Ἐπιστολὴ Ἰούδα 1, 4-19 (ἑρμηνεία Ἰ. Κολιτσάρα):
«διότι μὲ τρόπον δόλιον καὶ ἀπατηλὸν εἰσεχώρησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μερικοὶ ἄνθρωποι, διὰ τοὺς ὁποίους ἡ Γραφὴ πρὸ πολλοῦ χρόνου εἶχε προφυτεύσει καὶ ὁρίσει, ὅτι θὰ ἔπαιρναν ἐπάνω τους αὐτὴν τὴν φοβερὰ καταδίκην. Ἀσεβεῖς αὐτοί, νοθεύουν καὶ διαστρέφουν τὴν δωρεὰν καὶ τὴν ἀλήθειαν, ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ζητοῦντες μὲ σοφιστικὰ καὶ πονηρὰ ἐπιχειρήματα νὰ δικαιολογήσουν τὴν φαυλότητα καὶ ἀνηθικότητα αὐτῶν καὶ ἀρνούμενοι τὸν ἕνα καὶ μόνον Δεσπότην
καὶ Κύριόν μας, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν… Ἐνθυμηθῆτε,… πῶς κατὰ τοὺς τελευταίους
καιρούς, ποὺ θὰ προηγηθοῦν ἀπὸ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ, θὰ ὑπάρξουν ἄνθρωποι εἴρωνες καὶ χλευασταῖ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θελήματός του,
ποὺ θὰ ζοῦν καὶ θὰ συμπεριφέρονται
σύμφωνα μὲ τὰς φαύλας ἐπιθυμίας των, διὰ νὰ διαπράττουν ἔτσι ἀσεβείας. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ δημιουργοῦν διαιρέσεις εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἄνθρωποι ζωώδεις
ποὺ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὰ κατώτερα ἔνστικτα καὶ οἱ ὁποῖοι οὔτε Πνεῦμα Θεοῦ ἔχουν οὔτε καὶ τὸ δικόν των πνεῦμα ἔχουν καλλιεργημένον καὶ προικισμένον μὲ τὴν θείαν χάριν».