλα είναι περιττά. Διότι εκείνο που ζητείται δεν είναι να δώσεις πολλά, όχι ,όμως και το μικρότερο μέρος της περιουσίας σου· διότι αυτό είναι δείγμα ανθρώπου που εμπαίζει, που αστειεύεται.
«Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς (: Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές)». Τι λέγεις, Παύλε; Δεν είπες εσύ ότι ενταφιαστήκατε; Ότι ενταφιαστήκατε μαζί με τον Χριστό; Ότι περιτμηθήκατε; Ότι «γδυθήκαμε το σώμα, που δούλευε στις αμαρτίες της σάρκας»; Πώς λοιπόν λέγεις πάλι, «νεκρώστε»; Μήπως αστειεύεσαι; Σαν να είναι αυτοί ανάμεσά μας, έτσι ομιλείς; Δεν υπάρχει αντίφαση. Αλλά όπως ακριβώς, εάν κάποιος, αφού καθαρίσει εντελώς ακάθαρτο ανδριάντα, ή καλύτερα, αφού τον κατασκευάσει από την αρχή, και τον παρουσιάσει αστραφτερό πάλι, εάν μεν έλεγε ότι εξαφανίστηκε η σκουριά και έχει χαθεί, και συμβούλευε πάλι να φροντίζουμε να απομακρύνεται η σκουριά, δεν θα αντέφασκε· διότι δεν συμβουλεύει να απομακρυνθεί η σκουριά εκείνη, που καθάρισε, αλλά αυτή που εμφανίζεται ύστερα· έτσι ο Παύλος δεν εννοεί την προηγούμενη νέκρωση, ούτε εκείνες τις πορνείες, αλλά εκείνες που εμφανίζονται αργότερα. Είπε ότι δεν είναι δική μας η παρούσα ζωή, αλλά άλλη που βρίσκεται στους ουρανούς.
Πες μου λοιπόν· επειδή είπε: «Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές», μήπως λοιπόν και η γη έχει διαφθαρεί; Ή με το «ἐπὶ τῆς γῆς» εννοεί αυτά τα αμαρτήματα; «Την πορνεία, την ακαθαρσία», λέγει. Παράβλεψε τα πράγματα, τα οποία ούτε να τα αναφέρει θεώρησε καλό, και με την ακαθαρσία έχει δηλώσει τα πάντα. «Το πάθος», λέγει, «τις κακές επιθυμίες». Να λοιπόν γενικά είπε το καθετί· διότι όλα είναι επιθυμία κακή, δηλαδή η βασκανία, η οργή, η λύπη. «Καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία δι' ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας· δι' ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας (: Και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος. Για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δε θέλουν να πιστεύουν)», λέγει. Διότι γι' αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε εκείνους που απειθούν.
Με πολλούς τρόπους απομάκρυνε από αυτά· με τις ευεργεσίες που έγιναν στο παρελθόν, με τα μελλοντικά κακά από τα οποία έχουμε απαλλαγεί, ποιοι είμαστε και γιατί. Και όλα εκείνα, όπως ποιοι και σε ποια κατάσταση είμαστε, και ότι έχουμε απαλλαγεί από αυτήν, πώς και με ποιο τρόπο και γιατί, όλα αυτά ήταν αρκετά να τους οδηγήσουν μακριά από αυτά, αλλά το πιο φοβερό από όλα ήταν αυτό, δυσάρεστο μεν να το πούμε, όχι όμως ανωφελές αλλά και ωφέλιμο· «δι' ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας(:Για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δε θέλουν να πιστεύουν)», λέγει. Δεν είπε «σε σας», αλλά «ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας (: σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δεν θέλουν να πιστεύουν)»· «ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς (: Στα αμαρτήματα αυτά και εσείς κάποτε πορευθήκατε και τα υπηρετήσατε, όταν ζούσατε ανάμεσα σε αυτούς, τους άπιστους ανθρώπους)». Ελέγχοντας λέγει, «όταν ζούσατε ανάμεσα σε αυτούς», και εγκωμιάζοντας, διότι τώρα δε ζουν· τότε μπορούσαν να ζουν ανάμεσά τους.
«Νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα (: Τώρα όμως βγάλτε και πετάξτε από πάνω σας κι εσείς, σαν ακάθαρτο ένδυμα, όλα αυτά τα κακά)». Πάντοτε λέγει και γενικά και ειδικά για τον καθένα. Αυτά είναι αποτέλεσμα της διαθέσεως του καθενός. «ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους (:την οργή, τον θυμό, την κακία και πονηριά, την κακολογία, την αισχρολογία από το στόμα σας. Μη λέτε ψέματα ο ένας στον άλλο)»· «αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν(:την αισχρολογία από το στόμα σας)», λέγει με έμφαση, διότι το λερώνει.
«ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν (: αφού πλέον γδυθήκατε τον παλαιό διεφθαρμένο άνθρωπο μαζί με τις πράξεις του και ντυθήκατε τον νέο άνθρωπο που συνεχώς ανανεώνεται και γίνεται καινούργιος, ώστε να προοδεύει στην τέλεια γνώση του Θεού. Και γίνεται διαρκώς καινούργιος με το να παίρνει την ίδια μορφή με την εικόνα του Χριστού που τον δημιούργησε)» [Κολ. 3,9]. Αξίζει να εξετάσουμε εδώ, γιατί τέλος πάντων καλεί τον ανήθικο βίο ‘’μέλη’’ και ‘’άνθρωπο’’ και ‘’σώμα’’ και τον ενάρετο πάλι το ίδιο. Και εάν ο άνθρωπος είναι οι αμαρτίες, πώς λέγει «μαζί με τις πράξεις του»; Με το να πει «τον παλαιό άνθρωπο», απέδειξε ότι δεν είναι αυτό ο άνθρωπος, αλλά εκείνο. Η προαίρεση είναι πιο σημαντική από την ουσία, και αυτό είναι μάλλον ο άνθρωπος, παρά εκείνο. Διότι η ουσία δεν ωθεί στην κόλαση, ούτε εισάγει στη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι, και κανένα ούτε αγαπάμε, ούτε μισούμε όταν είναι άνθρωπος, αλλά όταν αυτός είναι καλός ή κακός άνθρωπος.
Εάν λοιπόν η μεν ουσία είναι το σώμα, αυτή δε δεν φέρει ευθύνη για κανένα από τα δύο, πώς λέγει ότι αυτό είναι κακό; Και γιατί λέγει «σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ (: μαζί με τις πράξεις του)»; Εννοεί την προαίρεση μαζί με τα έργα. Αποκαλεί αυτόν παλαιό, επειδή θέλει να δείξει την ατιμία του και την ασχήμια τους και την αδυναμία του. Και τον αποκαλεί νέο, αντί να λέγει «μην περιμένετε ότι και αυτό θα πάθει το ίδιο, αλλά το αντίθετο· διότι όσο προχωρεί η ηλικία του, δεν προχωρεί προς τα γηρατειά, αλλά προς νεότητα, που είναι σπουδαιότερη από την πρώτη». Διότι το να τα αποκτήσει περισσότερη γνώση, αξιώνεται και μεγαλύτερα, και περισσότερο προοδεύει, γίνεται πιο δυνατός, όχι από τη νεότητά του μόνο, αλλά και από το είδος στο οποίο ανήκει. Να, ‘’κτίσις’’ ονομάζεται ο άριστος τρόπος ζωής. Σύμφωνα με την εικόνα του Χριστού· διότι αυτό σημαίνει «σύμφωνα με την εικόνα Εκείνου που τον δημιούργησε», επειδή και ο Χριστός δεν πέθανε στα γηρατειά, αλλά ήταν τόσο καλός, ώστε ούτε να μπορούμε να Τον περιγράψουμε.
«ὅπου οὐκ ἔνι ῞Ελλην καὶ ᾿Ιουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός (: Σε αυτόν τον νέο άνθρωπο δεν υπάρχει διάκριση Έλληνα και Ιουδαίου, περιτετμημένου Ισραηλίτη και απερίτμητου εθνικού, βάρβαρου και Σκύθη, δούλου και ελεύθερου, αλλά και εθνικότητα και καταγωγή και αξίωμα και τα πάντα είναι ο Χριστός, όπως και μέσα σε όλους τους πιστούς πάλι είναι ο Χριστός)» [Κολ. 3,11]. Ιδού τρίτο εγκώμιο του ανδρός αυτού, όταν δεν ισχύει η διαφορά ούτε της εθνικότητας, ούτε του αξιώματος, ούτε της καταγωγής, όταν δεν έχει τίποτε από τα εκτός της πίστεως, ούτε έχει ανάγκη από αυτά· διότι τέτοια είναι όλα αυτά.
«Δεν υπάρχει διάκριση Έλληνα και Ιουδαίου, περιτετμημένου Ισραηλίτη και απερίτμητου εθνικού, βάρβαρου και Σκύθη, δούλου και ελεύθερου»· «Έλληνας», δηλαδή προσήλυτος· «και Ιουδαίος», από καταγωγή. Αν έχεις Αυτόν μόνο, θα κατορθώσεις τα ίδια με τους άλλους που τα έχουν αυτά. «Τα πάντα είναι ο Χριστός, όπως και μέσα σε όλους τους πιστούς πάλι είναι ο Χριστός», λέγει. «Όλα σε εσάς θα είναι ο Χριστός, και το αξίωμα και το γένος, και σε όλους θα είναι Αυτός ο ίδιος». Ή κάτι άλλο εννοεί, ότι «όλοι έχετε γίνει Χριστός ένας και είστε σώμα Αυτού».
«᾿Ενδύσασθε οὖν, ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι (: Σαν εκλεκτοί λοιπόν του Θεού που είστε και αγιασμένοι και αγαπημένοι Του, αποκτήστε και ντυθείτε)». Αποδεικνύει πόσο εύκολα κατορθώνεται η αρετή, και για να την έχουμε αυτήν πάντοτε και για να την μεταχειριζόμαστε σαν το πιο μεγάλο στολίδι μας. Και μαζί με τον έπαινο γίνεται και η παραίνεση· διότι τότε έχει την πιο μεγάλη δύναμη. Διότι έγιναν άγιοι, αλλά όχι εκλεκτοί. Τώρα όμως έγιναν και εκλεκτοί και άγιοι και αγαπημένοι. «Σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ (: ντυθείτε καρδιά συμπονετική και ευσπλαχνική)».
Δεν είπε ευσπλαχνία, αλλά εντονότερα το εξέφρασε με τις δύο λέξεις. Και δεν είπε, όπως συμβαίνει στα αδέλφια, αλλά όπως φέρονται οι πατέρες στα παιδιά. Μη λοιπόν μου πεις ότι έκανε λάθος· γι' αυτό είπε σπλάχνα. Και δεν είπε, συμπάθεια, για να μην εξευτελίσει εκείνους , αλλά, «καρδιά συμπονετική και ευσπλαχνική».
«χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πρᾳότητα, μακροθυμίαν, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς ἐάν τις πρός τινα ἔχῃ μομφήν· καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἐχαρίσατο ὑμῖν, οὕτω καὶ ὑμεῖς(:αγαθή και ευεργετική διάθεση, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία. Να ανέχεστε ο ένας τις αδυναμίες του άλλου και να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο, εάν έχει κανείς παράπονο εναντίον του άλλου. Όπως και ο Χριστός σας έκανε χάρη και σας συγχώρησε, έτσι κι εσείς να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο)». Πάλι ξεχωριστά τα αναφέρει και αυτό κάνει πάντοτε, διότι από την αγαθότητα προέρχεται η ταπεινοφροσύνη, και από αυτήν η μακροθυμία.
«Να ανέχεστε ο ένας τις αδυναμίες του άλλου», λέγει, δηλαδή, να παραδέχεστε ο ένας τον άλλο. Και πρόσεχε πώς αυτό τίποτε δε φανέρωσε, αφού το ονόμασε παράπονο και είπε «καθώς και ο Χριστός σας συγχώρησε». Είναι μεγάλο το πρότυπο, πράγμα που πάντοτε κάνει, από τον Χριστό προτρέποντας αυτούς. ‘’Παράπονο’’, λέγει. Εκεί μόνο το παρουσίασε αυτό ασήμαντο, όταν όμως ανέφερε το Πρότυπο, έπεισε ότι και αν ακόμη έχουμε μεγάλα παράπονα, πρέπει να συγχωρούμε. Διότι το «καθώς ο Χριστός», αυτό σημαίνει· και όχι μόνο αυτό, αλλά ότι πρέπει και με όλη μας την καρδιά να συγχωρούμε· και δεν φτάνει αυτό μόνο αλλά ότι πρέπει και να αγαπάμε. Διότι αφού ο Χριστός παρουσιάστηκε για παράδειγμα, παρουσιάζει στη συνέχεια όλα αυτά· και ότι πρέπει να θυσιάζουμε τη ζωή μας γι΄αυτούς, είτε είναι μεγάλα τα αδικήματα είτε δεν έχουμε αδικήσει εμείς πρώτοι, είτε εμείς μεν είμαστε μεγάλοι, εκείνοι δε μικροί, είτε πρόκειται να μας υβρίζουν και ύστερα από αυτά, διότι το, καθώς αυτά απαιτεί· και ότι δεν πρέπει να σταματήσουμε μέχρι τον θάνατο, αλλά εάν είναι δυνατό, να συνεχίσουμε και ύστερα.
«ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος (: Και πάνω από όλα αυτά να ντυθείτε την αγάπη, η οποία σαν κρίκος δένει μαζί όλες τις αρετές σε τέλειο σύνολο)» [Κολ. 3,11]. Βλέπεις ότι αυτό εννοεί; Επειδή δηλαδή είναι δυνατό να μην αγαπά κανείς, αν και συγχωρείται, ναι, λέγει, και να αγαπά, και δείχνει τον τρόπο, με τον οποίο είναι δυνατό να συγχωρεί κανείς. Διότι μπορεί κανείς και αγαθός να είναι και πράος και ταπεινόφρονας και μακρόθυμος και να μην επιθυμεί τα πάντα. Γι' αυτό αρχίζοντας είπε «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ (: καρδιά συμπονετική και ευσπλαχνική)», και αγάπη και ευσπλαχνία. «Και πάνω από όλα αυτά να ντυθείτε την αγάπη, η οποία σαν κρίκος δένει μαζί όλες τις αρετές σε τέλειο σύνολο». Αυτό που θέλει να πει είναι το εξής: ότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από εκείνα, διότι όλα εκείνα διαλύονται, αν δεν γίνονται με αγάπη. Αυτή περισφίγγει όλα εκείνα· οποιοδήποτε αγαθό και αν αναφέρεις, αν δεν υπάρχει αυτή, δεν είναι τίποτε, αλλά εξαφανίζεται. Και όπως στο πλοίο, αν οι αποσκευές είναι μεγάλες, οι δε ταινίες για το δέσιμό τους είναι μικρές, δεν υπάρχει κανένα όφελος· όμοια και στο σπίτι, εάν δεν υπάρχουν οι συνδέσεις ξύλων· αλλά και στο σώμα, και αν ακόμη είναι μεγάλα τα οστά, αν οι σύνδεσμοι δεν υπάρχουν, δεν υπάρχει κανένα όφελος. Διότι οποιαδήποτε κατορθώματα και αν έχει κανείς, όλα είναι μάταια, αν δεν υπάρχει η αγάπη. Δεν είπε ότι είναι η κορυφή των αρετών αλλά εκείνο που είναι σπουδαιότερο, ‘’σύνδεσμος’’· αυτό είναι πιο αναγκαίο, παρά εκείνο· διότι η μεν κορυφή είναι αύξηση της τελειότητας, ενώ ο σύνδεσμος είναι η συνοχή εκείνων που συνιστούν την τελειότητα, σαν να είναι δηλαδή η ρίζα.
«Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ βραβευέτω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθητε ἐν ἑνὶ σώματι· καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε (: Και η ειρήνη που δίνει ο Θεός ας επιστατεί και ας κυριαρχεί μέσα στις καρδιές σας. Γι’ αυτήν την ειρήνη εξάλλου προσκληθήκατε, ώστε να γίνετε ένα σώμα. Προσπαθείτε ακόμη να γίνεστε και ευχάριστοι μεταξύ σας)» [Κολ. 3,15]. Η ειρήνη του Θεού, η σταθερή και ασφαλής αυτή είναι. Αν εξαιτίας ανθρώπου έχεις ειρήνη, γρήγορα διαλύεται, αν όμως έχεις ειρήνη εξαιτίας του Θεού, δε διαλύεται. Αν και ανέφερε το γενικό, δηλαδή την αγάπη, όμως έρχεται πάλι στο ιδιαίτερο· διότι υπάρχει και αγάπη χωρίς μέτρο, όπως, όταν από πολλή αγάπη κατηγορεί κανείς χωρίς λόγο και φιλονικεί και δείχνει αποστροφή. «Όχι», λέγει, «δεν θέλω αυτό. Όχι όπως στο παρελθόν, αλλά όπως ο Θεός έκανε ειρήνη προς εσάς, έτσι και εσείς να κάνετε». Πώς έκανε; Επειδή Αυτός θέλησε, χωρίς να λάβει κάτι από εμάς.
Τι σημαίνει «η ειρήνη που δίνει ο Θεός ας επιστατεί και ας κυριαρχεί μέσα στις καρδιές σας»; Εάν αντιμάχονται δύο σκέψεις, μην επιτρέψεις τον θυμό, μην επιτρέψεις την ύβρη να κατέχει το βραβείο, αλλά την ειρήνη. Για παράδειγμα, έστω ότι κάποιος υβρίστηκε άδικα. Από την ύβρη γεννήθηκαν δύο σκέψεις, η μία που προτρέπει να αμυνθεί και η άλλη να υπομείνει την ύβρη, και παλεύουν μεταξύ τους. Εάν η ειρήνη του Θεού βρίσκεται στο μέσο για να κρίνει, δίνει το βραβείο στη σκέψη που προτρέπει την υπομονή, και καταντροπιάζει την άλλη. Με ποιο τρόπο; Πείθοντας ότι ο Θεός είναι ειρήνη, ότι έκανε ειρήνη με εμάς. Δεν δείχνει μόνο μεγάλο τον αγώνα του πράγματος. «Ας μην επιστατεί και να κυριαρχεί», λέγει, «ο θυμός, ούτε η φιλονικία, ούτε η ειρήνη των ανθρώπων, διότι αυτή προέρχεται από την προσπάθεια να αμύνονται οι άνθρωποι, από το να μην παθαίνουν κανένα κακό. Αλλά δεν θέλω αυτήν την ειρήνη», λέγει, «αλλά εκείνη, την οποία και άφησε Αυτός. Έκανε στάδιο μέσα στις σκέψεις μας και αγώνα και άθληση και κριτή».
Έπειτα πάλι προτροπή· «εἰς ἣν καὶ ἐκλήθητε (: Γι’ αυτήν την ειρήνη εξάλλου προσκληθήκατε)», λέγει. Υπενθύμισε πόσων αγαθών αιτία είναι η ειρήνη. Γι’ αυτήν σε κάλεσε, σε αυτήν σε κάλεσε, ώστε να δεχτείς αξιόπιστα το βραβείο. Γιατί λοιπόν έκανε ένα σώμα; Όχι για να εξουσιάζει αυτή; Όχι για να έχουμε αφορμή για ειρήνη; Γιατί όλοι είμαστε ένα σώμα; Και πώς είμαστε ένα σώμα; Για την ειρήνη είμαστε ένα σώμα, και επειδή το σώμα είναι ένα, έχουμε ειρήνη. Γιατί όμως δεν είπε «η ειρήνη του Θεού ας νικά», αλλά «ας βραβεύει»; Έκανε περισσότερο αξιόπιστη. Δεν άφησε την πονηρή σκέψη να αγωνίζεται εναντίον της, αλλά να στέκεται πιο κάτω. Και το όνομα του βραβείου εξύψωσε τον ακροατή, διότι αν δώσει το βραβείο στην αγαθή σκέψη, όσες αναισχυντίες και αν κάνει εκείνη, δε θα προκύψει κανένα όφελος στο μέλλον. Άλλωστε και εκείνη αντιλαμβανόμενη, ότι όσα και αν κάνει, δεν θα λάβει το βραβείο όσο και αν εξαγριωθεί και επιχειρήσει να προσβάλλει πιο δυνατά, επειδή ματαιοπονεί, θα απομακρυνθεί.
Και καλώς πρόσθεσε «καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε(:και να προσπαθείτε να γίνεστε ευχάριστοι μεταξύ σας)». Διότι αυτό σημαίνει να είναι κανείς ευχάριστος και πάρα πολύ υποχωρητικός, το να μεταχειρίζεται τους συνανθρώπους του με όμοιο τρόπο, όπως αυτόν ο Θεός, το να υποχωρεί στον κύριό του, το να υπακούει, το να αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όλα, είτε τον υβρίσει κανείς, είτε τον χτυπήσει· διότι εκείνος που εκφράζει ευγνωμοσύνη στον Θεό, για τα όσα έπαθε, θα υπερασπιστεί τον Δημιουργό του, καθόσον εκείνος που υπερασπίζεται τον εαυτό του, δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη. Αλλά ας μη γίνουμε όπως εκείνος ο δούλος που χρωστούσε τα εκατό δηνάρια, για να μην ακούσουμε το «Πονηρέ δούλε» [Ματθ. 18,32: «Δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; (: Δούλε πονηρέ, όλο το χρέος εκείνο, το τόσο μεγάλο, σου το χάρισα, επειδή με παρακάλεσες. Δεν έπρεπε και εσύ να λυπηθείς και να σπλαχνιστείς τον σύνδουλό σου, όπως και εγώ σε λυπήθηκα και σου έδειξα έλεος, αν και δεν είμαι σύνδουλός σου, αλλά κύριός σου;)»], διότι τίποτε δεν είναι χειρότερο από την αχαριστία αυτή. Ώστε αυτοί που δικαιολογούν τον εαυτό τους είναι αχάριστοι.
Γιατί όμως ανέφερε πρώτα την πορνεία; Διότι αφού είπε «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς (: Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές)», αμέσως λέγει «την πορνεία» και αυτό σχεδόν κάνει παντού. Επειδή αυτό το πάθος προπάντων εξουσιάζει, αφού και στην επιστολή του που έγραφε προς του Θεσσαλονικείς αυτό έκανε: «Τοῦτο γάρ ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν, ἀπέχεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ τῆς πορνείας (: Αυτό είναι το θέλημα του Θεού, ο αγιασμός σας· δηλαδή εσείς οι Χριστιανοί να αγιάζετε τους εαυτούς σας με την αγνότητα και να απέχετε από την πορνεία)» [Α΄ Θεσ. 4,3].
Και τι το παράδοξο; Γράφοντας και στον Τιμόθεο λέγει: «Χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει(:Να μη θέτεις γρήγορα τα χέρια σου σε κανένα για να τον χειροτονήσεις, ούτε να γίνεσαι συμμέτοχος και συνυπεύθυνος δε ξένες αμαρτίες, τις οποίες είναι επόμενο να διαπράξει αυτός που χειροτονείται ανάξια. Να διατηρείς τον εαυτό σου καθαρό και από δικές σου αμαρτίες αλλά και από ξένες)» [Α΄ Τιμ. 5, 22]· και πάλι αλλού λέγει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον (: Επιδιώκετε ειρήνη με όλους. Επιδιώκετε και τον αγιασμό και την καθαρότητα της καρδιάς από κάθε πάθος· διότι χωρίς τον αγιασμό κανείς δεν θα δει τον Κύριο)» [Εβρ. 12,14].
«Νεκρώσατε οὖν (: Νεκρώστε λοιπόν)», λέγει, «τὰ μέλη ὑμῶν (: τα μέλη σας)». Γνωρίζετε πώς είναι το νεκρό, μισητό, αποτρόπαιο, αποσυντεθειμένο. Αν το νεκρώσεις δεν μένει νεκρό, αλλά φθείρεται αμέσως, όπως ακριβώς το σώμα. Σβήσε λοιπόν τη θερμότητα και τίποτε δεν μένει νεκρό. Δείχνει αυτόν να κάνει αυτό, πράγμα που ο Χριστός έκανε στην περίπτωση του βαπτίσματος. Γι' αυτό και τα ονομάζει μέλη, σαν να παρουσιάζει κάποιον άριστο και να μεταχειρίζεται πιο μεγάλη έμφαση. Και καλώς είπε «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς (: τα ευρισκόμενα επάνω στη γη)», διότι εδώ μένουν και εδώ φθείρονται, πολύ περισσότερο από τα μέλη αυτά. Ώστε δεν είναι τόσο το σώμα γήινο, όσο γήινη είναι η αμαρτία. Διότι αυτό φαίνεται κάποτε και καλό, εκείνα όμως ποτέ. Και τα μέλη αυτά επιθυμούν όλες τις γήινες απολαύσεις. Αν το μάτι είναι τέτοιο, δεν βλέπει τα αγαθά που βρίσκονται στους ουρανούς, αν το αυτί είναι τέτοιο, αν το χέρι ή οποιοδήποτε άλλο μέλος αναφέρεις. Το μάτι βλέπει τα σώματα, τα κάλλη και τα χρήματα, αυτά που είναι από τη γη, με αυτά ευχαριστείται· το αυτί ευχαριστείται με το ηδυπαθές μελωδικό τραγούδι, την κιθάρα και τον αυλό και την αισχρολογία. Αυτά δεν έχουν σχέση με τη γη.
Αφού λοιπόν τοποθέτησε αυτούς στον ουρανό πλησίον του θρόνου, τότε λέγει : «Νεκρώστε τα μέλη σας που βρίσκονται επάνω στη γη». «Διότι δεν είναι δυνατό να σταθείτε στον ουρανό με τα μέλη αυτά· δεν είναι δυνατό εκεί, όπου πρέπει να ενεργούν». Και το χώμα αυτό είναι χειρότερο από εκείνο. Διότι εκείνο το χώμα γίνεται χρυσός· διότι λέγει: «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν (: Και θα αλλάξουμε, διότι το φθαρτό αυτό σώμα πρέπει να ντυθεί αφθαρσία, και το θνητό αυτό σώμα να ντυθεί αθανασία)» [Α΄ Κορ. 15,53], αυτό όμως το χώμα δεν μπορεί πια να αναχωνευτεί. Ώστε αυτά τα μέλη ανήκουν περισσότερο στη γη, παρά εκείνα.
Γι' αυτό δεν είπε «από τη γη», αλλά «τα ευρισκόμενα επάνω στη γη», διότι μπορεί αυτά να μην είναι επάνω στη γη. Αυτά λοιπόν είναι ανάγκη να είναι επάνω στη γη, εκείνα όμως δεν είναι ανάγκη πια. Διότι όταν το αυτί δεν ακούει τίποτε από όσα λέγονται στη γη, από τα εδώ, αλλά από τους ουρανούς, δε βρίσκεται επάνω στη γη· όταν το στόμα δε λέγει τίποτε από τα εδώ, δε βρίσκεται επάνω στη γη· όταν το χέρι δεν πράττει τίποτε από τα πονηρά, δεν είναι από όσα βρίσκονται επάνω στη γη αυτά, αλλά από τα ευρισκόμενα στους ουρανούς.
Αυτό και ο Χριστός λέγει: «Εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμα σου βληθῇ εἰς γέενναν (: Και αν κάποιο πρόσωπο που είναι χρήσιμο, φιλικό και αγαπητό σε σένα σαν το δεξί σου μάτι σου γίνεται αφορμή εμπαθούς επιθυμίας και αμαρτίας, χωρίσου οριστικά από αυτό και πέταξέ το μακριά από εσένα· όπως θα έκανες και με το μάτι σου εάν κινδύνευε να πάθει και να βλαφτεί από αυτό όλο το σώμα σου· διότι σε συμφέρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου και να μη ριχτεί όλο το σώμα σου στη φωτιά της κολάσεως. Σε συμφέρει να στερηθείς τη φιλία και τη χρησιμότητα του προσώπου αυτού και να μη ριχτείς μαζί με εκείνο στη φωτιά της κολάσεως)» [Ματθ. 5,29], δηλαδή εάν βλέπεις με ακόλαστο τρόπο, «να το βγάλεις», δηλαδή την πονηρή σκέψη. Εγώ όμως νομίζω ότι λέγοντας «πορνεία», «ακαθαρσία», «πάθος», «επιθυμία», εννοεί το ίδιο πράγμα, δηλαδή την πορνεία, απομακρύνοντάς μας με όλα αυτά από αυτήν. Διότι στην πραγματικότητα το πάθος αυτό είναι· και όπως ακριβώς πάσχει το σώμα ή έχει πυρετό ή τραυματίζεται, έτσι και αυτό.
Και δεν είπε «εμποδίστε», αλλά «νεκρώστε», ώστε να μην αναστηθούν στο μέλλον, και «απομακρύνετε». Εκείνο που γίνεται νεκρό το απομακρύνουμε, όπως παραδείγματος χάρη, αν υπάρχουν εξογκώματα στο σώμα, το σώμα είναι νεκρό, και απομακρύνουμε αυτό. Αλλά εάν μεν το κόψεις ενώ είναι ζωντανό, προκαλεί φοβερό πόνο, εάν όμως το κόψεις όταν είναι νεκρωμένο, ούτε καν το αισθανόμαστε. Έτσι λοιπόν συμβαίνει και με τα πάθη· κάνουν ακάθαρτη την ψυχή, κάνουν την αθάνατη ψυχή να υπόκειται σε πάθη.
Πώς έχει ονομαστεί ειδωλολατρία η πλεονεξία, πολλές φορές το έχουμε πει. Διότι εκείνα που υπερβολικά τυραννούν το ανθρώπινο γένος είναι αυτά, η πλεονεξία, η ακολασία και η κακή επιθυμία. «Δι' ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας (: για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δεν θέλουν να πιστεύουν)», λέγει. «Υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» τούς ονομάζει, αποστερώντας αυτούς της συγνώμης και για να δείξει ότι επειδή δεν έχουν πειστεί, είναι ανάμεσα σε αυτούς. «Ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε (: Στα αμαρτήματα αυτά και εσείς κάποτε πορευθήκατε και τα υπηρετήσατε, όταν ζούσατε ανάμεσα σε αυτούς, τους άπιστους ανθρώπους)», λέγει, και πειστήκατε. Παρουσιάζει αυτούς ακόμη και να βρίσκονται ανάμεσα σε αυτούς και τους επαινεί λέγοντας: «Νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν (: Τώρα όμως βγάλτε και πετάξτε από πάνω σας κι εσείς, σαν ακάθαρτο ένδυμα, όλα αυτά τα κακά, την οργή, τον θυμό, την κακία και πονηριά, την κακολογία, την αισχρολογία από το στόμα σας)».
Αλλά σε άλλους μεταφέρει τον λόγο. Τις ύβρεις ονομάζει «πάθη και βλασφημίες», όπως ακριβώς από το θυμό λέγει την πονηρία. Και αλλού λέγει ελέγχοντας: «Διὸ ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ· ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη (: γι' αυτό πετάξτε από επάνω σας μια για πάντα το ψέμα, και ο καθένας σας να λέει την αλήθεια στο συνάνθρωπό του· διότι όλοι μας αποτελούμε ένα σώμα και είμαστε μεταξύ μας μέλη ο ένας του άλλου)» [Εφ. 4,25]. Παρουσιάζει αυτούς σαν δημιουργούς των ανθρώπων, που άλλον τον απομακρύνουν, άλλον πάλι τον αποδέχονται. Είπε εκεί τα μέλη, εδώ λέγει τα πάντα. Ανέφερε την καρδιά αυτού, τον θυμό, το στόμα, τη βλασφημία, τα μάτια, την πορνεία, την πλεονεξία, τα χέρια και τα πόδια, το ψέμα, αυτήν τη διάνοια και τον παλαιό νου. Έχει μία βασιλική μορφή, τη μορφή του Χριστού. Νόμιζα ότι αυτοί προέρχονται μάλλον από τους εθνικούς· διότι όπως ακριβώς το χώμα που είναι άμμος, αν άλλη είναι πιο μεγάλη σε μέγεθος και άλλη πιο μικρή, έχασε πρώτα τη δική της μορφή και ύστερα γίνεται χρυσή, και όπως τα μαλλιά όποια και αν είναι δέχονται άλλη όψη και έκρυψαν την πρώτη, έτσι λοιπόν και ο πιστός.
«ἀνεχόμενοι ἀλλήλων (: Να ανέχεστε ο ένας τις αδυναμίες του άλλου)», λέγει. Έδειξε το δίκαιο, να ανέχεσαι τον άλλο και ο άλλος εσένα, πράγμα που λέγει στην «προς Γαλάτας» επιστολή του: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ (: Για να προστατεύεστε λοιπόν απ΄ τον κίνδυνο να πέσετε κι εσείς, να υπομένετε ο ένας τις ενοχλήσεις του άλλου, που οφείλονται στα ελαττώματα και τις ελλείψεις του· και έτσι, με την υπομονετική αυτή ανοχή, εκπληρώστε τελείως τον νόμο του Χριστού, δηλαδή την εντολή της αγάπης. Άνθρωπος που δεν υπομένει με αγάπη την αδυναμία του άλλου, δε συναισθάνεται ότι έχει και αυτός ελαττώματα, αλλά έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Η ιδέα του όμως αυτή είναι ψεύτικη)» [Γαλ. 6,2].
«καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε (: προσπαθείτε ακόμη να γίνεστε και ευγνώμονες απέναντι στον ευεργέτη Θεό)», λέγει. Διότι αυτό προπάντων επιζητεί παντού, το αποκορύφωμα των αγαθών. Ας Τον ευχαριστούμε λοιπόν για όλα, όπως και αν γίνονται, διότι αυτό είναι ευχαριστία· διότι το να κάνουμε αυτό όταν ευημερούμε, δεν είναι σπουδαίο πράγμα, διότι η ίδια η φύση των πραγμάτων μάς ωθεί σε αυτό· όταν όμως Τον ευχαριστούμε ενώ βρισκόμαστε σε κατάσταση απογνώσεως, τότε είναι αξιοθαύμαστο. Όταν λοιπόν για εκείνα, που άλλοι βλασφημούν και αποθαρρύνονται, εμείς ευχαριστούμε Αυτόν, βλέπε πόση είναι η ευσέβεια. Πρώτο, ευχαρίστησες τον Θεό· δεύτερο, καταντρόπιασες τον διάβολο· τρίτο, και αυτό που έγινε δεν το φανέρωσες· διότι συγχρόνως και εσύ ευχαριστείς και ο Θεός τη στενοχώρια αφαιρεί, και ο διάβολος υποχωρεί.
Αν λοιπόν αποθαρρυνθείς, επειδή πραγματοποίησε εκείνο που ήθελε, παραμένει αυτός, και ο Θεός επειδή βλασφημήθηκε, σε εγκαταλείπει, και το κακό αυξάνει. Εάν όμως ευχαριστήσεις, επειδή αποχωρείς χωρίς κανένα όφελος, αποχωρεί και ο διάβολος, και ο Θεός, επειδή τιμήθηκε, ανταποδίδει την τιμή πλουσιότερα. Και δεν υπάρχει άνθρωπος, που ευχαριστεί για τα κακά, να αισθάνεται τα κακά. Διότι χαίρεται η ψυχή επειδή πέτυχε, αμέσως καθίσταται γελαστή η συνείδηση, λάμπει από χαρά με τους επαίνους της η ψυχή, η γελαστή ψυχή δεν είναι δυνατό να είναι σκυθρωπή. Και εκεί ενώ μαζί με τη συμφορά έρχεται και η συνείδηση ως τιμωρός, εδώ όμως στεφανώνει και αναγνωρίζει τον νικητή.
Τίποτε δεν είναι αγιότερο από τη γλώσσα εκείνη που στα κακά ευχαριστεί τον Θεό. Πράγματι, δεν υπολείπεται καθόλου της γλώσσας των μαρτύρων, όμοια και αυτή και εκείνος στεφανώνονται. Καθόσον και σε αυτήν στάθηκε ο δήμιος αναγκάζοντάς την να αρνηθεί τον Θεό με βλασφημίες, στάθηκε ο διάβολος ενοχλώντας με βασανιστικές σκέψεις, προκαλώντας σύγχυση με στενοχώριες. Αν λοιπόν υποφέρει τις θλίψεις και ευχαριστήσει τον Θεό, έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-colossenses.pdf
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Κολοσσαείς επιστολή, επιστολές Ζ΄και Η΄(κατ΄επιλογήν), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 22, σελίδες 215-219 και 240-251.
· http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm