Πρότυπο ἀγαθοῦ ποιμένος ὁ Χρυσόστομος

Πρότυπο ἀγαθοῦ ποιμένος ὁ Χρυσόστομος

               

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος - θεολόγος

       «Χαίροις ὁ νοῦς ὁ χρυσόμορφος, χελιδὼν ἡ χρυσόστομος, ῥεῖθρον χρυσοειδέστατον, προχέον τὰ νάματα», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, διὰ στόματος τοῦ ἐξόχου ποιητοῦ-ὑμνογράφου, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ Στιχηρὰ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὴν 13η Νοεμβρίου. Ὡς γνωστόν, τὴν ἡμέρα αὐτὴν μετατίθεται ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης του, διότι τὴν 14η Σεπτεμβρίου, ὁπότε  ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. 

       Οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι Πατέρες πολὺ σοφὰ μετέθεσαν τὴν ἑορτὴ τοῦ  Ἁγίου ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Μικρῆς Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων, καθ’ ὅτι δὲν ὑπάρχει καταλληλότερο πρόσωπο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἀληθινὸ ὑπόδειγμα ὀρθοδόξου πίστεως, ζωῆς καὶ πολιτείας, ὥστε νὰ ἀποτελέσῃ τὴν βάση καὶ τὸ πρότυπο γιὰ τὴν δική μας καθοδήγηση κατὰ τὴν πνευματικὴ αὐτὴν περίοδο.

      Πράγματι, ὀ Ἰωάννης συνεδύαζε στὸ πρόσωπό του πολλὲς καὶ ποικίλες ἀρετές. Διέθετε ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ μάλιστα σταθερὸ καὶ ἀναλλοίωτο, σὲ πεῖσμα τῶν ὕπουλων αἱρέσεων ποὺ λυμαίνονταν τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐποχή του, εἶχε ἐξαιρετικὸ χάρισμα στὸν λόγο, ποὺ ὀφειλόταν στὴν φιλομαθῆ του φύση ἀλλὰ καὶ στὴν πολύπλευρη παιδεία του πάνω ἀπ’ ὅλα, ὅμως, ὑπῆρξε φιλάδελφος καὶ ἐλεήμων,  «τῶν ὀρφανῶν ὁ Πατήρ, ἀδικουμένων ὀξυτάτη βοήθεια, πενήτων ἡ χορηγία, ἡ τῶν πεινόντων τροφή». 

     Ἐὰν ὁ Βασίλειος κλήθηκε Μέγας γιὰ τὴν σοφία του καὶ ὁ Γρηγόρος ὁ Θεολόγος ὑπῆρξε ἔξοχος ποιητής, ὁ Ἰωάννης ἀναδείχθηκε ὁ πλέον ἐνεργητικὸς καὶ κοινωνικὸς Ἱεράρχης. Μπορεῖ ἡ Βασιλειάδα νὰ ἦταν ἕνα ὑποδειγματικὸ δίκτυο κοινωνικῆς προνοίας στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Καισαρείας, ἀλλὰ καὶ ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Χρυσοστόμου στὴν πολυάνθρωπη, μάλιστα, Βασιλεύουσα ἦταν ἀνεκτίμητη. Νὰ σημειωθῆ ὅτι ὅραμά του ἦταν νὰ καταστήσῃ τὴν Βασιλεύουσα μιὰ ὀρθόδοξη κοινότητα, κατὰ τὸ πρότυπο τῶν πρωτοχριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅπου ὑπῆρχε ὁμοψυχία καὶ κοινότητα ἀγαθῶν (Πράξ., δ’ 32). 

    Αἰσιοδοξοῦσε, μάλιστα, ὁ Ἰωάννης, ἐὰν ὁ Κύριος τοῦ ἔδινε χρόνια, νὰ πείσῃ προοδευτικά ὅλους νὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἀρετὴ τῆς κοινοκτημοσύνης, ὥστε σταδιακὰ ἀπὸ τὸ κοινὸ ὄφελος κανεὶς νὰ μὴν παρέμενε εἰδωλολάτρης, ἀλλὰ νὰ μεταστρέφονταν ὅλοι στὸν Χριστιανισμό! «Ἄν γινόταν καὶ τώρα αὐτό (ἐἀν ἑνώνονταν δηλαδὴ οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἐφήρμοζαν τὴν κοινοκτημοσύνη), ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη θὰ εἶχε πιστέψει καὶ χωρὶς νὰ γίνουν θαύματα (…) Γιατί λοιπόν μέχρι τώρα δὲν ἔχουν πιστέψει ὅλοι; Τὰ πράγματα χειροτέρεψαν καὶ φταῖμε ἐμεῖς (οἱ Χριστιανοί) γι’ αὐτό.» (Ἱ. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Στ’ στὴν Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, PG 61, 52 – 53). Καὶ ἀλλοῦ ἀποδίδει τὴν αἰτία στὸν φόβο τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν ζωή (της κοινοκτημοσύνης). «Ἐὰν ὅμως τὴν εἴχαμε δοκιμάσει, σίγουρα θὰ τολμούσαμε νὰ τὴν ἐφαρμόσουμε. Πόση χάρη κι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς συνώδευε!» (ἀπὸ τὴν 11η ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου στὶς «Πράξεις» (Ε.Π.Μ. 60, 96-98), Μεταγραφή: Γεώργιος Δ. Ῥοδίτης, ἀπὸ τὸ βιβλίο «Χριστιανισμὸς καὶ πλοῦτος», ἔκδοση 3η, Ἀθήνα 2009).

Ὁ Ἰωάννης δὲν πρόλαβε, τελικά, νὰ ὑλοποιήσῃ τὸ ὅραμά του, ἐξαιτίας τῶν σὲ βάρος του διώξεων καὶ τῶν ἐξοριῶν, ποὺ τοῦ στοίχισαν τὸν θάνατο ἡ μαχητικότητά του, ὡστόσο, καὶ ἡ προσήλωσή του στὸν μεγαλόπνοο αὐτὸν στόχο ἀποτελοῦν ἕνα παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ τοὺς ποιμένες ὅλων τῶν ἐποχῶν, νὰ θέτουν στόχους μὲ προοπτικὴ καὶ νὰ ἀγωνίζωνται μὲ συνέπεια γιὰ τὴν ὑλοποίησή των! Κύριος οἶδε πότε, πῶς καὶ σὲ ποιόν βαθμὸ θὰ ἐπληρωθοῦν οἱ στόχοι αὐτοί! 

Πολύπλευρη, πράγματι, ἦταν ἡ προσωπικότητα καὶ ἡ προσφορὰ τοῦ ἱεροῦ Πατρός. Κάλυψε, μὲ μεγάλη ἐπιτυχία, ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ τριπλοῦ ἔργου τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδοξίας: τὴν πνευματική, τὴν ἠθική-μορφωτικὴ καὶ τὴν κοινωνική-πολιτική. Δὲν ἦταν ἐξ ἄλλου ἰδιαίτερα δύσκολο νὰ πετύχῃ τὸ μεγάλο αὐτὸ κατόρθωμα ὁ θεῖος πατήρ, ἀφ’ οὗ καθ’ ὅλη τὴν ἐπίγειά του πορεία ἐναρμονιζόταν πλήρως μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ θείου λ(Λ)όγου, ἐνωτιζόμενος, μάλιστα, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Του, τὸν θεῖο Παῦλο, ποὺ τοῦ ὑπαγόρευε μὲ ἀκρίβεια καὶ ἀσφάλεια τὴν ἐξήγηση τῶν θείων γραφῶν! 

Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὸ τεράστιο συγγραφικό του ἔργο ἐξαιρετικὰ πλούσιο καὶ ἐποικοδομητικὸ  ὑπῆρξε καὶ τὸ κήρυγμά του. Ποιά πλευρά, ἀλήθεια, τοῦ καθημερινοῦ βίου δὲν ἄγγιξε μὲ τὸν λόγο του ὁ ἱερὸς πατήρ! Ἐκεῖ, ὅμως, ποὺ διακρίθηκε ἰδιαιτέρως ὁ Χρυσόστομος ἦταν ὁ χῶρος τῆς παιδαγωγίας. Κατέστη, μὲ τὶς παιδαγωγικές του προτροπὲς καὶ προτάσεις ἀληθινὸς σύμβουλος γιὰ ὅλη τὴν οἰκογένεια, καὶ μάλιστα χωρὶς χρήματα! Οἱ σημερινοὶ καλοπληρωμένοι παιδαγωγοί, ψυχολόγοι καὶ κάθε λογὴς σύμβουλοι γάμου καὶ οἰκογενείας ἀγνοοῦν ἴσως ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς θεωρίες καὶ τὰ διδάγματά των ἀντλοῦνται ἀπὸ τὴν σοφία ὄχι μόνον τοῦ Χρυσοστόμου ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Πατέρων κάθε ἐποχῆς.  Καὶ τοῦτο διότι ἡ σοφία αὐτὴ «ὡς ἄνωθεν κατερχομένη» εἶναι διαχρονική, ἀσφαλὴς καὶ καταξιωμένη, ἐνῶ ἡ κοσμικὴ σοφία, ὅταν δὲν ἐμποτίζεται ἀπὸ τὴν σοφία τοῦ Λόγου, παραμένει ἐπιφανειακὴ καὶ γι’ αὐτὸ ἀναξιόπιστη, καὶ μάλιστα ἐπιζήμια καὶ ψυχοφθόρος. 

Ἄς παρακολουθήσωμε, ὅμως, καὶ πάλι τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνογράφος ἀποδίδει μὲ τὴν γραφίδα του τόσο εὔστοχα, αἰῶνες πρίν, ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς χρυσοστομικῆς προσφορᾶς. Τὸν ἐπαινεῖ, λοιπόν, γιὰ «τὴν ἐξ ὕψους σοφίαν» του, «τὴν χάριν τῶν λόγων παρὰ τοῦ Θεοῦ», καὶ ἐπίσης γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι «τοῖς πᾶσιν ἐξέλαμψεν ὡς χρυσὸς ἐν καμίνῳ», καὶ κατῄσχυνε μὲ τὸν ζῆλο του ὄχι μόνον «τὸ ἀλλόφυλον φρύαγμα (=αὐθάδεια, ἀλαζονεία)» τοῦ Ἀρείου ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ «τὴν φιλάργυρον πλάνην» τῆς Βασιλίδος (Εὐδοξίας). Ἦταν, μάλιστα, τόσο θαυμαστὴ ἡ πίστη του καὶ τόσο ἀνδρεῖο τὸ φρόνημά του, ὥστε «οὔτε ἡ ἔχθρα τῆς παρανόμου Συνόδου» (τῆς «ἐπὶ Δρύν»), «οὔτε τὸ μῖσος τῆς παράφρονος Αὐγούστης» «κατέσβεσαν τὰς ἀρετὰς» τοῦ Ἁγίου Πατρός! Ἀντιθέτως, τὸν ἀνέδειξαν «σκεῦος ἔνθεον τῆς Ἐκκλησίας», «πλοῦτον ἄσυλον τῆς εὐσεβείας», δοχεῖον ἐλέους «τοῖς δεομένοις». 

Σὲ ἄλλο δὲ σημεῖο ὁ ὑμνογράφος ἀποκαλεῖ τὸν Ἅγιο «νόμον πρακτικώτατον», «κανόνα εὐθύτατον», «θεωρίαν καὶ πράξιν, τῆς σοφίας ἀκρότητες». Ἀλήθεια, ποιός ἄλλος κατάφερε νὰ συνδυάσῃ ἄριστα, ὅπως ὁ Ἅγιος, «τὶς ἀκρότητες τῆς σοφίας», τὴν θεωρία καὶ τὴν πράξη! Ἐκεῖνος, ἀσφαλῶς, τὸ κατάφερε, διότι δὲν κήρυττε μόνον «λόγῳ» ἀλλὰ καὶ ἐφήρμοζε «ἔργῳ» τὸν θεῖο λόγο, γινόμενος «οἶκος καθαρώτατος τῶν ἱερῶν ἀρετῶν». 

Ἀλλὰ καὶ ἡ περιγραφὴ τοῦ θυσιαστικοῦ τύπου τοῦ ποιμένος, «τοῦ ὁσίου, ἀκάκου, ἀ-μιάντου, κεχωρισμένου ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐν τέλει ὑψηλοτέρου τῶν οὐρανῶν γενομένου», ποὺ δίδεται στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου (Ἑβρ., ζ’ 26 - η’ 2), ταιριάζει ἀπολύτως στὴν εἰκόνα τοῦ ἀμώμητου, πράγματι, Χρυσοστόμου, ποὺ ἀγωνιζόταν ὅμως μὲ θάρρος και αὐταπάρνηση ὑπὲρ τῶν δικαίων τοῦ λαοῦ ποὺ ἐποίμαινε.

Οἱ σημερινοὶ μάλιστα ποιμένες, στὴν πλειοψηφία των, χρειάζεται νὰ ἐξετάσουν προσεκτικὰ ἐὰν καὶ κατὰ πόσον ἀνταποκρίνονται καὶ οἱ ἴδιοι στὶς παραπάνω ἰδιότητες τοῦ εὐσεβοῦς, ἐναρέτου καὶ ὑπὲρ τοῦ δικαίου ἀγωνιζομένου ποιμένος, ποὺ δὲν διστάζει νὰ θυσιάσῃ πρόθυμα τὸν ἑαυτό του γιὰ χάρη τοῦ λαοῦ του, ἀκόμη καὶ ἐὰν πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψῃ τὰ προνόμια καὶ μάλιστα τὸν θῶκο του, ὅπως ἔκανε ὁ Χρυσόστομος.

Νά γιατί καὶ στὴν ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται πολλαπλῶς ἀπογοητευμένοι καὶ ἐγκαταλελειμμένοι, «ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα», διότι νοιώθουν ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς οὔτε αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ποὺ κηρύττουν, καὶ μάλιστα τὸν θεῖο λόγο, δὲν πιστεύουν κατὰ βάθος στὰ λεγόμενά των, καὶ τὸ χειρότερο, «ἄλλα λένε καὶ ἄλλα κάνουν». Αὐτή, ἐξ ἄλλου, εἶναι καὶ ἡ βαθύτερη αἰτία τῆς γενικώτερης κρίσεως καὶ παραιτήσεως στὶς ἡμέρες μας, τὸ γεγονὸς ὅτι ἐλλείπουν τὰ κατάλληλα πρόσωπα γιὰ ἀνατροπὴ τῆς ζοφερῆς καταστάσεως καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα καὶ ὅραμα γιὰ ῥιζικὴ ἀλλαγὴ καὶ πρόοδο. 

Γιὰ νὰ μὴν μένωμε, ὅμως, μόνον στὶς διαπιστώσεις, χρειάζεται νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ γνησίου τέκνου καὶ πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ νὰ ὑψώσωμε μὲ τόλμη, ὅπως ἐκεῖνος, τὸ ἀνάστημά μας στὶς ἀρχὲς καὶ στὶς ἐξουσίες, στοὺς κοσμοκράτορες τοῦ αἰῶνος τούτου, ποὺ μάχονται λυσσαλέα νὰ διαλύσουν ὅ τι παραμένει ὀρθό, τὸ χειρότερο δὲ νὰ ἀλλοιώσουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ λαοῦ. Εἶναι ἐπὶ τέλους καιρὸς νὰ προβάλωμε σθεναρὴ ἀντίσταση ἀπέναντι σ’ ὅλους ὅσους ἐπιβουλεύονται τὶς ἀξίες μας, τὸ ὅσιον, τὸ ἀληθές, τὸ δίκαιον, τὸ ὡραῖον, τὸ δημοκρατικόν, τὸ ἀγαπητικὸν καὶ ὅλες τὶς ἄλλες παραδόσεις μας, ὥστε νὰ διαφυλάξωμε ἀκέραιη τὴν πίστη μας, συνετὴ καὶ ἀδιάφθορη τὴν ζωή μας, δίκαιη καὶ ἀγαπητικὴ καὶ μάλιστα ἀλληβοηθητικὴ τὴν πολιτεία μας. 

Ἐνθυμούμενοι, μάλιστα, τοὺς ἐπίμονους ἀγῶνες τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου νὰ διατηρήσῃ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἄς ἐμπνεώμαστε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἄς τὸν παρακαλοῦμε θερμῶς νὰ καθοδηγῆ καὶ ἐμᾶς στὴν ἐργασία καὶ κυρίως στὴν συνεργασία γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων δυσκολιῶν τοῦ βίου μας. 

Φιλεύσπλαγχνε καὶ φιλάγαθε Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, Ἰωάννη, πρέσβευε ὐπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν πάντων ἡμῶν. Ἀμήν