Είναι να κλαίει κανείς: Καταδεικνύουν ορθά τους προτεστάντες ως αιρετικούς και συνδιαλέγονται και συμπροσεύχονται μαζί τους ωσάν να ήταν «εκκλησία» στο Π.Σ.Ε. και όπου αλλού μπορούν, και στην Ελλάδα!

Προβατόσχημοι αιρετικοί λυμαίνονται την Ορθόδοξη Ελλάδα

kaini55

Τελευταῖα ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δι’ Εγκυκλίου Σημειώματος Αὐτῆς ἐνημέρωσε τίς Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν δράση τῆς αἱρετικῆς κίνησης τῆς λεγομένης «Ἑλληνικῆς Ἱεραποστολικῆς Ἕνωσης», πού ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν αἱρετική ὁμάδα τῶν Γεδεωνιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονται τίς οἰκίες τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀνά τήν Ἑλλάδα διανέμοντες δωρέαν τήν Καινή Διαθήκη σέ μετάφραση. 

Καθίσταται σήμερα καί πάλι ἐπίκαιρο τό ὑπόμνημα τό ὁποῖο ἀποστείλαμε πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, ὑπό τόν τίτλο «Ἡ αἱρετική κίνησις τῶν Γεδεωνιτῶν καί ἡ διανομή ἀντιτύπων τῆς Καινῆς Διαθήκης», στό πλαίσιο τῆς εὐθύνης καί τῆς ἀγωνίας τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ὡς Κατηχη-τικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας. 

Θεωροῦμε ὅτι ἡ δημοσίευση, γιά πρώτη φορά, τοῦ ὑπομνήματος αὐτοῦ θά διαφωτίσει καί θά προφυλάξει τό ἐκκλησιαστικό Σῶμα, τό ὁποῖο ὡς ποιμένες ἔχουμε ταχθεῖ νά καθοδηγοῦμε εἰς νομάς σωτηρίους μέ ἀσφαλῆ ὁδηγό τήν ὀρθόδοξη πίστη. Τό τραγιγώτερο δέ εἶναι ὅτι στόν πρόλογο τῆς ἐκδόσως τῆς Βίβλου πού μοιράζουν οἱ κάθε λογῆς αἱρετικοί ἀναφέρονται τά Πατριαρχικά καί Συνοδικά Γράμματα τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων. 

Ἐκχωρεῖται τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας; Πωλεῖται τό φρόνημα τῆς Ἐκ-κλησίας; Γι’ αὐτό τά ἀναφερόμενα στό ὑπόμνημα περί Γεδεωνιτῶν ἰσχύουν καί γιά τήν «Ἑλληνική Ἱεραποστολική Ἕνωση» ἀφοῦ πρόκειται περί συγκοινωνούντων αἱρετικῶν δοχείων.

Ἀθῆναι, 12 Ἀπριλίου 2006

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Πρός τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Θέμα: « αἱρετική κίνησις τῶν Γεδεωνιτῶν καί  διανομή ἀντιτύπων τῆς ΚαινῆςΔιαθήκης»

Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

Εἰς τήν σύγχρονον μετανεωτερικήν ἐποχήν μας, ἡ ὁποία κυριολεκτικῶς “βομ­βαρδίζεται” ἀπό μηνύματα τεχνολογικά, βιολογικά, ἰδεολογικά, παρουσιάστηκε ἐσχάτως εἰς τήν ἑλληνικήν ἐπικράτειαν –ὡς μή ὤφελε– ἡ αἱρετική κίνησις τῶν Γεδεωνιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐν συνεργασίᾳ μετά τῆς Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρίας διανέμουν ἀντίτυπα τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἰς τήν ὁποίαν αὐτοδιαφημίζονται –διά τῆς ταυτότητός τους καί τοῦ τηλεφωνικοῦ τους ἀριθμοῦ– ἀποβλέποντες εἰς τόν προσηλυτισμόν τῶν χριστιανῶν καί –ὡς εἶναι φυσικόν– εἰς τήν ἀποκοπήν τους ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή δέ τά ἀντίτυπα τοῦτα ἔφθασαν μέχρι τό κατώφλι τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, οἱ ὁποῖοι οὐχί μόνον ἀνενδοιάστως ἀλλά καί εὐθαρσῶς τά “προσφέρουν”, ἡμεῖς δέ γινόμεθα καθημερινῶς δέκτες παραπόνων ἐκ τῆς τοιαύτης κινήσεως ὑπό τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν τῆς Βορείου κυρίως Ἑλλάδος, κρίναμεν σκόπιμον ὅπως διά τοῦ Ὑπομνήματος τούτου ἐνημερώσωμεν Ὑμᾶς, Μακαριωτάτε, καί τήν ὑφ’ Ὑμῶν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον, ὥστε νά ἀντι-μετωπισθῇ ἡ ἐπικίνδυνος αὕτη ἀντιεκκλησιαστική εἰσβολή τῆς αἱρέσεως τῶν Γεδεωνιτῶν.

1. Ἡ προτεσταντική ὁμάς τῶν Γεδεωνιτῶν. Ἀρχικῶς οἱ Γεδεωνῖται ἐνεφανίσθηκαν ὡς ὀργάνωσις εἰς τάς Ἡνωμένας Πολιτείας τῆς Ἀμερικῆς, μέ σκοπόν τήν διάδοσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆςi. Αὕτη εἰσήχθη καί εἰς τήν χώρα μας καί ἤρχισεν νά ὀργανώνεται τό ἔτος 1952 ὑπό τοῦ Φ. Ποταμιάνου, ἀποτελοῦσα μέρος διεθνοῦς “ὑπερδογματικῆς” ὀργάνωσης καί ἐλεγχομένη ὑπό τῶν Εὐαγγελιστῶν. Φέρει δέ καί τόν τίτλον «Φίλοι τοῦ Ἱεροῦ Βιβλίου». Κατά τήν δήλωσιν τοῦ L. Aspegren, ἑνός ἐκ τῶν προέδρων τῶν Γεδεωνιτῶν, «χορηγοῦνται [στήν Ἑλλάδα] κάθε χρόνο πέντε χιλιάδες (5.000) ἀντίτυπα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἕως σήμερα ἔχουν διανεμηθεῖ συνολικά ὀκτακόσιες δέκα χιλιάδες (810.000)»ii.

Μετά τῆς προτεσταντικῆς ταύτης ὁμάδος συνεδέθη ἡ παρουσία τοῦ Μιλτιάδου Ἀγγελάτου (1922-2002), ὁ ὁποῖος ἐπέδειξεν «πρωτοπόρα δραστηριότητα», διατελέσας πρωτεργάτης καί Α΄ γραμματεύς –ἀπό τόν Μάρτιον τοῦ 1953– τῆς ὀργα­νώσεως τῶν «Γεδεωνιτῶν, τῶν Φίλων τοῦ Ἱεροῦ Βιβλίου». Ὡς ἀναγράφεται εἰς τό περιοδικόν «Ἀστήρ τῆς Ἀνατολῆς», μηνιαία ἔκδοσις τῆς Ἑλληνικῆς Εὐαγ­γελικῆς «Ἐκκλη­σίας», ἡ ἐν λόγῳ ὀργάνωσις ἔχει «σκοπό νά φέρει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ στά ξενοδο­χεῖα, στίς φυλακές καί γενικά στά σταυροδρόμια τῆς ζωῆς»iii.

Οἱ Γεδεωνῖται διατηροῦν εἰς τήν Ἀθήνα εὐκτήριον οἶκον, ὅστις λειτουργεῖ χωρίς ἄδεια τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων –ὅπως καί οἱ ὁμάδες «Ἐκκλησία τῆς Σαηντεολογίας», «Ἀποκαταλλαγή τῶν Πάντων», «Βιβλική Ἑται­ρεία Λόγος Ζωντανός» κ.ἄ.– εὑρισκόμενον εἰς τήν ὁδόν Εὐριπίδου 14 (ἐκεῖ συστεγάζονται καί οἱ δραστηριότητες τῆς «Ἑλληνικῆς Ἱεραποστολικῆς Ἕνωσης). Δρα­στηριο­ποιοῦνται καί εἰς τήν Θεσσαλονίκη, ἀπ’ ὅπου ἐκδίδεται τό μηνιαῖον περιοδικόν ὑπό τόν τίτλον «Οἱ Θεσσαλονικεῖς τῆς Ἐλεύθερης Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας Θεσσαλονίκης», εἰς τό ὁποῖον παρουσιάζεται τό ἔργο τους.

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ σύγχρονος δραστηριότης τῶν Γεδεωνιτῶν ἐντάς­σεται εἰς τό πλαίσιον τῆς γενικοτέρας δραστηριότητος τῶν Προτεσταντῶν, θυμίζοντας εἰς ὅλους μας τήν δρᾶσιν τῶν Διαμαρτυρομένων Μισσιοναρίων εἰς τόν ἑλλη­νικόν χῶρον κατά τάς ἀρχάς τοῦ ιθ΄ αἰῶνος. Ταυτοχρόνως, εἶναι γνωστόν ὅτι ὄπισθεν τῶν προτεσταντικῶν ἱεραποστολικῶν ἑταιρειῶν κρύπτονται ἀνέκαθεν αὐτές αὕται αἱ Ὁμολογίαι τους εἴτε εἰς τήν Ἀμερικήν εἴτε εἰς τήν Ἀγγλίαν, ἀποβλέπουσαι διά τῆς ἐπιμόνου ὅσον καί ἀνιέρου προπαγάνδας τους εἰς τό νά ἀποσπάσουν τήν ἐμπιστοσύνην ἀρχι-κῶς καί νά προσελκύσουν εἰς τάς πλάνας τους ἐν συνεχείᾳ ἀκατατόπιστους Ὀρθοδόξους.

2. Ἡ συ­νερ­γα­σί­α τους με­τά τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Βι­βλι­κῆς Ἑ­ται­ρί­ας. Ἡ ἀ­νά­θε­σις ὑ­πό τῶν Γε­δε­ω­νι­τῶν τῆς ἐκ­δό­σε­ως πολ­λῶν χι­λι­ά­δων ἀ­ντι­τύ­πων τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης –κει­μέ­νου καί νε­οελ­λη­νι­κῆς με­τα­φρά­σε­ως– εἰς τήν Ἑλ­λη­νι­κήν Βι­βλι­κήν Ἑ­ται­ρί­αν (Ε.Β.Ε.), ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­φορ­μήν ἐν­θυ­μή­σε­ως τῶν ἐ­πι­δι­ώ­ξε­ων τῆς ἐν λό­γῳ Ἑ­ται­ρεί­ας εἰς τήν Ἑλ­λά­δα κα­τά τούς πα­ρελ­θό­ντας αἰ­ῶ­νας. Εἰ­δι­κό­τε­ρον, κα­τά τό ἔτος 1804 ἱ­δρύ­θη ὡς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή ἑ­ται­ρεί­α ἡ πε­ρί­φη­μη Βρε­τα­νι­κή Βι­βλι­κή Ἑ­ται­ρεί­α (British and Foreign Bible Society), ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πε­κτεί­νου­σα τάς δρα­στη­ρι­ο­τή­τά της εἰς τήν Ἑλ­λά­δα ἱ­δρύ­θη δι­ά πρώ­την φο­ράν εἰς τήν Κέρ­κυ­ραν τό 1819 ἡ Ἰ­ό­νι­ος Βι­βλι­κή Ἑ­ται­ρεί­αiv. Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ δέ τό ἔρ­γον τῆς Βι­βλι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας ἐ­πε­κτά­θη εἰς ὁλό­κλη­ρον τόν ἐν Ἑλ­λά­δι χῶ­ρον. Ἀ­πό δέ τοῦ ἔ­τους 1992 προ­σε­τέ­θη εἰς τήν ἐ­πω­νυ­μί­αν της ἡ λέ­ξις “Ἑλ­λη­νι­κή”, ἀ­πο­κα­λου­μέ­νη οὕ­τως αὕ­τη «Ἑλ­λη­νι­κή Βι­βλι­κή Ἑ­ται­ρί­α».

Κύ­ρι­ος σκο­πός –πέ­ραν τῶν ἄλ­λων φα­νε­ρῶν ἤ ἐ­γκρυ­πτο­μέ­νων τῆς ἀρ­χι­κῆς Β.Ε.– τῆς νε­ω­τέ­ρας Ε.Β.Ε. ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ δι­ά­δο­σις με­τα­φρά­σε­ως τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς εἰς τήν νε­οελ­λη­νι­κήν, ἤ­τοι τήν δη­μο­τι­κήν γλῶσ­σαν. Πρός τόν σκο­πόν οὗ­τον ἐ­χρη­σι­μο­ποί­η­σεν τό­σον πα­λαι­ο­τέ­ρας με­τα­φρά­σεις, ὅ­σον καί νέ­ας με­τα­φρά­σεις, τάς ὁ­ποί­ας ἀ­νέ­λα­βεν ἡ ἰ­δί­α νά ἐκ­πο­νή­σῃ. Ἡ νε­ω­τέ­ρα δέ νε­οελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­σις τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, τήν ὁ­ποί­α ἕ­ως σή­με­ρον ἐκ­δί­δει, εἶ­ναι ἡ γι­νο­μέ­νη κα­τά τό ἔ­τος 1985 καί ἀ­να­θε­ω­ρη­θεῖ­σα κα­τά τό 1989 ὑ­πό τῶν τεσ­σά­ρων πα­νε­πι­στη­μι­α­κῶν Κα­θη­γη­τῶν, ἀνα­τυ­που­μέ­νη εἰς γ΄ ἔκ­δο­σιν.

Τό­σον ὁ ἀ­νω­τέ­ρω ἀ­πο­κλει­στι­κός σκο­πός τῆς Ε.Β.Ε. ὅ­σον καί ἡ κα­τά χι­λι­ά­δας πα­ρα­γω­γή ἀ­ντι­τύ­πων ὑ­πό τῶν Γε­δε­ω­νι­τῶν ἐκ­φρά­ζουν τήν στα­θε­ρήν πε­ρί τῆς sola scriptura δο­γμα­τι­κήν πε­ποί­θη­σιν τοῦ Προ­τε­στα­ντι­σμοῦ. Εἰ­δι­κῶς δέ ἡ τα­κτι­κή τῶν Γε­δε­ω­νι­τῶν ἐκ­φρά­ζει τόν σύν­δε­σμον καί τήν στε­νήν σχέ­σιν με­τα­ξύ τῆς Βί­βλου γε­νι­κό­τε­ρον καί τῆς προ­ση­λυ­τι­στι­κῆς τους προ­πα­γάν­δας, κα­θώς οὕ­τοι ἑρ­μη­νεύ­ουν τήν Γρα­φήν ὅ­λως δι­ά­φο­ρον πρός τήν ὀρ­θό­δο­ξον ἐκ­κ­λη­σι­ο­λο­γί­αν καί πα­ρά­δο­σιν.

3. Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή βι­βλί­ον τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας καί οὐ­χί τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ὁ­μά­δων. Θά πρέ­πῃ κα­νείς νά εἶ­ναι πλή­ρως ἀ­μα­θής γι­ά νά πα­ρα­γνω­ρί­ζῃ τό θε­με­λι­ῶ­δες γε­γο­νός ὅ­τι ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ἀ­πο­τε­λεῖ βι­βλί­ον τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἤ­τοι βι­βλί­ον τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας τό ὁ­ποῖ­ον δι­ε­φύ­λα­ξεν ἀ­νό­θευ­τον καί ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτον ἕως σή­με­ρον ἡ ἱ­στο­ρι­κή αὐ­τῆς συ­νέ­χει­α, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἀ­να­το­λι­κή Ἐκ­κ­λη­σί­α. Εἰ­δι­κό­τε­ρον, ἡ συ­γκρό­τη­σις τοῦ Κα­νό­νος τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ὑ­πό τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς καί τῆς με­τα­πο­στο­λι­κῆς ἀ­δι­αί­ρε­της Ἐκ­κ­λη­σί­ας δέν ἐ­πε­βλή­θη ἔ­ξω­θεν ὡς ἱ­στο­ρι­κή ἀνα­γκαι­ό­της, ἀλ­λά συ­νι­στᾶ μι­ά φυ­σι­ο­λο­γι­κή ἐ­ξέ­λι­ξις, ὑ­πα­γο­ρευ­θεῖ­σα ὑ­πό τῆς φύ­σε­ως καί τοῦ χα­ρα­κτῆ­ρος τῆς αὐ­τῆς αὕ­της τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ὑ­πό με­λῶν τῆς ὁ­ποί­ας, ἐντός τῆς ὁ­ποί­ας καί χά­ριν τῆς ὁ­ποί­ας τά ἱ­ε­ρά ταῦ­τα βι­βλί­α ἐ­γρά­φη­σανv.

Εἰς τό ση­μεῖ­ον τοῦ­το ἀ­ξί­ζει νά φέ­ρω­μεν εἰς τήν μνή­μην μας τά ὑ­πό τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Ἀ­κα­δη­μαϊ­κοῦ καί Κα­θη­γη­τοῦ Μ. Σι­ώ­του γρα­φέ­ντα: «Ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ὁ λα­λη­θείς ὑ­πό τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ κα­τά τήν ἐ­πί γῆς ζω­ήν Του, δέν ἐ­χά­θη, ἀλ­λά πα­ρα­μέ­νει εἰς τόν αἰ­ῶ­να ἕ­νε­κα ἀ­κρι­βῶς τῆς φύ­σε­ως αὐ­τοῦ. Ὁ λό­γος οὗ­τος ἀ­πε­τυ­πώ­θη εἰς τήν συ­νεί­δη­σιν τῶν πρώ­των με­λῶν τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας δι­ά τῆς ἐν αὐ­τῇ ἐπι­στα­σί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος (Ἰ­ωάν. 14,26 καί 16,13), ἀ­πε­τέ­λε­σε δέ τόν θε­μέ­λι­ον τῆς πε­ρί τοῦ Θε­οῦ ζώ­σης ἐν τῇ Ἐκ­κ­λη­σί­ᾳ ἱ­στο­ρι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως. Με­ρι­κῶς κα­τε­γρά­φη ὁ λό­γος οὗ­τος εἰς τά γνω­στά βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης (πρβλ. Ἰωάν. 21,25), δι­ά τῶν ὁ­ποί­ων αὕ­τη ἀ­πέ­βη τό ἐ­ξο­χώ­τα­τον μνη­μεῖ­ον τῆς πα­γκο­σμί­ου ἱ­στο­ρί­ας, τό πο­λυ­τι­μό­τε­ρον κει­μή­λι­ον τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἡ ἀ­σά­λευ­τος πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῶν χρι­στι­α­νῶν καί ὁ ὑ­πέρ πά­ντα ἄλ­λον ἀ­νε­κτί­μη­τος θη­σαυ­ρός τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους»vi.

Ἔ­κτο­τε, λοι­πόν, ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α ἀ­νέ­λα­βε τή λει­τουρ­γί­α «ἱ­ε­ρουρ­γεῖν τό εὐ­αγ­γέ­λι­ον τοῦ Θε­οῦ» (Ρωμ. 15,16) καί εἰ­δι­κό­τε­ρον ἀ­νέ­θε­σεν εἰς τούς πε­πλη­ρω­μέ­νους τῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος δω­ρε­ᾶς πρε­σβυ­τέ­ρους αὐ­τῆς «ἱ­ε­ρουρ­γεῖν τόν λό­γον τῆς ἀ­λη­θεί­ας»vii του ἐν τῇ θεί­ᾳ λα­τρεί­ᾳ καί ἐν πά­σῃ τῇ ζω­ῇ τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Αὐ­τό τοῦ­το τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ον ἀ­πο­τε­λεῖ «τήν καρ­δι­ά τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας», κα­τά τήν ἔκ­φρα­σιν τοῦ κα­θη­γη­τοῦ Ἰ. Κα­ρα­βι­δό­που­λουviii, τό ὁ­ποῖ­ον ἡ λει­τουρ­γι­κή μας πα­ρά­δο­σις οὐ­χί μό­νον φυ­λάσ­σει ἐ­πά­νω εἰς τήν Ἁ­γί­αν Τρά­πε­ζα τῶν Ἐκ­κ­λη­σι­ῶν, ἀλ­λά καί λι­τα­νεύ­ε­ται τοῦτο, καί προ­σκυ­νεῖ­ται ὑ­πό τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως καί τῶν πι­στῶν, καί τέ­λος ἀ­πό­κει­ται ἐ­πί τῆς Ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης.

Ὑ­π' αὐ­τό τό πρῖ­σμα ἡ ἔκ­δο­σις, ἡ δι­α­κί­νη­σις καί ἡ πώ­λη­σις ἤ “προ­σφο­ρά” τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας ὑ­πό αἱ­ρε­τι­κῶν ὁ­μά­δων ἤ προ­τε­στα­ντι­κῶν Ἑ­ται­ρει­ῶν ἀ­πο­τε­λεῖ σφε­τε­ρι­σμόν ἀλ­λο­τρί­ου ἀ­γα­θοῦ, οἰ­κει­ο­ποί­η­σιν ἀ­γα­θοῦ τό ὁ­ποῖ­ον δέν τούς ἀ­νή­κει, ὑ­πε­ξαι­ρώ­ντας το αὐ­θαι­ρέ­τως ἀ­πό τήν δι­σχι­λι­ε­τῆ καί πλέ­ον ζῶ­σα ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί πα­ρά­δο­σιν τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Εἰς αὐ­τούς δέ πού ἀρ­νοῦ­νται νά συμ­με­τά­σχουν εἰς τήν προ­φη­τι­κήν, ἀ­πο­στο­λι­κήν καί πα­τε­ρι­κήν ἀ­δι­ά­σπα­στον ζω­ήν τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἀλ­λά ἐμ­φα­νί­ζο­νται δῆ­θεν ὡς “ἔ­χο­ντες” καί “κα­τέ­χο­ντες” καί “δι­α­δί­δο­ντες” καί “προ­σφέ­ρο­ντες” τόν λό­γον τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, εἰς αὐ­τούς –οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν κα­τα­νο­οῦν τόν φε­ρό­με­νον θη­σαυ­ρόν ὡς ἀλ­λό­τρι­οι τοῦ ἐν­δη­μοῦ­ντος ἐν τῇ Ἐκ­κ­λη­σί­ᾳ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου– ἰ­σχύ­ει ἡ λε­γο­μέ­νη ὑ­πό τοῦ Κυ­ρί­ου ρῆ­σις:

«Ποῦ ᾖς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τήν γῆν; ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν.

τίς ἔθετο τά μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας;

ἐν ποίᾳ δέ γῇ αὐλίζεται τό φῶς; σκότους δέ ποῖος ὁ τόπος;

εἰ ἀγάγοις με εἰς ὅρια αὐτῶν; εἰ δέ καί ἐπίστασαι τρίβους αὐτῶν;»

Κα­τ' ἀ­νά­λο­γον τρό­πον, ὅ­πως τό­τε ὡς ἄν­θρω­πος ὁ Ἰ­ώβ συ­ναι­σθά­νε­ται τήν σμι­κρό­τη­τά του ἔ­να­ντι τοῦ ἀ­νυ­περ­βλή­του με­γα­λεί­ου τοῦ Θε­οῦ (Ἰώβ 38,3-4.19-20), οἱ ἐπί­δο­ξοι σή­με­ρον «Φί­λοι τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Βι­βλί­ου» ὀ­φεί­λουν –ἐ­άν δι­α­θέ­τουν σύ­νε­σιν καί σῷ­ας φρέ­νας– νά ὁ­μο­λο­γή­σουν τήν πα­ντε­λῆ ἄ­γνοι­ά τους δι­ά τό πό­θεν προ­ῆλ­θεν τοῦ­το τό Βι­βλί­ον, ἐ­ντός ποί­ου πε­ρι­βάλ­λο­ντος ἐ­δη­μι­ουρ­γή­θη, ὑ­πό ποί­ας θεί­ας ἐπι­νεύ­σε­ως καί τί­νων συ­νε­γρά­φη, ἐ­ντός ποί­ου πε­ρι­βάλ­λο­ντος δι­ε­τη­ρή­θη ἕ­ως σή­με­ρον ἀ­λώ­βη­τον καί ἀ­ναλ­λοί­ω­τον κ.λ­π. ἀ­να­πά­ντη­τα δι­' αὐ­τούς ἐ­ρω­τή­μα­τα.

4. Ὁ ἀ­ντι­εκ­κ­λη­σι­α­στι­κός χα­ρα­κτήρ τῆς δρά­σε­ως τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν Γε­δε­ω­νι­τῶν. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ­λί­ου φα­ει­νό­τε­ρον ὅ­τι ἡ κα­τά χι­λι­ά­δας πα­ρα­γω­γή ἀ­ντι­τύ­πων τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ὑ­πό τῶν Γε­δε­ω­νι­τῶν, φε­ρό­ντων εἰς τήν ἀρ­χήν ταύ­της τήν ἐ­πω­νυ­μί­αν τους καί τόν τη­λε­φω­νι­κόν τους ἀ­ρι­θμό, ἀ­πο­βλέ­πει εἰς ἕ­να καί μό­νον σκο­πόν, ἤ­τοι ὅ­πως δι­ά τῆς τοι­αύ­της “προ­σφο­ρᾶς” ἤ ἄλ­λως ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κῆς–προ­ση­λυ­τι­στι­κῆς τους προ­πα­γάν­δας δι­α­βρώ­σουν στα­δι­α­κῶς τήν ὀρ­θό­δο­ξον συ­νεί­δη­σιν με­ρί­δας τι­νάς τοῦ Λα­οῦ, ἔ­τι δέ καί τῆς Πο­λι­τεί­ας ἤ τοῦ Κλή­ρου, καί αὐ­ξή­σουν τόν ἀ­ρι­θμόν τῶν με­λῶν τους.

Θά ἠ­δύ­να­το τις νά ὑ­πο­στη­ρί­ξῃ ὅ­τι αἱ αἱ­ρε­τι­καί αὗ­ται ὁ­μά­δες, στά πλαί­σι­α ἀκρι­βῶς τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κῆς–προ­ση­λυ­τι­στι­κῆς τους προ­πα­γάν­δας, θά ἐ­κι­νοῦ­ντο εἰς μή χρι­σται­νι­κούς λα­ούς, πρά­γμα ἴ­σως θε­μι­τό· ἀλ­λά τό νά κα­τευ­θύ­νω­νται αὕ­ται καί νά δρα­στη­ρι­ο­ποι­οῦ­νται ἐ­ντός ἑ­νός χρι­στι­α­νι­κοῦ λα­οῦ, καί δή ὀρ­θο­δό­ξου μέ ζῶ­σαν πα­ρά­δο­σιν αἰ­ώ­νων, ἀ­πο­τε­λεῖ πρά­γμα ἀ­θέ­μι­τον καί ἐ­γκλη­μα­τι­κόν. Πρός αὐ­τούς ἔ­χει ἐ­φαρ­μο­γήν ὁ λό­γος οὗ­τος τοῦ Κυ­ρί­ου: «Οὐ­αί ὑ­μῖν, γραμ­μα­τεῖς καί Φα­ρι­σαῖ­οι ὑ­πο­κρι­ταί, ὅ­τι πε­ρι­ά­γε­τε τήν θά­λασ­σαν καί τήν ξη­ράν ποι­ῆ­σαι ἕ­να προ­σή­λυ­τον, καί ὅταν γέ­νη­ται, ποι­εῖ­τε αὐ­τόν γε­έν­νης δι­πλό­τε­ρον ὑ­μῶν» (Ματ­θ. 23,15).

Ὁ σκανδαλισμός τῶν πιστῶν, ἔτι δέ καί ἡ διάβρωσις τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, ἅτινα προξενοῦνται ὑπ’ αὐτῶν εἶναι κατάδηλον. Τοῦτο καί Ὑμεῖς, Μακαριώτατε, προσφυῶς ἔχετε ἐπισημάνει: «Αὐτήν τήν διάβρωσιν τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, τόσον εἰς τόν τόπον ἡμῶν ὅσον καί εἰς ὅλην τήν ὀρθόδοξον οἰκουμένην, ἐπιχειροῦν αἱ ποικίλαι παραθρησκευτικαί ὁμάδες, δρῶσαι μέ ποικίλα προσω­πεῖα»ix.

Ἔναντι αὐτῆς τῆς καταστάσεως, γεννᾶται σειρά ἐρωτημάτων, δει-κνύοντα τόν ἀντιεκκλησιαστικόν χαρακτῆρα τῆς ἐπικίνδυνης δράσεώς τους εἰς τόν ἑλλα­δικόν χῶρον:

(α) Δι­α­τί πα­ρα­βλέ­πουν τό γε­γο­νός, ὡς προ­α­να­φέ­ρα­μεν, ὅ­τι ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ἀπο­τε­λεῖ βι­βλί­ον τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἥ­τις τυγ­χά­νει καί ὁ μο­να­δι­κός αὐ­θε­ντι­κός φύ­λα­κας καί ἑρ­μη­νευ­τής τηςx;

(β) Δι­α­τί ἀρ­νοῦ­νται τή δυ­να­μι­κή καί χα­ρι­σμα­τι­κή ἑ­νο­ποί­η­ση τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως στό ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κό γε­γο­νός τῆς προ­σω­πι­κῆς καί ἀ­γα­πη­τι­κῆς σχέ­σε­ως Θε­οῦ – ἀν­θρώ­που;

(γ) Δι­α­τί ἐ­ξαί­ρουν καί ὑ­περ­το­νί­ζουν τή δι­α­νο­η­τι­κή κα­τα­νό­η­ση μό­νης τῆς Ἁγί­ας Γρα­φῆς, ἀ­κρω­τη­ρι­ά­ζο­ντάς την ἀ­πό τό ζω­ντα­νό ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κό σῶ­μα, ἐ­ντός τοῦ ὁ­ποί­ου μό­νον εἶ­ναι δυ­να­τόν αὕ­τη νά κα­τα­νο­η­θῇ;

(δ) Διατί παραθεωροῦν τήν ἀλήθεια τοῦ προσώπου καί ἀπολυτοποιοῦν τήν ἀτομική πίστη, συνοδευομένης μετά τῆς ἀτομικῆς διανοητικῆς συλλή-ψεως, ἀτομικῆς συναισθηματικῆς βιώσεως καί ἀτομικῆς ἠθικῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀληθείαςxi;

(ε) Δι­α­τί χρη­σι­μο­ποι­οῦν τήν “προ­σφο­ράν” τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ λό­γου ὡς μέ­σον ἀ­νι­έ­ρου προσηλυτιστικῆς προ­πα­γάν­δας δι­ά τήν αὔ­ξη­σιν τῶν με­λῶν τῆς προ­τε­στα­ντι­κῆς τους ὀρ­γα­νώ­σε­ως;

(στ) Δι­α­τί, τέ­λος, καί ἡ Ἑλ­λη­νι­κή Βι­βλι­κή συ­νερ­γά­ζε­ται με­τά τῆς ἐ­γνω­σμέ­νης αἱ­ρε­τι­κῆς ὁ­μά­δος τῆς Γε­δε­ω­νι­τῶν, ἀ­δι­α­φο­ρώ­ντας δι­ά τήν ἰδικήν της ὑ­πό­λη­ψίν καί διά τάς σχέ­σεις της μετά τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας;

Τά ἀ­νω­τέ­ρω ἐ­ρω­τή­μα­τα κα­θι­στοῦν ἐμ­φα­νῶς τοῖς πᾶ­σιν τήν ἀ­ντι­εκ­κ­λη­σι­α­στι­κήν δρᾶ­σιν τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν Γε­δε­ω­νι­τῶν, ὅ­τι οὗ­τοί εἰ­σιν αὐ­θαί­ρε­τοι σφε­τε­ρι­στές τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, εὑ­ρί­σκο­νται ἀ­πο­κομ­μέ­νοι τῆς ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ἀ­κρω­τη­ρι­ά­ζουν τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή ἀ­πό τό φυ­σι­κό της ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον, πα­ρα­θε­ω­ροῦν τήν ἀ­λή­θει­α τοῦ προ­σώ­που ἤ­τοι τήν προ­σω­πι­κή ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι κοι­νω­νί­α, χρη­σι­μο­ποι­οῦν τόν λό­γον τῆς ἀ­λη­θεί­ας ὡς μέ­σον προ­ση­λυ­τι­στι­κῆς προ­πα­γάν­δας, προ­σβάλ­λουν τήν Ὀρ­θό­δο­ξον κα­θ' Ἑλ­λά­δα Ἐκ­κ­λη­σί­αν, ἔ­χο­ντες ὡς συ­νερ­γά­την τους τήν Ἑλ­λη­νι­κήν Βι­βλι­κήν Ἑ­ται­ρί­αν.

5. Τό πα­ρά­δει­γμα τῶν Ὁ­σί­ων καί Ἁ­γί­ων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Στή συ­νά­φει­α τοῦ θέ­μα­τος τού­του, ἀ­ξί­ζει ν' ἀ­να­φερ­θῶ­μεν εἰς τόν ὅ­σι­ον Θε­ο­φά­νην τόν Ἔ­γκλει­στον, με­γά­λον Ρῶ­σον ἱ­ε­ράρ­χην τοῦ ιθ΄ αἰῶνος (1815-1894), ὁ ὁποῖ­ος σ' ἐ­πι­στο­λήν του δι­ά τόν τρό­πον ἀ­ντι­με­τω­πί­σε­ως ἑ­νός αἱ­ρε­τι­κοῦ γρά­φει –με­τα­ξύ ἄλ­λων– καί τά ἑ­ξῆς:

«Γρά­φε­τε: “Ἐμ­φα­νί­στη­κε κά­ποι­ος κή­ρυ­κας τῆς πί­στε­ως, πού φαί­νε­ται εὐ­γε­νής, καί γυ­ρί­ζει στά σπί­τι­α, δι­α­βά­ζει τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, τό ἑρ­μη­νεύ­ει, δι­δά­σκει τήν πί­στη στόν Χρι­στό καί πα­ρα­κι­νεῖ σέ με­τά­νοι­α. Κο­ντά του κα­τοι­κεῖ ἕ­νας φτω­χός βι­βλι­ο­δέ­της. Στό σπί­τι του ἔρ­χε­ται αὐ­τός ὁ κή­ρυ­κας καί συ­γκε­ντρώ­νει ἀρ­κε­τό κό­σμο. Πῆ­γα κι ἐ­γώ ἐ­κεῖ δυ­ό φο­ρές. Ἀ­κού­γε­ται μά­λι­στα ὅ­τι καί σέ ἄλ­λα μέ­ρη, ὅ­που κη­ρύσ­σει, μα­ζεύ­ο­νται πολ­λοί γι­ά νά τόν ἀ­κού­σουν”.

»Ἄς στα­θοῦ­με στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό. Κα­θα­ρά φαί­νε­ται ἐ­δῶ, ὅ­τι ὁ νέ­ος τοῦ­τος κή­ρυ­κας τῆς πί­στε­ως δέν εἶ­ναι κή­ρυ­κας τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Πῶς δι­δά­σκει τήν πί­στη στό Χρι­στό, χω­ρίς νά ἔ­χει ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ ὡς ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κας ἀ­πό τήν Ἐκ­κ­λη­σί­α; Αὐ­τό εἶ­ναι γε­γο­νός πρω­τά­κου­στο! Ἔ­πρε­πε ἐ­ξαρ­χῆς νά συλ­λο­γι­στεῖ­τε ὅ­τι κά­τι ὕ­πο­πτο συμ­βαί­νει, καί νά ἤ­σα­σταν σέ ἐ­πι­φυ­λα­κή.

»Λέ­τε στή συ­νέ­χει­α, ὅ­τι δι­δά­σκει πί­στη στό Χρι­στό καί μι­λά­ει συ­νε­χῶς ἀ­πό τά Εὐ­αγ­γέ­λι­α. Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς θά ἔ­πρε­πε νά σᾶς κά­νει πι­ό προ­σε­κτι­κό. Γι­α­τί σᾶς δι­δά­σκει πί­στη στό Χρι­στό; Μή­πως δέν εἶ­στε χρι­στι­α­νός; Ἐ­σεῖς ἀ­πό παι­δί πι­στεύ­ε­τε στό Χρι­στό καί ζεῖ­τε μέ­σα στούς κόλ­πους τῆς ἁ­γί­ας Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Ὅ­ταν λοι­πόν ἄρ­χι­σε νά δι­δά­σκει γι­ά πί­στη στό Χρι­στό σ' ἐ­σᾶς, πού ἤ­δη πι­στεύ­ε­τε, θά ἔ­πρε­πε νά σκε­φτεῖ­τε, ὅ­τι ἡ δι­κή του πί­στη ἴ­σως νά εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό τή δι­κή σας, τήν πί­στη δη­λα­δή τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας μας.

»Καί ὅ­μως, κα­νέ­νας σας δέν δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε. Λέ­γο­ντάς σας νά πι­στεύ­ε­τε στό Χρι­στό, σᾶς θε­ώ­ρη­σε ἄ­πι­στους, Κι ἐ­σεῖς τό ἀ­κού­σα­τε μέ ἀ­πά­θει­α, σάν νά ἤ­σα­σταν πρα­γμα­τι­κά ἄ­πι­στοι! Αὐ­τό εἶ­ναι τό δεύ­τε­ρο λά­θος σας, με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πό τό πρῶ­το.

»Γρά­φε­τε: “Μι­λά­ει πά­ντο­τε γι­ά τόν Κύ­ρι­ό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί γι­ά τή σω­τή­ρι­α θυ­σί­α Του. Μι­λά­ει μ' ἐν­θου­σι­α­σμό. Τόν α­κοῦ­τε εὐ­χά­ρι­στα καί ὁ­λο­έ­να μᾶς ἑλ­κύ­ει”. Ἄ­ρα­γε ξε­χω­ρί­σα­τε ἄν εἶ­ναι ὀρ­θό­δο­ξος ἤ ἑ­τε­ρό­δο­ξος; Ἴ­σως σκε­φτή­κα­τε, ὅ­τι, ἀ­φοῦ μι­λά­ει γι­ά τόν Σω­τή­ρα Χρι­στό καί μά­λι­στα μ' ἐν­θου­σι­α­σμό, ἀ­σφα­λῶς δι­κός μας θά εἶ­ναι, στήν ἀ­λή­θει­α θά βρί­σκε­ται καί τήν ἀ­λή­θει­α θά κη­ρύσ­σει. Ἑλ­κυ­στή­κα­τε ἀ­π' ὅ­λ' αὐ­τά καί πέ­σα­τε στήν πα­γί­δα. Μπο­ρεῖ νά ἦ­ταν πρῶ­τα ὀρ­θό­δο­ξος, ἀλ­λά ξέ­πε­σε ἀ­πό τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Εἶ­ναι αἱ­ρε­τι­κός! Μπο­ρεῖ νά κη­ρύσ­σει τήν “ἐν Χρι­στῷ” σω­τη­ρί­α, ἀλ­λά ὄ­χι ὅ­πως μᾶς τή δί­δα­ξαν ὁ Χρι­στός καί οἱ ἅ­γι­οι ἀ­πό­στο­λοι.

»Εἶ­ναι βέ­βαι­α γε­γο­νός, ὅ­τι ὅ­σοι βρί­σκο­νται στήν πλά­νη, πι­στεύ­ουν πώς κα­τέ­χουν τήν ἀ­λή­θει­α. (...) Οἱ προ­τε­στά­ντες, πού δι­α­πί­στω­σαν καί δι­α­κή­ρυ­ξαν τή χρε­ω­κο­πί­α τῶν πα­πι­κῶν σέ πολ­λά ση­μεῖ­α, ἀ­ντί νά ἐ­πι­στρέ­ψουν στήν ἀ­λή­θει­α, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τούς πα­πι­κούς. Στούς Ἄγ­γ­λους δέν ἄ­ρε­σε ὁ γερ­μα­νι­κός προ­τε­στα­ντι­σμός καί οἰ­κο­δό­μη­σαν δι­κό τους, στά μέ­τρα τους, σύμ­φω­να μέ τίς δι­κέ­ς τους ἀ­πό­ψεις καί ὄ­χι σύμ­φω­να μέ τίς αἰ­ώ­νι­ες ἀ­λή­θει­ες, πού ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ Θε­ός. Ἀ­πό τόν Ἀγ­γ­λι­κα­νι­σμό καί τόν προ­τε­στα­ντι­σμό ξε­φύ­τρω­σαν ἀρ­γό­τε­ρα πολ­λές πα­ρα­φυ­ά­δες, καί οἱ αἱ­ρέ­σεις πολ­λα­πλα­σι­ά­στη­καν»xii.

Μακαριώτατε,

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθέντων γεγονότων, εὐσεβάστως προτείνω εἰς Ὑμᾶς καί τήν ὑφ’ Ὑμῶν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον, τάς κάτωθι ταπεινάς προ­τάσεις διά τήν ἀντιμετώπισιν τῆς ἐπικινδύνου ἀντιεκκλησιαστικῆς εἰσβολῆς τῶν αἱερετικῶν Γεδεωνιτῶν:

(α) Ἔγ­γ­ρα­φην ἐ­νη­μέ­ρω­σιν πρός τό Υ­ΠΕΠ­Θ δι­ά ἀ­πα­γό­ρευ­σιν δι­α­νο­μῆς ὑ­πό τῶν Γε­δε­ω­νι­τῶν ἀ­ντι­τύ­πων τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης εἰς τά Σχολεῖα.

(β) Πα­ρό­μοι­αν ἐ­νέρ­γει­αν δι­' ἐ­γκυ­κλί­ου πρός τάς Ἱ­ε­ράς Μη­τρο­πό­λεις.

(γ) Ἐ­νη­μέ­ρω­σιν τοῦ πι­στοῦ Λα­οῦ δι­ά τῆς ἑ­τοι­μα­σί­ας εἰ­δι­κοῦ φυλ­λα­δί­ου «Πρός τό Λα­ό».

Πέ­ραν τού­των, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, εἶ­μαι πε­πει­σμέ­νος ὅ­τι τοι­αῦ­ται προ­σπά­θει­αι δέν εὑ­ρί­σκουν ἀ­πή­χη­σιν εἰς τό ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κόν σῶ­μα, ὅ­ταν αὐ­τό βι­ώ­νει τήν ἑ­νό­τη­τα καί τήν κοι­νω­νί­αν τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πης. Οἱ πει­ρα­σμοί τῆς ἱ­στο­ρί­ας δύ­να­νται ἴσως νά εἶ­ναι πολ­λοί καί ἰ­σχυ­ροί, ἀλ­λά με­γα­λυ­τέ­ρα καί ἰ­σχυ­ρο­τέ­ρα εἶ­ναι πά­ντο­τε ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λει νά εἶ­ναι μαρ­τυ­ρί­α ἀ­γά­πης καί ἀ­λη­θεί­ας μέ­χρι πε­ρά­των τῆς γῆς «πε­ρί τῆς ἡ­μῖν ἐλ­πί­δος» (Α΄ Πέ­τρ. 3,15), δη­λα­δή δι­ά «τήν ἀγα­θήν ἐν Χρι­στῷ ἀ­να­στρο­φήν» (στ. 16) ἀ­να­νε­ου­μέ­νη εἰς τό φῶς τῆς ἐ­σχα­το­λο­γι­κῆς της προ­ο­πτι­κῆς.

Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ καί ἀγάπης

†Ὁ Φαναρίου Ἀγαθάγγελος

Γενικός Διευθυντής

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

Π. Κα­ρα­νι­κο­λα, Οἱ αἱρετικοί προτεστάντες, 2α ἔκ­δ. (Ἀθῆναι: Παπαδημητρίου, 1976), 332.

ii Σ. Λιο­ση, Γνωστές θρησκεῖες, αἱρέσεις καί παραθρησκευτικές ὁμάδες στήν Ἑλλάδα. Εὐκτήριοι οἶκοι (Ἀθήνα: Ἄθως, 2004), 103.

iii Χ. Ντα­γκου­να­κη, «“Πρα­γμα­τεύ­θη­τι...”. Λί­γα λου­λού­δι­α στή μνή­μη τοῦ Μιλ­τι­ά­δη Ἀγ­γε­λά­του», Ἀ­στήρ τῆς Ἀ­να­το­λῆς, Ἰ­αν. 2002.

iv Γ. Δ. Mε­ταλ­λη­νου (πρω­το­πρ.), Τό ζή­τη­μα τῆς μα­τα­φρά­σε­ως τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς εἰς τήν νε­οελ­λη­νι­κήν κα­τά τόν ΙΘ΄ αἰ., 2α ἔκ­δ. (Ἀ­θή­να: Ἁρ­μός, 2004), 86 κ.ἑ.

v Χ. Βουλ­γα­ρη, Εἰ­σα­γω­γή εἰς τήν Και­νήν Δι­α­θή­κην. Τόμ. Β΄: Κα­θο­λι­καί Ἐ­πι­στο­λαί, Ἀ­πο­κά­λυ­ψις, Ἀ­πό­κρυ­φα, Κα­νών, Κρι­τι­κή τοῦ κει­μέ­νου (Ἐν Ἀ­θή­ναις: χ.ἐ., 2003), 1183 κ.ἑ.

vi Μ. Σι­ω­του, «Ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ», ἐν Ὁ ζω­ντα­νός λό­γος. Πνευ­μα­τι­κόν Συ­μπό­σι­ον πε­ρί Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς (Ἀ­θῆ­ναι: Ὅ­σι­ος Ἰ­ωάν­νης ὁ Ρῶσ­σος, 1970), 15-34, ἐ­δῶ 27.

vii Εὐχολόγιον τό Μέγα , ἐπανέκδ. (Ἀθῆναι: Παπαδημητρίου, 1970), 164. Βλ. Χριστοδουλου (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν), «Μήνυμα», ἐν Ἱερουργεῖν τό Εὐαγγέλιον. Ἡ Ἁγία Γραφή στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία (Ἀθήνα: ΕΜΥΕΕ, 2004), 12-17.

viii Ι. Κα­ρα­βι­δο­που­λου, Βι­βλι­κές Με­λέ­τες Γ΄, Β­Β 28 (Θεσ/νί­κη: Π. Πουρ­να­ρᾶ, 2004), 331.

ix Χριστοδουλου (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν), «Αἱρέσεις, παραθρησκεία καί νεοειδωλολατρεία ὡς κοινωνικόν πρόβλημα», ἐν Μηνύματα πίστεως (Ἀθήνα: Λιβάνη, 2000), 255-259, ἐδῶ 257.

x Βλ. πε­ρισ­σό­τε­ρον ἐν Θ. Α­θα­να­σο­που­λου (ἀρ­χιμ.), Ἐκ­κ­λη­σί­α: Ὁ αὐ­θε­ντι­κός φύ­λα­κας καί ἑρ­μη­νευ­τής τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς (Ἀ­θή­να: Ἀ­πο­στο­λι­κή Δι­α­κο­νί­α, 1998).

xi Βλ. πε­ρί προ­τε­στα­ντι­σμοῦ ἐν­δει­κτι­κῶς ἐν X. Γι­αν­να­ρα, Ἀ­λή­θει­α καί ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας (Ἀ­θή­να: Γρη­γό­ρη, 1977), 76 κ.ἑ.

xii Θε­ο­φα­νουσ του Ε­γκλει­στου, Ποῦ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θει­α; ἐν Ἡ Φω­νή τῶν Πα­τέ­ρων, τόμ. Β΄ (τεύ­χη 11-20), (Ὠ­ρω­πός Ἀτ­τι­κῆς: Ἱ. Μο­νή Πα­ρα­κλή­του, 2002), 131-150, ἐ­δῶ 135-137.

Πηγή