Πώς πρέπει να εξασκούμε τη θέλησί μας

                                          

                                      Αόρατος Πόλεμος

Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου

Πῶς πρέπει νὰ ἐξασκοῦμε τὴ θέλησί μας γιὰ νὰ θέλῃ σὲ ὅλες μας τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς πράξεις, ὡς τελειωτικὸ σκοπὸ μόνο τὴν εὐχαρίστησι τοῦ Θεοῦ
Πέρα ἀπὸ τὴν ἐκγύμνασι τοῦ νοῦ σου πρέπει νὰ κυβερνήσῃς καὶ τὴν θέλησί σου μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ νὰ μὴν τὴν ἀφήσῃς νὰ στρέφεται πρὸς τὶς ἐπιθυμίες της, καὶ ἡ ὁποία πρέπει νὰ γίνῃ ὅλη ἕνα μὲ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καὶ σκέψου καλὰ ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετό σε σένα αὐτὸ μόνο, τὸ νὰ θέλῃς καὶ νὰ ζητᾷς ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἀκόμη, καὶ τὸ νὰ θέλῃς, ὡς κινούμενος ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ γιὰ μόνο τὸ τέλος, νὰ ἀρέσῃς σ᾿ αὐτὸν καθαρά. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, ἔχουμε μεγαλύτερη φιλονικία μὲ τὴ φύσι, παρὰ γιὰ ὅλα τὰ παραπάνω ποὺ ἔχουμε πεῖ. Ἐπειδὴ ἡ φύσις μας παρεκλίνει μόνη της τόσο πολύ, ποὺ σὲ ὅλα τὰ πράγματα, μερικὲς φορὲς ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὰ τὰ καλὰ καὶ τὰ πνευματικά, ζητᾷ τὴν ἀνάπαυσί της καὶ τὴν εὐχαρίστησί της καὶ ἀπὸ αὐτό, σὰν τελείως ἀνυποψίαστα, τρέφεται μὲ λαχτάρα σὰν ἀπὸ τροφή.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν μᾶς προσφέρωνται τὰ πνευματικά, ἀμέσως τὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ τὰ βλέπομε ὄχι ὅμως παρακινημένοι ἀπὸ τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ ἢ γιὰ μόνον τὸ νὰ ἀρέσουμε στὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνη τὴν εὐχαρίστησι καὶ τὴν χαρά, ποὺ προέρχεται σὲ μᾶς, θέλοντας ἐκεῖνα ποὺ θέλει ὁ Θεός. Αὐτὴ ἡ ὁποία πλάνη εἶναι τόσο περισσότερη κρυμμένη, ὅσο εἶναι ἀπὸ μόνο του καλύτερο καὶ πνευματικώτερο ἐκεῖνο ποὺ θελήσαμε. Γιατὶ δὲν φθάνει μόνον τὸ νὰ θέλουμε ἐκεῖνα ποὺ θέλει ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ τὰ θέλουμε, καθὼς καὶ ὅταν καὶ ὅπως καὶ γιατὶ ἐκεῖνος τὰ θέλει (1), ὥστε καὶ στὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸ Θεό, συνήθως βρίσκονται σ᾿ αὐτὸ πολλὲς ἀπάτες τῆς δικῆς μας ἀγάπης, δηλαδὴ τῆς φιλαυτίας. Ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἀποβλέπουμε περισσότερο στὸ δικό μας συμφέρον καὶ καλό, παρὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γιὰ μόνο τὴν δόξα του, εὐαρεστεῖται καὶ θέλει νὰ τὸν ἀγαπᾶμε, νὰ τὸν ἐπιθυμοῦμε καὶ νὰ τοῦ κάνουμε ὑπακοὴ ὅπως εἴπαμε πρίν.
Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ μου, γιὰ νὰ φυλαχθῇς ἀπὸ αὐτὸ τὸν δεσμό, ποὺ ἐμποδίζει τὸν δρόμο τῆς τελειότητας καὶ γιὰ νὰ προκόψῃς στὸ νὰ θέλῃς καὶ νὰ κάνῃς κάθε σου πρᾶξι γιὰ μόνο τὸ θέλημα καὶ τὴ δόξα καὶ εὐαρέστησι τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ ὑπηρετῇς μόνον αὐτὸν (ὁ ὁποῖος, σὲ κάθε μας πρᾶξι καὶ λογισμό, θέλει νὰ εἶναι μόνος αὐτός, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος) χρησιμοποίησε αὐτὸν τὸν τρόπο.
Ὅταν πρόκειται νὰ ἐπιχειρήσῃς καμμιὰ πρᾶξι, τὴν ὁποία θέλει ὁ Θεός, ἡ ὁποία εἶναι ἁπλὰ καλή· μὴ στρέφῃς τὴν ἐπιθυμία σου ἀμέσως στὸ νὰ τὴν θέλῃς, ἂν πρῶτα δὲν ὑψώσῃς τὸ νοῦ σου στὸ Θεό, νὰ δῇς ἂν εἶναι καὶ θέλημα δικό του τὸ νὰ τὴν θελήσῃς καὶ ἂν αὐτὸς ἔτσι θέλῃ καὶ ἂν μέσα ἀπὸ αὐτὴ ἀρέσεις σὲ αὐτὸν μόνο. Καὶ ὅταν σκεφθῇς ὅτι ἀπὸ αὐτὴν τὴν θεία θέλησι εἶναι παρακινημένη ἡ δική σου κλίσις, τότε νὰ θέλῃς τὴν πρᾶξι ἐκείνη καὶ νὰ τὴν πραγματοποιῇς, γιατὶ τὴν θέλει ὁ Θεὸς καὶ εἶναι γιὰ μόνο τὴν δόξα καὶ τὴν ὑπακοή του.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅταν θέλῃς νὰ ἀποστραφῆς ἐκεῖνο ποὺ δὲν θέλει ὁ Θεός, δηλαδὴ τὸ κακό, μὴν τὸ ἀποστραφῆς ἀμέσως, ἂν πρῶτα δὲν προσηλώσῃς τὸ βλέμα τοῦ νοῦ σου στὴν θεία του θέλησι, ἡ ὁποία θέλει νὰ τὸ ἀποστραφῆς γιὰ νὰ ἀρέσῃς σὲ αὐτόν. Γιατὶ ἡ ἀπάτη τῆς φύσεως εἶναι πολὺ λεπτὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι σὲ λίγους γνωστή, ἐπειδὴ αὐτὴ ἀναζητάει κρυφὰ τὸν ἑαυτό της πάντα· καὶ πολλὲς φορὲς κάνει νὰ φαίνεται σὲ μᾶς, ὅτι ὁ δικός της σκοπὸς εἶναι νὰ ἀρέσουμε μόνο στὸν Θεό, ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι ἡ ἀλήθεια.
Γι᾿ αὐτὸ συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ νομίζουμε ἐκεῖνο ποὺ θέλουμε, ἢ δὲν θέλουμε γιὰ δικό μας συμφέρον ὅτι τὸ θέλουμε ἢ δὲν τὸ θέλουμε γιὰ νὰ ἀρέσουμε μόνο καὶ μόνο στὸ Θεό. Λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε αὐτὴν τὴν ἀπάτη, ἡ καθ᾿ ἑαυτοῦ θεραπεία εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ νὰ ἀποβάλλουμε τὸν παλιὸ ἄνθρωπο καὶ νὰ ντυθοῦμε τὸν νέο (καὶ σὲ αὐτὸ προσανατολίζεται ὅλος αὐτὸς ὁ πόλεμος).
Ὄμως, γιὰ νὰ σὲ μάθω τὴν τέχνη νὰ κάνῃς αὐτό, ἄκουσε. Στὴν ἀρχὴ κάθε σου πράξεως πρέπει νὰ βγῆς ὅσο μπορεῖς, ἀπὸ κάθε θέλημα δικό σου καὶ νὰ μὴ θελήσῃς οὔτε νὰ κάνῃς οὔτε νὰ ἀποστραφῆς κανένα πρᾶγμα, ἂν πρῶτα δὲν καταλάβης ὅτι παρακινεῖσαι καὶ παρασύρεσαι σὲ αὐτό, ἀπὸ μόνο τὴν ἁπλὴ θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐὰν σὲ ὅλα σου τὰ ἔργα τὰ ἐξωτερικά, καὶ μάλιστα στὰ ἐσωτερικά της ψυχῆς, δὲν μπορῇς νὰ αἰσθάνεσαι ἐνεργεία πάντα αὐτὴ τὴν ἀπὸ τὸ Θεὸ παρακίνησι καὶ εὐαρέστησι (2) τουλάχιστον νὰ ἔχῃς τὴν εὐχαρίστησι νὰ τὴν ἔχῃς δυνάμει· δηλαδή, νὰ ἔχῃς ἐσὺ πάντα ἀπὸ μόνος σου ἄποψι ἀληθινή, νὰ ἀρέσῃς μόνο στὸν Θεό σου σὲ κάθε σου ἔργο.
Στὰ ἔργα ὅμως ποὺ θὰ κρατήσουν κάποιο διάστημα, ὄχι μόνο στὴν ἀρχὴ εἶναι καλὸ νὰ παρακινῇς τὸν ἑαυτό σου σὲ αὐτὴ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ ἕως τέλους ἔχεις χρέος νὰ φροντίζεις νὰ ἀνανεώνεις πολλὲς φορὲς αὐτὴ μὲ τὴν ὑπενθύμηση γιατὶ (3), ἂν δὲν κάνεις ἔτσι, κινδυνεύεις νὰ μπλεχτεῖς πάλι στὸ δεσμὸ τῆς φυσικῆς ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἡ ὁποία, μὲ τὸ νὰ παρεκλίνει περισσότερο στὸν ἑαυτό της παρὰ στὸ Θεό, συνηθίζει πολλὲς φορὲς μὲ τὸ διάστημα τοῦ χρόνου, νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀλλάζουμε ἀστόχαστα τὰ πράγματα καὶ νὰ μεταβάλουμε τὰ τέλη καὶ τοὺς πρώτους σκοπούς μας.
Ὁπότε, ὅποιος δὲν προσέχει καλὰ σ᾿ αὐτό, ἀρχίζει πολλὲς φορὲς νὰ κάνῃ κανένα ἔργο, μὲ σκοπὸν γιὰ νὰ ἀρέσῃ μόνο στὸν Κύριό του· ἀλλ᾿ ἔπειτα, μετὰ ἀπὸ ὀλίγο, ὁδηγεῖται χωρὶς νὰ τὸ καταλαλάβη, νὰ τοῦ ἀρέσῃ καὶ αὐτοῦ αὐτὸ μὲ τὴν δική του θέλησι, ἔτσι ποὺ λησμονεῖ τὸ θεῖο θέλημα· καὶ δένεται τόσο πολὺ μὲ τὴν εὐχαρίστησι ἐκείνου τοῦ ἔργου, ποὺ ἂν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὸν ἐμποδίσῃ μὲ κάποια ἀσθένεια ἢ μὲ πειρασμὸ δαιμόνων καὶ ἀνθρώπων ἢ μὲ ἄλλο μέσο κανενὸς κτίσματος, αὐτὸς συγχίζεται ὁλόκληρος καὶ ταράσσεται καὶ μερικὲς φορὲς κατακρίνει τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλον, ὅτι τοῦ στάθηκαν ἐμπόδιο (γιὰ νὰ μὴν πῶ πὼς γογγύζει καὶ κατὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ καμμία φορά), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι σημεῖο ὁλοφάνερο, ὅτι ἡ κρίσις του δὲν ἦταν ὅλη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν σάπια καὶ διεφθαρμένη ρίζα τῆς φιλαυτίας.
Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ κινεῖται γιὰ μόνο τὸ θέλημα καὶ τὴν εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ, δὲν προτιμᾷ περισσότερο τὸ ἕνα ἔργο ἀπὸ τὸ ἄλλο, οὔτε ἂν εἶναι τὸ ἕνα εἶναι ὑψηλὸ καὶ μεγάλο, καὶ τὸ ἄλλο ταπεινὸ καὶ μικρὸ ἀλλὰ ἐξ ἴσου θέλει καὶ τὰ δυό, γιατὶ εἶναι ἀρεστὰ στὸ Θεὸ γιὰ τὸ καιρὸ ἢ γιὰ τὴ μέθοδο ἢ γιὰ ἄλλη κάποια περίστασι ποὺ ἐκεῖνος μόνος γνωρίζει· ὁπότε αὐτός, εἴτε τὸ σημαντικὸ καὶ μεγάλο ἔργο παίρνει στὰ χέρια του, εἴτε τὸ ταπεινὸ καὶ μικρό, μένει τὸ ἴδιο εἰρηνικὸς καὶ ἀναπαυμένος· γιατὶ μὲ κάθε τρόπο ἀπολαβάνει τὸ σκοπό του, ποὺ ἦταν νὰ φανῆ εὐάρεστος στὸ Θεὸ σὲ ὅλα τὰ ἔργα του, εἴτε στὴ ζωὴ εἴτε στὸ θάνατο. «Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀγωνιζόμαστε μὲ ζῆλο, γιὰ νὰ εἴμαστε εὐάρεστοι στὸν Θεό, εἴτε μείνουμε στὸ σῶμα, εἴτε φύγουμε ἀπὸ αὐτό» (Β´ Κορινθ. 5,9). Ὁπότε, ἀγαπητέ, ἂς εἶσαι πάντα προσεκτικὸς καὶ συνεσταλμένος στὸν ἑαυτό σου καὶ προσπάθησε νὰ κατευθύνῃς τὶς πράξεις σου σὲ αὐτὸν τὸν τελικὸ σκοπό.
Ἐὰν πάλι καὶ καμιὰ φορὰ παρακινηθῇς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς σου νὰ κάνῃς τὸ καλὸ γιὰ νὰ ἀποφύγης τοὺς τόπους τιμωρίας καὶ γιὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὸν Παράδεισο, μπορεῖς ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸ νὰ σκεφτεῖς γιὰ τελευταῖο σκοπό σου τὴν εὐαρέστησι καὶ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ μπῆς στὴ βασιλεία του καὶ νὰ μὴν πᾶς στὸν Ἅδη. Αὐτὴ τὴν αἰτία, δηλαδὴ τὸ τέλος, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γνωρίσῃ κανεὶς σωστά, πόση ἐξουσία καὶ δύναμι ἔχει.
Γιατὶ ἕνα ἔργο, ἂς εἶναι πολὺ ταπεινό, ἂς εἶναι πολὺ μικρό, ὅμως ὅταν γίνεται μὲ σκοπὸ γιὰ νὰ ἀρέσῃ μόνο στὸ Θεὸ καὶ στὴ δόξα του, ἀξίζει ἀπείρως περισσότερο (γιὰ νὰ πῶ ἔτσι), ἀπὸ ἄλλα πολλὰ ἔργα σπουδαῖα, ἔνδοξα καὶ πολὺ μεγάλα, ποὺ γίνονται χωρὶς αὐτὸ τὸ σκοπό· ἔτσι κοντὰ στὸ Θεὸ περισσότερο εὐχάριστο εἶναι ἕνα μόνο λεπτό· ὅταν τὸ δώσῃς σὲ ἕνα φτωχό, γι᾿ αὐτὴ μόνη τὴν αἰτία γιὰ νὰ ἀρέσῃς στὴ Θεία του μεγαλωσύνη, παρὰ τὸ νὰ ξεγυμνωθῇς ἀπὸ ὅλα τὰ πολλὰ ὑπάρχοντά σου, ὅταν τὸ κάνῃς μὲ κάποιον ἄλλο σκοπὸ καὶ ἂν τὸ κάνῃς γιὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὰ οὐράνια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἶναι σκοπὸς ὄχι ἁπλὰ καλός, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐπιθυμητός. Αὐτὴ ἡ ἐξάσκησις τὴν ὁποία πρέπει νὰ κάνῃς σὲ κάθε σου πρᾶξι, τὸ νὰ ἔχῃς δηλαδὴ ἕνα σκοπό, νὰ ἀρέσεις μόνον στὸ Θεό, ἡ ἄσκησις λέω αὐτή, καὶ στὴν ἀρχὴ θὰ σοῦ φανῆ δύσκολη, ὅμως μετὰ ἀπὸ αὐτὰ θὰ σοῦ γίνῃ εὔκολη, ἕνα μὲν ἀπὸ τὴν χρησιμοποίησι τῆς ὑποθέσεως καὶ ἄλλο δέ, ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιθυμῇς πάντα τὸ Θεὸ καὶ γι᾿ αὐτὸν νὰ ἀναπνέῃς μὲ ζωντανὴ διάθεσι τῆς καρδιᾶς σου, σὰν σὲ τελειότατο καὶ μοναδικὸ ἀγαθό, τὸ ὁποῖο εἶναι ἄξιο γιὰ μόνο τὸν ἑαυτό του νὰ ἀναζητῆται ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα καὶ νὰ ὑπηρετῆται καὶ νὰ ἀγαπᾶται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο.
Αὐτὸς ὁ λογαριασμὸς τῆς ἄπειρης ἀξιομισθίας τοῦ Θεοῦ, ὅσο γίνεται πιὸ πολὺ βαθὺς καὶ πιὸ πολὺ συνεχῶς, τόσο θὰ εἶναι καὶ πιὸ πολὺ θερμὲς καὶ συνεχεῖς οἱ παραπάνω ἀναφερόμενες πράξεις τῆς θελήσεώς μας. Καὶ ἔτσι, πιὸ πολὺ εὐκολώτερα καὶ γρηγορότερα θὰ ἀποκτήσουμε τὴν συνήθεια νὰ κάνουμε κάθε μας πρᾶξι μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ εὐχαρίστησι τοῦ Δεσπότου ἐκείνου, ποὺ μόνος εἶναι ἄξιος νὰ ἀγαπᾶται. Τελευταῖα, ἂν θέλῃς νὰ καταλάβης ἂν ὁ Θεὸς σὲ παρακινῇ σὲ κάθε σου πρᾶξι, πρέπει νὰ ζητήσῃς αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ θερμὴ προσευχή, παρακαλώντας τον νὰ σοῦ προσθέσῃ ἀκόμη καὶ αὐτὴ τὴ χάρι κοντὰ στὶς ἄλλες ἀναρίθμητες εὐεργεσίες καὶ χάρες ποὺ σοῦ ἔκανε καὶ σοῦ κάνει συνέχεια, γιὰ μόνον τὴν ἀγάπη καὶ χωρὶς κανένα κέρδος δικό του.

1. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος μᾶς παραγγέλλει νὰ δοκιμάζουμε ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο τὸ ἀγαθό, ἀλλὰ καὶ τὸ εὐάρεστο καὶ σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τέλειο. «Νὰ μεταμορφώνεσθε συνέχεια πρὸς τὸ καλό… γιὰ νὰ διακρίνετε ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ καλὸ καὶ ἀρεστὸ στὸν Θεὸ καὶ τέλειο» (Ρωμ. 12,2). Ἐπειδὴ ἐὰν μία μόνο περίστασι λείπει ἢ ἂν μὲ ὅλη τὴν προαίρεσι καὶ δύναμί μας δὲν κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι φανερὸ ὅτι ἀτελὲς καὶ ἐλιπὲς αὐτὸ καὶ γίνεται καὶ ὀνομάζεται.
2. Τὸ νὰ αἰσθανώμαστε ἐνεργὴ τὴν ἀπὸ τὸ Θεὸ παρακίνησι, αὐτὸ γίνεται ἢ μὲ θεϊκὸ φωτισμὸ καὶ νοερὴ φώτισι, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκαλύπτεται στοὺς καθαροὺς τὸ τοῦ Θεοῦ θέλημα θεωρητικά, ἢ μὲ ἐσωτερικὴ ἔμπνευσι τοῦ Θεοῦ μὲ λόγο· ἢ μὲ ἄλλες ἐνέργειες τῆς θείας χάριτος ποὺ ἐνεργοῦνται στὴν καθαρὴ καρδιά, τὰ ὁποῖα εἶναι μία ζεστασιὰ ποὺ δίνει ζωή, μία χαρὰ ἄρρητη, σκιρτήματα πνευματικά, κατάνυξι, καρδιακὰ δάκρυα, θεία ἀγάπη καὶ τὰ ἄλλα θεοφιλῆ καὶ μακάρια πάθη, τὰ ὁποῖα πετυχαίνονται ὄχι μὲ τὴν θέλησι τὴ δική μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἑτεροκίνητα καὶ παθητικά· μέσα ἀπὸ τὴν αἴσθησι λοιπὸν αὐτῶν ὅλων πληροφορούμαστε, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶμε νὰ κάνουμε εἶναι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Προτύτερα ὅμως ἀπὸ αὐτά, ἔχουμε χρέος γιὰ τὸ θέμα μας νὰ κάνουμε πρὸς τὸν Θεὸ θερμότατη καὶ καθαρὴ προσευχὴ καὶ μία φορὰ καὶ δυὸ καὶ πολλὲς φορές.
3. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἔγραφε: «Πρόσεχε καὶ στὴν πρόθεσι· (δηλαδὴ την προαίρεσί σου) μὲ ἀκρίβεια ἐρεύνα κάθε ὥρα ποὺ κίνει· ἐάν κάθεσαι ἠσυχάζοντας κατὰ Θεόν, γι᾿ αὐτὸ τὸ καλὸ ἢ γιὰ τὴν ψυχικὴ ὠφέλεια, εἴτε ψάλλεις εἴτε μαλετᾶς, εἴτε προσεύχεσαι, εἴτε ἐργαζόμενος κάποια ἀρετὴ γιὰ νὰ μὴ συλληφθῇς χωρὶς νὰ ξέρῃς τί κάνεις» (Κεφ. ιβ´. Φιλοκαλ.).