Ένας Επίσκοπος ύψωσε το ανάστημά του στον τότε πλανητάρχη (τον 4ο αιώνα μ.Χ.)! Σήμερα οι επίσκοποι δεν υψώνουν το ανάστημά τους όχι στον εκάστοτε πρωθυπουργό αλλά ούτε στον δήμαρχο ενός δήμου ή στον εκάστοτε δημοσιογραφίσκο.
του π. Ανανία Κουστένη
Στις 7 Δεκεμβρίου γιορτάζει ο Άγιος Αμβρόσιος, Επίσκοπος Μεδιολάνων. Στο σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας. Του 4ου αιώνος κι αυτός, σπουδαίος, νομικός μεγάλος, έγινε διοικητής του Μιλάνου και της επαρχίας εκεί, ήταν δίκαιος και συνετός και κατηχούμενος.
Ετοιμαζόταν, δηλαδή, να βαφτισθεί... Πέθανε ο επίσκοπος Μεδιολάνων και μετά οι ορθόδοξοι μάλωναν με τους Αρειανούς στο ποιός θα καταλάβει τον θρόνο. Και έγινε κίνημα. Επανάσταση. Κι ως διοικητής ο Αμβρόσιος εστάλη να καταστείλει την στάση και την επανάσταση και να φέρει την ησυχία και την ειρήνη...
Πήγε, λοιπόν, και τους μίλησε τόσο γλυκά, ήταν ρήτορας και σοφός και ενάρετος, παρότι ακόμη δεν είχε βαφτισθεί. Και τους κατάφερε και τους ηρέμησε...
Και τότε ένα παιδάκι φώναξε δυνατά: "Ο Αμβρόσιος να γίνει επίσκοπος!"
Ήταν φωνή Θεού. Ήταν κλήσις Κυρίου. Κι εκείνος, βέβαια, δεν ήθελε, και λέει το Συναξάριο πώς, μόλις τ’ άκουσε αυτά κι ο κόσμος όλος, αιρετικοί και χριστιανοί, είπαν ναι, άξιος, τί κάνει εκείνος;
Φεύγει, με τρόπο, και καθώς βράδιαζε, καβαλάει ένα άλογο κι έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση, για να μη γίνει μητροπολίτης. Και μόλις ξημέρωσε, τί είχε γίνει; Βρέθηκε, πάλι, στο ίδιο σημείο, από οπού έφυγε. Στης εκκλησίας την αυλή. Και τότε κατάλαβε ότι ο Θεός τον ήθελε σ’ αυτή τη θέση. Στον Θεό ποιος μπορεί να πει όχι;
Κι έγινε, λοιπόν, επίσκοπος Μεδιολάνων, ο μεγάλος Αμβρόσιος, φρόντισε τους χριστιανούς, φρόντισε τους αιρετικούς, διότι η Εκκλησία εταλαιπωρείτο από τον Αρειανισμό και τις παραφυάδες του, και προπαντός με τον Θείο του λόγο και με την αγία χάρη, έφερνε αμέτρητους στην Εκκλησία και προστάτευε πολλούς δυσκολεμένους και αδύνατους.
Είχε τόση παρρησία, που έβαλε επιτίμιο και κανόνα στον ίδιο τον αυτοκράτορα Θεοδόσιον τον Μέγαν. Με κάποια στάση, που έγινε στη Θεσσαλονίκη και μετά που έδωσε εντολή να φονεύσουν 7.000 στασιαστές.
Κι ο Θεοδόσιος, όταν πήγε στην εκκλησία και μπήκε στο Ιερό Βήμα, του λέει ο άγιος Αμβρόσιος: «Έξω!»
Σε ποιόν είπε «Έξω;» Στον πλανητάρχη, παρακαλώ.
Σε ποιόν είπε «Έξω;» Σ’ αυτόν. Κι ο Θεοδόσιος μεγάλος κι αυτός. Να το πούμε. Λοιπόν. Το εδέχθη! Εδέχθη επιτίμιον οκτώ μηνών.
Ούτε να μεταλάβει ούτε να κάμει τίποτε απ’ τα καθήκοντά του. Το εδέχθη, με άκρα ταπείνωση και μεγάλη υπακοή. Γιατί είχε καταλάβει κι αυτός ένα πολύ σπουδαίο πράγμα. Ότι δεν μπορούμε, με κανένα τρόπο, να εναντιωθούμε στην Εκκλησία. Στην Εκκλησία και στον Θεό! Τί σπουδαίος κι αυτός. Λέμε ναι...
Αλλά, άμα έχεις την οικουμένη στα χέρια σου, θα κάμεις και λάθη.
Η ομορφιά ποιά είναι στον Θεοδόσιο; Ότι εδέχθη και παρεδέχθη! Και μετενόησε!
Και την ημέρα των Χριστουγέννων πήγε στην εκκλησία και τί; Έκανε μετάνοια μπροστά στον επίσκοπο και σ’ όλο το εκκλησίασμα και ζήτησε επισήμως συγγνώμη, κλαίγοντας! Κλαίγοντας! Και αποκατεστάθη. Αυτός ο Μέγας Θεοδόσιος! Αποκατεστάθη! Και είναι κι εκείνος γραμμένος στο Αγιολόγιο.
Γιατί, αν ο Μέγας Κωνσταντίνος έφερε τη θρησκευτική ελευθερία στην αυτοκρατορία και στον κόσμο, ο Μέγας Θεοδόσιος διάλεξε, ως επίσημη θρησκεία του κράτους του, την ορθοδοξία, η οποία κινδύνευε από Γότθους, βαρβάρους, αιρετικούς, Ιουδαίους, είδωλολάτρες, κι έκαμαν θραύση.
Και τώρα την πήρε την Εκκλησία, την ορθοδοξία, υπό την προστασία του ο αυτοκράτωρ.
Έθεσε, δηλαδή, τον εαυτό του στη διάθεση της Εκκλησίας.
Ήταν, δηλαδή, υπερασπιστής του ορθοδόξου δόγματος. Είναι πολύ σπουδαίο κι αυτό. Να το πούμε. Ισχύει μέχρι και σήμερα…Ο άγιος Αμβρόσιος εκοιμήθη εν Κυρίω το 397 στο Μιλάνο, στα Μεδιόλανα, τότε, όπου είχε γίνει το Σύμφωνο των Μεδιολάνων.
Η συμφωνία του Κωνσταντίνου του Μεγάλου και του Λικινίου για ανεξιθρησκεία. Να υπάρχει, δηλαδή, θρησκευτική ελευθερία, που υπάρχει μέχρι σήμερα…
Ένας Επίσκοπος υψώνει το ανάστημά του στον πλανητάρχη!
____________________________________________________
(π. Ανανίας Κουστένης, Χειμερινό Συναξάρι, τ. Α, εκδ. Ακτή, Λευκωσία 2008, σ. 32-37. Αποσπάσματα) Πηγή: o-nekros.blogspot.com
Σχόλιο: O Θεοδόσιος κατὰ την εορτὴ των Χριστουγέννων βρέθηκε στὰ Μεδιόλανα και θέλησε να μεταβεί στην Εκκλησία και να κοινωνήσει... Ο άγιος Αμβρόσιος, ντυμένος τα ιερατικά του άμφια, βγήκε στη θύρα του ναού και δεν επέτρεψε στον αυτοκράτορα να προχώρησει. «Είναι τα χέρια σου βαμμένα με αίμα», του είπε. Ο Θεοδόσιος θέλησε να δικαιολογηθεί κι απάντησε στον Ιεράρχη: «Κι ο Δαβὶδ αμάρτησε!».
Τότε ο άγιος Αμβρόσιος είπε στον Θεοδόσιο. «Τον μιμήθηκες στο έγκλημα, να τον μιμηθείς και στη μετάνοια»! Όταν ο αυτοκράτορας άκουσε αυτά τα λόγια, τα πήρε τόσο κατάκαρδα, και ήλθε σε συναίσθηση και συντριβή, και έβαλε δημόσια μετάνοια ενώπιον του λαού και του Επισκόπου.
(Σχετικά απο τον Παυλίνο, ο οποίος συνέγραψε τον βίο του αγίου Αμβροσίου, λίγο μετά την κοίμηση του τελευταίου. Παυλίνου, Βίος Αμβροσίου).
Κατά τον Θεοδώρητο σε άλλο περιστατικό, ο Αμβρόσιος δεν άφησε τον Θεοδόσιο, αφού είχε βάλει μετάνοια, να εισέλθει εις το ιερό για να μεταλάβει μαζί με το ιερατείο όπως όριζε τότε το έθιμο στήν Κωνσταντινούπολη, αλλά τον ταπείνωσε εκ νέου δημόσια, και του όρισε θέση ανάλογη με τον λοιπό λαό, «Βγές και στάσου στήν θέση της τάξεως των λαικών!» φρονώντας ότι «αλουργίς βασιλέας ουχ ιερά ποιεί»... Δίχως καν να απαντήσει ο Θεοδόσιος βγήκε απο το ιερό και έλαβε θέση μαζί με τούς λαικούς, αλλά και όταν επέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, ποτέ ξανά δεν τόλμησε να εισέλθει στο ιερό βήμα για να μεταλάβει.
Ο Επίσκοπος Αμβρόσιος των Μεδιολάνων δε συναίνεσε στις αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης Δάμασου για την προβολή του ''πέτρειου πρωτείου'', (την αρχή της παπικής πλάνης περί του πρωτείου, και αλάθητου του πάπα) μολονότι υπήρξε ο πρώτος που εισηγήθηκε τον όρο πρωτείο (primatum). Υποστήριξε πως η Εκκλησία της Ρώμης διεκδικούσε το πρωτείο της ομολογίας και της πίστης, μέσα στα πλαίσια της δυτικής χριστιανοσύνης, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δε συνιστούσε πρωτείο τάξεως.
''Κι όμως καθένας, που δεν ομολογεί όλα όσα ανήκουν στον Χριστό, στην πραγματικότητα αρνείται τον Χριστό...'' ~ Άγιος Αμβρόσιος, Επίσκοπος Μεδιολάνων
(1. St. Ambrose of Milan, Commentary on the Gospel of Luke, (389 μ. Χ) 1304, The Faith ofthe Early Fathers, σ. 163)