Όλοι θα μιλήσουν σήμερα για το πνεύμα των ημερών και θα ευχηθούν χρόνια πολλά, αλλά ξεχνούν ότι





Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος
Ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη. Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδελφούς, παρ΄ όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή,
«Στέφανος πλήρης πίστεως και δυνάμεως εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ» (Πράξεις των Αποστόλων, στ΄ 8-15, ζ΄ 1-60).
Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.
Οι Ιουδαίοι όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλασφημεί το Μωϋσή και το Θεό.
Με αφορμή λοιπόν αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί.
Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους.
Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια-κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων.
Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος.
Τότε, ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό.
Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του,
«Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην».
Κύριε, μη λογαριάσεις σ΄ αυτούς την αμαρτία αυτή.

Απολυτίκιο. Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, εστέφθη ση κορυφή, εξ άθλων ων υπέμεινας, υπέρ Χριστού του Θεού, Μαρτύρων Πρωτόαθλε Στέφανε· συ γαρ την Ιουδαίων, απελέγξας μανίαν, είδες σου τον Σωτήρα, του Πατρός δεξιόθεν. Αυτόν ουν εκδυσώπει αεί, υπέρ των ψυχών ημών.

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ο Γραπτός
Ήταν γιος του Ιωανά, από την Παλαιστίνη, και υπήρξε μαθητής μαζί με τον αδελφό του Θεοφάνη, στη μονή του αγίου Σάββα.
Στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ε΄ ήλθαν στην Κων/πολη, αλλά και οι δύο για το ζήτημα των αγίων εικόνων, περιορίστηκαν σε κάποια Μονή στο Στόμιο της Μαύρης Θάλασσας.
Ο βασιλιάς Μιχαήλ ο Τραυλός τους επανέφερε, αλλά αυτοί δεν θέλησαν να εξαγοράσουν την ησυχία τους με αδιαφορία στα εκκλησιαστικά ζητήματα και να νεκρώσουν τις ιερές πεποιθήσεις τους.
Γι΄ αυτό εκδήλωσαν με θάρρος τα φρονήματά τους και έτσι πάλι περιορίστηκαν από τον βασιλιά, σε κάποιο τόπο κοντά στο Σωσθένιο.
Αργότερα επί Θεοφίλου του Εικονομάχου, στάλθηκανστην Αφουσία.

Αν και εκεί είχαν μείνει πολλά χρόνια και είχαν αυστηρή επιτήρηση, αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν κατά της εικονομαχίας. Τότε ο Θεόφιλος, γεμάτος θυμό, τους έφερε στην Κων/πολη, όπου τους μαστίγωσε ανελέητα. Και κατόπιν χάραξε στα μέτωπα τους με πυρακτωμένο σίδερο, δώδεκα στίχους για να τους στιγματίσει.
Απ΄ αυτή την αιτία ονομάστηκαν και οι δύο Γραπτοί.
Επί δε του Πατριάρχου Ιωάννου Ζ΄ (836 ή 837), εξορίστηκαν πάλι στην Απάμεια της Βιθυνίας, όπου ο Θεόδωρος πέθανε και τάφηκε από τον αδελφό του Θεοφάνη.
Αργότερα το λείψανό του μεταφέρθηκε στη Χαλκηδόνα.
Ο εορτασμός του μας υπενθυμίζει πόσους αγώνες κίνησαν οι πιστοί, για να διαφυλαχτεί η ορθόδοξη διδασκαλία και λατρεία.
Και για τ΄ αδέλφια δίνει λαμπρό μάθημα, για το ότι δεν υπάρχει τίποτα συγκινητικότερο και τιμητικότερο, από το να ζουν αφοσιωμένοι μέχρι θανάτου για τη νίκη της ορθόδοξης Εκκλησίας.

Απολυτίκιο, Ήχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείοις στίγμασι, σεσημασμένος, δώρον έμψυχον, τω Ζωοδότη, προσηνέχθης θεοφόρε Θεόδωρε· Ασκητικαίς δωρεαίς γαρ κοσμούμενος, ομολογίας Αγώσι διέλαμψας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.