Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο συνεχοῦς ἀπώλειας δυνάμεων, μὲ σειρὲς χημειοθεραπειῶν ποὺ τοῦ προκαλοῦσαν ναυτία καὶ τὸν ἐξασθένιζαν ὅλο καὶ περισσότερο, ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ἔγραψε ἕνα κείμενο γιὰ τὸ ραδιόφωνο στὰ μέσα Νοεμβρίου 1983 γιὰ νὰ μεταδοθεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, στὶς 2 Φεβρουαρίου. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 13 Δεκεμβρίου 1983.
«Τί ἐντυπωσιακὴ καὶ ὄμορφη εἰκόνα, ὁ ἡλικιωμένος ἄντρας νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του τὸ παιδί, καὶ πόσο παράξενα εἶναι τὰ λόγια του: «ὅτι εἶδον ὁ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου…» Ἀναλογιζόμενοι αὐτὰ τὰ λόγια ἀρχίζουμε νὰ ἐκτιμοῦμε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ καὶ τὴ σχέση του μέ μᾶς, μὲ μένα, μὲ τὴν πίστη μας.
Ὑπάρχει τίποτα πιὸ χαρμόσυνο ἀπὸ ἕνα ἀντάμωμα, μία «ὑπαπαντὴ» μὲ κάποιον ποὺ ἀγαπᾶς; Εἰλικρινὰ τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ προσμένεις, νὰ προσβλέπεις στὴ συνάντηση. Ἡ ὑπερβατικὴ καὶ ὄμορφη προσμονὴ τοῦ Συμεὼν αὐτὸ δὲ συμβολίζει; Ἄραγε δὲ συμβολίζει τὴν προσδοκία ἡ μακρόχρονη ζωή του, αὐτὸς ὁ προβεβηκὼς σὲ ἡλικία ἄντρας, ὁ ὁποῖος περνᾶ ὅλη του τὴ ζωὴ περιμένοντας τὸ φῶς ποὺ φωτίζει ὅλους καὶ τὴ χαρὰ ποὺ τὰ πάντα πληροῖ; Καὶ πόσο ἀπρόσμενα, πόσο ὑπερβολικὰ καλὰ ἔρχονται τὸ ἀπὸ καιρὸ ἀναμενόμενο φῶς καὶ ἡ χαρὰ στὸν ὑπέργηρο Συμεὼν μέσω ἑνὸς παιδιοῦ!
Φανταστεῖτε τὸν γέροντα τὴν ὥρα ποὺ μὲ τρεμάμενα χέρια παίρνει τρυφερὰ καὶ προσεχτικὰ στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ σαράντα ἡμερῶν βρέφος καὶ μὲ τὸ βλέμμα του προσηλωμένο στὴ μικρὴ ὕπαρξη ἀναφωνεῖ: «Τώρα μπορεῖς νὰ μὲ ἀπολύσεις ἐν εἰρήνῃ, γιατί εἶδα, κράτησα στὰ χέρια μου, ἀγκάλιασα αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ νόημα τῆς ζωῆς». Ὁ Συμεὼν περίμενε. Περίμενε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, καὶ σίγουρα αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναλογιζόταν, προσευχόταν, ἐμβάθυνε ὅσο περίμενε, ἔτσι ὥστε ὅλη του ἡ ζωὴ νὰ εἶναι μία διαρκής «παραμονή», ἡ προηγούμενη ἑνὸς χαρμόσυνου συναπαντήματος.
Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀναρωτηθεῖ ὁ καθένας μας, ἐγὼ τί περιμένω; Τί μοῦ ὑπενθυμίζει ὅλο καὶ πιὸ ἐπίμονα ἡ καρδιά μου; Μεταμορφώνεται βαθμιαία σὲ προσμονὴ ἡ δική μου ζωή, καθὼς προσβλέπω στὴ συνάντηση μὲ τὸ οὐσιῶδες; Αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θέτει ἡ Ὑπαπαντή. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ γιορτή, ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ φανερώνεται ὡς ἡ ἀσύγκριτη ὀμορφιὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ὡριμάζει, ποὺ ἀπελευθερώνεται ὅλο καὶ περισσότερο, ποὺ βαθαίνει καὶ καθαρίζεται ἀπ’ ὅ,τι εἶναι δευτερεῦον, ἀνούσιο καὶ τυχαῖο.
Ἀκόμη καὶ τὰ γεράματα καὶ ὁ θάνατος, ὁ ἐπίγειος προορισμὸς στὸν ὁποῖο ἔχουμε ὅλοι μερίδιο, τόσο ἁπλὰ καὶ πειστικὰ φανερώνονται ἐδῶ ὡς πλησίασμα ἐκείνης τῆς μίας στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποία μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, γεμάτος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, λέω: «ἐπίτρεψέ μου τώρα νὰ ἀποχωρήσω». Ἔχω δεῖ τὸ φῶς ποὺ διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Ἔχω δεῖ τὸ παιδίον, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τόση θεία ἀγάπη καὶ πού μοῦ προσφέρει τὸν ἑαυτό του. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ φοβίζει, τίποτα ἄγνωστο, τὰ πάντα τώρα εἶναι εἰρήνη, εὐχαριστία καὶ ἀγάπη. Αὐτὸ εἶναι ποὺ φέρνει ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Γιορτάζει τὴ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν Ἀγάπη, τὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἕναν πού μοῦ ἔδωσε τὴ ζωὴ καὶ μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ τὴ μεταμορφώσω σὲ προσμονή».