Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος ο Παπουλάκος
(Μνήμη ιεράς κοιμήσεώς του, 18 Ιανουαρίου)
Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος ο Παπουλάκος υπήρξε μια προσωπικότητα που συγκλόνισε στο διάβα του με τις προτροπές και τις παρεμβάσεις του, κυρίως όμως με το άδολο κήρυγμά του. Έζησε και έδρασε την εποχή του Όθωνα, εποχή που το ελληνικό κράτος προσπαθούσε να οργανωθεί ακολουθώντας τα πρότυπα των κρατών της Δυτικής Ευρώπης. Ο Παπουλάκος, με τη ζωή και τον αγώνα του εξέφραζε την αντίδραση του Ορθόδοξου Έλληνα έναντι των αλλοιώσεων από το κοσμικό πνεύμα που είχε αρχίσει να διεισδύει στις ψυχές των ανθρώπων, εξοβελίζοντας τις πατροπαράδοτες αξίες του πολύπαθου γένους μας. Υπήρξε μια από τις προσωπικότητες, που έδωσαν μάχη για να διασώσουν τον άνθρωπο από το νέο δυτικότροπο μοντέλο ζωής, κηρύττοντας όχι μόνο το λόγο του Θεού, αλλά και το λόγο του ανθρώπου.
Ο Μοναχός Χριστοφόρος, κατά κόσμον Χρήστος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στον Άρμπουνα στην περιοχή Κλειτορία των Καλαβρύτων, μετά το 1770. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τα πρώτα χρόνια του βίου του, καθώς ζούσε ως απλός χωρικός, γνωρίζοντας λίγα γράμματα. Ωστόσο η αγάπη του και η κλίση του στην Ορθόδοξη λατρεία ήταν έκδηλη από τη μικρή του ηλικία. Διαβιούσε ασκώντας το επάγγελμα του κρεοπώλη και σε προχωρημένη ηλικία συνέβη το θαύμα. Μετά από ένα παράξενο γεγονός στην οικία του έμεινε αναίσθητος και μεταφέρθηκε στο διπλανό Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου επί τρεις ημέρες έμεινε πίσω από την Αγία Τράπεζα ως νεκρός. Το θεϊκό αυτό σημείο στην οικία του και η θαυμαστή ανάρρωσή του, τον συγκλόνισαν με αποτέλεσμα να παραδώσει την περιουσία του στα αδέρφια του και να εγκαταλείψει την κοσμική ζωή.
Σύμφωνα με τις πηγές, εκάρη Μοναχός στην ιστορική Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, όπου Ηγούμενος ήταν ο πνευματικός του καθοδηγητής Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος. Έλαβε το όνομα Χριστοφόρος και άρχισε να περιφέρεται στα χωριά ασκώντας επαιτεία, ενώ στη συνέχεια μοίραζε στους φτωχούς τις ελεημοσύνες που συγκέντρωνε. Ζητούσε μάλιστα να μη διαδίδουν οι χωρικοί τις αγαθοεργίες του. Κατόπιν αναχώρησε για την Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Φίλια, ενώ αργότερα έγινε ερημίτης ζώντας σε μια σπηλιά κοντά στο χωριό Άρμπουνα.
Το 1830 εγκαταστάθηκε σε ένα κατάλυμα ζώων που ανήκε στην οικογένειά του, σε ένα όρος που απέχει τρία χιλιόμετρα από το χωριό Άρμπουνα. Εκεί έχτισε μια καλύβα και άρχισε την ανέγερση μικρής Ιεράς Σκήτης προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της οποίας είχε μια μικρή θαυματουργή εικόνα ως οικογενειακό κειμήλιο. Ξεκινά περιοδείες και κηρύττει στα χωριά της Αχαΐας και της Αρκαδίας, ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει το οικοδόμημα της Ιεράς Σκήτης. Στη Σκήτη μόνασε με άλλους δύο Μοναχούς, τον Αβέρκιο και τον Κοσμά, με τους οποίους θα μείνει μαζί μέχρι το 1847, περίοδο που τους εγκαταλείπει και ξεκινά το κηρυκτικό του έργο.
Η κηρυκτική του δράση αρχικά γινόταν κατόπιν πρόσκλησης των εκκλησιαστικών και των κατά τόπους πολιτικών αρχών, καθώς δε διέθετε άδεια ιεροκήρυκα. Στη συνέχεια όμως η Ιερά Σύνοδος του παρείχε την άδεια. Ο Μοναχός Χριστοφόρος ήταν περίπου εβδομήντα ετών, βραχύσωμος, με υπόλευκη γενειάδα, έφερε ράσο, καλογηρικό σκούφο και σταυροφόρο ράβδο. Ήταν όμως ακμαίος, παρά το μικρό ανάστημά του και ο κόσμος τον επονόμασε Παπουλάκο ή Αγιοπατέρα, ενώ σε πολλά έγγραφα αναφέρεται ως Παπουλάκης.
Ο λόγος του ήταν άδολος, απλοϊκός, ζωηρός και αποκτούσε ένταση και ευκρίνεια μπροστά στα πλήθη των πιστών. Χωρίς πομπώδες ύφος κήρυττε το λόγο του Χριστού και την αξία της χριστιανικής πίστης με απλές ηθικές διδαχές. Τα χαρίσματά του, όπως η διορατικότητα, η προορατικότητα και το προφητικό χάρισμα γίνονταν έκδηλα κατά τη διάρκεια των ομιλιών του. Τα πλήθη τον ευλαβούνταν για τις διδαχές και τα θαύματά του, εκδηλώνοντας την ευλάβειά τους παντοιοτρόπως. Έκοβαν κομμάτια από το ράσο του, τρίχες από τα γένια του, ακόμα και πέτρες από τα σημεία που πατούσε. Μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι τα κομμάτια από το ράσο του μόλις κόβονταν, αμέσως αναπληρώνονταν.
Όπου πήγαινε τον υποδέχονταν με χαρά, οι καμπάνες των Ιερών Ναών χτυπούσαν χαρμόσυνα, οι Ιερείς εξέρχονταν να τον προϋπαντήσουν, οι τοπικές αρχές, ο στρατός, οι δημοδιδάσκαλοι με τους μαθητές τους σε παράταξη τον ανέμεναν. Μετά την είσοδό του αναπαυόταν ή προσευχόταν για λίγο και κατόπιν ανέβαινε σε κάποιο εξώστη οικίας ή εξέδρα ή κάποιο μεγάλο δέντρο και ξεκινούσε τις διδαχές. Τα αποτελέσματα των διδαχών του ήταν εντυπωσιακά και αυτό του το αναγνώριζαν ακόμα και οι μετέπειτα διώκτες του. Αναζωπυρώθηκε η ουσιαστική συμμετοχή του κόσμου στην Ορθόδοξη λατρεία και ενισχύθηκε η πίστη στις χριστιανικές αξίες. Μειώθηκαν οι ληστείες και οι ζωοκλοπές, αυξήθηκαν οι ελεημοσύνες προς τους πτωχούς και η αγάπη φώλιασε στις ψυχές των ανθρώπων. Ο τύπος αφιέρωσε πλήθη άρθρων, προκειμένου να εξαίρει τις αρετές του ανθρώπου αυτού και τον αντίκτυπο που είχε ο λόγος του στην κοινωνία.
Αυτή η επίδραση που ασκούσε ο Παπουλάκος στα πλήθη ενοχλούσε την εξουσία, καθώς δρούσε ανασταλτικά στα σχέδιά της για ξενοκρατία και επικράτηση του Καθολικισμού και του Λουθηροκαλβινισμού ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ο Παπουλάκος έγινε ο εκφραστής της φωνής του λαού που ήθελε να διαφυλάξει την Ελληνορθόδοξη παράδοση, ως παρακαταθήκη της μακραίωνης ιστορίας του Ελληνισμού. Στο πλευρό του ήταν η Φιλορθόδοξη Εταιρεία, στην οποία φαίνεται ότι ανήκε ο Παπουλάκος και η οποία έδρευε στην Πάτρα με επικεφαλής το λόγιο Φλαμιάτο, καθώς και όλος ο πνευματικός κόσμος. Μάλιστα εμφανίστηκαν εκείνη την εποχή πολλοί Μοναχοί κήρυκες, κυρίως κολλυβάδες, οπαδοί του Παπουλάκου, που ονομάζονταν Παπουλάκηδες.
Ο Παπουλάκος στο λόγο του καταφέρεται εναντίον του Όθωνα και επικρίνει το σαθρό πολιτικό γίγνεσθαι. Η πνευματική αφύπνιση του Χριστόφορου είχε ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση να φοβηθεί και διέταξε τη σύλληψή του. Ταυτόχρονα ξεκίνησαν συλλήψεις και άλλων κληρικών και Μοναχών, ενώ απειλούνταν οι Ιερές Μονές ότι η εξουσία θα τις κλείσει αν δε συνετιστούν. Όμως ο Παπουλάκος συνέχιζε να κηρύττει, έχοντας συμμάχους τον απλό κόσμο που τον προστάτευε όπου βρισκόταν.
Με απάτη την 22 Ιουνίου 1852 κοντά στην Ιερά Μονή του Τζίγκου, στην περιοχή του Οίτυλου, την ίδια στιγμή που ξεψυχούσε δηλητηριασμένος ο Μοναχός Κοσμάς Φλαμιάτος στην Πάτρα, ο Παπουλάκος συνελήφθη. Η είδηση της σύλληψής του συγκλόνισε το λαό της Ελλάδας που τον θεωρούσαν ισαπόστολο. Μετά από τον εγκλεισμό του στη φυλακή, τις απάνθρωπες συνθήκες της κράτησής του, τη δίκη και την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου, η Ιερά Σύνοδος τον έστειλε στην Ιερά Μονή Προφήτη Ηλία Θήρας το 1854 ώστε να είναι «ακίνδυνος».
Ο Παπουλάκος παρά τον εγκλεισμό του στην απομακρυσμένη αυτή Ιερά Μονή συνέχισε να κηρύττει και οι κάτοικοι του νησιού να τον επισκέπτονται, ενάντια σε κάθε απαγόρευση και απειλή. Μετά από λίγους μήνες αποφασίστηκε ο εγκλεισμός του στην Ιερά Μονή Παναχράντου στην Άνδρο. Εκεί οδηγήθηκε σε ειδικά διαμορφωμένο μοναχικό κελί, φρουρούμενος από ένα χωροφύλακα. Τις ημέρες μπορούσε να συμμετέχει κανονικά στο πρόγραμμα των Ακολουθιών της Μονής και το βράδυ εγκλειόταν. Με την πνευματικότητά του κέρδισε την υπόληψη του Ηγουμένου και των Μοναχών του Μοναστηριού, ενώ η φήμη του έλκυε πολύ κόσμο από όλη την Ελλάδα που έρχονταν στο νησί για να πάρουν την ευχή του και να τον ακούσουν να κηρύττει.
Ο ζήλος του Μοναχού Χριστοφόρου για κήρυγμα δεν έπαψε ούτε κατά τα χρόνια του σωματικού του περιορισμού. Διακήρυττε ότι «ο Λόγος του Θεού ου δέδεται». Κατά τον εγκλεισμό του στα πετρόχτιστα υπόγεια της Μονής Παναχράντου και ενώ δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής κατά θαυμαστό τρόπο ο Παπουλάκος χανόταν για κάποιες ημέρες και επέστρεφε ξανά. Η επίδραση των διδαχών του στο νησί ήταν καταλυτική και έχουν αναφερθεί πολλά θαυμαστά γεγονότα. Στην Άρνη ο Παπουλάκος ανέβηκε το ψηλότερο σημείο του νησιού στα Παρεκκλήσια της Παναγίας και του Προφήτη Ηλία για άσκηση και προσευχή. Εκεί τον είδαν οι ποιμένες, στους οποίους απηύθυνε νουθεσίες. Πιο χαμηλά από το Παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία σώζεται μέχρι σήμερα το «κελί του Παπουλάκου», που βρίσκεται στη ρίζα του βράχου και είναι πετρόχτιστο. Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις εκεί διέμεινε επί τρεις ημέρες ο Γέροντας.
Κοιμήθηκε το βράδυ της 18ης προς 19η Ιανουαρίου 1861, ήσυχα και ταπεινά, αφού πρώτα, διαισθανόμενος την κοίμησή του, συγχωρέθηκε και ετοιμάστηκε με τα Μυστήρια της Εκκλησίας. Οι πατέρες της Μονής τον τίμησαν ως Άγιο. Ετάφη στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής Παναχράντου Άνδρου στο Φωτοδότιο. Από τους πρώτους χρόνους της κοίμησής του έγιναν προσπάθειες για την ανακομιδή των λειψάνων του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο παντού φιλοτεχνούνταν εικόνες του σε όλη την επικράτεια μέχρι την Κωνσταντινούπολη και χτίζονταν Ναοί στη μνήμη του. Το 1893 ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος μερίμνησε, προκειμένου να μεταφερθεί η κάρα του Παπουλάκου στο Ναό της Ιεράς Σκήτης της Κοιμήσεως στη γενέτειρά του.
Ο Παπουλάκος, ο φτωχός Μοναχός, εντάσσεται στη χορεία των Αγίων της Ορθοδοξίας και των μεγάλων προσωπικοτήτων του γένους από το φιλόχριστο πλήρωμα της πατρίδας μας. Επιπλέον έχει χαρακτηρισθεί εύστοχα ως ο πρώτος εθνομάρτυρας του ελεύθερου Ελληνικού κράτους.