Ο Άγιος Νικόλαος βρισκόταν σε ένα απομακρυσμένο τμήμα της επισκοπής του, όταν κάποιοι κάτοικοι από τα Μύρα του μετέφεραν άσχημα νέα.
Ο κυβερνήτης της πόλης, Ευστάθιος, είχε καταδικάσει τρεις αθώους άντρες σε θάνατο.
Μόλις άκουσε τα νέα αυτά, ο Νικόλαος αποφάσισε να επιστρέψει αμέσως.
Φτάνοντας στα περίχωρα των Μυρών, ρώτησε κάποιους διερχόμενους αν γνώριζαν την τύχη των κρατουμένων και τον ενημέρωσαν ότι η εκτέλεση τους επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εκείνο το πρωί.
Ο Νικόλαος έσπευσε στον τόπο που πραγματοποιούνταν οι εκτελέσεις, όπου συνάντησε μεγάλο πλήθος ανθρώπων και τους τρεις θανατοποινίτες γονατισμένους, έτοιμους να δεχτούν το θανατηφόρο χτύπημα.
Ο Νικόλαος πέρασε μέσα από το πλήθος, άρπαξε το σπαθί από τα χέρια του δημίου και το έριξε στο έδαφος.
Κατόπιν, διέταξε να απελευθερωθούν οι κρατούμενοι, μιας και ως επίσκοπος είχε την εξουσία να το πράξει.
Αργότερα, ο Ευστάθιος ομολόγησε το λάθος του και ζήτησε τη συγχώρεση του Αγίου Νικολάου.
Άγιος Νικόλαος, Εγκωμιαστικοί Λόγοι Επιφανών Βυζαντινών Λογίων, Αθήνα, 2017, 69-77.