Οἱ Ἅγιοι Πάντες τῆς Βρετανίας καὶ τῆς Ἰρλανδίας


Θὰ μιλήσω πρῶτα στὰ Ἀγγλικὰ καὶ μετὰ στὰ Ρωσικὰ ἐπειδὴ νοιώθω ὅτι εἶναι τρομερὰ σημαντικὸ νὰ εἴμαστε ἕνα στὸ βάθος τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ζωῆς μας τούτη τὴν ἠμέρα ποὺ μνημονεύουμε ὅλους τοὺς ἁγίους αὐτοῦ τοῦ τόπου.

Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχει κάποιος ἀνάμεσα μας ποὺ νὰ εἶναι πρόσφυγας καθῶς ἦταν ἡ γενιά μου καὶ ἐκείνη τῶν γονιῶν μου μετὰ τὴν Ἐπανάνσταση, καὶ γι’ αὐτὸ ἴσως δὲν ἀντιλαμβάνεστε τόσο ἔντονα ὅσο ἐμεῖς, τὶ σήμαινε νὰ ζοῦμε σὲ χῶρες διασκορπισμένες στὸν κόσμο, τῶν ὁποίων τὴ γλώσσα δὲν γνωρίζαμε, τὰ ἔθιμα τους μᾶς ἦταν ξένα, ποὺ οἱ λαοὶ τους δὲν μᾶς ἔβλεπαν σὰν ἀδέλφια τοῦ δικοῦ τους ἔθνους, καὶ πόσο ἀπίστευτα ὑπέροχο ἦταν νὰ πηγαίνουμε σὲ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Δύσης καὶ ν’ ἀνακαλύπτουμε δύο πράγματα. Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι σὲ κάθε χώρα ὑπῆρχε μιὰ περίοδος ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἀδιαίρετη, καὶ ὅτι μοιραστήκαμε τοὺς Ἁγίους τῶν αἰώνων ἐκείνων, ὅτι γίναμε ἕνα μ’ ἕναν ἀναρίθμητο ἀριθμὸ ἁγίων ποὺ ὁ λαὸς αὐτῆς τῆς χώρας κι ἄλλων χωρῶν τῆς Δύσης σεβάστηκε, ἀγάπησε, μιμήθηκε. Κι ἐπίσης, πόσο ὑπέροχο ἦταν νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι, ἀκόμα καὶ τότε ποὺ ἡ Ἐκκλησία βρέθηκε διαιρεμένη, καὶ ὅλο καὶ περισσότερο ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ὑπῆρχε ἕνα πράγμα ποὺ μᾶς ἕνωνε ἀναπόσπαστα στὸ βάθος τῆς ὕπαρξης μας – ὅτι εἴμασταν λαὸς τοῦ Χριστοῦ,καὶ ὅτι αὐτὸς ὁ λαὸς ποὺ ἀρχικὰ φάνηκε σ’ ἐμᾶς ξένος, ἐχθρικός, ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διατηρήσει ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, σ’ αὐτὴ τὴ γῆ καὶ σὲ τόσους ἄλλους τόπους, τὴν πίστη στὸν Χριστὸ ὡς τὸν Ἐναθρωπίσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Σωτῆρα τῆς ἀνθρωπότητας . Βλέπαμε στὸν κάθε ἄνθρωπο κάποιον ποὺ ἦταν ἀδελφὸς, φίλος ἐν Χριστῷ, ποὺ χωριστήκαμε λόγω τῶν ἱστορικῶν συμβάντων, ἀλλὰ ποὺ εἴμασταν στὸ βάθος ἕνα.

Ἀντιληφθήκαμε ἐπίσης τότε καὶ κάτι ἄλλο, ὅτι δὲν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ τοὺς Ἁγίους αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ ἄλλων τόπων ποὺ γνωρίζαμε ὅτι ἦταν Ὀρθόδοξοι ἅγιοι καὶ τοὺς διαδόχους τους, ποὺ ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοία ἀνῆκαν σὲ ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀλλὰ ὅτι εἴμασταν ριζωμένοι ἀναπόσπαστα, ριζωμένοι βαθιὰ στὸν Χριστὸ καὶ ὅτι κι ἐκεῖνοι ἦταν ἕνα μ’ ἐμᾶς καὶ μᾶς εἶχαν δεχτεῖ, ἐμᾶς τοὺς ξένους, σὰν ἀδέλφια ἐν Χριστῷ, ὄχι ἀπαιτώντας ἀπὸ ἐμᾶς ἑνότητα πίστεως, ἀλλὰ προσφέροντας μας ἀπὸ τὸ βάθος τῆς κοινῆς πίστης ποὺ εἴχαμε, τὴν ἀγάπη, τὴ συμπόνοια, τὴ στήριξη ποὺ τόσο ἀπελπισμένα χρειαζόμασταν. Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε τοὺς Ἁγίους αὐτῆς τῆς χώρας ὡς Ὀρθόδοξους Ἁγίους στοὺς ὁποίους ἀνήκουμε, οἱ ὁποῖοι μᾶς δέχτηκαν μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀδελφοσύνης, ἀλλὰ ἐπίσης ὡς τοὺς ἀναρίθμητους ἁγίους τῶν μετέπειτα χρόνων μὲ τοὺς ὁποίους ἔχουμε τὰ πάντα κοινὰ, ἄν πράγματι ἔχουμε κοινὴ τὴν πίστη μας στὸν Χριστὸ καὶ μιὰ ζωὴ ἄξια τῆς δικῆς Του ζωῆς καὶ πίστης. Ἡ χώρα αὐτὴ δὲν ἔγινε γιὰ ἐμᾶς τόπος ἐξορίας, ἀλλὰ τόπος καλωσορίσματος· ὄχι μιὰ γῆ ξένη, ἀλλὰ τόπος ὅπου μᾶς προσφέρθηκε ἡ ἀγάπη, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, ἐν ὀνόματι τῆς ἀνθρωπότητας.

Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ σήμερα, αὐτὴ τὴ μέρα, τὴ μέρα ποὺ γιορτάζουμε τὴ μνήμη ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Βρετανίας καὶ τῆς Ἰρλανδίας, δὲν θυμόμαστε μόνο μ’ εὐγνωμοσύνη ὅλους ἐκείνους τοὺς Ἁγίους ποὺ μᾶς δέχτηκαν ἐπειδὴ εἴμασταν δικοί τους, ἀλλὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κράτησαν τὴ μνήμη τους καὶ μᾶς δέχτηκαν στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Πόσο ὑπέροχο ἦταν! Καὶ πόσο εὔκολα σταματᾶμε νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε ὅταν ὑποχωρεῖ ὁ πόνος, ἡ ἀγωνία, ἡ μοναξιά.Τώρα εἶναι εὔκολο νὰ πᾶμε σὲ χῶρες τῆς Δύσης γιὰ διάφορους λόγους, ἐπειδὴ πρακτικὰ κανένας δὲν εἶναι πρόσφυγας ὅπως εἴμασταν ἐμεῖς καθὼς μᾶς εἶχαν ἀπορρίψει οἱ χῶρες μας, στερημένοι τῆς ἰθαγένειας μας ·μερικοί εἶναι, ἀλλὰ ὄχι ἡ πλειοψηφία καὶ οἱ λίγοι πρέπει νὰ θυμόμαστε καὶ νὰ νοιαζόμαστε.

Πρὸς τὸ παρὸν μιὰ ἀκόμα μεγαλύτερη τραγωδία ἀπὸ αὐτὴν ποὺ βίωσαν οἱ γονεῖς καὶ οἱ παπποῦδες μου διαδραματίζεται στὰ Βαλκάνια. Ὑπάρχουν πρόσφυγες κάθε εἴδους· ἄνθρωποι ποὺ ἀνήκουν σὲ ὅλες τὶς ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων˙ χρειάζονται τὴν προσευχή μας ὅποιοι κι ἄν εἶναι. Χρειάζονται συμπόνοια, κατανόηση, χρειάζεται νὰ σταθοῦμε δίπλα τους, νὰ προσευχηθοῦμε στοὺς ἁγίους κάθε χώρας τῆς Δύσης γιὰ νὰ ἁπλώσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος σ’ ἐκείνους ποὺ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι , ἔχουν ἀπορρίψει, ποὺ τοὺς φέρθηκαν μὲ ἄθλιο, ἀπάνθρωπο τρόπο, ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἔπρεπε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νὰ τοὺς δώσουν τὴ ζωή τους· ἤ στὸ ὄνομα τῆς ἀνθωπότητας, ἄν ὁ Χριστὸς δὲν ὑπάρχει στὴ ζωή τους, νὰ δοῦν σὲ κάθε πρόσωπο ἕναν ἄνδρα, μιὰ γυναῖκα, ἕνα παιδὶ ποὺ χρειάζεται συμπόνοια καὶ ἀγάπη.

Ἄς θυμηθοῦμε σήμερα, καθὼς μνημονεύουμε τοὺς Ἁγίους αὐτῆς τῆς γῆς ποὺ σήμαιναν γιὰ ἐμᾶς τοὺς πρόσφυγες τόσα πολλὰ, ἄς τοὺς θυμηθοῦμε μ’ εὐγνωμοσύνη καὶ ἄς προσευχηθοῦμε ἡ εὐλογία τους νὰ μᾶς ἐπισκιάσει ὅλους, καὶ ν’ ἁπλωθεῖ πέρα ἀπὸ ἐμᾶς σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶναι στὶς μέρες μας ἀνὰ τὸν κόσμο πρόσφυγες, ἄστεγοι, διωκόμενοι, ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἀπέρριψαν, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη τὴν συμπόνοια καὶ τὴν ἀγάπη μας, πέρα ἀπὸ τὸ κόστος ποὺ ἔχει αὐτὸ στὰ συναισθήματα ἤ στὴ ζωή μας. Ἀμήν!

Πηγή