Οἱ πολιοῦχοι Ἅγιοι στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας



Μπούσιας Χαράλαμπος, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Ἡ διαπροσωπικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ εἶναι σχέση ζωῆς, σχέση σωτηρίας. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ἀπευθύνεται στὸ Θεὸ ὅπως στὸν πατέρα του. Νοιώθει οἰκειότητα. Γνωρίζει καλὰ τὰ λόγια Του «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. γ’ 2) καὶ ἀγωνίζεται νὰ τοῦ ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς, γιὰ νὰ εἰσέλθει Ἐκεῖνος, ὁ «πάντας ἀνθρώπους θέλων σωθῆναι» (Α’ Τίμ. β’ 4). Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα του, νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἀρετή, στὴν ὁλοκλήρωση, στὴ θέωση. Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς θέλει νὰ νοιώθει τὸ Θεό μας, τὴν Παναγία μας, τοὺς Ἁγίους μας δικούς του, ἐντελῶς δικούς του.

Ἔτσι οἱ κτητικὲς ἀντωνυμίες δὲ λείπουν ἀπὸ τὰ χείλη του, ὅταν ἀπευθύνεται σ’ αὐτοὺς σὲ λῦπες καὶ σὲ χαρές. Βοήθα. Χριστὲ μου σ’ εὐχαριστῶ. Θεέ μου πρόφθασε. Παναγία μου, δεῖξε τη χάρη σου. Ἅγιε μου.

Αὐτή ἡ οἰκειότητα μὲ τὸ Θεῖο ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴν κτητικότητα χαρακτηρίζει ὅλες τὶς εὐσεβεῖς ὑπάρξεις, ἀνεξάρτητα φύλου, κοινωνικῆς καταστάσεως, παιδείας, ἡλικίας. Καὶ δὲν εἶναι φαινόμενο σημερινό. Παρατηρήθηκε ἀπὸ τὰ πρῶτα Χριστιανικὰ χρόνια καὶ δείχνει τὴν ἄγαπητικὴ σχέση, τὴ σχέση παιδιοῦ πρὸς πατέρα, παιδιοῦ πρὸς μάνα, ἀδελφοῦ πρὸς ἀδελφό. Ἐπίσης δείχνει τὴ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ Θείου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ καταφυγὴ στὶς «τετελειωμένες ψυχές», στοὺς Ἁγίους μας, τοὺς ὁποίους ἐξευμενίζει καὶ στέκεται μὲ εὐγενικὴ διάθεση μπροστά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἔχει ἀρωγοὺς στὰ καθημερινά του προβλήματα καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Οἱ Ἅγιοί μας εἶναι μέλη τῆς ζώσας Ἐκκλησίας μας, εἶναι μέλη τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας τῶν οὐρανῶν. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας «παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας». Κάθε Ἅγιος εἶναι «ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν», ὅπως χαρακτηρίζει τὸν Προφήτη Ἠλία ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος καὶ ὡς ἄνθρωπος «τετελειωμένος» γνωρίζει τοὺς πόνους, τὶς ἀγωνίες, τὰ προβλήματα, τοὺς πειρασμούς, τὶς θλίψεις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὡς ἐκ τούτου μὲ τὴν παρρησία ποὺ ἔχει ἀποκτήσει πρὸς τὸ Θεὸ μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ σώματος του ἢ τῆς συνειδήσεως του σπεύδει νὰ βοηθήσει αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται, αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν τὴν προστασία του.

Κάθε κοινωνία ἀνθρώπων, κάθε χωριὸ ἢ πόλη τῆς Ὀρθόδοξης πατρίδας μας ἔχει τὸν Ἅγιό της. Δὲν ὑπάρχει σημεῖο τῆς εὐλογημένης μας πατρίδος ποὺ νὰ μὴν ἔχει ποτισθεῖ ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως ἢ τοὺς ἱδρῶτες τῶν ἀσκητικῶν κατορθωμάτων τῶν ὁσίων μας. Αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι, ἄλλοι μικροὶ καὶ ἄλλοι μεγάλοι, ἀφοῦ «ἄλλη δόξα ἡλίου καὶ ἄλλη δόξα σελήνης καὶ ἄλλη δόξα ἀστέρων ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξει» (Α’ Κόρ. ἰε’ 41), ἀποτελοῦν τοὺς θεόκτιστους πύργους τῆς πίστεως, ποὺ στερεωμένοι πάνω στὸ ἀρραγέστατο θεμέλιο, τὸ Θεάνθρωπο Κύριο, πυργώνουν καὶ φυλάσσουν τοὺς φίλους Του, εὐσεβεῖς χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν. Κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας ἔχει τὴ φήμη του στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ πόσοι τὸν ἐπικαλοῦνται δείχνει καὶ τὴ δύναμη τῆς παρρησίας του πρὸς τὸν Κύριο καὶ τῶν πρεσβειῶν του πρὸς Αὐτόν. Ρώτησαν κάποτε ἕνα ὅσιο Γέροντα: «Πότε, Γέροντα, θαυματουργοῦν οἱ Ἅγιοι»; Καὶ ἐκεῖνος μὲ πολλὴ φυσικότητα ἀπάντησε: «Μά, ὅταν τούς ἐπικαλοῦνται πολὺ οἱ ἄνθρωποι»! Ἔτσι ἔχουμε μεγάλους Ἁγίους, αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἐπικαλεῖται μεγάλο πλῆθος πιστῶν καὶ μικροὺς ἢ τοπικοὺς Ἁγίους, αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἐπικαλοῦνται ὀλιγάριθμοι χριστιανοί.

Οἱ πιστοὶ τοῦ κάθε τόπου τῆς Ὀρθόδοξης πατρίδας μας τιμοῦν ἰδιαίτερα μερικοὺς Ἁγίους ποὺ εἴτε γεννήθηκαν στὰ μέρη τους, εἴτε ἀσκήτευσαν ἢ μαρτύρησαν ἢ ἰεράτευσαν ἢ πέρασαν ἀπ’ αὐτά. Τιμοῦν ἐπίσης καὶ μερικοὺς Ἁγίους ποὺ ἔτυχε νὰ ἔχουν παλιὸ ναό τους στὴ περιοχή τους ἢ θαυματουργή τους εἰκόνα σ’ αὐτή. Αὐτοὺς τοὺς Ἁγίους τοὺς ὀνομάζουν πολιούχους τοῦ τόπου ἢ πάτρωνες καὶ πανηγυρίζουν μὲ κάθε δυνατὴ μεγαλοπρέπεια τὴ μνήμη τους. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὶς Ἀκολουθίες ποὺ ψάλλουμε αὐτῶν τῶν πολιούχων Ἁγίων κάθε τόπου οἱ πιστοὶ θέλουν ν’ ἀκούγεται καὶ τὸ ὄνομα τῆς εὐλογημένης τους πατρίδας καὶ καμαρώνουν γι’ αὐτὴ τὴν ἁγιοτόκο ἢ ἁγιοτρόφο ἢ ἁγιοφρούρητη, γνωρίζοντας ὅτι ἡ καύχησή τους αὐτὴ μεταβαίνει στὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀφοῦ «ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω» (Β’ Κόρ. ἰ 17). Σημερινὸς Μητροπολίτης μοῦ ζήτησε σύνταξη Ἀκολουθίας γιὰ τὴν προστάτιδα Ἁγία τῆς θεύσωστης ἐπαρχίας του, ἂν καὶ ὑπάρχει παλαιὰ γι’ αὐτὴν στὰ Μηναία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ν’ ἀναφέρεται στὴ τοπικὴ προστασία καὶ στὰ θαυμάσια ποὺ ἡ Ἁγία ἔχει ἐπιτελέσει σ’ αὐτὴ τὴν ἐπαρχία τονίζοντας ἐμφατικὰ τὸ ὄνομά της. Καὶ τοῦτο γιατί ὁ πιστὸς θέλει ν’ ἀκούει τὸ ὄνομα τῆς πατρίδας του καὶ νὰ τὸ συσχετίζει μὲ τὴν προστασία τοῦ πολιούχου του Ἁγίου νοιώθοντας τὸν δικό του, πνευματικό του κτῆμα, ἄνθρωπό του στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἔτσι γῆ καὶ οὐρανὸς νοιώθει ὅτι συναγάλλονται καὶ συνεορτάζουν τὴν ἐτήσια μνήμη του, τὴν ὁποία τιμᾶ μὲ λαμπρότητα καὶ εὐλάβεια.

Ὁ πολιοῦχος Ἅγιος εἶναι ὁ προστάτης Ἅγιος τοῦ τόπου, ὁ ταχινὸς ἰατρὸς του σὲ τυχὸν ἐπιδημίες καὶ σὲ ζοφερὲς ἀνίατες ἀσθένειες, ὁ φύλακας του ἀπὸ ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους ἐχθρούς, ὁ φρουρός του ἀπὸ κάθε ἐχθρικὴ ἐπιδρομή, ὁ ἔφορός του στὶς ἀνάγκες καὶ ὁ ρύστης του ἀπὸ συμφορὲς καὶ κακώσεις. Μὲ τὴ παρουσία του αἰσθάνεται ἰδιαίτερη δύναμη καὶ μακαρίζει τὸν ἑαυτό του ποὺ ἔχει οἰκείους του, ὅπως νοιώθει τοὺς Ἁγίους μας, στὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα: «Μακάριος, ὡς ἔχει οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ».

Ὁ πολιοῦχος Ἅγιος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τοῦ τόπου, ὁ προστάτης του, αὐτὸς ποὺ συγκινεῖ τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν πρὸς αἶνο καὶ δοξολογία τοῦ αἰώνιου Θεοῦ μας καὶ ὕμνο τῶν κατορθωμάτων του καθὼς καὶ τῆς παρρησίας του πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Κύριο. Στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας ἡ τιμὴ τοῦ πολιούχου Ἁγίου παίρνει ἐπίσημες προεκτάσεις. Ἡ πολιτεία διερμηνεύουσα τὰ αἰσθήματα τῶν πιστῶν, ἀποφασίζει ἀργία τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του καὶ λαμπρὲς ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ της. Ἡ Ἐκκλησία συγκαλεῖ ὅλους σὲ κοινὴ εὐωχία, στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ σὲ πάγκοινο ἁγιασμὸ μὲ τὴν προσκύνηση τῆς ἁγίας τοῦ εἰκόνας ἢ καὶ τῶν χαριτόβρυτων λειψάνων του, μὲ λιτανεία «ἀνὰ τὰς ρύμας καὶ τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως» καὶ μὲ ἄλλες λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις ποὺ κέντρο ἔχουν τὸν φερώνυμο τοῦ πολιούχου Ἁγίου Ναό.

Ὁ πολιοῦχος Ἅγιος τοῦ τόπου μπορεῖ νὰ εἶναι γόνος του, ὅπως ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Ναυπλιεύς, ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καρπενησιώτης. Μπορεῖ νὰ μαρτύρησε στὸ τόπο ἐκεῖνο, ὅπως οἱ Ἅγιοι Τέσσαρες νεομάρτυρες στὸ Ρέθυμνο, οἱ Ἅγιοι Δημήτριος καὶ Παῦλος στὴ Τρίπολη, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος στὴ Πάτρα, ὁ νεομάρτυρας Γεώργιος στὰ Ἰωάννινα. Μπορεῖ νὰ ἦταν γέννημα τοῦ τόπου καὶ νὰ μαρτύρησε σὲ αὐτόν, ὅπως ὁ Ἅγιος μυροβλύτης Δημήτριος στὴ Θεσσαλονίκη. Μπορεῖ ν’ ἀρχιεράτευσε στὸ τόπο ἐκεῖνο, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλοκτένης στὴ Θήβα, ὁ Ἅγιος Ἀχίλλειος στὴ Λάρισα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στὴ Ζίχνη, ὁ Ἅγιος Πέτρος στὸ Ἀργός. Μπορεῖ ν’ ἀσκήτευσε στὸ τόπο ἐκεῖνο καὶ νὰ σώζεται ἐκεῖ τὸ πάνσεπτο λείψανό του, ὅπως ὁ Ἅγιος Γεράσιμος στὴ Κεφαλονιὰ καὶ ὁ Ἅγιος Διονύσιος στὴ Ζάκυνθο. Μπορεῖ, ἂν καὶ ἔζησε ἀλλοῦ, νὰ θησαυρίζεται τὸ ἅγιο λείψανό του καὶ νὰ θαυματουργεὶ στὸ τόπο ἐκεῖνο, ὅπως ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας στὴ Κέρκυρα καὶ ἡ Ἁγία Αἰκατερίνα στὸ Σινᾶ. Μπορεῖ νὰ πέρασε καὶ νὰ ἔζησε κάποιο χρονικὸ διάστημα στὸ τόπο ἐκεῖνο. Ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ Κόρινθο καὶ στὴ Βέροια. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀρχαῖοι ναοὶ μὲ θαυματουργὲς εἰκόνες στὰ μέρη ἐκεῖνα, ὅπως τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴ Χαλκίδα, τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στὴ Δράμα, τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στὴ Κατερίνη. Μπορεῖ νὰ ἔχουν θαυματουργήσει στὰ μέρη ἐκεῖνα οἱ Ἅγιοι σὲ δύσκολες στιγμὲς στὸ παρελθὸν καὶ νὰ τιμῶνται ἰδιαζόντως γι’ αὐτό, ὅπως ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος σὲ Πρέβεζα, τὸν Πύργο καὶ τὰ Φιλιατρὰ καὶ ἡ Παναγία μας στὸν Ὀρχομενὸ Λειβαδιάς. Μπορεῖ τέλος νὰ ὑπάρχουν χαριτόβρυτες εἰκόνες τῆς Παναγίας μας, ὅπως τῆς Ὑπαπαντῆς στὴ Καλαμάτα καὶ τῆς Φανερωμένης στὴ Λευκάδα.

Ποιός δὲ γνωρίζει τὸν πολιοῦχο Θεσσαλονίκης Ἅγιο Δημήτριο, ποὺ τρέχοντας μὲ τὸ ἄλογό του στὰ κάστρα τῆς πόλεως ἔδιωχνε τοὺς ἐχθρούς, ἢ ἔσωζε τὴ πύλη ἀπὸ τοὺς καταστρεπτικοὺς σεισμούς; Πῶς νὰ λησμονήσουμε τὸν πρόξενο τῆς ἐλευθερίας τῆς Χίου καὶ τῆς Καστοριάς, τὸν Ἅγιο Μηνά; Πῶς νὰ μὴ συγκινηθοῦμε μὲ τὴ θύμηση τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ μας, τῆς Νικοποιοῦ Θεοτόκου, τῆς πολιούχου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, αὐτῆς ποὺ «ἐκ παντοίων κινδύνων» ἐλευθέρωσε τὴν Βασιλεύουσα;

Ἐπειδὴ οἱ πολιοῦχοι Ἅγιοι εἶναι ὁ συνδετικός μας κρίκος μὲ τὴ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, εἶναι «Πνεύματι θείῳ» οἱ μεταφορεῖς τῶν αἰτημάτων μας πρὸς τὸν εὔσπλαχνο καὶ πανευΐλατο Κύριο, τοὺς τιμᾶμε καὶ τοὺς μακαρίζουμε μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς καὶ ἐπιζητοῦντες τὴν ταχινὴ ἀρωγή τους καὶ μεσιτεία, μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια τοὺς παρακαλοῦμε.

Πηγή