Ἀπόστολος Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως

                           


Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (Ἑβρ. ια΄ 9-10, 32-40)

18 Δεκεμβρίου 1966

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὴ μεγάλη γιορτὴ ποὺ πλησιάζει, μᾶς φέρνει πάλι κοντὰ στὰ μεγάλα κατορθώματα τῆς πίστεως τῶν ἀρχαίων Ἁγίων, τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Δικαίων, ἐκείνων ποὺ ἔλαβαν ὑποσχέσεις ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δὲν τὶς εἶδαν νὰ ἐκπληρώνωνται. Μία ἦταν ἡ μεγάλη ὑπόσχεση, ποὺ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ τὴν ἀνανέωνε ὁ Θεός, ὁ ἐρχομὸς τοῦ Λυτρωτῆ. Αὐτὸς ὁ ἐρχομός, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι τὸν προσδοκοῦσαν καὶ τὸν περίμεναν μὲ πίστη, ἔφτασε νὰ γίνη μόνο στὰ χρόνια τὰ δικά μας. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα.

Ἀδελφοί, γιὰ νὰ ’χη πίστη ὁ Ἀβραὰμ ἔμεινε προσωρινὰ στὴ γῆ ποὺ τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Θεός, σὰν καὶ νὰ ἦταν ξένος καὶ κατοίκησε μέσα σὲ σκηνὲς μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ κι ἐκεῖνοι ἦσαν μαζὶ μ\’ αὐτὸν κληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Γιατί περίμενε κι εἶχε τὴν ἐλπίδα του στὴν πόλη μὲ τὰ γερὰ θεμέλια, ἐκείνη τὴν πόλη ποὺ τὴν τεχνούργησε καὶ τὴν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Καὶ τί νὰ λέγω περισσότερα; Γιατί δὲν θὰ μὲ φτάση ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι γιὰ τὸ Γεδεών, γιὰ τὸ Βαρὰκ καὶ τὸ Σαμψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε, γιὰ τὸ Δαβὶδ καὶ τὸ Σαμουὴλ καὶ γιὰ τοὺς προφῆτες. Ὅλοι τους αὐτοί, γιὰ νὰ ’χουν πίστη, ἔβαλαν κάτω βασίλεια, ἐργάσθηκαν τὴν ἀρετή, πέτυχαν νὰ λάβουν ἐπαγγελίες ἀπὸ τὸ Θεό, ἔκλεισαν τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, γλύτωσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ μαχαιριοῦ, γιατρεύτηκαν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ἔγιναν δυνατοὶ στὸν πόλεμο, νίκησαν καὶ κυνήγησαν ἐχθρικὰ στρατεύματα, γυναῖκες εἶδαν ἀναστημένα τὰ πεθαμένα παιδιά τους, ἄλλοι ἐδάρθηκαν καὶ δὲν ἔστερξαν ν’ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ γλυτώσουν, μὲ σκοπὸ νὰ δοῦνε μία καλύτερη λύτρωση· κι ἄλλοι ἐμπαίχθηκαν καὶ μαστιγώθηκαν κι ἀκόμη δέθηκαν καὶ φυλακίσθηκαν, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πειρασμούς, τοὺς ἔφαγε τὸ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι προβιὲς καὶ γιδοτόμαρα, μέσα σὲ στέρηση καὶ θλίψη καὶ κακουχία (δὲν ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους), γυρίζοντας στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ βουνά, στὶς σπηλιὲς καὶ στὶς τρύπες τῆς γῆς. Κι ὅλοι ἐτοῦτοι, ἂν καὶ μὲ τὴν τέτοια πίστη τους φάνηκαν τί ἤσανε, ὅμως δὲν εἴδανε νὰ ἐκπληρώνεται γι’ αὐτοὺς ἡ θεία ὑπόσχεση, γιατί ὁ Θεὸς πρόβλεψε κάτι καλύτερο γιά μᾶς, νὰ μὴ λάβουνε δηλαδὴ ἐκεῖνοι χωρὶς ἐμᾶς τὸν τέλειο μισθό τους.

Τέτοιο ἦταν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ· οἱ ἀρχαῖοι Ἅγιοι, οἱ Πατριάρχες, οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Δίκαιοι, νὰ περιμένουνε μὲ πίστη χωρὶς καὶ νὰ δοῦνε τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτῆ· ὁ Λυτρωτὴς νὰ ’ρθῆ καὶ νὰ γεννηθῆ στὰ χρόνια τὰ δικά μας, ὁ Θεὸς ταπεινὸς ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῶν Πρωτοπλάστων καὶ νὰ μᾶς ἀνοίξη δρόμο σωτηρίας. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἔργο τοῦ Λυτρωτῆ. Μὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ δὲν τελείωσε καὶ δὲν ὡλοκληρώθηκε ἀκόμη στὴν ἐκτέλεσή του. Οἱ ἀρχαῖοι περίμεναν τὸ Λυτρωτή, ὁ Λυτρωτὴς ἦρθε, γεμάτος χάρη καὶ ἀλήθεια, κι ἐμεῖς τὸν εἴδαμε καὶ τὸν ἀκούσαμε, καὶ τὸν βλέπουμε καὶ τὸν ἀκοῦμε κάθε μέρα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τί λοιπὸν ἀκόμη μένει καὶ γιὰ τοὺς ἀρχαίους καὶ γιά μᾶς; Γιατί ὁλόκληρο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ δὲν ἐκπληρώθηκε. Οἱ ἀρχαῖοι ἔζησαν μὲ μία προσδοκία κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο ζοῦμε σὲ μία προσδοκία· ἐκεῖνοι περίμεναν τὸ Λυτρωτή· τώρα κι ἐκεῖνοι κι ἐμεῖς περιμένουμε τὸν Κριτή. Ὅλο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα μυστήριο πίστεως καὶ μία προσδοκία ἐλπίδος. Πιστεύουμε στὸ Λυτρωτὴ κι ἐλπίζουμε στὸν Κριτή. «Προσδοκῶ ἀνάστασι νεκρῶν» λέμε στὸ σύμβολο τῆς πίστεώς μας, περιμένουμε δηλαδὴ ὁ καθένας μας, κι ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ καὶ μεῖς ποὺ ζοῦμε μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτῆ, περιμένουμε «ὅλοι μας μαζὶ νὰ λάβουμε» τὸν τέλειο μισθό μας. Ἐδῶ ὁλοκληρώνεται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀνάσταση καὶ τὴ μισθαποδοσία.

Ἂς ξαναγυρίσουμε τώρα, χριστιανοί μου, κι ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ μᾶς εἶπε τὴν περασμένη Κυριακή. Τί μᾶς εἶπε λοιπὸν τότε ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος; Ὅτι «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῆ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ». Αὐτό, ὅπως τὸ ἐξηγήσαμε, θὰ πῆ· ὅταν φανερωθῆ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας, τότε καὶ σεῖς μαζὶ μ\’ αὐτὸν θὰ φανερωθῆτε δοξασμένοι. Αὐτὴ ἡ φανέρωση, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ἡ ἔνδοξη παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ ἔλθη ὄχι πιὰ σὰν λυτρωτής, ἀλλὰ σὰν κριτής. Ἀμέσως παραπάνω ὁ Ἀπόστολος λέγει· «ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ». Τώρα ἡ ζωὴ μας εἶναι κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ μέσα στὸ μυστήριο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος μας στὸ Θεό. Ὅπως ὁ Ἀβραὰμ στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἔτσι κι ἐμεῖς σ’ ἐτοῦτο τὸν κόσμο εἴμαστε σὰν ξένοι καὶ παρεπίδημοι καὶ «ἐκδεχόμεθα τὴν τοὺς θεμέλιους ἔχουσα πόλιν»· περιμένουμε κι ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας στὴν πόλη τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ θὰ εἶναι ἡ μόνιμη ἐγκατάστασή μας μαζὶ μὲ ὅλους τους Ἁγίους.

Πῶς τὰ ἀκοῦμε ὅλ\’ αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί; Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν μᾶς εὐχαριστοῦνε καὶ πολύ. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ ἔχουμε μία θρησκεία χωρὶς πίστη· μία θρησκεία ποὺ νὰ μᾶς ἐξασφαλίζη ἐδῶ μία καλὴ ζωή. Ὅσο γιὰ τὰ ἄλλα, γιὰ τὴν πόλη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ μισθαποδοσία, ποιὸς τὰ εἶδε καὶ ποιὸς τὰ ξέρει; Εἶναι ἀλήθεια πὼς κανένας δὲν τὰ εἶδε. Ἂν ἔχουμε τὴν ἀξίωση νὰ δοῦμε μὲ τοῦτα μας τὰ μάτια τί γίνεται ἐκεῖ, δὲν θὰ τὸ κατορθώσουμε ποτέ. Τὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος πὼς τὰ ἀγαθὰ ποὺ φυλάγει ὁ Θεὸς γιὰ κείνους ποὺ πιστεύουνε κι ἐλπίζουν «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὔς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη»· δὲν τὰ εἶδαν τὰ μάτια ἀνθρώπου καὶ δὲν τ\’ ἄκουσαν τ’ ἀφτιά του μήτε καὶ ποὺ τὰ ’βαλε στὸ νοῦ του. Γι\’ αὐτὸ μᾶς χρειάζεται ἡ πίστη ποὺ γεννάει τὴν ἐλπίδα, γιὰ νὰ βλέπουμε καὶ νὰ προσμένουμε ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπουνε τὰ μάτια μας. Γιατί ἡ ζωή μας κι ὁ προορισμός μας δὲν εἶναι μόνο ἐτοῦτος ὁ βίος, ὅσα βλέπουνε τὰ μάτια μας, ὅσα πιάνουνε τὰ χέρια μας, ὅσα θέλουμε γιὰ τροφὴ καὶ ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεών μας. Ἂν ἦταν ἔτσι, τότε δὲν θὰ μᾶς χρειαζότανε ἡ θρησκεία. Ἔτσι εἶναι μόνο γιὰ τὰ ἄλογα ζῶα, γι’ αὐτὸ ἐκεῖνα δὲν ἔχουνε θρησκεία. Ἡ ἀληθινὴ θρησκεία πρὶν ἀπ’ ὅλα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι πίστη σ’ ἐκεῖνο ποὺ δὲν βλέπουμε, γιὰ τὸ ὁποῖο ὅμως μᾶς πληροφοροῦνε καὶ μᾶς βεβαιώνουνε πολλὰ πράγματα· μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος, μᾶς πληροφορεῖ καὶ ὁ ἔξω κόσμος, καὶ προπάντων μᾶς πληροφορεῖ καὶ μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὴν θεόπνευστη Ἁγία Γραφή.

Γιὰ ὅλα ὅμως ἐτοῦτα εἴπαμε κι ἄλλες φορές, γι’ αὐτὸ ἐδῶ στὸ τέλος νὰ ποῦμε τώρα λίγα γιὰ κείνους ποὺ λένε πὼς δὲν πιστεύουν. Αὐτοὶ δὲν εἶναι μόνο κάποιοι ποὺ κάνουν τοὺς ἄθεους μὰ εἶναι κι ἄλλοι ποὺ κάνουν τοὺς χριστιανούς· κι ὅμως στ\’ ἀλήθεια κι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, γιατί ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ καταλάβουν πρῶτα μὲ τὸ μυαλό τους, νὰ δοῦνε μὲ τὰ μάτια τους καὶ νὰ ψηλαφήσουνε μὲ τὰ χέρια τους γιὰ νὰ πιστέψουνε. Ἂν εἶναι ἔτσι, δὲν μᾶς χρειάζεται ἡ θρησκεία ποὺ εἶναι πίστη, κι ἔχουμε δίκηο νὰ θέλουμε μία θρησκεία χωρὶς πίστη. Κάτι τέτοιοι χριστιανοὶ δὲν εἶναι λίγοι μεταξύ μας, εἶναι ὅσοι ἔμαθαν πέντε πράγματα παραπάνω κι ἔχουν τάχα μία ἀνώτερη γνώμη γιὰ τὴ θρησκεία. Αὐτοὶ λένε πὼς θρησκεύουνε, ἀλλὰ δὲν πιστεύουν. Μὰ εἶναι καὶ οἱ ἄλλοι, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν τοὺς ἄθεους. Αὐτοὶ μήτε πιστεύουνε μήτε θρησκεύουν, μήτε Θεὸ δέχονται πὼς ὑπάρχει μήτε ἄλλος κόσμος ἀπὸ ἐτοῦτον ποὺ βλέπουν τὰ μάτια μας. Καὶ ποιὰ νὰ εἶναι τάχα ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἀθεΐας; Ἤ ὁ ἐγωισμὸς ἤ ἡ ἁμαρτία. Ὁ ἐγωισμός, ποὺ σὲ βάζει νὰ κάνης τὸν ἄθεο, γιατί αὐτὸ τάχα εἶναι καθὼς πρέπει στὸν καιρὸ μας· καὶ ἡ ἁμαρτία ποὺ θέλει νὰ σὲ πείση πὼς δὲν ὑπάρχει Θεὸς κι ἄλλος κόσμος, ὅπου θὰ δώσουμε λόγο.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Θρησκεία χωρὶς πίστη δὲν θὰ πῆ τίποτα. Μιλοῦμε γιὰ τὴ μία καὶ ἀληθινὴ θρησκεία, γιὰ τὸ Χριστιανισμὸ κι ἀκόμη καλύτερα, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Θέλοντας μὴ θέλοντας ἡ θρησκεία μᾶς δένει μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὸ δεσμὸ τῆς πίστεως. Μυστήριο τῆς πίστεως καὶ προσδοκία ἐλπίδος εἶναι ἡ θρησκεία. Ἂς πιστεύουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ κι ἂς ἐλπίζουμε νὰ δοῦμε τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐκπλήρωσή τους στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους. Ἀμήν.

Πηγή