Εἶπα πὼς εἶχα ἀποκοιμηθεῖ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐξακολουθοῦσα νὰ σκέφτομαι τὰ ἴδια πράγματα. Ξαφνικά, ὀνειρεύτηκα πὼς ἔπαιρνα τὸ περίστροφο καὶ πώς, καθισμένος ὅπως ἤμουνα, τὸ πήγαινα ὁλόισια στὴν καρδιά μου — στὴν καρδιὰ καὶ ὄχι στὸ κεφάλι. Κι’ ὅμως, εἶχα ἀποφασίσει νὰ χώσω μία σφαίρα στὸ ἀριστερό μου μηνίγγι. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ ἀκούμπησα στὸ στῆθος μου, περίμενα ἕνα – δύο δευτερόλεπτα καὶ τὸ κερὶ μαζὶ μὲ τὸ τραπέζι καὶ τὸν ἀπέναντι τοῖχο ἀρχίσανε ξαφνικὰ νὰ κουνιοῦνται σὰ νὰ τρικλίζανε. Πυροβόλησα βιαστικά.
Πολλὲς φορὲς τυχαίνει νὰ βλέπης στ’ ὄνειρό σου πὼς πέφτεις ἀπὸ πολὺ ψηλά, πὼς σὲ πληγώνουν ἢ πὼς σὲ δέρνουνε. Μὰ ποτὲς δὲν νοιώθεις πόνο, ἐκτὸς πιὰ ἂν τύχη νὰ κτυπήσης στὸ σίδερο τοῦ κρεβατιοῦ, ὁπότε δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ πονέσης.
Ὅμως ἐμένα μοῦ φάνηκε πὼς ἔνοιωσα κάποιον κλονισμὸ ἀπ\’ αὐτὴν τὴν πιστολιὰ— καὶ ξαφνικὰ ὅλα σβύσανε κι ἔμεινα βυθισμένος μέσα σὲ βαθὺ σκοτάδι. Σὰν νὰ τυφλώθηκα καὶ νὰ βουβάθηκα. Ὕστερα, εἶμαι ξαπλωμένος ἀνάσκελα κάτω ἀπὸ κάτι σκληρό, χωρὶς νὰ βλέπω τίποτα κι’ οὔτε νὰ μπορῶ νὰ κάνω τὴν παραμικρὴ κίνηση. Γύρω μου περπατᾶνε, φωνάζουνε, ὁ λοχαγὸς οὐρλιάζει, ἡ σπιτονοικοκυρὰ ὠρύεται. Καὶ πάλι, γίνεται μία ξαφνική, διακοπὴ καὶ μὲ μεταφέρουν ξέσκεπο μέσα σ\’ ἕνα φέρετρο. Νοιώθω τὸ φέρετρο ποὺ σκαμπανεβαίνει, τὸ συλλογιέμαι αὐτό, καὶ γιὰ πρώτη φορὰ μούρχεται στὸ νοῦ μου ἡ ἰδέα πὼς εἶμαι πεθαμένος, πεθαμένος γιὰ τὰ καλά. Τὸ ξέρω χωρὶς καμμιὰ ἀμφιβολία, ἀφοῦ οὔτε βλέπω οὔτε κουνιέμαι, κι’ ὅμως αἰσθάνομαι καὶ σκέφτομαι. Ἀλλὰ πολὺ γρήγορα συνηθίζω, σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ τῶν ὀνείρων παραδέχομαι ἀσυζητητεί τὴν πραγματικότητα.
Καὶ νὰ ποὺ μὲ κατεβάζουν μέσα στὴ γῆ. Ὅλοι φεύγουν, καὶ γὼ μένω μόνος, ὁλομόναχος. Δὲν κουνάω οὔτε ἕνα μέλος μου. Πρίν, στὰ νυχτέρια μου, ὅταν συλλογιώμουν πὼς θὰ ἤμουν μέσα στὸν τάφο, ἡ μόνη ἰδέα πού μοῦ ἐρχόταν εἴτανε τὸ αἴσθημα τῆς ὑγρασίας καὶ τοῦ κρύου. Ἔτσι καὶ τώρα, ἐνοίωθα πὼς κρύωνα πολύ, καὶ προπαντὸς στὴν ἄκρη τῶν δαχτύλων τῶν ποδιῶν μου, μὰ δὲν ἔνοιωθα τίποτε ἄλλο ἀπ\’ αὐτό.
Κειτόμουν, καί, παράξενο πράγμα, δὲν περίμενα τίποτα, καὶ παραδεχόμουν χωρὶς νὰ τὸ ἀμφισβητῶ πὼς ἕνας πεθαμένος δὲν πρέπει τίποτα νὰ περιμένη. Μὰ εἶχε ὑγρασία. Δὲν ξέρω πόσο ἔμεινα ἔτσι, μία ὥρα, ἴσως καὶ μερικὲς μέρες, μπορεῖ καὶ πολλὲς μέρες. Καὶ νὰ ποὺ ξαφνικά, πάνω στὸ κλειστὸ ἀριστερό μου μάτι, μέσ’ ἀπὸ τὸ σκέπασμα τοῦ φέρετρου, ἔπεσε μία σταγόνα νερό, κι’ ὕστερα μιὰ ἄλλη, κι’ ἔτσι συνέχεια, σὲ κάθε λεπτό της ὥρας. Ἕνα βαθὺ πεῖσμα μοῦ ‘καψε τὴν καρδιά, κι’ ἔνοιωσα ἕνα αἴσθημα φυσικῆς ἀδιαθεσίας: «Εἶναι ἀπὸ τὴν πληγή μου, σκέφτηκα— εἶναι ἡ πιστολιὰ ποὺ τράβηξα, καὶ ἡ σφαίρα βρίσκεται αὐτοῦ». Κι οἱ σταγόνες μαζεύονταν μία κάθε λεπτό. Πέφτανε ὁλόισια πάνω στὸ κλειστό μου μάτι. Καὶ τότε, ξαφνικὰ φώναξα, ὄχι βέβαια μὲ τὴ φωνή μου ἀφοῦ ἦταν παράλυτη, μὰ μὲ ὅλο μου τὸ εἶναι, τὸν αὐθέντη ἐκεῖνον ποὺ ἤμουν παίγνιό του.
«—Ὅποιος κι’ ἂν εἶσαι, ἂν παρεδεχτῶ ὅτι εἶσαι καὶ πὼς ὑπάρχει κάτι τὸ πιὸ λογικὸ ἀπ\’ αὐτὰ ποὺ εἶμαι παίγνιό του, κι ἄφησε νὰ γίνη ἐδῶ αὐτό. Ἄν μοῦ ἐπιβάλλης αὐτὴ τὴ γελοιοποίηση κι’ αὐτὴ τὴ βλακώδη ἐπιβίωση γιὰ νὰ μὲ ἐκδικηθῆς γιὰ τὴ βλακώδη, αὐτοκτονία μου, ποτέ, ὅσο μεγάλο κι’ ἂν εἶναι τὸ μαρτύριο ποὺ μπορεῖ νὰ μοῦ ἐπιβληθῆ, δὲν θὰ φτάση τὴν σιωπηλὴ περιφρόνηση ποὺ θὰ νοιώσω, ἔστω κι\’ ἂν βαστάξη χιλιάδες χρόνια αὐτὸ τὸ μαρτύριο!»
Ἔτσι εἶπα, καὶ σώπασα. Πέρασα κοντὰ ἕνα λεπτὸ μέσα σὲ βαθειὰ σιωπή, καὶ μάλιστα ἔπεσε ἄλλη μιὰ σταγόνα, μὰ ἤξερα, ἤξερα καὶ πίστευα μὲ ἀπόλυτη κι\’ ἀκλόνητη βεβαιότητα πὼς ὅλα θ\’ ἀλλάζανε τὴν ἴδια στιγμή. Καὶ νά, ποὺ ξαφνικὰ ἄνοιξε ὁ τάφος μου. Δηλαδή, δὲν ξέρω ἂν ἄνοιξε καὶ ἄδειασε, μὰ μὲ ἅρπαξε ἕνα σκοτεινὸ καὶ ἄγνωστο ὂν καὶ βρεθήκαμε μέσα στὸ διάστημα. Ξαφνικά, ξαναβρῆκα τὸ φῶς μου, ἡ νύχτα εἴτανε βαθειὰ καὶ ποτέ, ποτέ μου δὲν εἶχα ξαναδῆ τέτοια σκοτάδια! Πηγαίναμε μέσα στὸ διάστημα κι\’ εἴχαμε κιόλας ξεμακρύνει πολὺ ἀπὸ τὴ γῆ. Δὲ ρώτησα τίποτε αὐτὸν ποὺ μὲ μετέφερε. Περίμενα, κλεισμένος ἀλαζονικὰ μέσ’ στὴ σιωπή μου, ἤμουν βέβαιος πὼς δὲν φοβόμουνα, — κι’ ἀναγάλλιαζα ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ μὲ τὴ σκέψη πὼς δὲ φοβόμουν. Δὲ θυμᾶμαι, κι’ οὔτε μπορῶ νὰ ὑπολογίσω πόσο καιρὸ πετούσαμε• ὅλ’ αὐτὰ γίνονταν ὅπως γίνεται πάντα στ’ ὄνειρο ὅταν διασχίζουμε τὸ χρόνο καὶ τὸ χῶρο, παραβιάζωντας ὅλους τους νόμους τοῦ εἶναι καὶ τῆς λογικῆς, καὶ δὲ στεκόμαστε παρὰ μόνο στὰ σημεῖα ποὺ ποθεῖ ἡ καρδιά μας.
Θυμᾶμαι, πὼς ξαφνικὰ εἶδα ἐν’ ἀστεράκι μέσ’ στὸ σκοτάδια. — Εἶν’ ὁ Σύριος; ρώτησα χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ κρατηθῶ, μ’ ὅλο ποὺ τόθελα πολύ. —«Ὄχι, εἶναι τ’ ἀστέρι ποὺ εἶχες δῆ μεσ’ ἀπ’ τὰ σύννεφα, σὰ γύριζες σπίτι σου», μοῦ ἀπάντησε τὸ ὂν ποὺ μὲ μετέφερε. Ἤξερα πὼς ἦταν ἀνθρώπινης καταγωγῆς, μὰ περίεργο πράγμα, δὲν τὸ συμπαθοῦσα καθόλου αὐτὸ τὸ ὄν, καὶ μάλιστα μοῦ προκαλοῦσε βαθειὰ ἀπέχθεια. Περίμενα πὼς θἄβρισκα τὸ ἀπόλυτο μηδέν, καὶ γι\’ αὐτὸ ἔχωσα τὴ σφαίρα στὴν καρδιά μου. Καὶ τώρα, νὰ ποὺ βρισκόμουν στὴν ἀγκαλιὰ ἑνὸς ὄντος, ὄχι ἀνθρώπινου βέβαια, μὰ ποὺ ἦταν καὶ ὑπῆρχε.
«Ὥστε ὑπάρχει λοιπὸν πέραν τοῦ τάφου ζωή!» σκέφτηκα μ\’ ἐκείνη τὴν παράξενη ζαλάδα τοῦ ὀνείρου, μὰ ὡστόσο, ἡ καρδιά μου διατηροῦσε κατὰ βάθος τὴν οὐσιαστικὴ ἀρετή της: «ἀφοῦ θὰ ξαναϋπάρξω, ἔλεγα μέσα μου, καὶ θὰ ξαναζήσω ἐπειδὴ τὸ θέλει μιὰ ἀδυσώπητη βούληση, δὲ θέλω οὔτε νὰ νικηθῶ οὔτε νὰ ταπεινωθῶ!»— «Ξέρεις πὼς σὲ φοβᾶμαι καὶ γι\’ αὐτὸ μὲ περιφρονεῖς», εἶπα ξαφνικὰ στὸ σύντροφό μου μὴ μπορώντας νὰ συγκρατήσω τὴν ταπείνωση αὐτῆς τῆς ἐρώτησης ὅπου διαφαινόταν μιὰ ὁλόκληρη ὁμολογία, καὶ νοιώθοντας πὼς αὐτὴ ἡ δειλία μου τρυβέλιζε τὴν καρδιὰ σὰ νὰ μὲ τσιμποῦσε βελόνα. Ἐκεῖνος δὲν ἀπάντησε στὴν ἐρώτησή μου, μὰ ξαφνικὰ ἔνοιωσα πὼς δὲ μὲ περιφρονοῦσε, πὼς δὲ μὲ κορόιδευε κι οὔτε κἄν μὲ λυπόντανε, καὶ πὼς τὸ ταξείδι μας ἔτεινε σ\’ ἕνα μυστηριώδη κι\’ ἄγνωστο σκοπὸ ποὺ μόνο ἐμένα ἀφοροῦσε.
Ὁ τρόμος μεγάλωνε μέσα στὴν καρδιά μου. Ἡ σιωπὴ τοῦ συντρόφου μου μεταδόθηκε καὶ σὲ μένα καὶ μὲ διαπότιζε, ὄχι χωρὶς πόνο, μὲ τὴν σιωπηλὴ παρουσία του. Πηγαίναμε μεσ\’ ἀπὸ ἀβυθομέτρητα σκοτάδια. Ἀπὸ καιρό, δὲν ἔβλεπα πιὰ τοὺς γνωστούς μου ἀστερισμούς. Ἤξερα πὼς στὸ βάθος τ\’ οὐρανοῦ ὑπάρχουν ἀστέρια ποὺ οἱ ἀχτίνες τους φτάνουνε στὴ γῆς μόνο ὕστερα ἀπὸ χιλιάδες κι ἑκατομμύρια χρόνια, ἴσως νἄχαμε περάσει κιόλας αὐτὰ τὰ χρονικὰ διαστήματα.
Περίμενα κάτι, γεμάτος ἀπὸ ἕνα νοσταλγικὸ πόνο πού μοῦ ράγιζε τὴν καρδιά. Καὶ ξαφνικὰ ἕνα πολὺ γνωστὸ συναίσθημα ποὺ μοὔφερνε βαθιὲς ἀναμνήσεις μὲ συγκλόνισε ὁλόκληρο. Ξανάβλεπα τὸν ἥλιο μας! Ἤξερα πὼς δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ ἥλιος μας, ἐκεῖνος ποὺ γέννησε τὴ γῆ μας, καὶ πὼς βρισκόμαστε σὲ ἄπειρη ἀπόσταση ἀπὸ τὸν ἥλιο μας, μὰ μέσα μου καταλάβαινα πὼς ἦταν ἕνας ἥλιος ἀπόλυτα ὅμοιος μὲ τὸν δικό μας, κάτι σὰν ἀντίλαλος καὶ σὰν σωσίας του. Μία ἀπέραντη, τρυφερότητα πλημμύρισε τὴν ψυχή μου, φέρνοντάς της ἐνθουσιασμό: Τὸ φῶς ἐκείνου ποὺ μὲ δημιούργησε ἀντιλαλοῦσε μεσ\’ στὴν καρδιά μου καὶ τὴν ἀνάσταινε, κι\’ ἔνοιωσα γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ κατέβηκα στὸν τάφο τὸ γυρισμὸ τῆς ζωῆς, τῆς παλιᾶς ζωῆς.
—Αφού εἶναι ὁ ἥλιος, ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ἥλιος μὲ τὸν δικό μας, τότε ποῦ εἶναι ἡ γῆ;— Κι ὁ σύντροφός μου μοῦ ’δειξε ἐν’ ἀστέρι σὰ σμαράγδι ποὺ ἀστροφτοκόπαγε μέσα στὴ νύχτα.
—Θα τὰ μάθης ὅλα, μοῦ ἀπάντησε ὁ σύντροφός μου, καὶ στὰ λόγια του, διαφαινόταν ἕνας θλιμμένος τόνος.
Μὰ γρήγορα ζυγώναμε στὸν πλανήτη. Μεγάλωνε μπρὸς στὰ μάτια μου, κι ἄρχισα κι ὅλας νὰ διακρίνω τὸν ὠκεανὸ καὶ τὰ περιγράμματα τῆς Εὐρώπης, ὅταν ξαφνικὰ ἕνα παράξενο αἴσθημα ζήλειας — μία εὐγενικὴ καὶ ἅγια ζήλεια — ἄναψε μεσ’ στὴν καρδιά μου. Πῶς μπορεῖ νὰ γίνεται μιὰ τέτοια ἐπανάληψη, εἶπα μέσα μου, καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό; Ἀγαπῶ, καὶ μόνο αὐτὴ τὴ γῆς ποὺ ἄφησα μπορῶ ν’ ἀγαπήσω, ποὺ πάνω της ἔμμειναν οἱ στάλες ἀπ’ τὸ αἷμα μου, ὅταν, σὰν ἀχάριστος γιός, ἔβαλα τέλος στὴ ζωή μου μὲ μιὰ πιστολιὰ πάνω στὴν καρδιά μου. Μὰ ποτέ, ὄχι, ποτὲ δὲν ἔπαψα νὰ τὴν ἀγαπῶ αὐτὴ τὴ γῆς, ἀκόμα καὶ κείνη, τὴ νύχτα ποὺ τὴν ἀποχαιρέτησα. Νὰ ὑπάρχη τάχα ὁ πόνος πάνω σ’ αὐτὴ τὴν καινούργια γῆς; Ἐκεῖ – πέρα, στὴ γῆς μας, μόνο μὲ πόνο μποροῦμε,ν’ ἀγαπήσουμε, καὶ μόνο ,μέσ’ ἀπ’ τὸν πόνο. Δὲν ξέρουμε ν’ ἀγαποῦμε διαφορετικά, κι’ οὔτε ξέρουμε ἄλλη ἀγάπη. Ζητῶ τὸν πόνο γιὰ νὰ μπορέσω ν\’ ἀγαπήσω, ποθῶ, διψῶ ν’ ἀγκαλιάσω κλαίγοντας αὐτὴ τὴ μοναδικὴ γῆς ποὺ παράτησα, καὶ δὲ θέλω νὰ ζήσω, ἀρνιέμαι νὰ ζήσω σ\’ ὁποιανδήποτε ἄλλη! …
Μὰ κιόλας, ὁ σύντροφός μου μ’ εἶχε παρατήσει. Ξαφνικά, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, βρέθηκα σ’ αὐτὴ τὴν ἄλλη γῆ, μέσα στὸ ἐκθαμβωτικὸ φῶς μιᾶς λιόλουστης μέρας, ὄμορφης σὰν τὸν παράδεισο. Μοῦ φαινότανε σὰ νὰ βρισκόμουν σ’ ἕνα ἀπὸ κεῖνα τὰ νησάκια τοῦ ἑλληνικοῦ ἀρχιπέλαγου τῆς γῆς μας ἢ κάπου ἀλλοῦ στὰ ἐρείπια μιὰς ἠπείρου, κοντὰ στὸ ἀρχιπέλαγο. Σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ὅλα εἴτανε ἀκριβῶς ὅπως καὶ σέ μᾶς, κι’ ὅμως ὅλα ἀχτινοβολούσανε μὲ μιὰ σοβαρὴ κι’ ἐπίσημη χαρά, ποὺ ἔφτανε ὡς τὸ ὑπέροχο. Μία σμαραγδένια θάλασσα ἔσκαζε ἁπαλὰ στὴν ἀκρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την μὲ φανερή, σαρκικὴ καὶ σχεδὸν συνειδητὴ ἀγάπη. Δέντρα μὲ θαυμαστὰ κλωνάρια ὀρθώνονταν μ’ ὅλο τὸν ὀργιώδη χυμό τους, καὶ τ’ ἀναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι’ εἶμαι βέβαιος πὼς μὲ χαιρετούσανε μὲ τὸ γλυκὸ τους θρόισμα καὶ μοιάζανε σὰ νὰ ψιθυρίζανε ἐρωτόλογα. Τὸ λιβάδι ἀστραφτοκοποῦσε μὲ τὴ φλογερὴ καὶ χυμώδη ἄνθησή του. Τὰ πουλιὰ σκίζανε σμήνη – σμήνη τὸν ἀέρα, κι’ ἔρχονταν ἄφοβα ν’ ἀκουμπήσουνε στοὺς ὤμους καὶ στὰ χέρια μου μὲ χαρούμενα φτεροκοπήματα.
Ὕστερα, εἶδα ἐπιτέλους καὶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς τῆς μακαρίας γῆς. Ἤρθανε μόνοι τους κοντά μου, μὲ περιτριγύρισαν καὶ μὲ φιλοῦσαν. Παιδιὰ τοῦ ἥλιου, παιδιὰ τοῦ ἥλιου τους — ὤ! τί ὡραῖοι ποὺ ἦταν! Ποτὲς στὴ γῆ μας δὲν εἶχα δεῖ τόση, ὀμορφιὰ στὸν ἄνθρωπο! Μόνο στὰ παιδιά μας, καὶ μάλιστα στὰ πρῶτα παιδικά τους χρόνια, μποροῦσες νὰ διακρίνης κάτι σὰ μιὰ μακρυνὴ ἀνταύγεια, μὰ πολὺ ἐξασθενημένη, αὐτῆς τῆς ὀμορφιᾶς. Τὰ μάτια αὐτῶν τῶν μακάρων λάμπανε ὁλοκάθαρα. Τὰ πρόσωπά τους ἀχτινοβουλοῦσαν τὴ σοφία καὶ τὴ συνείδηση, μιὰ συνείδηση ποὺ εἶχε φτάσει στὴν ὑπέρτατη γαλήνη, ὅμως αὐτὰ τὰ πρόσωπα μένανε χαρούμενα καὶ μιὰ παιδιάστικη χαρὰ ἀντηχοῦσε μέσα στὰ λόγια καὶ στὴ φωνὴ αὐτῶν τῶν ὄντων!
Ὤ! τὰ εἶχα καταλάβει ὅλα, ὅλα ἀπὸ τὴν πρώτη ματιά! Ἐδῶ ἦταν ἡ γῆς, προτοῦ τὴν μολύνη τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Οἱ κάτοικοί της, μιὰ καὶ δὲν ξέρανε τὸ κακό, ζούσανε στὸν ἴδιο ἐκεῖνο παράδεισο ὅπου, σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις τῆς ἀνθρωπότητας, εἴχανε ζήσει κι’ οἱ ἔνοχοι προπάτορές μας, μὲ μόνη τὴ διαφορὰ πὼς ἐδῶ ἡ γῆς εἴτανε παντοῦ ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς παράδεισος.
Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ χαρούμενο χαμόγελο μὲ περιτριγυρίζανε καὶ μοῦ χάριζαν ἄφθονα χάδια. Μὲ πήγανε στὰ σπίτια τους καὶ ὅλοι τους θέλανε νὰ μὲ ξεκουράσουν. Δὲ μοῦ κάναν ἐρωτήσεις, φαίνονταν πὼς τὰ ξέρανε ὅλα, καὶ μόνο ἕνα πράγμα θέλανε, νὰ διώξουνε τὸ γρηγορώτερο αὐτὴ τὴν ὀδύνη ποὺ εἴτανε χαραγμένη πάνω στὰ χαρακτηριστικά μου.