Ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας και το ήθος του επισκόπου

                                                      

(ΑΝΔΡΕΑ Γ. ΒΙΤΟΥΛΑ)

Στις 20 Δεκεμβρίου σήμερα και η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη ενός μεγάλου και «ιδιαίτερου» αγίου. Ο προσδιορισμός «μεγάλος» δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο άγιος Ιγνάτιος υπήρξε πιστός μαθητής των Αποστόλων, γεμάτος από άσβεστο πόθο για το πρόσωπο του Χριστού και ενθουσιώδη ζήλο για την οικοδομή και στερέωση της Εκκλησίας στα δύσκολα χρόνια των διωγμών του 107-118 μ.Χ. όταν και ο ίδιος μαρτύρησε θηριομαχώντας.

Ο προσδιορισμός «ιδιαίτερος» έχει να κάνει με την πρωτοφανή περίπτωση να συνεχίζεται το μαρτύριο του αγίου Ιγνατίου μέχρι τις μέρες μας, λόγω της κατάφωρης διαστρέβλωσης της θείας διδασκαλίας του προς όφελος μιας στυγνής αντιεκκλησιαστικής εξουσιολαγνείας θλιβερών αρχομανών και θλιβερότερων οσφυοκαμπτών. Το φαινόμενο έχει την εξήγησή του απλή: το κραυγαλέο κενό που δημιουργείται από την ασυνέπεια στην πίστη του Χριστού πρέπει να επικαλυφθεί άμεσα και αποτελεσματικά. Έτσι η θυσιαστική διακονία γίνεται αυταρχική εξουσία, η υπακοή, που εμπνέει ελεύθερα το πρωτείο της αγάπης και της ταπείνωσης, μεταβάλλεται σε πειθαρχία που επιβάλλει αναγκαστικά η φιλοπρωτία και η έπαρση.

Συνέπεια αυτής της οδυνηρής απόκλισης από το εκκλησιαστικό ήθος είναι να θεμελιώνεται το επισκοπικό λειτούργημα στην εξαναγκαστική επιβολή αντί του μαρτυρίου. Αντί να πρωτεύει ο επίσκοπος στην αγάπη και τη νέκρωση του πεπτωκότος εαυτού του, πρωτεύει στην απαίτηση της προς αυτόν υποταγής. Η τραγική αυτή διαπίστωση γίνεται τραγικότερη όταν προβάλλεται ο άγιος Ιγνάτιος ως ο «θεωρητικός» αυτής της αχρείας, αθεολόγητης, αντιεπιστημονικής και αντορθόδοξης παρέκκλισης.

Η μέθοδος γνωστή και πετυχημένη στα ώτα επιπόλαιων, δουλοφρόνων και ημιμαθών. Αποκόπτονται συγκεκριμένες φράσεις από το έργο του αγίου Ιγνατίου και προσαρμόζονται στο οικοδόμημα της μεγαλομανίας. Μια σοβαρή ανάγνωση όμως των επιστολών του αγίου Ιγνατίου φανερώνει πως το οικοδόμημα είναι σαθρό, αθεμελίωτο και ακαλαίσθητο. Για να γίνει πιο κατανοητό το παράδειγμα αναφέρουμε ότι στο Ψαλτήρι υπάρχει η εξής τρομακτική φράση: «ουκ έστι Θεός» (13,1)! Φυσικά ο πλήρης στίχος αναφέρει: «είπεν άφρων εν καρδία αυτού . ουκ έστι Θεός.» Όση αφροσύνη λοιπόν διακρίνει εκείνον που θα αποκτήσει επιχείρημα εναντίον της ύπαρξης του Θεού από το παραπάνω κολοβωμένο χωρίο, άλλη τόση δυστυχώς χαρακτηρίζει και όσους κατακρεουργούν με τον ίδιο τρόπο τις επιστολές του αγίου Ιγνατίου με τη μάχαιρα της αποκρουστικής υπεροψίας τους προς στήριξη ξένων και φίλαυτων ιδεολογημάτων.

Η υπακοή που αξιώνει ο άγιος Ιγνάτιος στον επίσκοπο όταν προβάλλεται αποκομμένη από το ήθος που πρέπει να διακρίνει τον επίσκοπο, σύμφωνα πάντα με τον άγιο Ιγνάτιο, καταντά μια διαταγή πειθαναγκασμού όμοια με αυτή των πιο δεσποτικών και απάνθρωπων καθεστώτων, με τη διαφορά ότι αυτή απαιτείται μάλιστα στο όνομα του Θεού! Κατά τούτο υπήρξαν λιγότερο αμαρτωλά τα άθεα καθεστώτα του εικοστού αιώνα, αφού τουλάχιστον δεν ενέπλεκαν τον ίδιο τον Θεό στην εκμετάλλευση και καταδυνάστευση του ανθρώπου.

Ποιο είναι όμως το ήθος του επισκόπου, κατά τον άγιο Ιγνάτιο, που τόσα έντεχνα αποσιωπάται από τους μεγαλοσχήμονες «μελετητές» του και στο οποίο και μόνο θεμελιώνεται η υπακοή προς αυτόν; Θα αποτελούσε ολόκληρη επιστημονική διατριβή η αναφορά και ο σχολιασμός των σχετικών χωρίων από τις επιστολές του αγίου επισκόπου Αντιοχείας. αλλά ας δούμε απλώς κάποια χαρακτηριστικά. Στην προς Εφεσίους επιστολή του αναφέρει ότι οι επίσκοποι «εν Ιησού Χριστού γνώμη εισίν»(1). Θεωρεί δεδομένο ο Θεοφόρος Ιγνάτιος ότι οι επίσκοποι δεν διαθέτουν δική τους γνώμη, ατομικό θέλημα αλλά ότι έχουν το θέλημα του Χριστού. Και το θέλημα του Χριστού είναι ένα: η παράδοση του εαυτού Του στον θάνατο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Είναι απολύτως λογική η υπακοή στον επίσκοπο που έχει γίνει ένα με τον Χριστό. Κι έτσι η υπακοή αυτή ουσιαστικά χαρίζεται όχι σε ανθρώπινες επιδιώξεις αλλά στον ίδιο τον Κύριο. Σε διαφορετική περίπτωση η ειδωλολατρία είναι προ των πυλών.

Αυτό που καταξιώνει τον επίσκοπο στη θέση του περιγράφει ο άγιος συγγραφέας με μια μοναδική φράση για τον εαυτό του. Στην ίδια επιστολή, αναφερόμενος στους χριστιανούς της Εφέσου, λέει κλείνοντας: «αντίψυχον υμών εγώ»(2). Ο ίδιος δηλαδή προσφέρει τον εαυτό του θυσία για χάρη του πληρώματος. Κι αυτό δεν είναι μια ποιητική συναισθηματική έξαρση αλλά φρικτή πραγματικότητα, αφού μετά από λίγο παρέδωσε με χαρά το κορμί του στα θηρία. «Σίτος ειμι Θεού και δι’ οδόντων θηρίων αλήθομαι, ίνα καθαρός άρτος ευρεθώ του Χριστού,»(3) θα γράψει σε μια άλλη επιστολή του.

Ποιος θα παρακούσει αυτόν τον επίσκοπο που μιμείται στο ακέραιο το μαρτυρικό παράδειγμα του Χριστού; Αυτόν για τον οποίο το επισκοπικό αξίωμα είναι άλεσμα στα δόντια των θηρίων και όχι απαίτηση γλοιώδους λιβανίσματος της ανεπάρκειάς του; Και μόνο το γεγονός ότι κάποιος δεχόταν την κλήση της επισκοπικής ευθύνης στην περίοδο των διωγμών, με βέβαιη δηλαδή κατάληξη τον φρικτό θάνατο, ήδη αποκτά ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα ήθους σε σχέση με τους διαδόχους των μεταγενέστερων εποχών. Τότε παραπλεύρως του επισκοπικού θρόνου βρισκόταν η θυσία, αργότερα οι αυλικοί, η ακόρεστη εξουσία και η τρυφηλή ζωή.

Το πραγματικό ήθος της ταπείνωσης, του αυτοελέγχου και της ανάληψης της προσωπικής ευθύνης εκφράζεται από τον άγιο Ιγνάτιο στην επιστολή του προς Μαγνησιείς στην οποία αναφέρει το παλαιοδιαθηκικό «δίκαιος ο εαυτού κατήγορος»(4). Δικαιώνεται αληθινά αυτός που μέμφεται τον εαυτό του, εφόσον ελέγχει τα πάντα με βάση το πρόσωπο του Χριστού, την κένωση δηλαδή και την αυτοπαράδοση στο θέλημα του Θεού. Τα λόγια αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σπουδαιότητα καθώς βρίσκονται στο σημείο όπου σε τέσσερις παραγράφους υποδεικνύει τον διαρκή έλεγχο της πνευματικής ανεπάρκειας με κριτήριο μοναδικό φυσικά τον τρόπο ζωής του Χριστού.

Πουθενά δεν εξαιρεί ο άγιος τον εαυτό του από τον έλεγχο αυτό. Γι’ αυτό στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους τους παρακαλεί να προσεύχονται γι’ αυτόν ώστε: «μη μόνον λέγω, αλλά και θέλω, ίνα μη μόνον λέγωμαι Χριστιανός, αλλά και ευρεθώ»(5). Αυτή η αγωνία και ο διαρκής φόβος είναι που καθιστά τον επίσκοπο πραγματικό ποιμένα. Καμία επανάπαυση στην τιμή του αξιώματος, την εξουσία και τα συναφή ά-Χριστα θεωρήματα περί υπακοής. Καμιά υπακοή δεν αξιώνει για τον εαυτό του ο άγιος επίσκοπος Αντιοχείας, για τον απλούστατο λόγο ότι την έχει ήδη κερδίσει αβίαστα από το ποίμνιο λόγω του λαμπρού εν Χριστώ μαρτυρικού του ήθους. Στεριώνεται ασάλευτη η υπακοή στον επίσκοπο όταν αυτός έχει προσανατολίσει όλη του την ύπαρξη στην ομοίωση του Χριστού. Πηγάζει η υπακοή ελεύθερα και αφειδώλευτα από τον λαό όταν βλέπει τον επίσκοπό του να καίγεται από αγάπη για τον Χριστό και την Εκκλησία του. Αν ο άγιος Ιγνάτιος την απαιτούσε ή πολύ περισσότερο την επέβαλε όντας χρυσοφόρος και όχι Χριστοφόρος, σήμερα θα τιμούσαμε κάποιον άλλο όντως άγιο στη θέση του, καθώς ο ίδιος θα είχε πεθάνει και θα είχε γίνει απλώς τροφή σκωλήκων.

Ο Θεοφόρος επίσκοπος Αντιοχείας δεν περιέβαλε τον εαυτό του ποτέ με την υπερηφάνεια ότι, ως εις τύπον και τόπον Χριστού, είναι αδιαμφισβήτητος, παντογνώστης, υπεράνω κάθε καλόπιστης κριτικής ακόμη και συμβουλής. Δεν καταλόγισε ποτέ στον ποιμενόμενο λαό ως μοναδική μέριμνα της πνευματικής ζωής την αναγνώριση ότι ο επίσκοπος είναι η κεφαλή και ο πρώτος στην Εκκλησία. Ώδευε προς το μαρτύριο, την κατά Θεόν τελείωσή του, και σκορπούσε ευωδία αληθινής ταπείνωσης και μίμησης Χριστού λέγοντας: «νυν άρχομαι μαθητής είναι!»(6). Τότε άρχιζε ο άγιος Ιγνάτιος να μαθητεύει στον Χριστό, όταν βάδιζε προς τη θυσία! Αλλά για να φτάσει στο σημείο να γράψει και να βιώσει αυτά, είχε ήδη θυσιαστεί για το ποίμνιό του. Το ρίξιμο στα λιοντάρια αποτελούσε τον τυπικό επίλογο. Μια ζωή συνεχούς μαρτυρίου για τους ποιμενομένους του, μια ζωή αφιερωμένη στην υπέρμετρη και απροϋπόθετη αγάπη κατά το παράδειγμα του Κυρίου, μια ζωή ανάληψης της αμαρτίας και της ευθύνης για τα πνευματικά του παιδιά, μόνο αυτός ο τρόπος ύπαρξης μπορεί να εξασφαλίσει τέτοια στάση απέναντι στον φοβερότερο θάνατο.

Θα μπορούσαν να παρατεθούν πολλά περισσότερα από τις επιστολές του αγίου Ιγνατίου για το ποιός είναι πραγματικά ο επίσκοπος και το νόημα της υπακοής σε αυτόν• ουσιαστικά στον ίδιο τον Χριστό, εφόσον ο επίσκοπος ως εις τύπον και τόπον Χριστού, έχει γίνει ή αγωνίζεται να γίνει όμοιος με τον Χριστό, εξαφανίζοντας κάθε ατομική του ιδιοτροπία. Τα παρατεθέντα όμως είναι αρκούντως κατατοπιστικά για να συνειδητοποιηθεί η «καθαρά υπαρξιακή σύλληψη της επισκοπικής διακονίας. Η οποία αποσκοπεί στην υπενθύμιση της αγαπητικής «υποταγής αλλήλοις» […] με πρώτο κενούμενο και υποτασσόμενο ακριβώς τον επίσκοπο»(7).

Στη μικρή αυτή αναφορά καταδείχτηκε η καταστροφική πλάνη της συμφεροντολογικής απομόνωσης χωρίων από τη συνάφειά τους• από τα προηγηθέντα λόγια, δηλαδή, αλλά και από αυτά που ακολουθούν το χωρίο που παρατίθεται (συνήθης πρακτική της αίρεσης).

Στο αλφαβητάρι της επιστημονικής ακρίβειας και συνέπειας ανήκει και ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο κανένα χωρίο δεν αποδίδει το πραγματικό νόημά του αποκομμένο και από τον ιστορικό του περίγυρο. Δηλαδή, επί του προκειμένου, κάθε αναφορά στον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας δεν θα πρέπει να παραμελεί τον σκοπό του έργου του γενικότερα, τις συνθήκες συγγραφής, τα δεδομένα της εποχής, τους παραλήπτες κ.λ.π.

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, θα ήταν γόνιμο και εξαιρετικά διαφωτιστικό να προβληματίζονται όσοι κακοποιούν με τόση ευκολία και προς ίδιον συμφέρον τα χωρία του αγίου Ιγνατίου που «βολεύουν,» σχετικά με το ιστορικό υπόβαθρο του έργου του. Παράδειγμα, ποιός «αλάθητος» χρυσοστόλιστος «ερμηνευτής» (κατά το δοκούν) του αγίου Ιγνατίου εξήγησε ποτέ στους ταλαίπωρους αναγνώστες και ακροατές του ότι η επιμονή του Θεοφόρου πατρός στην περί τον επίσκοπο ενότητα ήταν κατά την εποχή του αναγκαία λόγω εσωτερικών (αιρέσεις) και εξωτερικών (Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες διώκτες) εχθρών;(8).

Ποιος από τους παραπάνω θα εξηγήσει ότι στην εποχή του ιερού συγγραφέα υπήρχε διάσταση στις κατά τόπους Εκκλησίες μεταξύ προφήτη-επισκόπου, άμεσων δηλαδή μαθητών των Αγίων Αποστόλων, και ήδη εγκατεστημένου παλιού ιερατείου πρεσβυτέρων-διακόνων; Ότι προς αποφυγή ενδεχόμενων διαιρέσεων θεωρεί αναγκαία ο άγιος Ιγνάτιος την υπακοή στον επίσκοπο-προφήτη,(9) που φυσικά επέλεξε και χειροτόνησε το Άγιο Πνεύμα και όχι η άνθρωπινη ματαιοδοξία; Φυσικά και κάτι τέτοιο δεν σημαίνει τη μη αναγκαιότητα της υπακοής σήμερα αλλά καλό θα είναι να αναφέρεται πλήρης η αλήθεια, χωρίς ιδιοτελείς παραλείψεις ή υπερτονισμούς της μερικότητας που μυρίζουν αίρεση-προτίμηση.

Άλλο στοιχείο, που φωτίζει περισσότερο τη διδασκαλία του αγίου επισκόπου και αποκαλύπτει συνεπώς τον αποπροσανατολισμό των συνθηματολογικών τεμαχισμών του από κάθε λογής «πεφωτισμένους» ερμηνευτές των πατέρων, είναι το ζήτημα της ενότητας του ιερατείου. Επιγραμματικά θα λέγαμε πως ο άγιος Ιγνάτιος όταν αξιώνει υπακοή στον επίσκοπο ποτέ δεν την αναφέρει αποκλειστικά και μεμονωμένα στον επίσκοπο ως φορέα ατομικής εξουσίας. Πάντοτε η υπακοή αναφέρεται συνολικά σε επίσκοπο-πρεσβυτέρους-διακόνους και όπου δεν υπάρχει η ειδική λεκτική αναφορά στους δύο τελευταίους υπονοείται ξεκάθαρα από το όλο περιεχόμενο του έργου. Ας προβληματίσει αυτό κάθε είδους δουλόφρονες που εξαντλούν την πίστη και τη διακονία τους σε μια άβουλη, παθητική και ανέξοδη «υπακοή» προς εξασφάλιση αδιατάρακτης επαγγελματικής γαλήνης. Πρεσβύτεροι και διάκονοι αποτελούν συνεργούς εν Κυρίω του επισκόπου και όχι πειθαρχημένα στρατιωτάκια στις διαταγές του ανωτέρου! Βέβαια το πρώτο απαιτεί μαρτυρικό ιγνατιανό ήθος, ενώ το δεύτερο ραγιάδικη ευγνωμοσύνη στον εργοδότη…

Πολλά ειπώθηκαν και περισσότερα παραλείφθηκαν για λόγους οικονομίας του χώρου. Έγινε όμως πιστεύουμε φανερό ότι η χρησιμοποίηση όρων της εκκλησιαστικής μας ζωής όπως «επίσκοπος», «υπακοή» κ.τ.λ όταν απλώς προφέρεται στερούμενη υπαρξιακού υπόβαθρου εκθέτουν τον πομπό και παραπλανούν τον δέκτη. Αν μη τι άλλο πάντως ο ανελέητος βομβαρδισμός μας για τη θέση του επισκόπου και την υπακοή σε αυτόν μάλλον υπαρξιακό πρόβλημα υποκρύπτουν, που ζητά τη θεραπεία του όχι στο στίβο της ζωής αλλά στην ιδεολογία, όχι στην κεχαριτωμένη έμπνευση της προσωπικής ελευθερίας αλλά στην εμπαθή επιβολή της ατομικής εγωλατρίας.

Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, ο και Θεοφόρος επίσκοπος, να εμπνεύσει σε όλους μας το πνεύμα της εις τύπον και τόπον Χριστού θυσίας και όχι της εξουσίας!

—————————————————————–

1. Ε.Π.Ε. Αποστολικοί Πατέρες 4, Ιγνατίου Αντιοχείας Προς Εφεσίους 3, 19-20, σ.78.

2. στο ίδιο, 21, 1, σελ. 90.

3. στο ίδιο, Προς Ρωμαίους, 4, 27-28, σ. 114

4. στο ίδιο, Προς Μαγνησιείς 12, 3, σ. 100.

5. στο ίδιο, Προς Ρωμαίους 3, 17-19, σελ. 114.

6. στο ίδιο, 5, 19, σελ. 116.

7. π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου, Αθήνα 2002, σελ. 35.

8. αρχιμ. [Βασιλείου] Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 1959, σελ. 97 και Βλάσιου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 2002, σελ. 179.

9. Βλάσιου Φειδά, Εκκλησιαστική…, ό.π., 105.