Ο Ιερός τάφος της Αγίας Νίνας στο Μπόντμπε- Bodbe της Γεωργίας
Βίος καὶ Πολιτεία τῆς Ἁγίας Ἰσαποστόλου Νίνης, Φωτιστρίας τῆς Γεωργίας
ΣΤΊΧΟΙ
ΣΤΑΥΡΟΥ͂ ῬΩΣΘΕΙ͂ΣΑ ἸΣΧΎΪ ΝΊΝΑ ΦΈΓΓΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΥ͂ ἈΝΈΤΕΙΛΑΣ ΛΑΩ͂Ι ΓΕΩΡΓΊΑΣ ΝΊΝΑ ὩΣ ΦΩ͂Σ ἜΛΑΜΨΕΝ ἘΝ ΓΕΩΡΓΊΑΙ ΘΑΝΟΥ͂ΣΑ ΔῈ ΕὝΡΗΚΕΝ ἌΡ̓ῬΗΤΟΝ ΔΌΞΑΝ. ΔΕΚΆΤ’ ἨΔῈ ΤΕΤΆΡ
Α) Ὁ ΚΛΗ͂ΡΟΣ ΤΗ͂Σ ΘΕΟΤΌΚoυ
Σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία παράδοση, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα διαφυλάσσεται στὴν Γεωργία, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πανάμωμος Μητέρα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοιά Του, ἐκλέχτηκε νὰ κηρύξη στὴν Γεωργία[1] τὴν σωτηρία των ἀνθρώπων, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Υἱοῦ Της καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς Οὐρανούς, γράφει ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Ἁγιορείτης, συγκεντρώθηκαν στὸ Ὄρος Σιὼν οἱ Μαθητές Του μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο Μαρία, τὴν Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ περίμεναν τὸν Παράκλητο, ὅπως τοὺς διεμήνυσε ὁ Κύριος, νὰ μὴν φύγουν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ περιμένουν τὴν ἐπαγγελία τοῦ Κυρίου.
Καὶ ἔῤῥιξαν κλήρους γιὰ τὸ σὲ ποιὰ χώρα ὁ καθένας τους θὰ πήγαινε νὰ κηρύξῃ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Πανάμωμος εἶπε: Γιὰ νὰ μὴν μείνω καὶ ἐγὼ δίχως κλῆρο ἀποστολῆς, ἐπιθυμῶ νὰ ῥίξετε κλῆρο καὶ γιὰ μένα, ἔτσι καὶ ἐγὼ νὰ ἔχω κάποια γῆ νὰ κηρύξω, τὴν ὁποία θὰ ὁρίσει ὁ Θεός.
Ἐκεῖνοι, οἱ εὐσεβεῖς μὲ φόβο καὶ σεβασμὸ ἔπραξαν σύμφωνα μὲ τὰ λόγια Της, καὶ ἔπεσε σὲ αὐτὴν ὁ κλήρος γιὰ τὴν χώρα τῆς Γεωργίας. Ἡ Πανάμωμος Θεοτόκος μὲ χαρὰ τὸ ἀποδέχθηκε καὶ θέλησε ἀμέσως μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, νὰ ταξιδέψη γιὰ τὴν Γεωργία. Ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος τῆς εἶπε: Δὲν πρέπει ἀμέσως τώρα νὰ φύγῃς ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ παραμείνης γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, καὶ ἡ γῆ ἡ ὁποία Σοῦ ἔπεσε στὸν κλῆρο, θὰ καθαγιασθῇ ἀργότερα, καὶ ἡ δεσποσύνη Σου θὰ πάει μέχρι ἐκεῖ.
Αὐτὴ ἠ ἐκλογὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν καθαγιασμὸ τῆς Γεωργίας ὁλοκληρώθηκε αφοῦ πέρασαν τρεῖς αἰῶνες ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἱεραπόστολος αὐτοῦ τοῦ ἕργου εἶναι φανερὸ ὅτι ἔγινε ἡ ἴδια ἡ Ὑπερευλογημένη Θεοτόκος Παρθένος· ἀφοῦ ἦρθε ὁ καιρός. Αὐτὴ μὲ τὴν εὐλογία Της καὶ μὲ τὴν δύναμή Της, ἀπέστειλε στὴν Γεωργία γιὰ τὸ κήρυγμα τὴν Ἁγία Παρθένο Νίνα.
Β) Ἡ ΓΈΝΝΗΣΗ ΚΑῚ Ἡ ἈΝΑΤΡΟΦῊ ΤΗ͂Σ ἉΓΊΑ
Ἡ Ἁγία Νίνα γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία, μοναχοπαίδι ὀνομαστῶν καὶ εὐλογημένων γονέων, τοῦ Ζαβουλὼν Ῥωμαίου στρατηγοῦ συγγενὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ τῆς Σουζάνας ἀδελφῆς τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου. Ὅταν ἔγινε 12 ἐτῶν, ἡ Ἁγία Νίνα μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της πῆγε στὴν Ἁγία Πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ὁ πατέρας της Ζαβουλών, φλεγόμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν, θέλησε νὰ Τὸν ὑπηρετήσῃ μὲ τὴν μοναχικὴ ἄσκηση. Σὲ αὐτήν του τὴν ἐπιλογὴ πῆρε τὴν συγκατάθεση τῆς συζύγου του καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων. Ἀφοῦ μὲ δάκρυα ἔλουσε τὴν νεαρή του κόρη Νίνα, τὴν ἐνεπιστεύθηκε στὸν Θεό, τὸν πατέρα τῶν ὀρφανῶν καὶ προστάτη τῶν χηρῶν, ἔφυγε καὶ κρύφθηκε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου καὶ κανεὶς δὲν ἔμαθε οὔτε τὸν τόπο τῆς ἄσκησής του, οὔτε τὸν τόπο τῆς κοίμησής του.
Τὴν Σωσσάνα, τὴν μητέρα τῆς Ἁγίας Νίνας, ὁ Πατριάρχης καὶ κατὰ σάρκα ἀδελφός της, στὸν ἱερὸ ναὸ τὴν χειροτόνησε διακόνισσα, γιὰ νὰ διακονῆ τὶς χῆρες καὶ ἀδύναμες γυναῖκες. Τὴν Νίνα τὴν παρέδωσε πρὸς παιδαγωγία σὲ κάποια εὐσεβῆ γερόντισσα Νιαφόρα.
Ἡ Ἁγία παρθένος ἦταν τόσον καθαρὴ καὶ πανέξυπνη, ὥστε μέσα σὲ 2 χρόνια, μὲ τὴν βοήθεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, διδάχθηκε τοὺς κανόνες τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐσεβείας καὶ ἐμβάθυνε σὲ αὐτούς. Καθημερινά, προσευχόμενη καρδιακά, καὶ μελετώντας τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ καρδιά της ὅλο καὶ περισσότερο ἐφλέγετο ἀπὸ τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὑπέμεινε τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν σταυικὸ θάνατο. Μελετώντας μὲ δάκρυα τὶς Εὐαγγελικὲς διηγήσεις περὶ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Σωτῆρος τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ ὅλα ὅσα συνέβησαν στὸν Σταυρό, ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν τύχη τοῦ Χιτῶνος τοῦ Κυρίου: Ποῦ νὰ βίσκεται σήμερα αὐτὴ ἡ χειροποίητη πορφύρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ; ῥωτοῦσε τὴν παιδαγωγό της, ἀπρώντας: ἀδύνατον νὰ χάθηκε στὴν γῆ αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο μεγάλο κειμήλιο.
Ὅσα γνώριζε ἡ Νιαφόρα ἀπὸ τὴν παράδοση, τὰ διηγήθηκε, ὅτι βορειοανατολικὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπάρχει ἡ χώρα τῆς Γεωργίας καὶ σ᾿ αὐτὴ ἡ πόλη Μτσχέτ[2]. Ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ χιτῶνας τοῦ Κυρίου ποὺ μετέφερε ὁ στρατιώτης, στὸν ὁποῖο ἔπεσε ὁ κλῆρος νὰ τὸν πάρη, κατὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς χώρας ὀνομάζονται Κάρτβελοι[3], καὶ ὅπως οἱ γείτονές τους Ἀρμένιοι, καὶ πολλὲς ὀρεσίβιες φυλές, βρίσκονται στὴν ἀπάτη καὶ στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας.
Γ) ΔΙΆΚΟΝΟΣ ΤΗ͂Σ ΘΕΟΜΉΤΟΡΟ
Αὐτὴ ἡ παλαιὰ διήγηση, εἰσῆλθε βαθιὰ στὴν καρδιὰ τῆς Ἁγίας Νίνας. Ἡμέρα καὶ νύχτα ὕψωνε θερμὲς προσευχὲς στὴν Παναγία Παρθένο, τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν ἀξιώσῃ νὰ δεῖ τὴν γῆ τῆς Γεωργίας, νὰ εὕρῃ καὶ νὰ προσκυνήσῃ τὸν χιτῶνα τοῦ ἀγαπητού Της Υἱοῦ, ἐπιθυμώντας νὰ παραδοθῇ στὰ Θεομητορικά Της χέρια, καὶ νὰ κηρύξει τὸ ἅγιον ὄνομά Του στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τὴν προσευχὴ τῆς δούλης Τῆς, ἔμφανίστηκε στὸν ὕπνο της καὶ τῆς εἶπε: Πήγαινε στὴν γῆ τῆς Γεωργίας, κήρυξε ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ εὕρεις τὸ ἔλεος Του καὶ ἐγὼ θὰ εἶμαι προστάτης σου. Ἀλλὰ πῶς μπορῶ ἐγώ, ῥώτησε ἡ ταπεινὴ κόρη, νὰ γίνω ὄργανο μιᾶς τέτοιας μεγάλης διακονίας, ἀφοῦ εἶμαι ἀδύναμη γυναῖκα;
Ἡ Παναγία, ἀφοῦ ἔδωσε στὴν Νίνα Σταυρὸ φτιαγμένο ἀπὸ κληματαριά, τῆς εἶπε: Λάβε αὐτὸν τὸν Σταυρό, αὐτὸς θὰ σοῦ εἶναι προστάτης καὶ φύλακας ἐναντίον ὅλων τῶν ὁρατῶν και ἀοράτων ἐχθρῶν· μὲ τὴν δύναμή του θὰ στήσῃς ἐκεῖ τὴν σωτήριο σημαία τῆς πίστεως τοῦ ἀγαπητοῦ μου Υἱοῦ καὶ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος· θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.
Ὅταν ξύπνησε ἀπὸ τὸ ὄνειρο ἡ Ἁγία Νίνα, καὶ εἶδε στὰ χέρια της τὸν θαυμάσιο Σταυρό, μὲ δάκρυα ἄρχισε νὰ τὸν ἀσπάζεται. Κατόπιν τὸν ἔβαλε στὰ μαλλιά της, καὶ πῆγε στὸν θεῖό της τὸν πατριάρχη. Τοῦ διηγήθηκε τὴν ἐμφάνιση τῆς Θεομήτορος καὶ τὴν ἐντολή Της νὰ πάη στὴν Γεωργία. Καὶ ἐκεῖ νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιο τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Ὁ μακάριος Πατριάρχης διέκρινε σὲ αὐτὸ τὸ ὅραμα πολὺ καθαρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν ἀρνήθηκε στὴν νεαρὴ κόρη νὰ δώσῃ τὴν εὐλογία του νὰ ξεκινήσῃ γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως. Καὶ ὅταν ἔφθασε ὁ εὐλογημένος καιρὸς νὰ ἀναχωρήσῃ γιὰ τὸν μακρινό της δρόμο, τὴν ὁδήγησε ὁ Πατριάρχης στὸ Ἅγιο Βῆμα τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ ἀφοῦ ἔθεσε τὴν ἁγία δεξιά του στὸ κεφάλη της, προσευχήθηκε λέγοντας: Κύριε Θεέ, στὰ χέρια Σου παραδίδω αὐτὴν τὴν πτωχὴ παρθένο· τὴν ἀποστέλλω στὸ θεῖόν Σου κήρυγμα. Εὐδόκησον Χριστὲ ὁ Θεός, νὰ ταῆς γίνης συνοδοιπόρος καὶ καθοδηγητής, ὁπουδήποτε τὸ στόμα της θὰ εὐηγγελίσῃ περὶ Σοῦ, καὶ δώρισε στὸν λόγο της δύναμη καὶ σοφία, στὸν ὁποῖο κανεὶς νὰ μὴν μπορῆ νὰ ἐναντιωθῇ ἢ νὰ ἀντειπῇ. Ἐσὺ Παναγία Θεοτόκε, ἡ βοήθεια καὶ προστασία ὅλων τῶν Χριστιανῶν, προστάτευε αὐτὴν τὴν ὁποία Ἐσὺ διάλεξες γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Υἱοῦ Σου ἀνάμεσα στὰ θεόμαχα φύλα, περιφρούρησέ την μὲ τὴν δική σου ὑψηλὴ δύναμη ἐναντίον τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν· γενοῦ παντονινὴ προστάτης καὶ ἀκαταμάχητος φρουρός της καὶ ἄς τὴν ἀφήσῃ τὸ ἔλεός σου, ἕως ὅτου ὁλοκληρώσῃ τὴν ἁγία θέλησή σου.
Δ) Ἡ ἉΓΊΑ ῬΙΨΙΜΊΑ ΚΑῚ ΤῸ ΜΑΡΤΎΡΙΌ ΤΗΣ
Ἐκείνες τὶς μέρες ἀναχωροῦσαν ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη γιὰ τὴν Ἀρμενία, 53 κοπέλες φίλες, μαζὶ μὲ τὴν κόρη τοῦ βασιλέα Ῥιψιμία, καὶ τὴν καθοδηγήτριά της Γαϊανή, ἐξαιτίας τοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ποὺ θέλησε νὰ νυμφευθῆ τὴν Ῥιψιμία, ἡ ὁποία εἶχε ὑποσχεθῆ παρθενία.
Μὲ αὐτὲς τὶς ἁγίες παρθένες ἡ Ἁγία Νίνα ἔφθασε μέχρι τὴν Ἀρμενία καὶ τὴν πρωτεύουσα Βαγκαρσαπάτ[4]. Βρῆκαν κατάλυμα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κοντὰ σὲ μία κατοικία οἰνοπαραγωγοῦ καὶ γιὰ τροφὴ εἶχαν ὅτι συγκέντρωναν μὲ κόπο τὰ χέρια τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ὁ Διοκλητιανός, πληροφορήθηκε ὅτι ἡ Ῥιψιμία κρύβεται στὴν Ἀρμενία. Ἔστειλε γράμμα στὸν βασιλιὰ τῆς Ἀρμενίας Τηριδάτη[5], γιὰ νὰ βρῆ τὴν Ῥιψιμία καὶ νὰ τὴν στείλη στὴν Ῥώμη. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Τηριδάτη γρήγορα τὴν ἀνακάλυψαν. Σὰν τὴν εἶδε ὁ βασιλιάς, θέλησε νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. Ὅμως ἡ Ἁγία τοῦ εἶπε χαριτολογώντας: Ἐγὼ ἔχω νυμφευθεῖ τὸν Οὐράνιον Νυμφίον Χριστό, καὶ πῶς ἐσὺ ὁ μιαρὸς θὰ κρατήσῃς στὰ χέρια σου τὴν Νύμφη τοῦ Χριστοῦ;
Γεμάτος μὲ φοβερὴ σκότωση, θυμὸ καὶ ὀργή, ὁ Τηριδάτης διέταξε νὰ βασανίσουν τὴν Ἁγία. Τὴν ἔῤῥιξαν σὲ πολλὰ και φοβερὰ βάσανα, τῆς ἔκοψαν τὴν γλῶσσα, τῆς ἔβγαλαν τὰ μάτια καὶ ὅλο τὸ σῶμά της τὸ ἔκοψαν σὲ κομμάτια. Τὴν ἴδια τύχη εἶχαν καὶ οἱ φίλες της καὶ ἡ Γαϊανή[6].
Μόνο ἡ Ἁγία Νίνα μὲ θαυμαστὸ τρόπο σώθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο· ὁδηγήθηκε ἀπὸ ἀόρατο χέρι, καὶ κρύφτηκε θαυματουργικὰ κατὰ τὴν ταραχὴ στὰ κλειδιὰ μιᾶς ἄγριας τριανταφυλλιᾶς.
Ταρασσόμενη ἀπὸ φόβο καὶ ἱκετεύοντας γιὰ τὶς φίλες της, ὕψωσε στὸν οὐρανὸ τὰ δακρυσμένα μάτια της, καὶ εἶδε οὐρανόσταλτο Ἄγγελο, ντυμένο μὲ φωτεινὸ ὀράριο. Συνοδευόμενος ἀπὸ πλῆθος οὐρανίων δυνάμεων, κατέβηκε ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, κρατώντας στὰ χέρια του εὐωδιάζων θυμιατήριο, ἐνῶ ἀπὸ τὴν γῆ, ὡσὰν σὲ συνάντησή του, ἀνέβαιναν οἱ ψυχὲς τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖες περιπτύχθηκαν μὲ τὶς φωτεινὲς οὐράνιες δυνάμεις, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὲς ἀνῆλθαν στὸν οὐρανό.
Κύριε! Κύριε! θρηνοῦσα ἔκραζε ἡ Ἁγία Νίνα ὅταν εἶδε αὐτά· γιατὶ ἐμένα τὴν ἄτυχη ἐγκαταλείπεις στὸ μέσον αὐτῶν τῶν ἐχιδνῶν καὶ φιδιῶν;
Ὅμως ὁ Ἄγγελος τῆς ἀπάντησε: Μὴ θλίβεσαι, μόνο περίμενε λίγο, γιατὶ καὶ ἐσὺ θὰ ὁδηγηθῆς στὴν Βασιλεία τοῦ Κυρίου τῆς δόξης, ὅταν αὐτὴ ἡ ἄγρια καὶ ἀκανθωτὴ τριανταφυλιά ποὺ σὲ περιβάλλει, καλυφτῆ ἀπὸ εὐωδιαστὰ ἄνθη, ὅπως ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν φυτευθῆ στὸν κῆπο. Ὅμως τώρα σήκω καὶ πήγαινε πρὸς τὰ βόρεια,ὅπου ὑπάρχει πολὺς θερισμός, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχουν ἐργάτες.
Ε) ΤῸ ΞΕΚΊΝΗΜΑ ΚΑῚ ΤῸ ΘΕΪΚῸ ὍΡΑΜΑ
Ἡ Ἁγία Νίνα ὑπάκουσε, καὶ μόνη της ξεκίνησε γιὰ τὴν μακρυνὴ ὁδό. Μετὰ ἀπὸ μακρὺ δρόμο, ἔφτασε στὴν ὄχθη κάποιου ποταμοῦ Κούρ[7], ὁ ὁποῖος ποτίζει τὸ μέσον ὅλης τῆς Γεωργίας, ῥέοντας ἀπὸ τὰ Δ πρὸς τὰ ΒΝ, ἕως τὴν Κασπία θάλασσα, κοντὰ στὸν καταυλισμὸ τῶν Δερβίσηδων (Χέρτβισι). Τσοπάνοι, ἔδωσαν στὴν κουρασμένη ξένη λίγη τροφή.
Μιλοῦσαν ἀρμενικά, ἡ Νίνα εἶχε μάθει αὐτὴν τὴν γλώσσα ἀπὸ τὴν γερόντισσα Νιαφόρα. Ῥώτησε τοὺς βοσκούς: Ποῦ βρίσκεται ἡ πόλη Μτσχέτ, καὶ πόσο μακριὰ εἶναι ἀπὸ ἐδῶ; Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε: Προχωρώντας ἀρκετὰ κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ, θὰ δεῖς τὴν πόλη Μτσχέτ, ὅπου οἱ θεοί μας δοξάζονται καὶ οἱ βασιλεῖς μας βασιλεύουν.
Καὶ συνέχισε τὸν δρόμο της. Μιὰ μέρα, κουρασμένη, κάθισε σὲ μία πέτρα σκεπτόμενη τὴν ζωή της. Ποῦ τὴν ὁδηγεῖ ὁ Κύριος; Ποιοί θὰ εἶναι οἱ καρποὶ τῶν κόπων της; Μήπως εἶναι μάταιο τὸ τόσο μακρυνὸ καὶ πολὺ δύσκολο ταξίδι της; Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ἀποκοιμήθηκε σὲ ἐκεῖνον τὸν βράχο, καὶ εἶδε σὲ ὅραμα ἕναν ἄνθρωπο, μὲ ἐξαίσιο πρόσωπο, τὰ μαλλιά του ἔπεφταν ἕως τοὺς ὤμους, στὰ χέρια κρατοῦσε εἰλητάριο στὰ ἑλληνικά. Ἄνοιξε τὸν ῥολό, τὸν ἔδωσε στὴν Ἁγία, τῆς εἶπε νὰ τὸν διαβάση καὶ ἔγινε ἄφαντος. Μόλις ξύπνησε ἀπὸ τὸν ὕπνο, εἶδε στὸ χέρι της τὸ εἰλητάριο καὶ ἡ Ἁγία Νίνα διάβασε σὲ αὐτὸ τὰ εὐαγγελικὰ λόγια:
Ἀμὴν λέγων ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῆ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦτον ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ λαληθήσεται καὶ ὅ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς (Ματθ. 26,13). Οὐκ ἕνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ἡμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Γαλ. 3,28). Λέγει ὁ Ἰησοῦς ταῖς γυναιξί: μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου (Ματθ. 28,10). Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με (Ματθ. 10,40). Ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν, οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν (Λουκ. 21,15). Καὶ μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι. (Ματθ. 10,28). Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν (Ματθ. 28,19-20).
Ἐνδυναμώθηκε καὶ παρηγορήθηκε ἡ Ἁγία Νίνα καὶ συνέχισε τὸν δρόμο της μὲ θαῤῥος καὶ νέο ζῆλο.
Καταβεβλημένη ἀπὸ τὶς δυσκολίες, τὴν ταλαιπωρία, τὴν πείνα, τὴν δίψα καὶ τὸν φόβο ἀπὸ τὰ θηρία, ἔφτασε στὴν ἀρχαία πόλη τῆς Καρτάλης Οὔμπνις ὅπου ἔμεινε ἕνα μῆνα σὲ ἐβραϊκὴ συνοικία, μελετῶντας τὴν φύση, τὰ ἔθιμα καὶ τὴν ἄγνωστη γιὰ αὐτὴν γλῶσσα τοῦ λαοῦ.
ΣΤ) ΤῸ ΘΑΥ͂ΜΑ ΤΗ͂Σ ΣΥΝΤΡΙΒΗ͂Σ ΤΩ͂Ν ΕἸΔ
Μιὰ μέρα πληροφορήθηκε ὅτι ὅλος ὁ ἀνδρικὸς πληθυσμὸς τῆς πόλεως καὶ τῶν περιχώρων ἑτοιμάζεται νὰ πάει στὴν πρωτεύουσα Μτσχέτ, γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς μισητοὺς θεούς τους. Μαζί τους πῆγε καὶ ἡ Ἁγία Νίνα. Ἀλλὰ στὴν εἴσοδο τῆς πόλης, συνάντησε τὸν βασιλέα Μιριάν, καὶ τὴν βασίλισσα Νάνα, μὲ συνοδεία ὑπηρετῶν καὶ πλῆθος λαοῦ. Κατευθύνονταν στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ ἄψυχο εἴδωλο, τὸ ἐπονομαζόμενο Ἀρμάζ, τὸ ὁποῖο βρισκόνταν στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλη.
Ἡ ἡμέρα ἦταν αἰθρία. Ἐκείνη ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς σωτηρίας ἀθλήσεως τῆς Ἁγίας Νίνας γιὰ τὴν γῆς τῆς Γεωργίας, ἐπίσης ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς κυριαρχίας τοῦ μισητοῦ εἰδώλου Ἀρμάζ. Παρασυρμένη ἀπὸ τὸ πλῆθος, ἡ Ἁγία Νίνα κατευθύνθηκε πρὸς τὸν βουνό, μέχρι τὸν ναὸ τῶν εἰδώλων. Ἀναζήτησε ἕνα κατάλληλο τρόπο γιὰ νὰ βλέπει τὸ ἐπιβλητικὸ εἴδωλο τοῦ Ἀρμάζ. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔβλεπε ἕνα ὁμοίωμα ἀνθρώπου μὲ ἀσυνήθιστο ὕψος, ἐπικαλυμένο μὲ χρυσό, καὶ χαλκό, στὸ κεφάλι εἶχε κράνος χρυσό· τὰ μάτια του ἦταν τὸ ἕνα ἀπὸ διαμάντι, τὸ ἄλλο ἀπὸ σμαράγδι, πολύ ἀκριβὰ καὶ λαμπερά. Στὴν δεξιὰ μεριὰ βρισκόταν ἄλλο ἕνα μικρότερο εἴδωλο χρυσό, μὲ τὸ ὄνομα Κάτσι, καὶ στὰ ἀριστερὰ ἄλλο ἕνα εἴδωλο μικρὸ μὲ τὸ ὄνομα Γαΐμ.
Ὁ βασιλέας καὶ ὅλος ὁ πολυάριθμος λαός, στεκόνταν ἐνώπιον τῶν εἰδώλων μὲ ἀνόητο φόβο σεβασμὸ καὶ ὑπομονή, ἐνῶ οἱ ἱερεῖς ἑτοίμαζαν τὶς αἱματηρὲς θυσίες. Ὅταν τὶς ἑτοίμασαν, θυσίασαν μὲ θυμίαμα, ἔτρεξε τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν καὶ ἤχησαν τὰ τύμπανα καὶ οἱ τρομπέτες. Τότε ὁ βασιλέας καὶ ὁ λαὸς ἔπεσαν καταγῆς ἐνώπιον τῶν ἄψυχων εἰδώλων. Μὲ τὸν ζῆλο τοῦ Ἠλία ἄναψε ἡ καρδιὰ τῆς Ἁγίας παρθένου. Ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της, ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμούς της πρὸς τὸν οὐρανὸ γεμάτα δάκρυα καὶ προσευχήθηκε ἔτσι:
Παντοδύναμε Θεέ, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου ὁδήγησε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἐπίγνωσή Σου, Σοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ! Σύντριψε αὐτὰ τὰ εἴδωλα ὅπως ὁ ἄνεμος σκορπίζει τὸ χορτάρι καὶ τὴν στάχτη, ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς! Ἐπίβλεψον Ἐλεῆμον σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους Ἐσὺ ἔπλασες μὲ τὴν παντοδύναμο δεξιά Σου, καὶ τοὺς δώρησες τὴν θείαν Εἰκόνα Σου. Κύριε καὶ Δέσποτα, Ἐσὺ τόσο ἀγάπησες τὸ δημιούργημά Σου, ὥστε τὸν Υἱόν Σου τὸν Μονογενή, ἔδωσες γιὰ τὴν σωτηρία αὐτοῦ τοῦ πεπτωκότος· σῶσε τὶς ψυχὲς καὶ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων Σου, ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἐξουσία τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους, ὁ ὁποῖος τύφλωσε τοὺς ὀφθαλμούς τους μὲ τὸ σκότος τῆς ἄγνοιας, γιὰ νὰ μὴν γνωρίσουν τὴν ἀληθινὴ ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Εὐδόκησε Κύριε, ὤστε οἱ ὀφθαλμοί μου νὰ δοῦν τὴν καταστροφὴ τῶν εἰδώλων ποὺ στέκονται ἐδῶ ὑπερήφανα· κάνε ὥστε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, νὰ δοῦν τὴν σωτηρία ποὺ ἐκχέεται ἀπὸ Σένα. Ἄς ἐπιστρέψουν σὲ Σένα, ἀπὸ τὸν βοῤῥὰ καὶ τὸν νότο, καὶ ἄς Σε προσκυνήσουν ὅλοι οἱ λαοί, τὸν μόνον προαιώνιο Θεό, καὶ τὸν Μονογενή Σου Υἱόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, στὸν ὁποῖο ἀνῆκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας!
Καὶ ἐνῶ ἡ προσευχή της βρισκόταν στὰ χείλη της, ἐμφανίστηκα ἀπὸ τὰ δυτικὰ σκοτεινὰ σύννεφα μὲ βροχή, ταράζοντας τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ Κούρα. Βλέποντας τὸν κίνδυνο, ὁ βασιλέας καὶ ὁ λαὸς ἔτρεξαν νὰ κρυφτοῦν, ἐνῶ ἡ Νίνα κρύφτηκε σὲ ἕνα στένωμα τοῦ ὄρους. Ἐμφανίστηκαν βαριὰ σύννεφα μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντές, ὅπου ξέσπασαν πάνω στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό· τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα στέκονταν μὲ ὑπερηφάνεια, γκρεμίστηκαν, ὁ ναὸς ἔπεσε, καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ καταστροφὴ ὁδήγησε στὴν ἰσοπέδωση ὅλων, ὥστε νὰ μὴν μείνει οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τὸν ναό τους. Ἡ Ἁγία Νίνα, μὲ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ, κρύφτηκε ἀβλαβὴς στὸ στένωμα, καὶ ἥσυχα παρατηροῦσε τριγύρω της πὼς ξαφνικὰ σταμάτησε νὰ βρέχη καὶ πέρασε ἡ καταιγίδα· καὶ πὼς πάλι στὸν οὐρανὸ ἐμφανίστηκε νὰ λάμπει ὁ ἥλιος. Αὐτὸ συνέβη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἀληθινὸ φῶς τοῦ Θαβώρ, ποὺ ἔλαμψε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ ὄρη τῆς Γεωργίας, μεταμόρφωσε τὸ σκότος τῶν εἰδωλολατρῶν σὲ φῶς Χριστοῦ.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ὁ βασιλιὰς μὲ τὸν λαό, ματαίως ἀναζητοῦσαν τοὺς θεούς τους. Καὶ μὴ βρίσκοντάς τους ἔλεγαν: Μεγάλος ὁ θεὸς Ἀρμάζ, ἀλλὰ ὑπάρχει κάποιος ἄλλος Θεὸς μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτόν, ὁ ὁποῖος τὸν κατενίκησε. Ἄραγε, μήπως εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος καὶ τὶς ἀρχαίες θεότητες τῶν Ἀρμενίων ἐταπείνωσε καὶ τὸν βασιλέα Τηριδάτη μετέστρεψε στὸν Χριστιανισμό; Ἀλλὰ στὴν Γεωργία κανεὶς ποτὲ δὲν ἄκουσε γιὰ τὸν Χριστό, οὔτε κάποιος κήρυξε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἐνώπιον ὅλων τῶν θεοτήτων.