σσ. Αυτά είναι τα προϊόντα του Οικουμενισμού που οι Άγιοι ονόμασαν παναίρεση, διότι μέσα του κρύβονται όλες οι τέτοιου είδους πλάνες. Και όμως και ο Γεωργίας και ο Λεμεσσού θα συνεχίσουν να θεωρούνται ευσεβείς από πολλούς πιστούς.
Του Κωνσταντίνου Νούση
Η ως άνω εικόνα φέρεται αγιογραφημένη στο εξωτερικό, αποδεκτή από τον Πατριάρχη Γεωργίας, τον Μητροπολίτη Λεμεσού, καθώς και τον Ηγούμενο της Ι. Μ. Βατοπαιδίου. Δεν γνωρίζω αν ο μητροπολίτης και ο ηγούμενος δέχτηκαν την εικόνα απλά ως δώρο και για λόγους ευγενείας δεν εξέφρασαν τις όποιες αντιρρήσεις τους, ωστόσο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η συγκεκριμένη αγιογραφία έχει πολλά θεολογικά προβλήματα.
Είναι βέβαια θετικό το γεγονός ότι βλέπουμε μια προσπάθεια δημιουργική και όχι τις συνηθισμένες στην αγιογραφία στείρες απομιμήσεις παλαιότερων εικονογραφικών παραστάσεων. Εντούτοις, δεν μπορούμε να μην εκφράσουμε τις ενστάσεις μας, όταν βλέπουμε ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν κάτι δεν συνάδει προς τη σύνολη Ορθόδοξη Παράδοση, η οποία εξάπαντος φέρει πάντοτε μαζί της και τον δογματικό χαρακτήρα της.
Οι ορθόδοξες αγιογραφίες είναι πάντοτε εκφραστικές του ορθοδόξου δόγματος, της πίστης μας δηλαδή, χωρίς αυτό να αναιρεί την πρωτοτυπία και την προσωπική πινελιά του εκάστοτε αγιογραφούντος. Υπάρχουν, ωστόσο, και κόκκινες γραμμές. Μια από αυτές είναι η πρόταξη της οντολογίας σε σχέση με τον συναισθηματισμό. Τον οποίο βλέπουμε στην ως άνω παράσταση υπερτερούντα σε βάρος της οντολογικής – δογματικής διάστασης της πίστεώς μας. Και εξηγούμαι αναλυτικότερα: ο Κύριος στην εικόνα, σε ώριμη ηλικία, φαίνεται παρηγορούμενος (;) στην αγκαλιά της Θεοτόκου, στα πόδια μάλλον, όπως θα έκανε μάλλον ένα μικρότερο παιδί. Παρουσιάζεται ένας ασθενών Κύριος συναισθηματικά και ψυχολογικά, κρατούμενος – ποιος; Ο Κύριος! – υπό της Κυρίας (με πλεονάζουσα σημασία εδώ πλέον) Θεοτόκου. Θα μου πείτε: και στις εικόνες που ο Χριστός είναι βρέφος δεν βλέπουμε το ίδιο; Όχι! Αν παρατηρήσουμε καλά, σε αυτές η Παναγία δείχνει απλά το ευλογούν Βρέφος-Θεό.
Σε όλη την Καινή Διαθήκη ο Χριστός φέρεται με κάποια «αυστηρότητα» και κάπως αποστασιοποιημένα προς τη Μητέρα Του. Τούτο φυσικά δεν υπονοεί καμιά υποτίμηση της γυναίκας, αλλά έχει άλλη δογματική εξήγηση, την οποία δεν χρειάζεται να αναλύσουμε στο παρόν. Ο Κύριος, αφ’ ης στιγμής κινείται ώριμος (ως ενήλικος μετά τη Βάπτιση η έννοια εν προκειμένω) πλέον στο έργο του της θείας Οικονομίας μέχρι τη Σταύρωση και την Ανάσταση, και ειδικά μετά από την τελευταία, όπως βλέπουμε χαρακτηριστικά στο «μη μου άπτου» προς τη Μαγδαληνή, θέλει να μας ανεβάσει πνευματικά σε άλλη διάσταση και να κατανοήσουμε πως πρωτίστως πρέπει να τον βλέπουμε ως τον απόλυτο Θεό και την πηγή της σωτηρίας και της θέωσής μας, αφήνοντας κατά μέρος την ψιλή ανθρώπινη προσέγγισή του, η οποία μπορεί κάλλιστα να μας παρασύρει σε συναισθηματισμούς αχρείαστους για την υψηλή κλήση μας. Την όποια αδυναμία μπορεί να προσδεθεί στις ανθρώπινες διαστάσεις εκ μέρους μας, πρέπει να την υπερβούμε χάριν της αγιοπνευματικής – οντολογικής διαστάσεως της θεραπείας και ανάστασης της φύσης μας.
Η συγκεκριμένη εικόνα, επομένως, πέρα από τον αντιπαραδοσιακό, αντιβιβλικό και αντιδογματικό χαρακτήρα της, δείχνει προς μάλλον έναν «ψυχικό» άνθρωπο Ιησού, παρά προς τον Ενανθρωπήσαντα Γιαχβέ. Κεντρικό πρόσωπο έτσι τονίζεται εμμέσως, πλην σαφώς, η Θεοτόκος, και τούτο πουθενά δεν φαίνεται να έχει ερείσματα ούτε στην πίστη μας ούτε και στην παράδοση της ορθόδοξης αγιογραφίας.
Για να συνοψίσουμε: Ένας Χριστός απελπισμένος; Απογοητευμένος; Κουρασμένος; Και γιατί να προσφύγει (ως άνθρωπος εννοείται) στη αγκαλιά της Παναγίας και όχι του ουρανίου Πατρός Του εν προσευχή, όπως εξάπαντος φαίνεται μέσα από τα Ευαγγέλια; Έχουμε εν προκειμένω ελλιπή γνώση ή και άγνοια της αντίδοσης των ιδιωμάτων: σύμφωνα με την πίστη μας την Ορθόδοξη, ο Χριστός εξ άκρας συλλήψεως είναι ο σαρκωμένος Θεός. Η ανθρώπινη φύση του είναι αναμάρτητη, επομένως δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος, όπως όλοι μας. Δέχτηκε, βέβαια, πάνω του τα αδιάβλητα (δηλαδή ακατηγόρητα) πάθη που εισχώρησαν ως ασθένειες στη φύση μας μετά την πτώση των Προπατόρων (πείνα, δίψα, κούραση, φυσική δειλία κλπ.), ωστόσο τα δέχτηκε εκουσίως και κατά παραχώρηση επέτρεπε, χωρίς δηλαδή καμιά φυσική επ’ Αυτόν αναγκαιότητα, να τα υφίσταται, προκειμένου να βιώσει εξ άκρας αγάπης τους πόνους μας και να θεραπεύσει τις αμαρτίες και ασθένειές μας.
Ο τρόπος που ο Κύριος αγαπούσε τη Μητέρα Του ήταν θεοπρεπής και όχι ψιλώς ανθρώπινος, όπως συμβαίνει με μας τους λοιπούς ανθρώπους. Ο τρόπος ενέργειας του Ιησού ήταν και είναι σε όλα θεανθρώπινος, δηλαδή ενεργούσε (και ενεργεί) ταυτόχρονα ως Θεός και Άνθρωπος: τα θεία ως Θεός και άνθρωπος και τα ανθρώπινα ως άνθρωπος και Θεός. Η στάση που εικονίζεται εδώ δεν φαίνεται να αρμόζει στο σχέδιο της θείας Οικονομίας, όπως είπαμε κιόλας ότι δεν μαρτυρείται από την Παράδοση, γραπτή και προφορική. Το αντίθετο, μάλιστα, συμβαίνει, ως προειπώθηκε, μια «αποτομία» δηλαδή προς την Παναγία, όπως είναι πολλαπλώς καταγεγραμμένο. Με λίγα και σταράτα λόγια, η συγκεκριμένη αγιογραφία όζει νεστοριανισμού και ευλόγως προκαλεί το ορθόδοξο αισθητήριο και κριτήριο.