Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μέ κάποια ἐλπίδα. Ἀλλά ὅταν παύει ἡ ζωή, ἀφανίζεται καί ἡ ἐλπίδα. Καί αὐτό συμβαίνει, γιατί ὅλες οἱ ἀνθρώπινες ἐλπίδες οἰκοδομοῦνται στό ἐπίπεδο τοῦ κόσμου καί ἀδυνατοῦν νά ὑπερβοῦν τό φράγμα τοῦ θανάτου. Ἡ χριστιανική ὅμως ἐλπίδα, πού θεμελιώνεται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διασκελίζει τό φράγμα τοῦ θανάτου καί εἰσχωρεῖ στήν ὄντως ζωή. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος διακρίνει τούς ἀνθρώπους σέ δύο μεγάλες κατηγορίες: στούς Χριστιανούς, πού ὄντως ἔχουν ἐλπίδα, καί στούς «μή ἔχοντας ἐλπίδα».
Ἡ χριστιανική ἐλπίδα εἶναι ἀσφαλής καί ἀδιάψευστη. Μέ αὐτήν προγεύεται, ἀλλά καί ἀναμένει ὁ πιστός τήν πλήρη δικαίωση τῆς πίστεώς του, χωρίς νά φοβᾶται καμία διάψευση, οὔτε τόν ἴδιο τόν θάνατο, γιατί καί αὐτός νικήθηκε μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά διατηρεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος τήν ἐλπίδα του ἀσφαλή στήνπαροῦσα ζωή, πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀβεβαιότητα καί τή διάψευση, ὀφείλει νά κινεῖται μέ τόλμη καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ταυτόχρονα ὀφείλει νά γίνεται «συνδημιουργός» τῆς ζωῆς του μέ τήν χάρη καί τό προνόμιο πού ἔχει ὡς ἄνθρωπος νά εἰκονίζει τόν Δημιουργό του.
Τό νόημα καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου βρίσκονται στόν Θεό. Ὁ κόσμος ὅμως ἀποσπώντας τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό τόν ἀπομακρύνει ταυτόχρονα ἀπό τό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς του. Παρουσιάζει ἐμπόδια πού τόν δυσχεραίνουν καί τόν ἀποπροσανατολίζουν. Ὅταν περιορίζεται ὁ ἄνθρωπος στίς δυνάμεις του, εὔκολα κάμπτεται καί ἀποκάμνει. Καί ὅταν τά ἐμπόδια πού παρουσιάζονται φαντάζουν μεγάλα καί ἀνυπέρβλητα, μπορεῖ νά φτάσει στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση. Μέ τήν ἐλπίδα ὅμως στόν Θεό καί τήν ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοιά Του δέχεται τίς δυσχέρειες τῆς ζωῆς καί τίς ἐντάσσει δημιουργικά στήν ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ του. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἡ εἰς τόν Θεόν ἐλπίς πάντα μεταρρυθμίζει».
Ή ἐλπίδα συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πίστη καί ἀντλεῖ ἀπό αὐτήν τό περιεχόμενό της. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ ἐλπίδα ἐνισχύει καί ζωογονεῖ τήν πίστη. Κι ἐνῶ ἡ πίστη ὑποστασιάζει στό παρόν τά ἐλπιζόμενα, ἡ ἐλπίδα τά διατηρεῖ ὡς προσδοκώμενα στήν αἰωνιότητα. Ὅπως ἡ πίστη, ἔτσι καί ἡ ἐλπίδα τοῦ Χριστιανοῦ θεμελιώνεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός ὅμως δέν χαρακτηρίζεται συνήθως ὡς ἡ πίστη ἀλλά ὡς ἡ ἐλπίδα τῶν Χριστιανῶν. Τό ἴδιο καί ὁ Θεός Πατέρας. Αὐτό συμβαίνει, γιατί ἡ πληρότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς βρίσκεται στό μέλλον, στά ἔσχατα.Ἡ ἀλήθεια, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, εἶναι «ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις». Κι ἐπειδή ἡ κατάσταση αὐτή εἶναι αἰώνια, γι’ αὐτό εἶναι πάντοτε παροῦσα.
Ἡ ἐλπίδα συνδέεται ἄμεσα καί μέ τήν ἀγάπη. Θεμέλιό της εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μετέχει ὁ πιστός μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἀπαντητική ἀγάπη. Καί ἡ ἀπαντητική αὐτή ἀγάπη, πού θεμελιώνεται στήν πίστη, αὐξάνει μέ τήν ἐλπίδα. Ὅσο μεγαλώνει ἡ ἐλπίδα πρός τόν Θεό, τόσο ἐνισχύεται καί ἡ ἀγάπη πρός αὐτόν. Ἀπό τήν ἀγάπη τέλος πρός τόν Θεό πηγάζει ἡ ἀληθινή ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ἔτσι ἡ ἐλπίδα πρός τόν Θεό λειτουργεῖ ὡς κινητήρια δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρός αὐτόν καί πρός τόν πλησίον.
Ἡ παραμονή σέ αὐτήν τήν ἐλπίδα συμβαδίζει μέ τήν πνευματική κάθαρση καί τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος ἐλπίζει στόν Θεό καί θέλει νά τόν προσεγγίσει, ποθεῖ τήν ἁγιότητα καί καλλιεργεῖ τήν ἀρετή. Καί ὁ κόπος γιά τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα ἀποτελεῖ τήν γνησιότερη ἀπόδειξη γιά τήν ἐμμονή στήν ἐλπίδα. Βασικός ὅμως παράγοντας ἐξαγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, πού ἀποτελεῖ ἄλλωστε καί τήν ἀρχή κάθε ἀρετῆς.
Χωρίς τήν δυναμική προοπτική τῆς ἐλπίδας δέν εἶναι δυνατή ἡ σωστή τοποθέτηση στήν ζωή. Ἄλλωστε, ἡ στατική θεώρηση τῆς ζωῆς δέν προσφέρει τήν σωστή εἰκόνα της. Ἡ ζωή δέν εἶναι στάση ἀλλά κίνηση. Προβάλλει ὡς διαρκής ἐπίθεση τοῦ μέλλοντος μέ τίς ἄπειρες δυνατότητες καί τά ποικίλα ἐνδεχόμενά του. Ἡ ἐλπίδα ἐκτεινόμενη στό μέλλον διανοίγει τήν προοπτική τῆς ζωῆς καί κάνει δυνατή τήν σωστή τοποθέτηση σέ αὐτήν.
Ἡ σωστή τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου στήν ζωή χρειάζεται θάρρος. Καί αὐτό ἀποτελεῖ βασική χριστιανική ἀρετή. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός καλεῖ τούς πιστούς νά ἔχουν θάρρος καί νά πιστεύουν στήν νίκη ἐναντίον τοῦ κόσμου, πού πρῶτος ὁ Ἴδιος ὡς ἄνθρωπος πραγματοποίησε: «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον». Χωρίς τό θάρρος δέν κατορθώνεται ἡ νίκη στόν πνευματικό ἀγώνα, ὅπως ἄλλωστε καί σέ κάθε ἀγώνα. Ἡ δειλία ὁδηγεῖ στήν σύγχυση, τήν παραίτηση καί τήν ἀπελπισία.
Οἱ ραγδαῖες ἐξελίξεις τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, πού πραγματοποιήθηκαν ἀπό τά μέσα περίπου τοῦ προηγούμενου αἰώνα, ὁδήγησαν πολλούς νά ἐπενδύσουν ὅλες τίς ἐλπίδες τους σέ αὐτές καί νά περιμένουν ἀπό αὐτές τήν ἐπίλυση ὅλων τῶν προβλημάτων τους. Ἀλλά αὐτό δέν κράτησε πολύ. Ἡδη ἀπό καιρό ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση. Τά πράγματα στά ὁποῖα στήριξε ὁ ἄνθρωπος τίς ἐλπίδες του ἄρχισαν νά τόν ἀπογοητεύουν. Ἡ σχετικότητα τῶν λύσεων τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, ἡ πολλαπλότητα τῶν προβλημάτων πού δημιουργοῦν, ἀλλά καί οἱ σοβαρές ἀπειλές πού προμηνύουν γίνονται διαρκῶς ἐμφανέστερα. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι βρίσκεται σέ ἀδιέξοδο. Περιορισμένος στήν ἐγκοσμιότητα ἀδυνατεῖ οὐσιαστικά νά ἐλπίζει, ἤ καί βλέπει τήν ἐλπίδα ὡς ἀνυπόφορη βασανιστική δύναμη καί θέλει νά ἐλευθερωθεῖ. Ό Ν. Καζαντζάκης στήν ἀπελπισμένη ἐπιθυμία του γιά ἐλευθερία πέρα ἀπό κάθε φόβο καί ἐλπίδα λέει: «Νίκησε τό στερνό, τόν πιό μεγάλο πειρασμό, τήν ἐλπίδα. Τοῦτο εἶναι τό τρίτο χρέος». Νικώντας ὅμως ὁ ἄνθρωπος τήν ἐλπίδα μέσα στήν προοπτική μιᾶς μηδενιστικῆς ἐλευθερίας παραδίδεται ὁριστικά στήν ἀπελπισία.
Ἡ ἀπελπισία χαρακτηρίζεται στήν πατερική γραμματεία ὡς δαιμονική διάθεση, πού ὁδηγεῖ στήν καταστροφή. Ἀποτελεῖ τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ διαβόλου. Αὐτός πιστεύει καί φρίττει, ἀλλά δέν ἐλπίζει. Ἡ ἀπελπισία προκύπτει ὡς συνέπεια τῆς ἀλλοτριώσεως ἀπό τόν Θεό. Εἶναι ἡ πληρέστερη μορφή ἀθεΐας. Ὑπάρχει ὅμως καί ἐλπιδοφόρα ἀπελπισία. Ὁ Χριστιανός βλέποντας τήν κατάσταση στήν ὁποία τόν ὁδήγησε ἡ ἁμαρτία, ἀλλά καί τίς περιορισμένες δυνάμεις του, ἀπελπίζεται ἀπό τόν ἑαυτό του. Δέν σταματᾶ ὅμως ἐδῶ οὔτε σκοτώνει τήν ἐλπίδα του, ἀλλά τήν στρέφει πρός τόν Θεό. Ἡ ἐλπίδα αὐτή γεννᾶ τή μετάνοια καί ἀποτρέπει τήν ἀπελπισία. Καί ἡ ἀπελπισία ἀπό τόν ἑαυτό του ἐντείνει τήν μετάνοια καί τήν ἐλπιδά του πρός τόν Θεό.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὁτι ἡ Παναγία ἀποκαλεῖται «Ἐλπίς τῶν ἀπηλπισμένων» καί ὄχι τῶν «ἐλπιζόντων». Ὅσοι ἐλπίζουν στόν ἑαυτό τους αὐτοκαταδικάζονται στήν ἀπελπισία. Ὅσοι ὅμως ἀπελπίζονται ἀπό τόν ἑαυτό τους, ἀλλά ἀγαποῦν τόν Θεό καί ἐμπιστεύονται σέ αὐτόν τή ζωή τους, μποροῦν νά βροῦν τήν ἀδιάψευστη ἐλπίδα· τήν ἐλπίδα πού στηρίζεται στήν Παναγία καί τόν Χριστό.
Τό μήνυμα πού δέχθηκε ὁ ἅγιος Σιλουανός στήν ἐποχή μας εἶναι: «Κράτα τό νοῦ σου στόν ἅδη, καί μήν ἀπελπίζεσαι». Ἡ συναίσθηση τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν συντρίβει τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ διατήρηση τοῦ νοῦ στόν ἅδη ὁδηγεῖ εὔκολα στήν ἀπελπισία. Ἡ μνήμη ὅμως τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἀφήνει νά ἀπογοητευθεῖ. Ἀπελπίζεται ἀπό τό ἐγώ του, ἀλλά προσπαθεῖ νά λυτρωθεῖ, πρίν συντρίβει ὁ ἴδιος ἀπό αὐτό. Ἔτσι, ἀναλογιζόμενος τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀφανίζει τά πάθη καί τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς διατηρώντας τό θάρρος του καί ἐλπίζοντας στήν Θεία φιλανθρωπία. Ἡ ἀπελπισία γιά τόν Χριστιανό γίνεται ἀγάπη πρός τόν Χριστό.
Πηγή: