π. Σωτήριος Ο. Αθανασούλιας
Ο δαιμονισμός ως «σημείον αντιλεγόμενον»
Σε συνέχεια όσων αναφέραμε στο προηγούμενο τεύχος του εντύπου μας για το φαινόμενο της μαγείας, θεωρήσαμε σκόπιμο να αναφερθούμε στο τεύχος αυτό σε ένα άλλο φαινόμενο του αποκρυφιστικού χώρου, το οποίο απασχολεί κατά καιρούς τα μέσα ενημερώσεως και προκαλεί έντονες εντυπώσεις, στο φαινόμενο του δαιμονισμού. Τι είναι ο δαιμονισμός; Τι είναι οι δαιμονιζόμενοι; Υπάρχουν τέτοιοι στην εποχή μας η μήπως πρόκειται για συνηθισμένες περιπτώσεις ψυχασθενών; Τι δέχεται η Εκκλησία μας και τι η επιστήμη; Τι είναι οι εξορκισμοί και πότε πρέπει να διαβάζονται; Αυτά είναι ορισμένα συνήθη ερωτήματα, σχετικά με το θέμα, στα οποία θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε.
Όπως στην περίπτωση της μαγείας, έτσι κι εδώ, υπάρχουν διαμετρικά αντίθετες εκτιμήσεις. Κάποιοι θεωρούν κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, ακόμη και τις περιπτώσεις που απαιτούν σαφώς ψυχιατρική αντιμετώπιση, ως φαινόμενα δαιμονισμού, και προσπαθούν να τα «θεραπεύσουν» κάνοντας εξορκισμούς με θεαματικό τρόπο. Τέτοια αντιμετώπιση συναντάμε συνήθως μεταξύ των Παλαιοημερολογιτών, όπου ασκείται ανεύθυνη εκκλησιαστική «ποιμαντική». Άλλοι απορρίπτουν εντελώς το φαινόμενο, εντάσσοντας τις εκδηλώσεις του στις περιπτώσεις των ψυχικών νόσων. Κατ’ αυτούς, δεν υπάρχουν δαιμονιζόμενοι, αλλά μόνο ψυχικά ασθενείς. Η θεώρηση αυτή είναι μεν φυσιολογική, όταν συναντάται σε αθέους και σε όσους δεν αποδέχονται την αυθεντία του Ιησού Χριστού, το κύρος των Ευαγγελίων κ.λ.π., είναι, όμως, εντελώς παράλογη, όταν συναντάται σε Χριστιανούς και μάλιστα σε κληρικούς.
Όπως είναι γνωστό, η Ορθόδοξη Παράδοση, της οποίας η μαρτυρία μας ενδιαφέρει εδώ, αποδέχεται την πραγματική ύπαρξη του διαβόλου. Δέχεται ότι υπάρχουν «λεγεώνες» δαιμονίων και ότι ο διάβολος μετά την πτώση του ανθρώπου κυριάρχησε στον κόσμο (βλ. και όσα αναφέρονται στο προηγούμενο τεύχος του εντύπου μας). Ο άνθρωπος στη μεταπτωτική του κατάσταση είναι εκτεθημένος σ’ ένα πλήθος δαιμονικών επιδράσεων (όπως οι πειρασμοί μέσω των αισθήσεων, μέσω αισχρών, πονηρών και ματαίων λογισμών, μέσω συνανθρώπων μας, μέσω της αμαρτίας γενικά, μέσω ενεργειών πλάνης, μέσω αισθητών εμφανίσεων του διαβόλου κ.λ.π.). Προφανώς η πιο χαρακτηριστική απ’ αυτές είναι ο δαιμονισμός. Δαιμονισμός είναι το φαινόμενο, κατά το οποίο ο διάβολος (ένας η πλήθος δαιμόνων) δεν εκπειράζει απλώς τον άνθρωπο (εξωτερικά η εσωτερικά), αλλά καταλαμβάνει το κέντρο της ανθρώπινης προσωπικότητας, τον νού, με αποτέλεσμα ο δαιμονιζόμενος να έχει εκδηλώσεις παρόμοιες με αυτές του ψυχασθενούς, του πάσχοντος από βαρύτατη ψυχική νόσο. Η δαιμονική κατάληψη συνήθως δεν είναι μόνιμη: ο άνθρωπος επανέρχεται στη φυσική κατάσταση και πάλι καταλαμβάνεται από το δαιμονικό πνεύμα. Η Ορθόδοξη Παράδοση, λοιπόν, αποδέχεται τον δαιμονισμό και την ύπαρξη δαιμονιζομένων, τόσο παλαιότερα, όσο και σήμερα. Κι αυτό είναι φυσικό, αφού υπάρχει η σαφής μαρτυρία της Αγ. Γραφής.
Η μαρτυρία των ιερών Ευαγγελίων
Όσοι εκ των Χριστιανών μας δυσκολεύονται να αποδεχθούν τον δαιμονισμό, δεν παρατήρησαν προφανώς (είτε από άγνοια, είτε από εσφαλμένη – αιρετική προσέγγιση της Αγ. Γραφής) ότι αυτή αναφέρεται σαφώς στο φαινόμενο. Τα ιερά Ευαγγέλια καταγράφουν πλήθος περιπτώσεων θεραπείας δαιμονιζομένων (και όχι ψυχασθενών) από τον ίδιο τον Κύριο (βλ. Ματθ. 8,16, 8,28-34, 9,32-34, 12,22-29, 15,21-28, 17,14-21, Μαρκ. 1,32-34, 5,1-20, 7,24-30, 9,17-29, Λουκ. 4,33-36, 4,41, 8,26-39, 9,37-43, 11,14-26 κ.α.). Περισσότερο γνωστές είναι οι περιπτώσεις της θεραπείας του δαιμονιζομένου των Γαδαρηνών (Μαρκ. 5,1-20, Λουκ. 8,26-39) και του δαιμονιζομένου νέου (Μαρκ. 9,17-29). Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος του Ιησού με τα πονηρά πνεύματα, που κατοικούσαν στους πάσχοντες, όπως καταγράφεται στις σχετικές διηγήσεις. Όταν Εκείνος πλησιάζει, τα δαιμόνια ταράζονται και αρχίζουν να φωνάζουν. Δεσμευμένα από την θεϊκή παρουσία, ομολογούν την αλήθεια: Αναγνωρίζουν ότι ο Ιησούς είναι ο «Χριστός» (Λουκ. 4,41), ο «Υιος του Θεού του υψίστου» (Μάρ. 5,7, Λουκ. 8,28). Ακόμη, «προσπίπτουν» ενώπιόν Του (Λουκ. 8,28) και Τον προσκυνούν (Μαρκ. 5,6). Αναγνωρίζουν ότι έχει εξουσία «βασανίσαι» αυτά (Ματθ. 8,29) και εκλιπαρούν για την αποτροπή της τιμωρίας τους (Ματθ. 8,31).
Για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτής της συμπεριφοράς, ας θυμηθούμε ότι προ της Παρουσίας του Χριστού ο διάβολος παραπλανούσε την ανθρωπότητα, εμφανιζόμενος ως ο μόνος «ισχυρός» και κυρίαρχος του κόσμου (βλ. και Ματθ. 12,29). Όταν εμφανίζεται ενώπιόν του η σαρκωμένη Αλήθεια (ο Χριστός), ο διάβολος αναγκάζεται να αποκαλύψει το πραγματικό του πρόσωπο και να ομολογήσει ότι υπάρχει κάποιος Άλλος ισχυρότερος απ’ αυτόν. Ομολογεί, λοιπόν, ότι ενώπιον του Χριστού δεν έχει καμμία δύναμη και καμμία εξουσία. Ας σημειωθεί ότι, όπως φαίνεται από τα παραπάνω κείμενα, τα δαιμόνια γνωρίζουν καλά ποιος είναι ο Χριστός. «Τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι» (Ιακ. 1,19), όμως η «πίστη» τους είναι νεκρή και δεν σώζει, αφού δεν συνοδεύεται από καλά έργα και από άλλα απαραίτητα στοιχεία, όπως η πραγματική ταπείνωση ενώπιον του Θεού, η ανυπόκριτη αγάπη κ.λ.π.
Ο Χριστός, ως έχων πραγματική εξουσία, «επιτιμά» τα πονηρά πνεύματα και θεραπεύει οριστικά και αμετάκλητα τους δαιμονιζομένους. Οι Μαθητές, όμως, αν και θαυματουργούν εν ονόματί Του, αδυνατούν να θεραπεύσουν τον δαιμονιζόμενο νέο (Ματθ. 17,16). Ο Κύριος επισημαίνει ότι αυτό απαιτεί μεγαλύτερη πίστη και τονίζει ότι το «γένος» των δαιμόνων «ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 14,21).
Η διάκριση μεταξύ ψυχασθενούς και δαιμονιζομένου
Επειδή τα συμπτώματα του δαιμονιζομένου μοιάζουν πολύ με αυτά του ψυχασθενούς, η διάκριση των δύο καταστάσεων είναι εξαιρετικά δύσκολη για όσους δεν διαθέτουν Ορθόδοξα κριτήρια και θεωρούν συνήθως όλες αυτές τις περιπτώσεις ως περιπτώσεις ψυχασθενείας. Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, που χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης. Η αντιμετώπιση του ψυχασθενούς ανήκει στην αρμοδιότητα της ψυχιατρικής επιστήμης και του ψυχιάτρου, ενώ η αντιμετώπιση του δαιμονιζομένου ανήκει στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας και του κατάλληλου Πνευματικού (Εξομολόγου).
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιεί η επιστήμη είναι εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά που χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε γενικές γραμμές το κριτήριο με το οποίο εντοπίζει τη νόσο η ψυχιατρική επιστήμη είναι το εξής: ό,τι παρεκκλίνει από τον μέσο όρο της ανθρώπινης συμεριφοράς, θωρείται ψυχοπαθολογική κατάσταση, δηλ. νόσος, που χρήζει θεραπείας μέσω των μεθόδων της ψυχιατρικής. Μ’ αυτό το κριτήριο, όμως, ψυχασθενής θα θεωρηθεί και ο Άγιος της Εκκλησίας, γιατί ο τρόπος ζωής του δεν μοιάζει καθόλου με τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς του μέσου ανθρώπου (δεν είναι π.χ. εντελώς «παράλογη» η στάση των αγίων Μαρτύρων μπροστά στο μαρτύριο, αν κριθεί με τα κριτήρια της λογικής και της επιστήμης;). Εφαρμόζοντας, λοιπόν, το παραπάνω κριτήριο στην περίπτωση των δαιμονιζομένων, η ψυχιατρική εντοπίζει μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, δηλ. μια ψυχική νόσο. Η ψυχιατρική δεν μπορεί να ανακαλύψει την έσχατη αιτία αυτής της συμπεριφοράς, γιατί η ύπαρξη του διαβόλου δεν αποδεικνύεται επιστημονικά. Τα όριά της φτάνουν μέχρι αυτού του σημείου, αφού ο διάβολος βρίσκεται έξω από το πεδίο της επιστήμης. Η ψυχιατρική επιστήμη, λοιπόν, δεν μπορεί (ως επιστήμη) να αναχθεί στη διάκριση μεταξύ ψυχασθενούς και δαιμονιζομένου. Το πολύ πολύ μπορεί να ομιλεί για περιπτώσεις που δεν έχουν ακόμη ερμηνευθεί επιστημονικά η που δεν γνωρίζουμε την αιτία τους. Τα παραπάνω, όμως, σημαίνουν ότι η ψυχιατρική λειτουργεί με μια ελλιπή και αποσπασματική εικόνα της πραγματικότητος, η οποία την απομακρύνει από την αλήθεια και την καθιστά μέθοδο επιζήμια σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. όταν επιχειρεί να «θεραπεύσει» περιπτώσεις δαιμονιζομένων, θεωρώντας τες ως περιπτώσεις ψυχασθενών και ως φυσικό αντικείμενό της).
Η Ορθόδοξη Παράδοση, αντίθετα, έχει πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητος, αφού διαθέτει ικανά κριτήρια διακρίσεως μεταξύ ψυχασθενούς και δαιμονιζομένου. Έτσι μπορεί να παραπέμπει τις περιπτώσεις των ψυχασθενών στον ψυχίατρο και τις περιπτώσεις των δαιμονιζομένων στους δικούς της λειτουργούς, που εφαρμόζουν τα δικά της μέσα θεραπείας. Η Ορθόδοξη Παράδοση δεν αρνείται την αξία και τη χρησιμότητα της ψυχιατρικής. Δεν τη θεωρεί, όμως, αρμόδια για όλες τις περιπτώσεις, που εμφανίζονται ως περιπτώσεις ψυχασθενείας, και έχει επιφυλάξεις για κάποιες προϋποθέσεις της.
Ποια είναι τα κριτήρια, που χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Παράδοση; Ήδη στα ιερά Ευαγγέλια μπορούμε να διακρίνουμε κάποια χαρακτηριστικά των δαιμονιζομένων, που θεράπευσε ο Κύριος. Ορισμένα απ’ αυτά είναι ταυτοχρόνως και κριτήρια διακρίσεως μεταξύ ψυχασθενούς και δαιμονιζομένου.
Ας δούμε, όμως, τα χαρακτηριστικά των σχετικών ευαγγελικών διηγήσεων, συμπληρωμένα με κάποια άλλα, γνωστά από την Ορθόδοξη Παράδοση:
α) Ο δαιμονισμός κατά κανόνα δεν είναι μόνιμη και ενιαία κατάσταση, αλλά προσωρινή και κατά διαστήματα κατάληψη από δαιμονικό πνεύμα, μετά την οποία ο δαιμονιζόμενος συμπεριφέρεται εντελώς φυσιολογικά: «όπου αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται» (Μαρκ. 9,18). Ο ψυχασθενής έχει ενδεχομένως παρόμοιες εξάρσεις, όμως δεν επανέρχεται τόσο εύκολα στη φυσιολογική κατάσταση, παρά μόνο με τη βοήθεια φαρμάκων. Αλλά και τότε η συμπεριφορά του συνήθως δεν είναι εντελώς φυσιολογική. Ίσως κάποιος θα αντέτεινε ότι και ο επιληπτικός επανέρχεται εύκολα στη φυσιολογική κατάσταση. Όμως, τα υπόλοιπα συμπτώματα του δαιμονιζομένου, όπως θα δούμε, δεν μοιάζουν καθόλου με αυτά του επιληπτικού.
β) «Ιδών αυτόν (τον Ιησούν) ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν (τον δαιμονιζόμενον), και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων» (Μαρκ. 9,20). Οι δαιμονιζόμενοι των Ευαγγελίων ενοχλούντο από την παρουσία του Χριστού. Το δαιμονικό πνεύμα γενικά ενοχλείται όταν πλησιάζουν ιερά πράγματα. Και οι δαιμονιζόμενοι ταράζονται κυριολεκτικά όταν πλησιάζουν αντικείμενα, όπως ο τίμιος Σταυρός, οι ιερές εικόνες, τα άγια λείψανα, ο αγιασμός, όταν πλησιάζουν Ιερείς, όταν τους σταυρώνουν Ιερείς η ακόμη και λαϊκοί. Οι ψυχασθενείς, αντίθετα, δεν ενοχλούνται από ιερά αντικείμενα. Ο π. Παίσιος, αγιασμένος Γέροντας της εποχής μας, χρησιμοποιούσε το εξής «τέχνασμα» σε παιδιά, που οι γονείς τους έλεγαν ότι πάσχουν από δαιμόνια: κρατούσε στο ένα του χέρι, έτσι ώστε να μην φαίνεται, μικρό τεμάχιο ιερού λειψάνου. Όταν το πλησίαζε στο παιδί, εκείνο, αν είχε τέτοιο πρόβλημα, αντιδρούσε και φώναζε, όταν όμως πλησίαζε το άλλο χέρι, που δεν κρατούσε τίποτε, δεν εκδήλωνε καμία αντίδραση.
γ) Οι δαιμονιζόμενοι όχι μόνο ενοχλούνται από τα ιερά αντικείμενα, αλλά και ξεσπούν σε ακατανόμαστες ύβρεις και βλασφημίες εναντίον του Θεού, της Θεοτόκου, των Αγίων, των ιερών αντικειμένων, της Εκκλησίας γενικά, των Κληρικών κ.λ.π.
δ) Ο δαιμονιζόμενος γνωρίζει μυστικά και αποκαλύπτει κρυφά αμαρτήματα όσων τον πλησιάζουν. Πολλοί, που έχουν πλησιάσει δαιμονιζομένους (συνήθως από περιέργεια και με έντονες αμφιβολίες) έχουν πάθει κυριολεκτικά ψυχρολουσία, όταν ο δαιμονιζόμενος άρχιζε να τους «βγάζει στη φόρα» αμαρτήματα, που μόνο οι ίδιοι γνώριζαν. Κάτι τέτοιο, που προφανώς δεν συμβαίνει στην περίπτωση των ψυχασθενών, είναι απόλυτα φυσικό για τους δαιμονιζομένους: ο διάβολος γνωρίζει όλα τα παρελθόντα και τα παρόντα περιστατικά. Γνωρίζει επίσης πολύ καλά τα αμαρτήματα καθενός, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ο υποκινητής αυτών των αμαρτημάτων. Και τα αποκαλύπτει, προκειμένου να προσβάλλει και να εκθέσει τον αμαρτάνοντα.
ε) Ο ψυχασθενής, παρά τις ενδεχόμενες εξάρσεις της συμπεριφοράς, διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του. Ο δαιμονιζόμενος, όμως, δεν τα διατηρεί. Μεταβάλλεται συνήθως η όψη του, μεταβάλλεται εντελώς η φωνή του (π.χ. από γυναικεία γίνεται ανδρική και το αντίστροφο), «γυρίζουν» τα μάτια του, μιμείται ζώα κ.α. Γενικά ο δαιμονιζόμενος είναι θέαμα φοβερό. Οι δαιμονιζόμενοι των Ευαγγελίων ήσαν «χαλεποί λίαν» (Ματθ. 8,28), προκαλώντας τον τρόμο στους διερχομένους.
στ) Οι δαιμονιζόμενοι αποκτούν υπερβολική σωματική δύναμη. Τον δαιμονιζόμενο των Γαδαρηνών τον έδεναν «πέδαις και αλύσεσι», όμως έσπαγε τις αλυσίδες, συνέτριβε τα σιδηρά δεσμά «και ουδείς ίσχυεν αυτόν δαμάσαι» (Μάρκ. 5,4). Στους ψυχασθενείς μόνο εν μέρει συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κανείς δεν αποκτά τέτοια δύναμη, ώστε να σπάει αλυσίδες! Ας δούμε, όμως, και κάποια άλλα χαρακτηριστικά, που ενδεχομένως υπάρχουν και σε ψυχασθενείς.
ζ) Ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών «ιμάτιον ουκ ενεδυδίσκετο» (Λουκ. 8,27). Ο διάβολος έχει την τάση να ξεγυμνώνει τον άνθρωπο, όχι μόνο στην περίπτωση των δαιμονιζομένων, αλλά και γενικότερα. Η ροπή προς τη γυμνότητα, που επικρατεί στην εποχή μας, δεν αποτελεί «σημείον» της κυριαρχίας του διαβόλου στον κόσμο;
η) Επίσης, ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών «εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν» (Λουκ. 8,27). Η οικία και το οικογενειακό περιβάλλον δεν είναι καθόλου αγαπητά στον διάβολο, ο οποίος ωθεί σε έξοδο από το σπίτι και επιχειρεί την διάλυση της οικογένειας.
θ) Ο δαιμονιζόμενος έχει τάσεις αυτοκαταστροφής και αυτοκτονίας. Το πνεύμα που κατείχε τον νέο του Ευαγγελίου «πολλάκις αυτόν εις πυρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν» (Μαρκ. 9,22). Αλλά και ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών «ην … κατακόπτων εαυτόν λίθοις» (Μάρκ. 5,6). Όταν, μάλιστα, θεραπεύτηκε και τα δαιμόνια πήγαν στους χοίρους, «ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν» (Ματθ. 8,32).
Η αντιμετώπιση του δαιμονισμού και οι εξορκισμοί
Ο δαιμονισμός είναι ένα σοβαρότατο πρόβλημα για τον ίδιο τον πάσχοντα και τους οικείους του, του οποίου (προβλήματος) δεν γνωρίζουμε ακριβώς την αιτία, δηλ. δεν γνωρίζουμε για ποιόν λόγο ο συγκεκριμένος άνθρωπος δαιμονίζεται. Γενικά γνωρίζουμε ότι η αμαρτία είναι εκείνη που ανοίγει τις θύρες εισόδου του διαβόλου στην ψυχή του ανθρώπου. Η πλήρης αποχή από τα βαριά αμαρτήματα και η κατά το δυνατόν αποφυγή των μικρότερων είναι απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για την πρόληψη όσο και για τη θεραπεία του προβλήματος.
Πως θεραπεύεται ο δαιμονισμός; Τα ιερά Ευαγγελία διδάσκουν, όπως είδαμε, ότι θεραπεύεται δια του Χριστού, και μόνο δια του Χριστού. Ο Χριστός ήλθε «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» (Α’ Ιω. 3,8), η δε παρουσία Του στον κόσμο συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέσω της Εκκλησίας, που τελεί τα ιερά Μυστήρια, ως μέσα σωστικά και θεραπευτικά για τον άνθρωπο. Η μετοχή στα Μυστήρια, ιδιαίτερα στην Εξομολόγηση και στη Θ. Κοινωνία, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του κατ’ εξοχήν «εχθρού» του ανθρωπίνου γένους: τίποτε δεν φοβάται περισσότερο ο διάβολος από την Εξομολόγηση και τη Θ. Κοινωνία. Για να ενεργήσουν, όμως, τα Μυστήρια απαιτείται και η προσωπική συμμετοχή, ο αγώνας για τον αγιασμό, ο οποίος πρέπει να είναι έντονος. Η απλή αποφυγή της αμαρτίας δεν αρκεί για την αντιμετώπιση του δαιμονισμού. Απαιτείται προσπάθεια για την τήρηση των εντολών του Χριστού και την απόκτηση των χριστιανικών αρετών. Γι’ αυτό ο Κύριος τόνισε χαρακτηριστικά ότι το γένος των δαιμόνων δεν εκδιώκεται παρά μόνο με προσευχή και νηστεία (Ματθ. 17,21). Ο αγώνας πρέπει να γίνεται και από τον ίδιο τον πάσχοντα, αλλά και από τους οικείους του, πρέπει δε να ενισχύεται και με την προσφυγή στη Χάρη και στις μεσιτείες της Θεοτόκου και των Αγίων της Εκκλησίας, ιδιαιτέρα δε όσων Αγίων έχουν το ειδικό χάρισμα να εκδιώκουν δαίμονες.
Στα θεραπευτικά μέσα, που χρησιμοποιεί η Εκκλησία, ανήκουν και οι εξορκισμοί. Οι εξορκισμοί είναι προσευχές εναντίον του διαβόλου, είναι ευχές, που «επιτιμούν» τα πονηρά πνεύματα. Διαβάζονται από Ιερείς (απ’ όλους τους Ιερείς – δεν υπάρχουν εξειδικευμένοι Ιερείς, που διαβάζουν εξορκισμούς) με την εξουσία που τους έχει δοθεί από τον Χριστό και έχουν μεγάλη αποτελεσματικότητα. Δυστυχώς, όμως, ο τρόπος με τον οποίο τελούνται κάποιες φορές (δημόσια και επιδεικτικά) διακομωδεί το σοβαρότατο πρόβλημα της θεραπείας των δαιμονιζομένων, γι’ αυτό απαιτείται μεγάλη προσοχή και διάκριση. Κατ’ αρχήν ο Ιερεύς πρέπει να διακρίνει σε κάθε περίπτωση, αν πρόκειται περί ψυχασθενούς η δαιμονιζομένου (κάθε Ιερεύς οφείλει να είναι γνώστης και φορεύς της Ορθοδόξου Παραδόσεως, ωστε να μπορεί να διακρίνει μεταξύ των δύο καταστάσεων). Ο καταλληλότερος χρόνος τελέσεως, όταν πρέπει, είναι μετά τη Θ. Λειτουργία, ώστε να έχει κοινωνήσει και ο Ιερεύς και ο δαιμονιζόμενος (αν μπορεί) με τους συνοδούς του. Οι συνοδοί πρέπει οπωσδήποτε να έχουν νηστέψει και κοινωνήσει, για να είναι προστατευμένοι από κάθε δαιμονική προσβολή. Σε καμία περίπτωση οι εξορκισμοί δεν πρέπει να τελούνται δημοσίως, παρά μόνο ενώπιον του πάσχοντος και όσων είναι αναγκαίο να τον συνοδεύουν. Επίσης δεν υπάρχει λόγος να διαβάζονται μεγαλοφώνως, μπορεί να διαβάζονται και χαμηλοφώνως.
Θεραπεύονται όλες οι περιπτώσεις δαιμονιζομένων με τα μέσα που διαθέτει η Εκκλησία; Προφανώς δεν θεραπεύονται όλες, όπως ακριβώς δεν θεραπεύονται και όλες οι περιπτώσεις ψυχασθενών από τους ψυχιάτρους και όπως υπάρχουν γενικά αθεράπευτες ασθένειες, που οδηγούν στον θάνατο. Θεραπεύονται, όμως, πολλές περιπτώσεις δαιμονιζομένων, η μάλλον οι περισσότερες. Η ολοκληρωτική απελευθέρωση από τα δαιμονικά «έργα» είναι εσχατολογικό γεγονός και θα συμβεί στη μέλλουσα Βασιλεία του Θεού. Τώρα ζούμε μόνο την «απαρχή» και τον «αρραβώνα» αυτής της μελλούσης ζωής και Βασιλείας και προγευόμεθα της μελλούσης «ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,21).
Κείμενο από το έντυπο
«Ορθοδοξία και αίρεσις» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τεύχ. 63, Ιουλ. – Αυγ. 2009