Ο παπισμός στη Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα

Ζαχαρόπουλου Νίκου, Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά την Φραγκοκρατία,
εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 97- 105 (Ο τονισμός δικός μας).

Η φραγκοκρατία στην Ελλάδα έχει πολύ στενή σχέση γενικά με τον παπισμό, και ειδικά με τις ιδέες που πηγάζουν απ' αυτόν και μέσ' απ' αυτόν πραγματοποιούνται στη ζωή.

Είναι βέβαια γνωστό πως βασικό μέλημα του παπισμού υπήρξε -κάτω από ολότελα ιδιάζουσα μορφή- η διατήρηση της ενότητας της Εκκλησίας, καθώς και η επανένωση των δυο Εκκλησιών, της Ανατολικής και της Δυτικής, που δημιουργήθηκαν υστέρα από το σχίσμα. Ο παπισμός αντιλαμβανόταν την ένωση της Εκκλησίας, σύμφωνα με το νομικό πνεύμα που τον διέκρινε, όχι βέβαια ως αποτέλεσμα της βασικής σχέσεως των ανθρώπων που μ' αυτήν δημιουργείται η δυνατότητα της δικαιώσεώς τους, δηλαδή της σωτηρίας τους, αλλά ως συνέπεια της καθαρής και τέλειας δικαιικής ιεραρχικής σχέσεως μεταξύ τους. Μη λησμονούμε ότι το πρωτείο του πάπα ήταν εκείνο πού προβαλλόταν ιδιαίτερα πάντοτε από τους παπικούς ως η βασική αρχή της ενότητας τής Εκκλησίας.

Η περίοδος που η Ανατολή υποδουλώθηκε στους Φράγκους παρουσίασε έξαρση στη διατύπωση και αναζήτηση εφαρμογής ιδεών, που ήταν σχετικές με τον παπισμό.

Ο παπισμός, όπως είναι γνωστό, είχε υποστεί φοβερή καθίζηση εξαιτίας ανάξιων παπών. Την ανόρθωση του πέτυχαν ωστόσο ορισμένοι από τους μεγάλους (σσ. για τον παπισμό) πάπες, όπως ο Γρηγόριος Ζ', ο Ιλδεβράνδος (1073-1085 )(1) και ο Ιννοκέντιος Γ' (1198 1216) (2).

Oι ιδέες του Γρηγορίου Ζ' συνοπτικά (3) ήταν οι εξής· ο επίσκοπος Ρώμης είναι ο μόνος οικουμενικός ιεράρχης και το όνομά του είναι το μοναδικό στον κόσμο. Ο πάπας έχει στην απόλυτη εξουσία του όλους τους επισκόπους του κόσμου. Η δικαιοδοσία του σ' αυτούς είναι απεριόριστη, αφού μάλιστα αυτός μόνος έχει το δικαίωμα να τους χειροτονεί και να τους διορίζει ή και να τους καθαιρεί ακόμη. Αυτός, κατά κάποιο τρόπο, στέκεται πάνω και από τις οικουμενικές συνόδους, αφού, για να αναγνωρισθούν κι αυτές ως οικουμενικές, είναι απαραίτητη η γνωμάτευση του πάπα. Η δυνατότητα του πάλι να νομοθετεί σε θέματα της Εκκλησίας και να αναθεωρεί τις αποφάσεις των δικαστηρίων τον καθιστούσε ύψιστη νομοθετική και δικαστική αρχή. Η άποψή του για τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, ότι αυτή και μόνη διασώζει και μαρτυρεί πάντοτε την αλήθεια, προσδίνει στην Εκκλησία την ιδιότητα της λυδίας λίθου, που μ' αυτή δοκιμάζονται όλες οι σχετικές με την αλή θεια απόψεις κάθε εκκλησιαστικής συσσωματώσεως. Η υπεροχή του πάπα σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο εκκλησιαστικό όργανο και, κατά φυσικό λόγο, σε σχέση με κάθε πιστό γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι αυτός έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται τις αξιομισθίες του Αποστόλου Πέτρου. (σσ. Ό,τι δηλαδή κάνει σήμερα ο Βαρθολομαίος). Η αγιότητα του πάπα ήταν φυσική απόρροια από το αξίωμά του και από τη σχέση αυτού του αξιώματος μ' εκείνο του Αποστόλου Πέτρου. Τελικά η θεοκρατική άποψη για τον παπισμό, που εκφράστηκε με το δωδέκατο και με το εικοστό έβδομο άρθρο των « Didactus Papae » (4) ολοκληρώνει τον κύκλο των ιδεών για τον παπισμό, πού ανανεώθηκαν και ενισχύθηκαν με τον πάπα Γρηγόριο Ζ'. Ο πάπας έχει το δικαίωμα να απολύει και να απομακρύνει από το θρόνο και αυτούς τους αυτοκράτορες, ενώ ο ίδιος συγχρόνως μπορεί να απαλλάσσει τους υπηκόους από την ισχύ του όρκου να υποτάσσονται στον ηγεμόνα τους. Η υπεροχή του θυσιαστήριου μπρος στον αυτοκρατορικό θρόνο έγινε ολότελα αισθητή μ' όσα λέχθηκαν και εφαρμόσθηκαν στην εποχή για την οποία έγινε λόγος. Ο πάπας έγινε ο τοποτηρητής της Εκκλησίας όχι απλώς του Πέτρου, αλλά του Χριστού και κύριος της Εκκλησίας της οικουμένης (5).

Οι ιδέες αυτές, που υπενθυμίζουν εκείνες του Λέοντα θ', υιοθετήθηκαν από τον Ιννοκέντιο Γ' και διατυπώθηκαν απ' αυτόν και τους συνεργάτες του με ιδιαίτερο ζήλο, ενώ συγχρόνως καταβλήθηκε προσπάθεια για υλοποίηση τους στην καθημερινή ζωή των πιστών.

Με τον Ιννοκέντιο Γ', είναι απαραίτητο εδώ να σημειώσουμε, βρισκόμαστε ακριβώς στην εποχή που επικράτησαν στην Ανατολή οι Φράγκοι. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' διατύπωσε περαιτέρω την άποψη (6) , ότι το πολιτικό κράτος συγκροτήθηκε εξαιτίας της απομακρύνσεως του ανθρώπου από το θεό και είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας του, ενώ το εκκλησιαστικό, δηλαδή η Εκκλησία, έχει θεία την προέλευση της. Η σχέση του ενός κράτους προς το άλλο είναι όμοια με τη σχέση της σελήνης προς τον ήλιο. Η σελήνη παίρνει το φως της από τον ήλιο και σ' αυτόν επομένως οφείλει το φέγγος της. Η βασιλική εξουσία αρύεται την εξουσία και το κύρος της μόνο από την εκκλησιαστική, γιατί η βασιλική εξουσία δημιουργήθηκε, για να είναι ιερατική, ενώ η ιερατική, για να αποβή βασιλική. Επομένως η πρώτη υποτάσσεται στη δεύτερη, αφού υπάγεται κιόλας σ' αυτήν, ενώ η δεύτερη κυριαρχεί πάνω στην πρώτη και αποβαίνει ηγουμένη αυτής.

Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ', που διακατεχόταν απ' αυτού του είδους τις ιδέες, κατέβαλε προσπάθειες να πείσει τους γύρω απ' αυτόν και τους υφισταμένους του να εκστρατεύσουν κατά της Ανατολής. Η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων και η ένωση των Εκκλησιών αποτελούσαν τις δυο μεγάλες επιθυμίες του πάπα Ιννοκεντίου Γ'. Η πρώτη από τις επιθυμίες του δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί, όπως είδαμε, τα σχέδια των σταυροφόρων με τις πανουργίες του Δάνδολου και των Βενετών άλλαξαν, η δεύτερη όμως εκπληρώθηκε κατά κάποιο τρόπο και με ιδιαίτερα ιδιάζουσα μορφή. Έτσι ο πάπας και γενικότερα η Δυτική Εκκλησία αισθάνθηκαν μεγάλη αγαλλίαση.

Ο Ιννοκέντιος Γ' ευνοήθηκε (7) από τις περιστάσεις, προκειμένου να πραγματοποιήσει τις επιδιώξεις του. Η διαμάχη στη Γερμανία για τη διαδοχή του αυτοκράτορα μεταξύ του Όθωνα Brunswick και του Φιλίππου Σουηβού, καθώς και ο θάνατος της χήρας του Ερρίκου VI, της αυτοκράτειρας Κωνστάντιας, που με τη θέληση της παραχωρήθηκε η κηδεμονία του βασιλείου της Σικελίας στον πάπα, έδωσαν τη δυνατότητα στον παπισμό να ανακτήσει την κοσμική δύναμη του και να ασκήσει και πάλι πολιτική επιρροή σ' όλα τα κράτη. Ο πάπας με τη δύναμη του αυτή και με την πνευματική και εκκλησιαστική επιρροή του πάνω στους πιστούς κατόρθωσε να κινήσει την Δ' σταυροφορία, και μ' αυτήν να πετύχει την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έτσι η ένωση των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως επήλθε αναγκαστικά με κατάκτηση κι όχι με συνεννοήσεις.

Ο Ιννοκέντιος Γ' δικαιολόγησε το γεγονός αυτό με εύσχημο τρόπο. Πρώτα απ' όλα είχε έρθει σε επαφή με τους Ανατολικούς στην εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ'. Ο τελευταίος αυτός αυτοκράτορας, όπως είναι γνωστό, ήλθε σε συνεννοήσεις με τον πάπα στέλνοντας επιστολή, προκειμένου να επιτευχθεί προσέγγιση των δυο μεγάλων δυνάμεων και να περισταλεί η αύξηση της δυνάμεως του Γερμανού αυτοκράτορα (8). Κατά την επαφή αυτή ο πάπας κατέβαλε προσπάθεια να πείσει τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου πως καμιά συνεννόηση δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί, πριν γίνει πραγματικότητα η πολυπόθητη ένωση των Εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας απαίτησε, πριν από κάθε ενέργεια, να συγκληθεί σύνοδος, για να μελετήσει το θέμα της ενώσεως. Ο Ιννοκέντιος Γ' έδειξε ότι δε διαφωνούσε ως προς το σημείο αυτό, θεωρούσε όμως απαραίτητο, πριν από τη σύγκληση της συνόδου, να γίνει το πρώτο βήμα καλής θελήσεως από μέρους των Ορθοδόξων, για τη διοικητική υποταγή τους στη μητέρα Εκκλησία (9). Σ' αντίθετη περίπτωση απειλούσε ότι θα έφθανε μέχρι το σημείο να υποστηρίξει κι αυ τούς τους αντίπαλους των Κομνηνών, τους Αγγέλους, για να καταλάβουν το θρόνο που είχαν χάσει. Μεγάλης χρονικής διάρκειας συνεννοήσεις, χωρίς καμιά πρόοδο, οδήγησαν σε αδιέξοδο. Κι όταν οι προσπάθειες του πάπα δεν τελεσφόρησαν, τότε αυτός, επειδή βρέθηκε μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα, όπως ήταν η κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους, διακήρυξε, σύμφωνα με τη γενική αρ χή του, ότι το Βυζάντιο έπεσε εξαιτίας τής αμαρτίας των αν θρώπων του. Πολύ σύντομα μάλιστα παραμέρισε κάθε πρόσχημα και επιφύλαξη σχετικά με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε για την κατάληψη τής Κωνσταντινουπόλεως και τις ωμότητες που διαπράχθηκαν στο όνομα του σταυρού σε βάρος των Χριστιανών. Στην δ' σύνοδο του Λατερανού (1215) ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' διακήρυττε ότι η άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως σήμανε την υποταγή των Ελλήνων στη Ρωμαϊκή Εκκλησία και την αποδοχή από μέρους τους της δικής της διδασκαλίας. Το έργο αυτό είχε από τον ίδιο τον πάπα παρομοιασθεί ως άγρα που αυτός ως άλλος Απόστολος Πέτρος στη λίμνη της Γεννησαρέτ πέτυχε σε ασύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι οι άλλοι απόστολοι. Το σχίσμα είχε πια οριστικά αρθεί κι η Εκκλησία της Ανατολής είχε αμετάκλητα ενωθεί και υποταγεί στη Ρωμαϊκή.

Μετά τις διακηρύξεις αυτές, λήφθηκε από τη σύνοδο η απόφαση να διατηρηθεί η τάξη των πατριαρχείων της Ανατολής, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, αλλά οι πατριάρχες τους απαραιτήτως να λαμβάνουν από τον πάπα το pallium και σ' αυτόν να δίνουν τον καθιερωμένο όρκο πίστεως κι απόλυτης υποταγής (10). Τότε η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως μετονομάσθηκε από Βίzansena σε Constantinopolitana και δόθηκε το δικαίωμα στο λατινικό κλήρο, όταν ο θρόνος χήρευε, να εκλέγει τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (11).

Η ένωση των Εκκλησιών, που ύστερα από μακρόχρονη αναμονή κι ελπίδα έγινε κατά τους Δυτικούς πραγματικότητα, παρουσίασε πάρα πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα. Αυτά προήλθαν κι από τις δυο πλευρές, δηλαδή και από τους Ανατολικούς και από τους Δυτικούς· οι τελευταίοι μάλιστα αυτοί δημιούργησαν ίσως τα μεγαλύτερα προβλήματα. Είναι γνωστό βέβαια πως η ένωση δεν είναι απλή διακήρυξη, αλλά πράξη και ζωή και αναμφίβολα η ένωση δεν επιβάλλεται, αλλά πραγματοποιείται με τη θέληση των δυο συμβαλλόμενων μερών. Οι Ορθόδοξοι, όπως και στη συνέχεια θα δούμε, συζητούσαν την εποχή αυτή για ένωση, όχι γιατί αυτή ήταν αίτημα και πόθος του χριστεπώνυμου πληρώματος τής Εκκλησίας, αλλά απαίτηση των πολιτικών πραγμάτων και της ειδικής καταστάσεως που επικρατούσε στο Βυζάντιο, εξαιτίας των εχθρών του που το περιέσφιγγαν συνεχώς ασφυκτικά. Μεγάλη ανωμαλία παρουσιάστηκε και στους κόλπους των Δυτικών, που τήρησαν ιδιάζουσα στάση έναντι του τετελεσμένου γεγονότος της καταλύσεως της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της υποταγής της Ανατολικής Εκκλησίας στη Δυτική. Αναφερθήκαμε κιόλας στη διαμάχη για την κατάληψη του πατριαρχικού θρόνου στην Κωνσταντινούπολη και στις αντιδράσεις που εμφανίστηκαν αμέσως μετά την εκλογή του Θωμά Μοροζίνη ως πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Οι προστριβές δεν περιορίστηκαν μόνο γύρω από το σημείο αυτό, αλλά επεκτάθηκαν και σ' άλλα κύρια θέματα, κι έτσι μ' όλα αυτά εμφανίστηκε το πνεύμα που επικράτησε στους κόλπους του παπισμού και που διέγραψε με σαφήνεια το κλίμα της αρχομανίας, της απειθαρχίας, της καχυποψίας και της διασπάσεως της εσωτερικής ενότητας της Εκκλησίας. Έτσι, όταν ο Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θέλησε να ασκήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα του στη Λατινική Εκκλησία της Κύπρου, που είχε εγκατασταθεί (12) βέβαια και στο νησί αυτό, τότε ο Ιννοκέντιος Γ' αντέδρασε λέγοντας πώς ή Εκκλησία αυτή υπαγόταν απευθείας στην Αγία Έδρα, και γι' αυτό και απαγόρευσε κάθε επέμβαση σ' αυτήν οποιασδήποτε εκκλησιαστικής αρχής. Ο Ιννοκέντιος Γ' όρισε να υ παχθεί κάτω από Λατίνους επισκόπους που αυτός διόρισε όλη η Εκκλησία της Κύπρου.

Εξάλλου ο αρχιεπίσκοπος Πατρών, που ήταν ο προϊστάμενος των Εκκλησιών της «Ελλάδος», ενώ ανέκαθεν κατά το παρελθόν και σύμφωνα με το καθεστώς που εκεί επικρατούσε υπαγόταν στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, κατά την περίοδο αυτή έδειξε σημεία ανυπακοής σ' αυτόν, όπως και σαφή τη διάθεση του να απαλαγεί από την εξάρτηση του απ' αυτόν. Ο αρχιεπίσκοπος των Πατρών Άνσελμος, Γάλλος στην καταγωγή, δεν ανεχόταν την υποχρέωση να υπακούει σε Βενετό πατριάρχη, να δέχεται απ' αυτόν επιταγές, να αναγνωρίζει μόνο τους αρχιεπισκόπους που εκείνος χειροτονούσε και να πληρώνει τέλος σ' αυτόν τις χρηματικές εισφορές που του επιβάλλονταν. Ο Ιννοκέντιος Γ, που είχε διατυπώσει αντιρρήσεις παλαιότερα και για την ίδια την κανονικότητα της εκλογής του αρχιεπισκόπου Πατρών (13), έσπευσε να τονίσει την ανάγκη να διατηρηθούν οι αρχές που διείπαν την Εκκλησία, όπως και τα προνόμια που είχαν ορισμένες αρχιεπισκοπές, ανάμεσα στις οποίες ανήκε και της Αχαΐας, δεν ενέδωσε όμως με κανένα τρόπο στην απαίτηση του αρχιεπισκόπου. Το τελευταίο αυτό πραγματοποιήθηκε αρ γότερα από το διάδοχο του, τον πάπα Ονώριο Γ'. Ο Ιννοκέντιος Γ' ωστόσο έδωσε στον αρχιεπίσκοπο Πατρών, ως προϊστάμενο των Εκκλησιών της Αχαΐας, το δικαίωμα να φέρει το pallium κατά τις μεγάλες γιορτές (14).

Από τα λίγα αυτά περιστατικά, αλλά και από ένα πλήθος άλλων, γίνεται αντιληπτό ότι, ενώ επιχειρούνταν η ένωση των Εκκλησιών, ανέκυπταν τόσα και τέτοια προβλήματα στους κόλπους της Εκκλησίας, που έπαιρνε την πρωτοβουλία για την ένωση των Εκκλησιών, ώστε να μειώνεται στο απειροελάχιστο η δυνατότητα της επιτεύξεως του σκοπού που αρχικά είχε τεθεί. Έτσι, μ' όλες τις ενέργειες της Δυτικής Εκκλησίας τίποτε άλλο δεν εξυπηρετήθηκε εκτός από τη βίαιη υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στη Δυτική. Αυτό ιδιαίτερα διευκολύνθηκε από την κατάκτηση της Ανατολής από τους Δυτικούς με όπλα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τα σχετικά με το Γρηγόριο Ζ' βλ. στο F 1 iche Α. και Martin V., Histoire de l ' Eglise..., τόμ. 8ος, σ. 55 κ.έ., όπου και αξιόλογη βιβλιογραφία

2. Εμπεριστατωμένη παρουσίαση του έργου του Ιννοκεντίου Γ΄ βλ. οπ., τομ. 10 ο ς , σ. 11 κ.ε. κι όπου η σχετική βιβλιογραφία.

3. Βλ. σύνοψη αυτών στο Χρ. Παπαδόπουλου, Το πρωτείον του επισκόπου της Ρώμης..., σ. 239-240.

4. Για τα "didactus Papae" βλ. στο F1iche Α. και Martin V., Histoire de l'Eglise..., τομ. 8 ος , σ. 79-80.

5. Γιά τίς αρχές αυτές του πάπα Γρηγορίου βλ. στις Επιστολές
του στο Μ ansi J., Sacrorum conciliorum..., τόμ. 20 και Ηο fm a nn K., Die «Didactus Papae» Gregorii VII, Paderborn 1933.

6. Παπαδοπούλου X ρ., Το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης..., σ. 242.

7. Βλ. F1iche Α. και Martin V., Histoire de l'Eglise..., τομ. 10 ο ς , σ. 45-46.

8  Βλ. την επιστολή στο Μ igne , P. L., τόμ. 124, στ. 326 -327. Πρβλ. Norden W., Das Papsttum.., σ. 134.

9  Βλ. Fliche Α. και Martin V., Histoire de l'Egli se..., ο. π., σ. 49.

10. Βλ. Παπαδόπουλου Χρ. Το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης..., σ. 249-250.

11. Βλ. Μηλιαράκη Α., Ιστορία..., σ. 113

12. Γιά τήν Κύπρο βλ. τή βασική μελέτη τοΰ Φ. Γεωργίου, Ειδήσεις ιστορικοί περί τής Εκκλησίας τής Κύπρου, Αθήναι 1875, καθώς καί τό άρθρο Κύπρος στή ΘΗΕ, τόμ. 7ος, στ. 1137, δπου καί ή σχετική βιβλιογραφία.