Προτιμώ τον μαρτυρικό θάνατο παρά να κλείσω τη μονή. π. Αλύπιος, ο Μέγας Προεστώς της Μονής των Σπηλαίων στο Πσκωφ, με τη λιονταρίσια καρδιά
Ο πατήρ Αλύπιος ήταν ο Μέγας Προεστώς της Μονής των Σπηλαίων στο Πσκωφ και απεβίωσε στις 12 Μαρτίου 1975. Πριν γίνει μοναχός ονομαζόταν Ιβάν Μιχαήλοβιτς Βόρονοφ. Πολέμησε με τον Κόκκινο Στρατό επί τέσσερα χρόνια και προέλασε από τη Μόσχα στο Βερολίνο. Η λιονταρίσια καρδιά του δεν έπαψε να χτυπά στον ρυθμό του πολέμου ακόμα και την περίοδο της «ειρήνης» – όταν οι κομμουνιστές που κατείχαν την πατρίδα του προσπαθούσαν να κλείσουν τις εκκλησίες, τα μοναστήρια, να ξεριζώσουν την πίστη από τις καρδιές των πιστών.
Όταν ο πατέρας Αλύπιος έκαψε το χαρτί (με προσωπική υπογραφή του Ν. Χρουστσόφ) σχετικά με το κλείσιμο του μοναστηριού των Σπηλαίων του Πσκόφ μπροστά στους «απεσταλμένους της Εξουσίας», εστράφη προς αυτούς και τους είπε:
– Προτιμώ τον μαρτυρικό θάνατο παρά να κλείσω τη μονή.
Όταν ήρθαν για να πάρουν τα κλειδιά του Μοναστηριού διέταξε τον υπάλληλό του:
«Πατέρα Κορνήλιε, έλα εδώ με ένα τσεκούρι, θα κόψουμε κεφάλια σήμερα!”
Μετά από αυτά τα λόγια του και βλέποντας την αποφασιστικότητα στα μάτια του π. Αλυπίου αυτοί που ήρθαν να πάρουν τα κλειδιά έφυγαν άπραγοι”.
«Ο Κύριος δεν αγαπά τους δειλούς. Αυτόν τον πνευματικό νόμο μού τον φανέρωσε κάποτε ο π. Ραφαήλ. Και σε εκείνον τον είχε αποκαλύψει ο π. Αλύπιος, ο οποίος είχε διηγηθεί κάποια φορά σε ένα από τα κηρύγματά του το εξής: ‘Κάποιοι, στον πόλεμο, αντί να πολεμούν τον εχθρό φορτώνονταν σακίδια με παξιμάδια για να σώσουν τη ζωή τους χωρίς να πολεμήσουν. Σας διαβεβαιώ ως αυτόπτης μάρτυρας: οι άνθρωποι αυτοί χάνονταν μαζί με τα παξιμάδια τους, δε ζούσαν πολλές μέρες. Ενώ, εκείνοι που έβγαζαν τα αμπέχωνά τους και ξεχύνονταν στη μάχη με τον εχθρό, παρέμεναν ζωντανοί’».
Πατήρ Τύχων Σεβκούνωφ, «Σχεδόν Άγιοι», εκδόσεις Εν Πλω, σελ. 164
«Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 όλοι οι κάτοικοι της Σοβιετικής Ένωσης ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν στις εκλογές. Την κάλπη για την ψηφοφορία την έφερναν στην τράπεζα του μοναστηριού, όπου μετά το μεσημεριανό γεύμα η αδελφότητα, υπό την εποπτεία του προεστώτα, απέδιδε με απροθυμία και δυσαρέσκεια τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.
Όμως κάποτε ο γενικός γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής τού ΚΚΣΕ το πήρε χαμπάρι: για κάποιους εκεί αγράμματους μοναχούς είχε καθιερωθεί το παράλογο προνόμιο να ψηφίζουν για τον αδιάσπαστο συνασπισμό κομμουνιστών και ανεξάρτητων, στο δικό τους απαρχαιωμένο αιωνόβιο μοναστήρι, και όχι στο εκλογικό τμήμα. Ο γενικός γραμματέας αγανάκτησε με την κατάσταση και μάλωσε αυστηρά τους υφισταμένους του για την ανοχή αυτού του παρασιτικού στοιχείου. Χωρίς καθυστέρηση εξέδωσε διαταγή: Από τις προκείμενες εκλογές για το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ και εφεξής (και ες αεί), οι μοναχοί θα προσέρχονται να ψηφίσουν, όπως όλοι οι κάτοικοι της Ένωσης, στα εκλογικά τμήματα του τόπου κατοικίας τους!
Πράγματι την ημέρα των εκλογών (ήταν Κυριακή), μετά την εορταστική λειτουργία στο μοναστήρι, βγήκε από τις πύλες της μονής επίσημη λιτανεία.
Οι μοναχοί μπήκαν στη σειρά ανά δύο, σε μεγάλη γραμμή, και παρέλασαν ψάλλοντας εν χορώ, διασχίζοντας την πόλη ως το εκλογικό τμήμα. Πάνω από τα κεφάλια τους ανέμιζαν βαριά λάβαρα, ενώ, κατά τη συνήθεια, κρατούσαν μπροστά τους σταυρούς και παλαιές εικόνες. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Ως είθισται πριν από κάθε σημαντικό έργο, οι καλόγεροι άρχισαν να τελούν μέσα στο εκλογικό τμήμα δεήσεις. Οι υπάλληλοι, τρομαγμένοι μέχρι θανάτου, προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά ο ηγούμενος τους επιτίμησε αυστηρά ότι εμποδίζουν τάχα τους πολίτες να εκτελέσουν το συνταγματικό τους καθήκον, όπως συνηθίζεται στους μοναχούς. Αφού ψήφισε η αδελφότητα, με την ίδια λιτανεία επέστρεψε στην αγία μονή.
Περιττό να ειπωθεί ότι στις επόμενες εκλογές η κάλπη περίμενε από νωρίς το πρωί τούς μοναχούς στην τράπεζα της μονής…»
Κάποτε, όταν ήρθαν για άλλη μια φορά να απαιτήσουν το κλείσιμο του μοναστηριού, ανακοίνωσε ωμά:
– Οι μισοί αδελφοί μου είναι στρατιώτες πρώτης γραμμής. Είμαστε οπλισμένοι, θα πολεμήσουμε μέχρι την τελευταία σφαίρα. Κοιτάξτε το μοναστήρι – ποια είναι η τοποθεσία εδώ. Τα τανκς δεν θα περάσουν. Μπορείτε να μας πάρετε μόνο από τον ουρανό, με αεροπλάνα. Μόλις όμως εμφανιστεί το πρώτο αεροπλάνο πάνω από το μοναστήρι, σε λίγα λεπτά αυτό θα το πουν σε όλο τον κόσμο στο Voice of America. Σκεφτείτε λοιπόν μόνοι σας!
Δεν μπορώ να πω τι οπλοστάσια φυλάσσονται στο μοναστήρι.
Πιθανότατα, ήταν ένα στρατιωτικό τέχνασμα του Μεγάλου Προεστώτος, ένα ακόμη τρομερό αστείο του. Αλλά, όπως λένε, σε κάθε αστείο υπάρχει και ένα μερίδιο από αλήθεια. Εκείνα τα χρόνια, οι αδελφοί του μοναστηριού αντιπροσώπευαν αναμφίβολα ένα ιδιαίτερο θέαμα – περισσότεροι από τους μισούς μοναχούς ήταν αξιωματικοί και βετεράνοι του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Το άλλο μέρος -και επίσης σημαντικό- πέρασε από τα σταλινικά στρατόπεδα.
Άλλοι πάλι τα είχαν βιώσει και τα δύο.
Ένας κομμουνιστής, προσκεκλημένος από τη Φινλανδία, παρουσία των Σοβιετικών φίλων του, έκανε στον πατέρα Αλύπιο την συνήθη ερώτηση των αθέων εκείνης της εποχής:
— Μπορείτε να εξηγήσετε γιατί οι αστροναύτες έφτασαν στο διάστημα, αλλά δεν είδαν τον Θεό;
Ο ηγούμενος του είπε με συμπόνια:
– Μια τέτοια ατυχία μπορεί να συμβεί και σε εσάς: άν και έχετε πάει στο Ελσίνκι, δεν έχετε δει τον πρόεδρο.
Οι αρχές προσπαθούσαν να καταστρέψουν το μοναστήρι με κάθε μέσο. Κάποτε, με απόφαση του Συμβουλίου του Pechersk, όλες οι γεωργικές εκτάσεις, συμπεριλαμβανομένων των βοσκοτόπων, αφαιρέθηκαν από το μοναστήρι σε μια μέρα. Ήταν αρχές καλοκαιριού. Οι αγελάδες μόλις είχαν βγει για βοσκή, αλλά τώρα τα άτυχα βοοειδή έπρεπε να επιστρέψουν στο παχνί τους.
Εκείνη τη μέρα, με εντολή από τη Μόσχα, οι εργάτες της obkom έφεραν στο μοναστήρι μια μεγάλη αντιπροσωπεία εκπροσώπων των αδελφών κομμουνιστικών κομμάτων. Για να τους ξεναγήσουν, όπως είπαν, στη ρωσική αρχαιότητα. Στην αρχή όλα κύλησαν ομαλά. Αλλά όταν τα «παιδιά από διαφορετικά έθνη», συγκινημένα από τη σιωπή και την ομορφιά του μοναστηριού, περιπλανιόταν ανάμεσα στα παρτέρια με τα ανθισμένα τριαντάφυλλα, οι πύλες της μονής άνοιξαν ξαφνικά με θόρυβο και οι τριάντα αγελάδες του μοναστηριού με ένα τεράστιο ταύρο, χύθηκαν μέσα με βρυχηθμό: ο πατέρας Αλύπιος έδωσε την εντολή σε μια προετοιμασμένη επιχείρηση.
Μουγκρίζοντας, με τις ουρές τους ψηλά, τρελαμένα από την ελευθερία, τα ζώα όρμησαν στα παρτέρια, καταβροχθίζοντας το γρασίδι και τα λουλούδια, και οι εκπρόσωποι του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αναστατωνοντας το μοναστήρι με τις κραυγές τους σε διάφορες γλώσσες, έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι εργάτες της Obkom έτρεξαν στον πατέρα Αλύπιο.
«Μην το ψάχνετε», τους είπε ο πατέρας Προεστώς αναστενάζοντας.
– Κρίμα …! Τώρα δεν έχουμε άλλα βοσκοτόπια, οπότε πρέπει να τα βόσκουμε μέσα στο μοναστήρι.
Την ίδια μέρα, όλα τα βοσκοτόπια επιστράφηκαν στο μοναστήρι.
Μεθυσμένοι «Προσκυνητές»
Υπήρξε ένα συμβάν στο μοναστήρι των Σπηλαίων του Πσκωφ κατά τη σοβιετική εποχή: μεθυσμένοι απόφοιτοι ενός στρατιωτικού κολεγίου ήρθαν στις πύλες του μοναστηριού τη νύχτα και προσπάθησαν να τις σπάσουν. Ο νυχτοφύλακας τρομοκρατήθηκε και φώναξε τον Αρχιμανδρίτη Αλύπιο (Βορόνοφ), τον υπεύθυνο του μοναστηριού. Ο πατέρας Αλύπιος ήταν βετεράνος του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Φόρεσε τη στρατιωτική του στολή με τα πολλά στρατιωτικά παράσημα, την έκρυψε κάτω από τον μοναχικό του μανδύα και κατευθύνθηκε προς τις πύλες με τη φρουρά. Ένα πλήθος δέκα ανθυπολοχαγών εισέβαλε στο μοναστήρι απαιτώντας να τους ξεναγήσει στο μοναστήρι και να μην υπάρχει η εκκλησιαστική εξουσία στη σοβιετική γη.
Ο πατήρ Αλύπιος τους άκουγε με σκυμμένο το κεφάλι. Ύστερα ξαφνικά τους κοίταξε κατευθείαν στα πρόσωπά τους και έβγαλε τον μανδύα του… Οι ανθυπολοχαγοί κεραυνοβολήθηκαν. Ο μοναχός τους κοίταξε αυστηρά και διέταξε έναν από τους αξιωματικούς να του δώσει το καπέλο του. Κοίταξε το καπέλο και βεβαιώθηκε ότι το επώνυμο του αξιωματικού ήταν γραμμένο στην εσωτερική πλευρά του, ως συνήθως. Γύρισε και έφυγε βιαστικά πίσω στο κελί του. Οι αμήχανοι ανθυπολοχαγοί τον ακολούθησαν. Μουρμούρισαν τη συγγνώμη τους και παρακάλεσαν τον αρχιμανδρίτη να δώσει πίσω το καπέλο. Ο πατέρας Αλύπιος δεν έβγαλε λέξη.
Οι νεαροί αξιωματικοί έπρεπε να τον ακολουθήσουν στο κελί του. Άνοιξε την πόρτα και τους κάλεσε να μπουν μέσα. Εκείνο το βράδυ, έκανε μια μεγάλη συζήτηση και έφαγε μαζί τους. Έδειξε στους ανθυπολοχαγούς γύρω από το μοναστήρι τα αρχαία ιερά και τις λειψανοθήκες του. Τέλος, αγκάλιασε τον καθένα τους και σε κάθε ανθυπολοχαγό έδωσε πολλά χρήματα. Προσπάθησαν να αρνηθούν τα χρήματα, αλλά ο πατέρας Αλύπιος είπε ότι τα χρήματα που μάζευαν οι παππούδες και οι μητέρες τους θα τους έκαναν καλό.
«Στις αρχές του 1975, ο πατέρας Αλύπιος είχε ένα τρίτο έμφραγμα», είπε ο Αρχιμανδρίτης Ναθαναήλ σε κήρυγμα σε ένα μνημόσυνο του Μεγάλου Προεστώτος.
«Είχε μνήμη θανάτου. Του έφτιαξαν ένα φέρετρο, με την ευλογία του, και το στήσανε στον διάδρομό του. Και όταν τον ρωτούσαν:
«Πού είναι το κελί σου;» – έδειχνε το φέρετρο και έλεγε:
«Να, το κελί μου».
Τις τελευταίες μέρες της ζωής του ήταν μαζί του ο ιερομόναχος π. Θεοδώρητος, όπου κοινωνούσε καθημερινά τον π. Αλύπιο και, ως νοσοκόμος, του παρείχε ιατρική βοήθεια. Στις 12 Μαρτίου 1975, στις δύο η ώρα τα ξημερώματα, ο πατέρας Αλύπιος είπε:
«Ήρθε η Μητέρα του Θεού! Τι ωραία που είναι, ας ζωγραφίσουμε, ας ζωγραφίσουμε».
Του ‘δωσαν μπογιές, αλλά τα χέρια του δεν μπορούσαν πια να εργαστούν, πόσες βαριές οβίδες έσυρε με αυτά τα χέρια στην πρώτη γραμμή στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Στις τέσσερις το πρωί ο Αρχιμανδρίτης Αλύπιος κοιμήθηκε ήσυχα και ειρηνικά.