"Εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινά κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· ᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μέτὰ φωνῆς μέγάλης δοξάζων τόν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτός ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦνάι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστὰς πορεύου· ἡ πίστίς σου σέσωκέ σε" (Λουκ. 17, 12-19).
Ἦταν δέκα λεπροί. Εἶναι φρικτό νά βλέπεις ἕνα λεπρό, πόσο μᾶλλον νά δεῖς δέκα μαζί. Ἕνα σῶμα καλυμμένο ὁλόκληρο, ἀπὸ τὴν κορφὴ ὡς τὰ νύχια, μὲ ἄσπρες κηλῖδες, κακοφορμισμένες πληγές, ποὺ στήν ἀρχὴ δημιουργοῦν φαγούρα κι ἔπειτα καῖνε σὰν φλόγα. Ἕνα σῶμα πού φθείρεται συνέχεια καὶ λειώνει. Ἕνα σῶμα πού ἔχει περισσότερο πύον παρὰ αἷμα. Ἕνα σῶμα πού μυρίζει τόσο ἐξωτερικὰ ὅσο κι ἐσωτερικά. Κι ὅταν ἡ λέπρα προσβάλει τό στόμα, τήν μύτη ἢ τὰ μάτια, φαντάζεστε τί ἀέρα ἀνασαίνει ὁ λεπρὸς ἀπὸ τό γεμάτο πύον στόμα του, τὶ γεύση ἔχει αὐτό πού τρώει, καὶ πῶς τοῦ φαίνεται ὁ κόσμος πού βλέπει ἀπὸ τὰ γεμάτα πύον μάτια του.
Σύμφωνα μέ τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ, στούς λεπροὺς ἀπαγορευόταν νὰ ἔλθουν σ’ ὁποιαδήποτε ἐπαφή μέ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους… Κι οἱ λεπροί, γιά νά ἐμποδίσουν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους νά τοὺς πλησιάσουν, τοὺς φώναζαν ἀπὸ μακριά, μὲ τό μοναδικὸ ὄνομα πού ἀναφέρεται στόν Νόμο γι’ αὐτούς: «Ἀκάθαρτος! Ἀκάθαρτος!» Ἀναφέρεται στόν Νόμο: «Καὶ ὁ λεπρὸς ἐν ᾧ ἐστιν ἡ ἁφή, τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔστω παραλελυμένα καὶ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἀκάλυπτος, καὶ περὶ τὸ στόμα αὐτοῦ περιβαλέσθω, καὶ ἀκάθαρτος κεκλήσεται» (Λευϊτ. 13, 45). Τὰ ῥοῦχα του πρέπει νά εἶναι σχισμένα, γιά νά φαίνεται ἡ λέπρα του. Τό κεφάλι του νά εἶναι ἀκάλυπτο, καὶ τό στόμα του καλυμμένο, γιά τόν ἴδιο λόγο. Καὶ, κυρίως, ἔπρεπε νά φωνάζουν: «Ἀκάθαρτος! Ἀκάθαρτος!» Ἀπομακρύνονταν ἀπό τίς πόλεις καὶ τὰ χωριά καὶ ζοῦσαν χειρότερα κι ἀπὸ τὰ ζῶα, περιφρονημένοι καὶ ξεχασμένοι. Ἀναφέρεται στό Λευϊτικό: «Πάσας τὰς ἡμέρας, ὅσας ἐὰν ᾖ ἐπ᾿ αὐτὸν ἡ ἁφή, ἀκάθαρτος ὢν ἀκάθαρτος ἔστάι, κεχωρισμένος καθήσεται, ἔξω τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ ἔστάι ἡ διατριβή.» (Λευϊτ. 13, 46). Τοὺς λογάριαζαν νεκρούς, ἀλλ’ ἡ μοῖρα τους ἦταν χειρότερη κι ἀπὸ τῶν νεκρῶν.
Μιά μέρα ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἡ πηγὴ τῆς ὑγείας, τοῦ κάλλους καὶ τῆς δύναμης, πέρασε κοντὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἀνθρώπινα ῥάκη, αὐτὰ τὰ δύσοσμα ὑπολείμματα τῆς ζωῆς. Μόλις οἱ λεπροὶ κατάλαβαν πὼς δίπλα τους περνοῦσε Ἐκεῖνος, σήκωσαν τήν φωνή τους ἀπὸ μακριὰ καὶ εἶπαν: «Ἰησοῦ ἐπιστᾶτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Πῶς γνώριζαν οἱ ταλαίπωροι αὐτοὶ ἄνθρωποι γιά τόν Ἰησοῦ καὶ τήν δύναμη πού εἶχε νά τοὺς βοηθήσει, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἐπικοινωνία μέ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους; Θά πρέπει κάποιος ἀπὸ ἐκείνους πού τοὺς ἄφηνε ἀπὸ μακριὰ ψωμὶ στόν δρόμο, νά τοὺς εἶχε πληροφορήσει γιά τὰ νέα. Ἡ φήμη τοῦ νέου θαυματουργοῦ στόν κόσμο, ποὺ θὰ μποροῦσε νά τοὺς ἐνδιαφέρει, θὰ πρέπει νά εἶχε φτάσει στ’ αὐτιὰ τους. Ὅλα τ’ ἄλλα πού γίνονταν στόν κόσμο, ὅπως οἱ ἀλλαγὲς τῶν ἀρχόντων κι οἱ πόλεμοι ἀνάμεσα στά ἔθνη, ἡ ἵδρυση κι ἡ καταστροφὴ τῶν πόλεων, οἱ ἐορταστικὲς ἐκδηλώσεις, οἱ πυρκαγιὲς κι οἱ σεισμοί, ὅλ’ αὐτὰ τοὺς ἦταν ἐντελῶς ἀδιάφορα. Πνιγμένοι μέσα στό πύον, τό μόνο πού θὰ σκέφτονταν ἦταν ἡ ἀθλιότητά τους καὶ ἴσως Ἐκεῖνος πού θὰ μποροῦσε νά τοὺς ἀπαλλάξει ἀπό τίς πληγές, τὰ ῥάκη καὶ τό πύον καὶ νά τοὺς ντύσει μέ τόν ἔνδυμα τῆς ὑγείας. Ἄκουσαν γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ καὶ σίγουρα πληροφορήθηκαν κάποιες ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις, ποὺ ὁ Κύριος θεράπευσε λεπροὺς σὰν κι ἐκείνους (Λουκ. 17, 12). Θὰ νοσταλγοῦσαν λοιπὸν τήν μοναδική εὐκαιρία νά βρεθοῦν μπροστὰ στόν Κύριο.
Κάπου στήν ἄκρη τῆς πεδιάδας τῆς Γαλιλαίας, ἐκεῖ πού ὁ δρόμος ἀρχίζει ν’ ἀνηφορίζει πρὸς τήν Σαμάρεια, τόν περίμεναν. Καὶ νά ποὺ ἡ εὐτυχισμένη καὶ μοναδικὴ εὐκαιρία πού περίμεναν τοὺς πλησίασε, ὄχι κατὰ τύχη, ἀλλά μέ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Εἶδαν τόν Χριστόν νά περνάει ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τοὺς μαθητὲς Του κι ἔκραξαν μέ μεγάλη φωνή: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς!». Γιατὶ τόν ὀνόμασαν Ἐπιστάτη; Ἐπειδή ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι πιὸ ἐπιβλητικὴ ἀπὸ τό «διδάσκαλος». Ἐπιστάτης δέν εἶναι μόνο ὁ διδάσκαλος, ἀλλὰ ἐκεῖνος πού ἐποπτεύει, ποὺ καθοδηγεῖ, πού μέ τὰ λόγια, τό παράδειγμα καὶ τήν μέριμνά Του ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους στόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Γιατί τότε δέν τόν ὀνόμασαν «Κύριο», πού εἶναι ἀκόμα πιὸ ἐπιβλητικὴ λέξη ἀπὸ τό «ἐπιστάτης»; Ἐπειδή δέν εἶχαν γνωρίσει ἀκόμα τήν δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ἐλέησον ἡμᾶς, κραύγαζαν. «Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες δείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι». Καὶ καθὼς πήγαιναν στούς ἱερεῖς, στόν δρόμο καθαρίστηκαν. Σὲ προηγούμενη περίπτωση θεραπείας λεπρῶν, ὁ Κύριος ἔκτεινε τόν χέρι Του κι ἀκούμπησε τόν λεπρὸ λέγοντας: «Θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εὐθέως ἡ λέπρα ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 13). Τώρα ὅμως ὄχι μόνο δέν ἄγγιξε τοὺς λεπρούς, μὰ δέν τοὺς πλησίασε κἄν, ἦταν μακριὰ τους, ἀφοῦ, «ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνήν». Τοὺς μιλοῦσε ἀπὸ ἀπόσταση.
Γιατὶ ὁ Κύριος τοὺς ἔστειλε στούς ἱερεῖς; Ἐπειδή οἱ ἱερεῖς εἶχαν τό καθῆκον νά τοὺς κηρύξουν ἀκαθάρτους καὶ νά τοὺς ἀποκλείσουν ἀπὸ τὴν κοινωνία, ὅπως εἶχαν καὶ τό δικαίωμα νά δηλώσουν πώς εἶναι θεραπευμένοι καὶ καθαροί, γιά νά ξαναγυρίσουν κοντὰ στούς ἀνθρώπους (Λευϊτ. 13, 34,44). Ὁ Κύριος δὲν θὰ καταργήσει τόν Νόμο, καθὼς μάλιστα ὁ Νόμος δέν ἐμποδίζει τόν ἔργο Του, ἀλλὰ μᾶλλον τόν ἐνισχύει σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση. Οἱ ἴδιοι οἱ ἱερεῖς θὰ πείθονταν πώς οἱ δέκα λεπροὶ καθαρίστηκαν, ἀφοῦ βεβαιώθηκαν γι’ αὐτό. Οἱ δέκα λεπροὶ ἄκουσαν τί τοὺς εἶπε ὁ Κύριος καί πού τοὺς ἔστειλε καὶ ξεκίνησαν γιά τό χωριό, νά ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ Του. Νά, ὅμως, ποὺ καθὼς βάδιζαν, ἡ λέπρα τους καθαρίστηκε, ἐξαφανίστηκε. «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν» (Λουκ. 17, 14). Κοίταξαν τὰ σώματά τους καὶ διαπίστωσαν πώς εἶχαν γίνει καθαροί, ὑγιεῖς. Κοίταζαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον κι ἔκαναν τὴν ἴδια διαπίστωση. Οἱ πληγές, τό πύον κι ἡ δυσοσμία εἶχαν ἑξαφανιστεῖ. Μόνο τὰ ἴχνη τῆς φοβερῆς ἀρρώστιας εἶχαν μείνει, γιά νά μαρτυροῦν τήν θεραπεία τους.
Ποιός θὰ μποροῦσε νά πεῖ πώς τό θαῦμα αὐτό τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ ἀνάσταση νεκρῶν; Ἄς ἐγκύψουμε βαθύτερα στό γεγονὸς πῶς, μ’ ἕνα Του λόγο, τὰ λεπρὰ σώματα πού τὰ εἶχε καταφάγει ἡ ἀρρώστια, ξαφνικὰ καθαρίστηκαν, ἔγιναν καλά; Ὅσο ἐμβαθύνει κανεὶς στό θαῦμα αὐτό, ἀναγνωρίζει κι ὁμολογεῖ πώς θνητός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ν’ ἀρθρώσει τέτοιο λόγο. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νά προφέρει αὐτόν τόν θεραπευτικὸ λόγο, μέσα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα χείλη Του. Εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ λόγος αὐτός βγῆκε ἀπὸ ἀνθρώπινα χείλη. Εἶναι σίγουρο ὅμως πώς προῆλθε ἀπὸ τὰ ἴδια βάθη, ἀπ’ ὅπου κι ὁ λόγος τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. «Αὐτός εἶπε καὶ ἐγενήθησαν».
Ὑπάρχουν λόγια καὶ λόγια. Ὑπάρχουν λόγια ἁγνὰ κι ἀναμάρτητα, ποὺ εἶναι καὶ λόγια δυνάμεως. Τὰ λόγια αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν πρωταρχικὴ πηγὴ τῆς αἰώνιας Ἀγάπης. Οἱ πύλες ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας εἶναι ἀνοιχτὲς μπροστὰ τους. Τὰ πάντα, ἄνθρωποι, ἀσθένειες καὶ πνεύματα τοὺς ὑποτάσσονται. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ λόγια διασπαστικά, ὠμά, ποὺ τὰ ἔχει νεκρώσει ἡ ἁμαρτία. Τὰ λόγια αὐτὰ δέν ἔχουν μεγαλύτερη ἐπιρροὴ ἀπ’ ὅση ἔχει τό σφύριγμα τοῦ ἀνέμου ἀνάμεσα στίς καλαμιές. Ὅσα τέτοια νεκρὰ λόγια κι ἂν ἀκουστοῦν, παραμένουν τόσο ἀνίσχυρα, ὅσο ὁ καπνός πού προσκρούει σὲ σιδερένια πόρτα.
Ἀναλογιστεῖτε ὅμως πόση ἀπερίγραπτη ἀνακούφιση καὶ παρηγοριά νιώθουμε, ὅταν γνωρίζουμε σὲ πόσο δυνατό καὶ στοργικὸ Κύριο ἀνήκουμε! «Πάντα ὅσα ἠθέλησεν ὁ Κύριος ἐποίησεν, ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ» (Ψαλμ. 134, 6). Αυτός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς, Αὐτός κυβερνᾶ τὴν ἀρρώστια, Αὐτός δίνει τοὺς νόμους τῆς φύσης, εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου. Δέν δημιουργηθήκαμε ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη φύση. Εἴμαστε δοῦλοι τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ πού ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο. Δέν εἴμαστε πλάσματα τῆς τύχης. Εἴμαστε πλάσματα Ἐκείνου πού δημιούργησε ὅλους τοὺς πρεσβυτέρους ἀδελφοὺς μας, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους κι ὅλα τ’ ἀθάνατα ὄντα τοῦ οὐρανοῦ. Ἂν ὑποφέρουμε σ’ αὐτὴ τήν ζωή, Ἐκεῖνος γνωρίζει τό νόημα καὶ τόν σκοπὸ τῶν βασάνων μας. Ἂν μᾶς ἔκανε λεπρούς ἡ ἁμαρτία, ὁ λόγος Του εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ τήν λέπρα, εἴτε σωματική εἶναι αὐτή εἴτε πνευματική. Τήν ὥρα πού πνιγόμαστε, τό σωστικὸ χέρι Του εἶναι κοντὰ μας. Τήν ὥρα πού πεθαίνουμε, μᾶς περιμένει στήν ἄλλη πλευρὰ τοῦ τάφου.
Ἂς γυρίσουμε τώρα στήν διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου, στήν θεραπεία τῶν λεπρῶν. Ἂς ῥίξουμε μιά ματιά στήν καθαρὴ ἀπεικόνιση τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς ἀγνωμοσύνης. Τὶ ἔκαναν οἱ λεπροὶ αὐτοὶ ὅταν διαπίστωσαν πώς εἶχαν θεραπευτεῖ ἀπὸ τήν λέπρα τους; Μόνο ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς γύρισε γιά νά εὐχαριστήσει τόν Χριστό. Οἱ ἄλλοι ἐννιὰ τράβηξαν τόν δρόμο τους. Οὔτε πού σκέφτηκαν νά γυρίσουν καὶ νά εὐχαριστήσουν τόν Εὐεργέτη καὶ Σωτήρα τους.
«Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τόν Θεόν. καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτός ἦν Σαμαρείτης» (Λουκ. 17, 15, 16). Ὁ εὐγνώμων αὐτός ἄνθρωπος, μόλις εἶδε πώς εἶχε ἁπαλλαγεῖ ἀπὸ τήν φοβερὴ ἀρρώστια του, ἔνιωσε τὴν ψυχὴ του ν’ ἀνασαίνει ἀνάλαφρα. Ἦταν σὰν νά εἶχε βγάλει ἀπὸ μέσα του κάποια φαρμακερὰ φίδια. Ἡ πρώτη του σκέψη λοιπὸν ἦταν νά τρέξει καὶ νά εὐχαριστήσει Ἐκεῖνον πού τόν ἔσωσε ἀπ’ αὐτὴν τήν φοβερὴ ἀθλιότητα. Λίγο νωρίτερα εἶχε κράξει, «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Τώρα ξανασήκωσε τήν φωνή του καὶ βροντοφώναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του κι ἀπὸ τὰ καθαρὰ χείλη του εὐχαρίστησε τόν Θεό. Δέν τοῦ ἔφτασε αὐτό ὅμως. Ἔτρεξε ἀμέσως νά βρεῖ τόν Εὐεργέτη του, νά τοῦ ἐκφράσει τίς εὐχαριστίες του. Μόλις ἔφτασε κοντὰ στόν Χριστό ἔπεσε μπροστὰ Του νά τόν προσκυνήσει. Γονάτισε τώρα ὄχι μέ πονεμένα πόδια ἀπό τίς ἀνοιχτὲς πληγές, ἀλλά μέ πόδια θεραπευμένα καὶ ὑγιῆ. Εἶχε πιὰ ἕνα σῶμα τελείως ὑγιές, μιά καρδιά γεμάτη χαρά καὶ δυό μάτια γεμάτα δάκρυα.
Αὐτός ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Στιγμὲς νωρίτερα ἦταν μιά μᾶζα ἀπὸ πυώδη σάρκα. Τώρα ξανάγινε ἄνθρωπος. Στιγμὲς νωρίτερα ἦταν ἀπόβλητος ἀπὸ τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Τώρα ξανάγινε ἄξιο μέλος τῆς κοινωνίας τους. Στιγμὲς νωρίτερα ἦταν μιά θλιβερὴ σάλπιγγα πού ἠχοῦσε μονότονα μιά μόνο λέξη: «Ἀκάθαρτος! Ἀκάθαρτος!». Τώρα μεταβλήθηκε σὲ μιά θριαμβευτική σάλπιγγα πού ἀνέπεμπε εὐχαριστίες καὶ δοξολογίες στόν Θεό.
Αὐτός ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς θεραπευμένος κι εὐγνώμων ἄνθρωπος δέν ἦταν Ἰουδαῖος, ἀλλὰ Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρεῖτες δέν ἦταν Ἰουδαῖοι ἀλλὰ οὔτε καὶ καθαρόαιμοι Ἀσσύριοι ἢ μιγάδες ἀπὸ Ἀσσύριους καὶ Ἰουδαίους γονεῖς. Ἦταν οἱ Ἀσσύριοι ἐκεῖνοι πού κάποτε ἐγκατέστησε ὁ βασιλιὰς Σαλμανάσαρ σὲ τόπους τῆς Συρίας, ἀφοῦ μετακίνησε ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς Ἰουδαίους στήν Ἀσσυρία (Β΄ Βασ. 17, 3-6, 24). Τό ὅτι ὁ εὐγνώμων αὐτός ἄνθρωπος ἦταν καθαρόαιμος Ἀσσύριος προκύπτει κι ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου πού τόν ὀνόμασε ἀλλογενῆ.
«Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὖτος;» (Λουκ.17, 17-18). Πόσο εὐγενικὰ μέμφεται τοὺς ἀγνώμονες ὁ Κύριος! Ῥώτησε μόνο ἂν θεραπεύτηκαν κι αὐτοὶ καὶ γιατὶ δὲν γύρισαν νά τόν εὐχαριστήσουν. Δὲν ῥώτησε, βέβαια, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δέν ἤξερε ὅτι εἶχαν θεραπευτεῖ ὅλοι. Ὄχι. Γνώριζε πώς θὰ θεραπευτοῦν προτοῦ κἄν τοὺς δεῖ καὶ τοὺς συναντήσει. Ἔκανε ὅμως τὴν ἐρωτήση σὰν μιά εὐγενική ἐπίπληξη. Ἐμεῖς, ὅταν δίνουμε ἕνα νόμισμα σὲ κάποιον ἐπαίτη, ἐκνευριζόμαστε καὶ ξεσποῦμε σὲ διαμαρτυρίες ἂν δὲ μᾶς εὐχαριστήσει. Σκεφτεῖτε τώρα πόσο θὰ ἐκνευριζόμασταν καὶ θὰ καταγγέλαμε τοὺς ἐννιὰ αὐτοὺς ἀνθρώπους, ἂν ὑποτεθεῖ πώς εἴχαμε τήν δύναμη καὶ τοὺς ἔχουμε θεραπεύσει ἀπὸ τέτοια φοβερὴ ἀρρώστια κι ἐκεῖνοι δὲν γύρισαν νά μᾶς ποῦν οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ.
Οἱ μέρες μας εἶναι γεμάτες ἀπὸ ὀργισμένους ἀνθρώπους ἐνάντια στούς ἀγνώμονες. Ὁ ἀέρας πού μᾶς περιβάλει εἶναι γεμάτος ἀπὸ μίση καὶ ὕβρεις πού ἐκστομίζονται ἀπὸ χείλη ἀνθρώπων καθημερινά, ἀπὸ φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός, πρὸς τοὺς ἀγνώμονες. Πόσο μικρὰ ὅμως εἶναι αὐτά πού κάνει ὁ ἄνθρωπος, σὲ σχέση μέ τὰ μέγιστα πού ἀκούραστα καὶ ἀδιάλειπτα κάνει ὁ Θεὸς γιά τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τήν στιγμή πού γεννήθηκαν ὡς τόν θάνατό τους! Ὁ Θεὸς ὅμως ποτὲ δὲ μέμφεται, ποτὲ δέν ὀργίζεται στόν ἀγνώμονα, ἀλλὰ τόν ἐπιπλήττει εὐγενικὰ καὶ ῥωτάει ὅσους τόν λατρεύουν στόν ναό: «Ποῦ εἶναι τὰ ἄλλα παιδιά Μου; Δέν ἔδωσα τὴν ὑγεία σὲ χιλιάδες; Γιατὶ βρίσκονται μόνο λίγες δεκάδες στόν ναό Μου; Δὲν δίνω τό φῶς τοῦ ἡλίου σὲ ἑκατομμύρια; Γιατὶ εἶστε μόνο λίγες ἑκατοντάδες οἱ εὐγνώμονες; Δέν ὀμόρφηνα τοὺς ἀγρούς, δέν τοὺς γέμισα μέ πλούσια σοδειά, μὲ κάθε χόρτο γιά τὰ κοπάδια; Γιατὶ εἶστε μόνο λίγοι ἐσεῖς πού γονατίζετε μέ εὐχαριστία μπροστά Μου; Ποῦ εἶναι τὰ ἄλλα παιδιά Μου; Ποῦ εἶναι οἱ δυνατοὶ καὶ ἰσχυροί πού κυβερνοῦν τὰ ἔθνη μέ τήν δική Μου δύναμη καὶ ἰσχύ; Ποῦ εἶναι οἱ ἰσχυροί, ποῦ οἱ ἐπιτυχημένοι πού πλούτισαν ἀπὸ τὰ πλούτη Μου καὶ πέτυχαν χάρη στό ἔλεός Μου; Ποῦ εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι πού ἀντλοῦν τὴν ὑγεία καὶ τὴν εὐτυχία ἀπὸ τήν δική Μου πηγή; Ποῦ εἶναι οἱ γονεῖς πού τὰ παιδιὰ τους τὰ βοηθάω νά μεγαλώσουν καὶ νά γίνουν δυνατοί; Ποῦ εἶναι οἱ δάσκαλοι πού τοὺς χορηγῶ σοφία καὶ γνώση; Ποῦ εἶναι ὅλοι οἱ ἄρρωστοι πού θεράπευσα; Ποῦ εἶναι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ πού καθάρισα τίς ψυχὲς τους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, σὰν νὰ ἦταν ἀπὸ λέπρα;». Ποῦ εἶναι!
Προσέξτε, «εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὖτος»! Μόνο αὐτός γύρισε γιά νά εὐχαριστήσει. Εἶναι ὅμως κανένας ξένος, ἀλλογενής, στόν Χριστό; Δέν ἦρθε γιά νά σώσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κι ὄχι μόνο τοὺς Ἰουδαίους; Οἱ Ἰουδαῖοι ὑπερηφανεύονταν ἐπειδὴ ἦταν ὁ «περιούσιος», ὁ ἐκλεκτός λαὸς τοῦ Θεοῦ, πὼς εἶχαν γνώση τοῦ Θεοῦ, πὼς ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἄποψη ξεπερνοῦσαν κάθε ἄλλο ἔθνος στή γῆ. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα παράδειγμα πού φανερώνει τό σκότος τοῦ μυαλοῦ τους καὶ τήν σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τους. Ἕνας Ἀσσύριος, εἰδωλολάτρης, εἶχε πιὸ φωτισμένο μυαλὸ καὶ πιὸ εὐγενικὴ καρδιά ἀπὸ τοὺς αὐτοθαυμαζόμενους Ἰουδαίους.Ἡ ἱστορία αὐτή μέ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἢ τοὺς μὴ ἐκλεκτούς, δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ στίς μέρες μας. Καὶ σήμερα κάποιοι εἰδωλολάτρες ἔχουν πιὸ ἀνοιχτό μυαλὸ καὶ πιὸ εὐγνώμονα καρδία πρὸς τόν Θεὸ ἀπὸ πολλοὺς χριστιανούς. Ὑπάρχουν μωαμεθανοί, ἢ βουδιστὲς πού ντροπιάζουν πολλοὺς χριστιανούς μέ τίς καρδιακὲς προσευχὲς τους στόν Θεὸ καὶ τήν θερμή εὐγνωμοσύνη τους πρὸς Ἐκεῖνον.
Ἡ παραβολὴ τελειώνει μέ τὰ λόγια τοῦ Σωτήρα μας πρὸς τόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη: «Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 17, 19). Προσέξτε τήν μεγαλοσύνη τῆς ταπείνωσης τοῦ Κυρίου, τὴν ἀρχοντιὰ Του! Ὁ ἴδιος χαίρεται νά ὀνομάζει τοὺς ἀνθρώπους συνεργάτες Του στά μέγιστα καὶ καλὰ ἔργα Του. Θέλει ἔτσι νά ἐνισχύσει τό ἠθικὸ τῆς ταπεινωμένης καὶ ὑποτιμημένης ἀνθρωπίνης ὕπαρξης. Εἶναι ὑπεράνω τῆς ἀνθρωπίνης ὑπερηφάνειας καὶ ματαιότητας καὶ θέλει νά μοιράσει τήν δική Του ἀξία μέ ἄλλους, τὰ πλούτη Του μέ τοὺς φτωχούς, τήν δόξα Του μέ τοὺς ἀπόρους καὶ τοὺς θλιμμένους.
«Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Ὁ Σαμαρείτης εἶχε πραγματικὰ πιστέψει, ὅπως κι οἱ ἄλλοι ἐννιὰ λεπροί. Ἂν δέν εἶχαν πιστέψει στήν δύναμη τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ φώναζαν «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Σέ τὶ τοὺς χρησίμευε ὅμως ἡ πίστη τους; Μέ τὴν ἴδια πίστη θὰ μποροῦσαν νά φωνάξουν σὲ χιλιάδες διασήμους γιατροὺς τοῦ κόσμου: «Ἐλεῆστε μας, θεραπεῦστε μας!» Ὅλα ὅμως θ’ ἀπέβαιναν μάταια. Ἄν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς χιλιάδες θνητοὺς γιατροὺς τοῦ κόσμου τοὺς εἶχε θεραπεύσει, πιστεύετε πώς θ’ ἀπέδιδε τήν θεραπεία στήν πίστη τοῦ ἀρρώστου ἢ στήν δικὴ του ἱκανότητα κι ἐπιστημοσύνη; Δὲν συνηθίζουν οἱ γιατροὶ τοῦ κόσμου νά ξεπερνοῦν σιωπηλά τίς εὐχαριστίες τῶν ἀρρώστων γιά τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τους, δίνουν μεγάλη ἔμφαση στήν δικὴ τους ἀξία καὶ συμμετοχή. Αὐτὴ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός ὅμως συμπεριφέρεται διαφορετικὰ στούς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός ἔχει ἕνα βαγόνι γεμάτο σιτάρι κι ὁ λεπρὸς Σαμαρείτης πρόσθεσε ἕνα σπυρὶ σιτάρι στό φορτίο. Τό φορτίο μέ τό σιτάρι εἶναι ἡ θεϊκὴ Του δύναμη καὶ ἐξουσία. Τό σπυρὶ τοῦ λεπροῦ εἶναι ἡ πίστη του στόν Χριστό. Ὁ Χριστός ἀγαπᾶ πραγματικὰ τόν ἄνθρωπο καὶ δέν ὑποτιμᾶ τό μικρὸ σπυρί, ἀλλ’ ἀντίθετα θὰ τόν τιμήσει περισσότερο ἀπὸ τό δικὸ Του μεγάλο φορτίο. Γι’ αὐτό καὶ δὲν λέει, ὅπως θὰ ‘λέγε κάθε ἄνθρωπος σὲ τέτοια περίπτωση: «Τό φορτίο μου μέ τό σιτάρι θὰ σὲ θρέψει». Δέν λέει, «Ἐγὼ σὲ ἔσωσα», ἀλλὰ «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Πόση μεγαλοψυχία κρύβεται στά λόγια αὐτά! Πόσο μεγάλη εἶναι γιά ὅλους μας ἡ διδαχὴ Του! Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἐπίπληξη στήν ἀνθρώπινη ἰδιοτέλεια κι ὑπερηφάνεια!
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς