ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ [:Ματθ. 20,20-28] Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΥΙΩΝ ΤΟΥ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ

                 


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ [:Ματθ.20,20-28]

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΥΙΩΝ ΤΟΥ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ

Σὲ τόσο μεγάλο βαθμὸ ἔφθασε ἡ ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νὰ ἀντιληφθοῦν καθαρὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου γιὰ τὸ ἐπικείμενο Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, ὥστε εὐθὺς ἀμέσως νὰ Τὸν πλησιάσουν οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ νὰ συζητήσουν μαζὶ Του γιὰ τὴν πρωτοκαθεδρία ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ τοὺς παραχωρήσει στὸ μέλλον· διότι, ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, εἶπαν τότε στὸν Κύριο: «Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου(:Ὅταν ἔλθεις στὴ δόξα σου καὶ ἀνεβεῖς στὸν ἐπίγειο βασιλικὸ θρόνο τοῦ Δαβίδ, βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στ᾿ ἀριστερά σου)»[Μᾶρκ.10,37].

Πῶς τότε λοιπὸν ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει ὅτι πλησίασε τὸν Κύριο ἡ μητέρα τους καὶ τὸ ζήτησε αὐτὸ καὶ ὄχι οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές; «Τότε προσῆλθεν αὐτῷ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς προσκυνοῦσα καὶ αἰτοῦσὰ τί πάρ᾿ αὐτοῦ (: Τότε Τὸν πλησίασε ἡ μητέρα τῶν παιδιῶν τοῦ Ζεβεδαίου μὲ τοὺς γιούς της, ἡ ὁποία Τὸν προσκύνησε καὶ ἔδειξε ὅτι σκόπευε νὰ Τοῦ ζητήσει κάτι)»[Ματθ.20,20]. Φυσικὸ ἦταν καὶ τὰ δύο νὰ συνέβησαν· διότι παρέλαβαν τὴ μητέρα τους, μὲ σκοπὸ νὰ μεγαλώσουν τὴν παράκλησή τους, καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ συγκινήσουν τὸν Χριστό. Τὸ ὅτι λοιπὸν εἶναι ἀληθινὸ αὐτὸ ποὺ εἶπα καὶ ὅτι ἡ παράκληση ἦταν μᾶλλον δική τους, ἀλλὰ παρουσιάζουν ἀπὸ ντροπὴ τὴ μητέρα τους, πρόσεξε πὼς ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει πρὸς αὐτοὺς τὸν λόγο. Καλύτερα ὅμως ἂς προσπαθήσουμε νὰ γνωρίσουμε κατὰ πρῶτον τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητοῦν, μὲ ποιά διάθεση τὸ ζητοῦν καὶ τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ὁδήγησε νὰ ἐνεργήσουν κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.

Ἀπὸ τί λοιπὸν παρακινούμενοι ἔφθασαν σὲ αὐτὴν τὴν ἐνέργειά τους; Ἔβλεπαν ὅτι ἔχαιραν ἐκτιμήσεως ἐκ μέρους τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ ἤλπισαν ὅτι ἐξαιτίας αὐτοῦ θὰ ἐπιτύχουν νὰ ἐκπληρωθεῖ καὶ αὐτὴ ἡ αἴτησή τους. Ἀλλὰ τί τέλος πάντων εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζητοῦν; Ἄκουσε ἄλλον εὐαγγελιστή, τὸν Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει αὐτὸ πολὺ καθαρά. Διότι, λέγει, ζητοῦσαν αὐτὰ «διὰ τὸ ἐγγὺς αὐτὸν εἶναι Ἱερουσαλὴμ καὶ δοκεῖν αὐτοὺς ὅτι παραχρῆμα μέλλει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀναφαίνεσθαι(:διότι πλησίαζε στὰ Ἱεροσόλυμα κι αὐτοὶ νόμιζαν ὅτι θὰ φανερωνόταν ἀμέσως ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ λαμπρότητα καὶ δόξα)» [Λουκ.19,11]. Νόμιζαν δηλαδὴ ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται κοντά τους καὶ ὅτι εἶναι αἰσθητή καὶ ὅτι δὲν ἐπρόκειτο νὰ ὑποστοῦν τίποτε τὸ δυσάρεστο, ἐὰν ἤθελαν νὰ ἐπιτύχουν αὐτὸ ποὺ ζητοῦσαν. Διότι δὲν ζητοῦσαν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μόνο γι᾿ αὐτὴν καθ᾿ ἑαυτήν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὰ δυσάρεστα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ Χριστὸς κατ᾿ ἀρχήν τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ αὐτὲς τίς σκέψεις, λέγοντάς τους ὅτι πρέπει νὰ ἀναμένουν σφαγές, κινδύνους καὶ τὰ πιὸ φοβερὰ κακά. Διότι, λέγει, «δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ μέλλω πίνειν; (:Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι τοῦ θανάτου ποὺ πρόκειται ἐγὼ σὲ λίγο νὰ πιῶ;)».

Ἀλλὰ κανεὶς ἂς μὴν ἀνησυχεῖ, ἐπειδὴ εἶναι τόσο ἀτελὴς ἡ πνευματικὴ κατάσταση τῶν μαθητῶν· διότι δὲν εἶχε ἀκόμη λάβει χώρα τὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Κυρίου καὶ οὔτε εἶχε ἀκόμη δοθεῖ ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ γνωρίσεις τὴν ἀρετή τους, ἐξέτασέ τους μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα, καὶ θὰ τοὺς βρεῖς νὰ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ κάθε πάθος· διότι ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο φανερώνει τὰ ἐλαττώματά τους, ὥστε στὴ συνέχεια νὰ γνωρίσεις ποιοὶ ἔγιναν μὲ τὴν ἐνίσχυση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τὸ ὅτι λοιπὸν δὲν ζητοῦσαν τίποτε τὸ πνευματικό, οὔτε εἶχαν καμία ἰδέα γιὰ τὴν οὐράνια βασιλεία, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ ὅσα ἐλέχθησαν. Πλὴν ὅμως ἐμεῖς ἂς ἐξετάσουμε καὶ πῶς Τὸν πλησιάζουν καὶ τί Τοῦ λέγουν.

«Διδάσκαλε, θέλομεν (:''Διδάσκαλε, θέλουμε)», λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, «ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν(:νὰ μᾶς κάνεις αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ ζητήσουμε)» [Μᾶρκ.10,35]. Καὶ ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ πρὸς αὐτούς: «Τί θέλετε ποιῆσαὶ με ὑμῖν;(:Τί θέλετε νὰ σᾶς κάνω;)» [Μᾶρκ.10,36]· ὄχι ἐπειδὴ τὸ ἀγνοοῦσε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ἐξαναγκάσει νὰ ἀπαντήσουν γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὸ τραῦμα καὶ ἔτσι νὰ θέσει τὸ φάρμακο. Ἐκεῖνοι ὅμως, κατακόκκινοι ἀπὸ ἐντροπή, ἐπειδὴ ἔφθασαν σὲ αὐτὴν τὴν ἐνέργειά τους ὑποκινούμενοι ἀπὸ ἀνθρώπινο πάθος, Τὸν πῆραν ἰδιαιτέρως, μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ Τὸν ρώτησαν· διότι, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος: «πλησίασαν πολὺ κοντὰ Του» [Μᾶρκ. 10,35: «Προσπορεύονται αὐτῷ»], ὥστε νὰ μὴν τοὺς ἀντιληφθοῦν οἱ ἄλλοι μαθητές, καὶ ἔτσι Τοῦ εἶπαν αὐτὰ ποὺ ἤθελαν.

Ἤθελαν ἐπίσης, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἐπειδὴ ἄκουαν ὅτι «καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους (:θὰ καθίσετε κι ἐσεῖς σὲ δώδεκα θρόνους)» [Ματθ.19,28], νὰ λάβουν τὴν προεδρία αὐτῆς τῆς καθέδρας. Καὶ τὸ γνώριζαν βέβαια ὅτι ἔχαιραν ἰδιαιτέρας ἐκτιμήσεως ἀπὸ τὸν Κύριο ἔναντι τῶν ἄλλων μαθητῶν, ἀλλὰ φοβοῦνταν τὸν Πέτρο καὶ ἔτσι Τοῦ λέγουν: «Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου(:Ὅταν ἔλθεις στὴ δόξα σου καὶ ἀνεβεῖς στὸν ἐπίγειο βασιλικὸ θρόνο τοῦ Δαβίδ, βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στ᾿ ἀριστερά σου)» [Μαρκ.10,37]· καὶ μάλιστα Τοῦ ἀσκοῦν μεγάλη πίεση γιὰ νὰ ἐπισπεύσει τὴν πραγματοποίηση τοῦ αἰτήματός τους, λέγοντάς Του: «δῶσε ἐντολή».

Τί κάνει λοιπὸν ὁ Κύριος; Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι δὲν ζητοῦσαν τίποτε τὸ πνευματικό, οὔτε πάλι, ἐὰν γνώριζαν αὐτὸ ποὺ ζητοῦσαν, θὰ τολμοῦσαν νὰ τὸ ζητήσουν κατὰ τέτοιον τρόπο, τοὺς λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε (:Δὲν γνωρίζετε τί ζητᾶτε)», «διότι αὐτὸ εἶναι πολὺ μεγάλο, πάρα πολὺ ἄξιο θαυμασμοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει καὶ τίς οὐράνιες δυνάμεις». Ἀκολούθως προσθέτει: «Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;(:Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου ποὺ πρόκειται νὰ πιῶ ἐγὼ μετὰ ἀπὸ λίγο, καὶ νὰ βαπτιστεῖτε τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου ποὺ μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ ὑποστῶ;)» [Μᾶρκ.10,38].

Βλέπεις πῶς τοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ σκέψη αὐτήν, ὁμιλῶντας τους γιὰ τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ζήτησαν; «Διότι», λέγει, «ἐσεῖς μοῦ ὁμιλεῖτε περὶ τιμῆς καὶ στεφάνων, ἐνῶ ἐγώ σᾶς ὁμιλῶ γιὰ ἀγῶνες καὶ ἱδρῶτες. Καθόσον ὁ παρὼν καιρὸς δὲν εἶναι καιρὸς ἐπάθλων, οὔτε τώρα πρόκειται νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ δόξα μου ἐκείνη, ἀλλὰ ὁ παρὼν καιρὸς εἶναι καιρὸς σφαγῆς, πολέμων καὶ κινδύνων». Καὶ πρόσεξες ὅτι, μὲ τὴν ἐρώτηση ποὺ τοὺς κάνει, καὶ τοὺς προτρέπει καὶ τοὺς προσελκύει; Διότι δὲν εἶπε «Μπορεῖτε νὰ σφαγιαστεῖτε; Μπορεῖτε νὰ χύσετε τὸ αἷμα σας;», ἀλλὰ τί τοὺς εἶπε; «Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε αὐτὸ τὸ ποτήρι;». Ἔπειτα γιὰ νὰ τοὺς προσελκύσει, λέγει: «τὸ ὁποῖο πρόκειται ἐγὼ νὰ πιῶ;», ὥστε νὰ τοὺς κάνει προθυμότερους στὶς σχέσεις τους μὲ Αὐτόν. Καὶ στὴ συνέχεια τὸ ὀνομάζει καὶ βάπτισμα τὸ Πάθος Του, γιὰ νὰ δείξει ὅτι θὰ εἶναι πολὺ μεγάλος ὁ καθαρισμὸς τῆς οἰκουμένης ποὺ θὰ προέλθει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν.

«Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα (:Κι αὐτοί, θέλοντας νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ αἴτημά τους, Τοῦ εἶπαν χωρὶς νὰ τὸ σκεφτοῦν καλά: ''Μποροῦμε'')». Λόγῳ τῆς προθυμίας τους ὑποσχέθηκαν ἀμέσως, χωρὶς νὰ γνωρίζουν οὔτε καὶ αὐτὸ ποὺ εἶπαν τί σήμαινε, ἀλλὰ τὸ εἶπαν μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀκούσουν αὐτὸ ποὺ ζήτησαν. Τί λοιπόν τοὺς ἀπαντᾷ Ἐκεῖνος; «Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε (:Τὸ ποτήριο τοῦ μαρτυρίου ποὺ ἐγὼ θὰ πιῶ μετὰ ἀπὸ λίγο, θὰ τὸ πιεῖτε κι ἐσεῖς, καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ ὑποστῶ στὴ θάλασσα τῶν παθημάτων μου, θὰ τὸ ὑποστεῖτε κι ἐσεῖς· διότι κι ἐσεῖς θὰ ὑποστεῖτε διωγμοὺς καὶ μαρτύριο γιὰ τὸ εὐαγγέλιό μου)» [Μᾶρκ. 10,39]. Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοὺς προφήτευσε πολὺ μεγάλα ἀγαθά· δηλαδή, «θὰ ἀξιωθεῖτε νὰ ὑποστεῖτε καὶ ἐσεῖς τὸ μαρτύριό μου καὶ θὰ πάθετε αὐτὰ ποὺ θὰ ὑποστῶ ἐγώ, διότι θὰ τελειώσετε τὴ ζωή σας μὲ βίαιο θάνατο, καὶ ἔτσι θὰ γίνετε μέτοχοι τῶν παθημάτων μου».

«Τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται (:Τὸ νὰ καθίσετε ὅμως στὰ δεξιά μου καὶ στὰ ἀριστερά μου δὲν ἐξαρτᾷται ἀπὸ μένα νὰ τὸ δώσω σὲ ὅποιον μοῦ τὸ ζητήσει, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ δοθεῖ σὲ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Πατέρα μου, ποὺ κανονίζει τίς ἀνταμοιβὲς σύμφωνα μὲ τὴν ἀρετὴ τοῦ καθενός)» [Μᾶρκ.10,40]. Ἀφοῦ δηλαδὴ γέμισε τίς ψυχές τους μὲ θάρρος καὶ τίς ἀνύψωσε πνευματικὰ καὶ τίς ἔκανε ἀκατάβλητες ἀπὸ τὴ λύπη, τότε πλέον διορθώνει καὶ τὸ αἴτημά τους. Ἀλλὰ τί τέλος πάντων σημαίνουν οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου; Καθόσον δύο εἶναι τὰ ζητήματα ποὺ θέτουν οἱ πολλοὶ ἐν προκειμένῳ: τὸ πρῶτο εἶναι ἐὰν ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ ὁρισμένους νὰ καθίσουν στὰ δεξιά Του, ἐνῶ τὸ δεύτερο, ἐὰν ὁ Κύριος ὅλων ἐκείνων, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχουν ἑτοιμαστεῖ, δὲν ἔχει τὴ δύναμη νά τοὺς τὰ παράσχει.

Τί λοιπὸν σημαίνουν οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου; Ἐὰν λύσουμε τὸ πρῶτο ἐρώτημα, τότε θὰ γίνει σαφὲς στοὺς ἐρευνητὲς καὶ τὸ δεύτερο. Ποιά λοιπὸν ἡ σημασία αὐτοῦ; Κανεὶς δὲν θὰ καθίσει στὰ δεξιά Του, οὔτε στὰ ἀριστερά Του· διότι ὁ θρόνος ἐκεῖνος εἶναι ἀπλησίαστος γιὰ ὅλους γενικῶς· καὶ δὲν ἐννοῶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀποστόλους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους καὶ γιὰ ὅλες γενικῶς τίς οὐράνιες δυνάμεις, καθὼς βέβαια καὶ ὁ Παῦλος παρουσιάζει αὐτὸ ὡς ἀποκλειστικό, ἐξαίρετο γνώρισμα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ μὲ τοὺς λόγους Του: «Πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκὲ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; (:Σὲ ποιόν ἄλλωστε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἔχει πεῖ ποτὲ ὁ ἐπουράνιος Πατέρας: ''Κάθισε τώρα μετὰ τὴν Ἀνάληψή Σου στὰ δεξιά μου, ἕως ὅτου ὑποτάξω τοὺς ἐχθρούς Σου νικημένους κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Σου ὡς ὑποπόδιο, γιὰ νὰ ἔχεις αἰωνίως ἀδιαφιλονίκητη τὴν ἐξουσία''; Σὲ κανέναν)» [Ἑβρ.1,13]· «Καὶ πρὸς μὲν τοὺς ἀγγέλους λέγει· ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα, καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα(:καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους, λέει: ''Ὁ Θεὸς κάνει τοὺς ἀγγέλους Του ταχυκίνητους καὶ αἰθέριους σὰν τοὺς ἀνέμους, καὶ τοὺς λειτουργοὺς ποὺ Τὸν ὑπηρετοῦν λαμπροὺς καὶ δραστικοὺς σὰν τὴν πύρινη φλόγα'')» [Ἑβρ.1,7]· «πρὸς δὲ τὸν υἱόν· ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος(:γιὰ τὸν Υἱὸ ὅμως λέει:'' Ὁ βασιλικός Σου θρόνος, Θεέ, μένει στερεὸς καὶ ἀσάλευτος στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἡ βασιλική Σου ράβδος εἶναι ράβδος καὶ ἐξουσία εὐθύτητας καὶ δικαιοσύνης'')» [Ἑβρ.1,8].

Πῶς λοιπόν, λέγει: «Τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται (:Τὸ νὰ καθίσετε ὅμως στὰ δεξιά μου καὶ στὰ ἀριστερά μου δὲν ἐξαρτᾷται ἀπὸ μένα νὰ τὸ δώσω σὲ ὅποιον μοῦ τὸ ζητήσει, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ δοθεῖ σὲ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Πατέρα μου, ποὺ κανονίζει τίς ἀνταμοιβὲς σύμφωνα μὲ τὴν ἀρετὴ τοῦ καθενός)» [Μᾶρκ.10,40], σὰν νὰ ὑπάρχουν ὁρισμένοι ποὺ ἤδη κάθονται ἐκεῖ; Δὲν τὸ λέγει σὰν νὰ ὑπάρχουν ἐκεῖ καθισμένοι· μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ αὐτὴ ἡ σκέψῃ· ἀλλὰ ἀπάντησε στὴ σκέψη αὐτῶν ποὺ Τὸν ρώτησαν, δείχνοντας συγκατάβαση στὴν ἀτελῆ ἀκόμη πνευματικότητά τους· διότι δὲν γνώριζαν ἀκόμη τὸν ὑψηλὸ ἐκεῖνο θρόνο καί τὴν στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς καθέδρα τοῦ Υἱοῦ, κατὰ τὴν ὁποία στιγμὴ ἀγνοοῦσαν ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἦσαν κατὰ πολὺ κατώτερα αὐτῶν καὶ ἄκουγαν καθημερινῶς νὰ τοὺς ὁμιλεῖ γι᾿ αὐτά. Ἀλλὰ ἕνα μόνο ζητοῦσαν· νὰ ἀπολαύσουν τὰ πρωτεῖα καὶ νὰ τοποθετηθοῦν μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴν εἶναι κανεὶς πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς κοντὰ στὸν Κύριο. Καὶ ὅπως προανέφερα, ἐπειδὴ ἄκουσαν νὰ τοὺς ὁμιλεῖ γιὰ δώδεκα θρόνους, ἐπειδὴ δὲν ἀντιλήφθηκαν τὸ βαθύτερο νόημα τῶν λόγων Του, ζήτησαν νὰ τοὺς δοθεῖ ἡ πρωτοκαθεδρία.

Οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ ἔχουν τὴν ἑξῆς σημασία: «Θὰ πεθάνετε βέβαια γιὰ Ἐμένα καὶ θὰ σφαγιαστεῖτε χάριν τοῦ κηρύγματος τῆς Διδασκαλίας Μου καὶ θὰ ὑποστεῖτε τὸ ἴδιο πάθος μὲ τὸ δικό Μου, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ σᾶς κάνει νὰ ἀπολαύσετε τὴν πρωτοκαθεδρία καὶ νὰ καταλάβετε τὴν πρώτη θέση· διότι ἐὰν ἔλθει κάποιος ἄλλος, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο, ἔχει ἀποκτήσει καὶ ὅλη τὴν ἄλλη γενικῶς τὴν ἀρετὴ κατὰ πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἐσᾶς, δὲν σημαίνει, ἐπειδὴ σᾶς ἀγαπῶ τώρα ἐσᾶς καὶ σᾶς προτιμῶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅτι θὰ παραβλέψω ἐξαιτίας αὐτοῦ ἐκεῖνον ποὺ λάμπει μὲ τὰ ἔργα του, καὶ θὰ δώσω σὲ σᾶς τὰ πρωτεῖα».

Ὅμως δὲν τοὺς μίλησε ἔτσι, γιὰ νὰ μὴν τοὺς λυπήσει, ἀλλὰ κατὰ τρόπο αἰνιγματικὸ τοὺς εἶπε τὸ ἴδιο πρᾶγμα, λέγοντάς τους: «Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε. τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται (:Τὸ ποτήριο βέβαια ποὺ θὰ πιῶ ἐγὼ θὰ τὸ πιεῖτε καὶ σεῖς, καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ πρόκειται νὰ βαπτισθῶ σὲ λίγο μέσα στὴ θάλασσα τῶν παθημάτων μου θὰ τὸ βαπτιστεῖτε· διότι κι ἐσεῖς θὰ ὑποστεῖτε διωγμοὺς καὶ μαρτύριο γιὰ τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ νὰ καθίσετε ὅμως στὰ δεξιὰ καὶ στὰ ἀριστερά μου δὲν εἶναι δικό μου δικαίωμα νὰ τὸ δώσω σὲ ὅποιον μοῦ τὸ ζητήσει, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ δοθεῖ σὲ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Πατέρα μου. Αὐτὸς θὰ δώσει τίς ἀμοιβὲς καὶ τίς διακρίσεις στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του καὶ τὴν ἀρετὴ του)» [Μᾶρκ.10,39-40].

Γιὰ ποιούς ὅμως ἔχει ἑτοιμαστεῖ; Γιὰ ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ γίνουν ἔνδοξοι μὲ τὰ ἔργα τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν εἶπε: «Δὲν ἐξαρτᾷται ἀπὸ ἐμένα νὰ τὸ δώσω αὐτό», ἀλλὰ εἶπε «τοῦτο εἶναι δικαίωμα τοῦ Πατρός μου», ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι Αὐτὸς δὲν μπορεῖ ἢ ὅτι δὲν ἔχει τὴ δύναμη τῆς ἀνταποδόσεως ἀγαθῶν. Ἀλλὰ ποιά ἀπάντηση ἔδωσε; «Δὲν ἐξαρτᾷται ἀπὸ ἐμένα, ἀλλὰ θὰ δοθεῖ σὲ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ». Γιὰ νὰ γίνει ὅμως ἀκόμη πιὸ σαφὲς αὐτὸ ποὺ λέγω, ἂς τὸ ἐξηγήσουμε βάσει ἑνὸς παραδείγματος, καὶ ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἀγωνοθέτης καὶ ὅτι στὴ συνέχεια προσῆλθαν πολλοὶ ἄριστοι ἀθλητὲς γιὰ νὰ μετάσχουν στὸν ἀγῶνα. Δύο μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἀθλητές, ποὺ ἦσαν πάρα πολὺ γνωστοὶ στὸν ἀγωνοθέτη, στηριζόμενοι στὴν εὔνοια καὶ φιλία αὐτοῦ, ἀφοῦ Τὸν πλησίασαν, Τοῦ εἶπαν νὰ ἐνεργήσει ἔτσι ὥστε νὰ στεφανωθοῦν καὶ νὰ ἀνακηρυχθοῦν νικητές. Ἐκεῖνος ὅμως λέγει πρὸς αὐτούς, ὅτι αὐτὸς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὸ πράξει αὐτό, ἀλλὰ ἡ νίκη θὰ δοθεῖ σὲ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ, οἱ ὁποῖοι θὰ κοπιάσουν καὶ θὰ ἱδρώσουν. Μποροῦμε ἄραγε νὰ τοῦ καταλογίσουμε ἀδυναμία; Ἀσφαλῶς ὄχι· ἀλλὰ ἀντίθετα θὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι δίκαιος καὶ ἀμερόληπτος.

Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸ ὁ ἀγωνοθέτης δὲν ἔχει δύναμη, ἐπειδὴ δὲν δίνει τὸν στέφανο, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν καταλύσει τὸν νόμο τῶν ἀγώνων καὶ νὰ μὴ διαταράξει τὴν τάξη τοῦ δικαίου, ἔτσι λοιπὸν θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε αὐτὸ μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς παρακινήσει μὲ κάθε τρόπο νὰ στηρίζουν τίς ἐλπίδες τῆς σωτηρίας τους καὶ τῆς προκοπῆς τους στὴν ἀρετὴ στὰ προσωπικά τους κατορθώματα ποὺ γίνονται μέ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, λέγει, «σὲ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ». «Διότι», λέγει, «τί θὰ συμβεῖ ἐὰν παρουσιαστοῦν ἄλλοι καλύτεροι ἀπὸ ἐσᾶς;». Τί λοιπὸν θὰ συμβεῖ, ἐὰν ἐπιτελέσουν μεγαλύτερα ἔργα; Ἢ νομίζετε ἐπειδὴ ἔχετε γίνει μαθητές μου, ὅτι θὰ ἀπολαύσετε ἐξαιτίας αὐτοῦ καὶ τὰ πρωτεῖα, ἐὰν δὲν φανεῖτε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ἄξιοι τῆς ἐκλογῆς;

Τὸ ὅτι λοιπὸν Αὐτὸς εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος, εἶναι φανερὸ ἀπό τὸ ὅτι Αὐτὸς κρίνει τὸ σύμπαν. Καθόσον λέγει τὰ ἑξῆς στὸν Πέτρο: «Καὶ δώσω σοὶ τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς(:Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὴν ἐξουσία νὰ εἰσάγεις στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κάθε ἄνθρωπο ἄξιο νὰ εἰσέλθει καὶ νὰ ἀποκλείεις ἀπ᾿ αὐτὴν κάθε ἀνάξιο. Καὶ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα δέσεις καὶ τὸ διακηρύξεις ἀσυγχώρητο πάνω στὴ γῆ, θὰ εἶναι δεμένο καὶ ἀσυγχώρητο καὶ στοὺς οὐρανούς˙ ἐνῶ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα λύσεις μὲ συγχώρηση πάνω στὴ γῆ, θὰ εἶναι συγχωρημένο καὶ στοὺς οὐρανούς)» [Ματθ.16,19].

Καὶ ὁ Παῦλος ἐπίσης, γιὰ νὰ δηλώσει αὐτό, ἔλεγε: «Λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ (:Λοιπὸν τώρα πιὰ μὲ περιμένει στεφάνι ποὺ ἀνήκει ὡς βραβεῖο στὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀρετή. Τὸ στεφάνι αὐτὸ θά μοῦ τὸ δώσει ὡς ἀνταμοιβὴ ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἔνδοξη ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὁ δίκαιος κριτής. Θὰ τὸ δώσει μάλιστα ὄχι μόνο σὲ μένα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν περιβάλλει μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη τὴν ἐνσάρκωσή Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους)» [Β΄τίμ.4,8]. Ἡ ἔνσαρκη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο ἔχει γίνει. Τὸ ὅτι ἐπίσης κανεὶς δὲν θὰ σταθεῖ πρὶν ἀπὸ τὸν Παῦλο, εἶναι φυσικὰ ὁλοφάνερο. Ἐὰν ὅμως αὐτὰ ὁ Κύριος τὰ ἔχει πεῖ κατὰ τρόπο μὴ σαφῆ, μὴν ἀπορεῖς· διότι ἤθελε, δείχνοντας ὅλη τὴ συγκατάβασή Του, νὰ τοὺς προφυλάξει μὲ τοὺς λόγους Του, ὥστε νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν ἄδικα καὶ ἄσκοπα γιὰ τὰ πρωτεῖα(καθόσον αὐτὸ συνέβαινε σὲ αὐτοὺς ἀπὸ ἀνθρώπινη ἀδυναμία), καὶ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ τοὺς στενοχωρήσει· καὶ μὲ τὴν ἀσάφεια αὐτὴν ἐπιτυγχάνει καὶ τὰ δύο.

«Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν(:Ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ δέκα μαθητές, ἀγανάκτησαν γιὰ τὴ συμπεριφορὰ αὐτὴ τῶν δύο ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν νὰ τοὺς παραγκωνίσουν καὶ νὰ τιμηθοῦν περισσότερο ἀπ᾿ αὐτούς)».

Τότε ἀγανάκτησαν λοιπὸν οἱ ὑπόλοιποι μαθητές. Πότε δηλαδή; Ὅταν ὁ Κύριος ἐπιτίμησε τοὺς γιοὺς τοῦ Ζεβεδαίου γιὰ τὸ αἴτημά τους· διότι, ὅσο χρόνο ἡ προτίμηση ἀποτελοῦσε ἀπόφαση τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀγανακτοῦσαν, ἀλλὰ βλέποντας αὐτοὺς νὰ προτιμῶνται, τὸ ἀποδέχονταν καὶ σιωποῦσαν ἐπειδὴ σέβονταν τὸν διδάσκαλο καὶ Τὸν τιμοῦσαν· ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη λυποῦνταν στὴ σκέψη τους, ὅμως δὲν τολμοῦσαν νὰ τὸ φανερώσουν αὐτό. Καὶ στὴν περίπτωση ἐπίσης τοῦ Πέτρου, ὅταν τοῦ ἔδωσε τὰ δίδραχμα [πρβ. Ματθ.17,24-27], μολονότι παρουσίασαν κάποια ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ὅμως δὲ λυπήθηκαν, ἀλλὰ ἁπλῶς Τὸν ρώτησαν: «Τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν; (:Ποιός λοιπὸν ἄραγε εἶναι μεγαλύτερος καὶ περισσότερο διακεκριμένος ἀπ' τοὺς ἄλλους στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν;)» [Ματθ.18,1]. Ἐπειδὴ ὅμως στὴν περίπτωση αὐτὴν τὸ αἴτημα ἦταν τῶν μαθητῶν, ἀγανακτοῦν. Ἀλλὰ οὔτε καὶ πάλι ἀγανακτοῦν ἀμέσως, μόλις τὸ ζήτησαν, ἀλλὰ ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς ἐπιτίμησε καὶ τοὺς εἶπε ὅτι δὲν θὰ ἀπολαύσουν τὰ πρωτεῖα, ἐὰν δὲν κάνουν τοὺς ἑαυτούς τους ἄξιους γι᾿ αὐτά.

Εἶδες πόσο ἀτελὴς ἦταν ἡ πνευματικότητα ὅλων τῶν μαθητῶν Του, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ δύο νὰ ἐπιχειροῦν νὰ ἐπιβληθοῦν τῶν δέκα, καὶ ἐκεῖνοι νὰ φθονοῦν τοὺς δύο; Ἀλλά, ὅπως προανέφερα, σὲ παρακαλῶ νά μοῦ τοὺς δείξεις μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μετὰ τὴν ἐπενέργεια τῆς Θείας Χάριτος ποὺ τὰ σωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου μας ἀνέβλυσαν καὶ θὰ τοὺς δεῖς ὅλους νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὰ πάθη τους αὐτά. Ἄκουσε λοιπὸν πῶς αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, ποὺ τώρα προσῆλθε καὶ ἤθελε νὰ ἐξουσιάζει αὐτούς, σὲ κάθε περίπτωση παραχωρεῖ τὰ πρωτεῖα στὸν Πέτρο, καὶ στὸ κήρυγμα καὶ στὴν ἐπιτέλεση θαυμάτων στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων [πρβ. Πράξ.3,1 κ.ε.]. Καὶ δὲν ἀποκρύπτει τὰ κατορθώματα αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως τοῦ Πέτρου διακηρύττει, πρᾶγμα ποὺ τὸ ἔκανε ὅταν ὅλοι σιωποῦσαν, καὶ τὴν εἴσοδο τοῦ Πέτρου στὸν τάφο πρὶν ἀπὸ ἐκεῖνον ἀναφέρει καὶ παρουσιάζει πρὶν ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὸν Πέτρο. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ οἱ δύο παρευρέθησαν πλησίον τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεώς Του, μειώνοντας τὸ δικό του ἐγκώμιο, λέγει χωρὶς νὰ ἀναφέρει τὸ δικό του τὸ ὄνομα: «Ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὃς ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ (:Ἐκεῖνος ὁ ἄλλος μαθητής, ποὺ ἦταν γνωστὸς στὸν ἀρχιερέα)»Ἰω.18,16].

Ὅσο γιὰ τὸν Ἰάκωβο, τὸν ἄλλο γιὸ τοῦ Ζεβεδαίου ποὺ τότε εἶχε ζητήσει τὴν πρωτοκαθεδρία, δὲν ἔζησε βέβαια γιὰ πολὺ ἀκόμα, ἀλλὰ εὐθὺς ἐξαρχῆς ἔδειξε τόση θέρμη πίστεως καὶ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλα τὰ ἀνθρώπινα, ἔφθασε σὲ ὕψος ἀπερίγραπτο, ὥστε ἀμέσως νὰ σφαγιαστεῖ γιὰ τὴν πίστη του στὸν Ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀργότερα ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς ἔφθασαν στὶς ἀνώτερες βαθμίδες τῆς ἀρετῆς. Ἀλλὰ τότε, πρὶν τὸ θεῖο Πάθος, ἀγανάκτησαν.

Τί κάνει λοιπὸν ὁ Χριστός; «Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς εἶπεν· οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν (:Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ἀφοῦ τοὺς κάλεσε νὰ πλησιάσουν, εἶπε: ''Γνωρίζετε ὅτι οἱ ἄρχοντες ποὺ ἡγεμονεύουν στὰ ἔθνη συμπεριφέρονται στοὺς λαούς τους ὡς κύριοί τους, σὰν νὰ τοὺς ἔχουν στὰ χέρια τους καὶ σὰν νὰ εἶναι οἱ λαοὶ κτήματά τους˙ κι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μεγάλο ἀξίωμα, ὅπως εἶναι οἱ ἀνθύπατοι, τοὺς μεταχειρίζονται μὲ μεγάλη ἐξουσία, σὰν νὰ εἶναι δοῦλοι τους)» [Μᾶρκ.10,42]· διότι ἐπειδὴ θορυβήθηκαν καὶ ταράχτηκαν, τοὺς καθησυχάζει πρὶν νὰ τοὺς ὁμιλήσει, μὲ τὴν πρόσκλησή Του καὶ μέ τὸ ὅτι τοὺς κάλεσε κοντά Του. Καθόσον οἱ δύο, ἐπειδὴ εἶχαν ἀποσπαστεῖ ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν δέκα, στέκονταν πλησιέστερα πρὸς Αὐτόν, συνομιλῶντας μὲ Αὐτὸν ἰδιαιτέρως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, καὶ αὐτοὺς τοὺς προσκαλεῖ πλησίον Του, θέλοντας μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὸ αἴτημα τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου νὰ διαπομπεύσει καὶ νὰ τὸ ἀνακοινώσει στοὺς ἄλλους, θεραπεύοντας τὸ πάθος καὶ αὐτῶν καὶ ἐκείνων.

Καὶ δὲν θεραπεύει τὸ πάθος τους αὐτὸ στὴν περίπτωση αὐτὴν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ εἶχε κάνει λίγο πρὶν τὴν ὑποβολὴ αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος [Μᾶρκ.10,13-16· Ματθ.19,16-30· Λουκᾶ 18,18-30]. Στὴν προηγούμενη περίπτωση ὁδηγεῖ παιδιὰ στὸ μέσο καὶ τοὺς παροτρύνει νὰ μιμοῦνται τὴν ἀφέλεια καὶ τὴν ταπείνωση αὐτῶν [Μᾶρκ.10,14-15: «Ἂφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν (:Ὅταν ὅμως τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, ἀγανάκτησε καὶ εἶπε στοὺς μαθητές: ''Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ἔρχονται κοντά μου καὶ μὴν τὰ ἐμποδίζετε˙ διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ποὺ θὰ γίνουν σὰν αὐτὰ καὶ θὰ ἀποκτήσουν παιδικὴ καρδιὰ καὶ διάθεση. Ἀληθινά σᾶς λέω˙ ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ δεχθεῖ τὸ λόγο καὶ τὸ κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μὲ ἁπλότητα, ἐμπιστοσύνη καὶ ταπείνωση σὰν αὐτὴ ποὺ δείχνουν τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς καὶ δασκάλους τους, δὲν θὰ μπεῖ σὲ αὐτήν'')»].

Στὴν περίπτωση, ὅμως, αὐτήν, ἡ προτροπὴ γίνεται μὲ αὐστηρότερο τόνο, καὶ μὲ ἀντίθετα παραδείγματα, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος (:Γνωρίζετε ὅτι οἱ ἄρχοντες ποὺ ἡγεμονεύουν στὰ ἔθνη συμπεριφέρονται στοὺς λαούς τους ὡς κύριοί τους, σὰν νὰ τοὺς ἔχουν στὰ χέρια τους καὶ σὰν νὰ εἶναι οἱ λαοὶ κτήματά τους˙ κι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μεγάλο ἀξίωμα, ὅπως εἶναι οἱ ἀνθύπατοι, τοὺς μεταχειρίζονται μὲ μεγάλη ἐξουσία, σὰν νὰ εἶναι δοῦλοι τους. Μεταξύ σας ὅμως δὲν πρέπει νὰ συμβαίνει αὐτό. Ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας κι ἂς φροντίζει μὲ ἐπιμέλεια πῶς νὰ γίνεται εὐεργετικὸς καὶ ἐξυπηρετικὸς στοὺς ἄλλους)» [Μᾶρκ.10,43], ἀποδεικνύοντας ὅτι εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν εἰδωλολατρῶν τὸ νὰ ἐπιδιώκουν μὲ μανία τὰ πρωτεῖα.

Πράγματι, εἶναι τυραννικὸ τὸ πάθος αὐτὸ καὶ συνεχῶς ἐνοχλεῖ καὶ τοὺς μεγάλους ἄντρες, καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν χρειάζεται καὶ βαθύτερη πληγή. Ἔτσι λοιπὸν προχωρεῖ σὲ μεγαλύτερο βάθος, καὶ καταπραΰνει τὴν ὀργισμένη ψυχή τους, παραθέτοντας τὸ παράδειγμα τῶν ἐθνικῶν. Καὶ θεραπεύει τῶν μὲν τὸν φθόνο, τῶν δὲ τὴν ἀλαζονεία, λέγοντάς τους σχεδὸν τὰ ἑξῆς: «Μὴν ἀγανακτεῖτε σὰν νὰ ἔχετε ὑβρισθεῖ· διότι αὐτοὶ ποὺ ζητοῦν τὰ πρωτεῖα κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, βλάπτουν κατεξοχὴν καὶ καταντροπιάζουν τοὺς ἑαυτούς τους, διότι τοποθετοῦν τοὺς ἑαυτούς τους μεταξὺ τῶν τελευταίων. Δὲν εἶναι ὅμως τὰ δικά μας διδάγματα ὅμοια μὲ τῶν ἐθνικῶν· διότι οἱ μὲν ἄρχοντες τῶν ἐθνικῶν κατατυραννοῦν τοὺς λαούς τους, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὰ δικά μας διδάγματα αὐτὸς ποὺ εἶναι δοῦλος τῶν ἄλλων, εἶναι πρῶτος σὲ ἀξία. Τὸ ὅτι ἐπίσης αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν ἁπλῶς λόγο, λάβε ὡς ἀπόδειξη τῶν λόγων μου, αὐτὰ τὰ ὁποῖα κάνω καὶ πάσχω. Ἀλλὰ ἐγὼ ἔκανα καὶ κάτι περισσότερο· διότι μολονότι ἤμουνα βασιλιᾶς τῶν οὐρανίων δυνάμεων, θέλησα νὰ γίνω ἄνθρωπος καὶ καταδέχθηκα νὰ περιφρονηθῶ καὶ νὰ ὑβρισθῶ. Καὶ οὔτε καὶ σὲ αὐτὰ ἀρκέστηκα, ἀλλὰ καὶ ἔφθασα μέχρι καὶ σὲ αὐτὸν τὸν θάνατο».

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει: «Ὣσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν (:Ὅπως καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε γιὰ νὰ Τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή του λύτρο προκειμένου νὰ ἐξαγορασθοῦν καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο πολλοί)» [Ματθ.20,28]. «Δὲν σταμάτησα δηλαδή», λέγει, «μέχρι σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή μου ἔδωσα ὡς λύτρο. Καὶ χάριν ποιῶν ἔκανα αὐτὴν τὴ θυσία; Πρὸς χάριν τῶν ἐχθρῶν. Καὶ ἐσὺ μὲν ἐὰν ταπεινωθεῖς, τὸ κάνεις χάριν τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἐνῶ ἐγὼ ταπεινώθηκα πρὸς χάριν δική σου».

Ἑπομένως μὴν φοβηθεῖς μὲ τὴ σκέψη ὅτι χάνεται ἡ ἀξιοπρέπειά σου. Διότι ὅσο καὶ ἂν ταπεινωθείς, δὲν μπορεῖς νὰ κατέλθεις σὲ τόσο χαμηλὸ σημεῖο, στὸ ὁποῖο κατῆλθε ὁ Κύριός σου. Ἀλλὰ ὅμως ἡ ταπείνωση αὐτὴ ἔγινε αἰτία ἀνυψώσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ συνετέλεσε ὥστε νὰ ἐκλάμψει ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ· διότι πρὶν γίνει ἄνθρωπος, ἦταν γνωστὸς μόνο στοὺς ἀγγέλους, ὅταν ὅμως ἔγινε ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε, ὄχι μόνο δὲν ἐλάττωσε ἐκείνη τὴ δόξα, ἀλλὰ καὶ ἄλλη ἀπέκτησε, ἀπό τὸ ὅτι Τὸν γνώρισε ὅλη ἡ οἰκουμένη. Μὴ λοιπὸν φοβηθείς, μὲ τὴ σκέψη ὅτι δῆθεν χάνεις τὴν ἀξιοπρέπειά σου, ἐὰν ταπεινωθεῖς· διότι μὲ τὴν ταπείνωσή σου αὐτὴν αὐξάνεται ἡ δόξα σου, μὲ αὐτὴν γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερη. Αὐτὴ εἶναι ἡ πόρτα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἄς μὴν ἀκολουθήσουμε λοιπὸν τὴν ἀντίθετη ὁδό, οὔτε νὰ πολεμοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας· διότι ἐὰν θελήσουμε νὰ φαινόμαστε μεγάλοι, δὲν θὰ γίνουμε μεγάλοι, ἀλλὰ ἀντιθέτως θὰ γίνουμε οἱ πιὸ ἀσήμαντοι ἀπὸ ὅλους.

Εἶδες ὅτι σὲ κάθε περίπτωση τοὺς διδάσκει μὲ τὰ ἀντίθετα παραδείγματα, δίνοντάς τους αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν; Καὶ αὐτὸ προηγουμένως τὸ ἀποδείξαμε πολλὲς φορές, διότι καὶ στὴν περίπτωση τῶν φιλάργυρων καὶ τῶν κενόδοξων ἔτσι ἐνήργησε. «Γιατί λοιπόν», λέγει, «κάνεις τὴν ἐλεημοσύνη μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους; Γιὰ νὰ ἀπολαύσεις δόξα; Μὴν τὸ κάνεις λοιπὸν αὐτὸ καὶ ὁπωσδήποτε θὰ ἀπολαύσεις δόξα. Πρὸς ποιό λοιπὸν σκοπὸ θησαυρίζεις; Γιὰ νὰ ἔχεις πλούτη; Λοιπόν, μὴ θησαυρίσεις ἐδῶ καὶ θὰ γίνεις πλούσιος ἐκεῖ. Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτήν. Γιατί ποθεῖς τὰ πρωτεῖα; Γιὰ νὰ εἶσαι πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Λοιπὸν διάλεξε τὴν τελευταία θέση καὶ τότε θὰ ἀπολαύσεις τὰ πρωτεῖα. Ὥστε ἐὰν θέλεις νὰ γίνεις μεγάλος, μὴ ζητεῖς νὰ γίνεις μεγάλος, καὶ τότε θὰ γίνεις μεγάλος. Διότι αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ εἶσαι μικρός».

Βλέπεις πῶς τοὺς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸ νόσημα, μέ τὸ ὅτι τοὺς ἀπέδειξε ὅτι ἡ μὲν φιλοπρωτία τοὺς ὁδηγεῖ σὲ ἀποτυχία, ἐνῶ ἡ ταπείνωση σὲ ἐπιτυχία, ὥστε τὸ ἕνα νὰ τὸ ἀποφύγουν, ἐνῶ τὸ ἄλλο νὰ τὸ ἐπιδιώκουν; Καὶ τοὺς ἐθνικοὺς ἐπίσης γιὰ τοῦτο τοὺς ἀνέφερε, ὥστε καὶ μὲ τὸ παράδειγμα αὐτὸ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ πρᾶγμα αὐτὸ εἶναι ἐπονείδιστο καὶ σιχαμερό. Διότι πρέπει ὁ μὲν ὑπερήφανος νὰ εἶναι ἀσήμαντος, ἐνῶ ἀντιθέτως ὁ ταπεινόφρονας νὰ εἶναι ὑψηλός. Καθόσον αὐτὸ εἶναι τὸ ἀληθινὸ καὶ γνήσιο ὕψος, καὶ τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι μόνο κατὰ λέξη, οὔτε ὡς πρὸς τὴν ὀνομασία. Καὶ τὸ μὲν ὕψος τοῦ κόσμου εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνάγκης καὶ φόβου, ἐνῶ τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης ὁμοιάζει μὲ τὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ. Ὁ παρόμοιος ἄνθρωπος καὶ ἂν ἀκόμη δὲν θαυμάζεται ἀπὸ κανέναν, παραμένει ὑψηλός, ὅπως ἀκριβῶς πάλιν ἐκεῖνος, καὶ ἂν ἀκόμη ὑπηρετεῖται ἀπὸ ὅλους, εἶναι πιὸ ἀσήμαντος ἀπὸ ὅλους. Καὶ ἡ μὲν μία τιμὴ εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνάγκης, ὁπότε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ χάνεται εὔκολα, ἐνῶ ἡ ἄλλη πηγάζει ἀπὸ τὴ θέληση, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν παραμένει σταθερή. Ἐξάλλου, καὶ τοὺς ἁγίους γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τοὺς θαυμάζουμε, διότι, μολονότι ἦσαν ἀνώτεροι ὅλων, παρὰ ταῦτα ταπείνωσαν τοὺς ἑαυτούς τους περισσότερο ἀπὸ ὅλους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ μέχρι σήμερα παραμένουν ὑψηλοὶ καὶ οὔτε ὁ θάνατός τους κατέστρεψε τὸ ὕψος ἐκεῖνο.

Ἐὰν ὅμως θέλετε, ἂς ἐξετάσουμε τὸ ἴδιο αὐτὸ θέμα βάσει συλλογισμῶν. Κάποιος λέγεται ὅτι εἶναι ὑψηλὸς ἢ ὅταν εἶναι ὑψηλὸς ὡς πρὸς τὸ μῆκος τοῦ σώματός του, ἢ ὅταν συμβαίνει νὰ στέκεται σὲ ὑψηλὸ μέρος. Κατὰ τὸν ἴδιο συλλογισμὸ κάποιος ὀνομάζεται χαμηλός, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἀντίθετων γνωρισμάτων. Ἄς δοῦμε λοιπὸν ποιός εἶναι πραγματικὰ ὁ ὑψηλός, ὁ ἀλαζόνας ἢ ὁ ταπεινός, ὥστε νὰ ἀντιληφθεῖς ὅτι τίποτε δὲν εἶναι ὑψηλότερο ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τίποτε χαμηλότερο ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία. Ὁ μὲν λοιπὸν ἀλαζόνας ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους καὶ κανένα δὲν παραδέχεται ὡς ἰσάξιό του, καὶ ὁποιασδήποτε τιμῆς καὶ ἂν τύχει, ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει μεγαλύτερη τιμὴ καὶ πιστεύει ὅτι δὲν ἔτυχε καμίας τιμῆς καὶ περιφρονεῖ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐπιθυμεῖ νὰ τὸν τιμοῦν. Τί θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ θεωρηθεῖ πιὸ παράλογο ἀπὸ αὐτό; Πράγματι αὐτὸ ὁμοιάζει μὲ αἴνιγμα· διότι ἐκείνους ποὺ δὲν ὑπολογίζει καθόλου, ἀπὸ αὐτοὺς θέλει νὰ δοξάζεται.

Εἶδες πῶς ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ὑψώνεται, καταπίπτει καὶ ἵσταται χαμηλά; Διότι τὸ ὅτι θεωρεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὡς μὴ ἔχοντες καμία ἀξία, σὲ σύγκριση πρὸς τὸν ἑαυτό του, τὸ διακηρύσσει ὁ ἴδιος. Αὐτὸ βέβαια εἶναι ἀλαζονεία. Γιατί λοιπὸν καταφεύγεις πρὸς ἐκεῖνον ποὺ τὸν θεωρεῖς τελείως ἀσήμαντο; Γιατί ζητεῖς νὰ τιμηθεῖς ἀπὸ ἐκεῖνον; Γιατί φέρνεις μαζί σου τόσο πλῆθος ἀνθρώπων;

Βλέπεις τὸν ταπεινό, ποὺ στέκει χαμηλά; Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς ἐξετάσουμε τὸν πνευματικὰ ὑψηλό. Αὐτὸς γνωρίζει πόσο ἀξίζει ὁ ἄνθρωπος καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγάλος, ἀλλὰ συγχρόνως ὅτι εἶναι καὶ ἔσχατος ὅλων, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁποιαδήποτε τιμὴ καὶ ἂν τοῦ ἀποδοθεῖ, τὴ θεωρεῖ μεγάλη. Ὥστε, αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ εἶναι ὑψηλὸς καὶ δὲν ἀλλάζει τὴ γνώμη του. Διότι ἐκείνους τοὺς θεωρεῖ μεγάλους, θεωρεῖ καὶ τίς τιμές τους μεγάλες, καὶ ἂν ἀκόμη συμβαίνει νὰ εἶναι μικρές, ἐπειδὴ θεωρεῖ αὐτοὺς μεγάλους. Ὁ ἀλαζόνας ὅμως ἐκείνους ποὺ τὸν τιμοῦν, δὲν τοὺς ὑπολογίζει καθόλου, ἐνῶ τίς τιμές τους τίς θεωρεῖ μεγάλες. Ἐπίσης ὁ ταπεινὸς δὲν κυριεύεται ἀπὸ κανένα πάθος. Οὔτε ἡ ὀργὴ μπορεῖ νὰ τὸν ἐνοχλήσει, οὔτε ὁ ἔρωτας τῆς δόξας, οὔτε ὁ φθόνος, οὔτε ἡ ζηλοτυπία. Τί λοιπὸν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὑψηλότερο ἀπὸ μία τέτοια ψυχή, ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ὅλα αὐτά; Ὁ ἀλαζόνας, ἀντιθέτως, ἐξουσιάζεται ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὅπως ἀκριβῶς κάποιος σκώληκας ποὺ κυλιέται μέσα στὸν βοῦρκο. Διότι καὶ ἡ ζηλοτυπία καὶ ὁ φθόνος καὶ ὁ θυμὸς ἐνοχλοῦν συνεχῶς τὴν ψυχή του.

Ποιός λοιπὸν εἶναι ὁ ὑψηλός; Αὐτὸς ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάθη του ἢ αὐτὸς ποὺ εἶναι δοῦλος σὲ αὐτά; Αὐτὸς ποὺ τρέμει καὶ τὰ φοβεῖται ἢ αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀκατανίκητος καὶ μὲ κανέναν τρόπο δὲν κυριεύεται ἀπὸ αὐτά; Ποιό πτηνὸ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι πετᾷ ψηλότερα; Αὐτὸ ποὺ βρίσκεται ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ καλάμια τοῦ κυνηγοῦ, ἢ ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἀφήνει τὸν κυνηγὸ οὔτε κἂν νὰ χρειαστεῖ καλάμια, καθόσον πετᾷ χαμηλὰ καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ πετάξει ὑψηλά; Τέτοιος λοιπὸν εἶναι ὁ ἀλαζόνας· καθόσον κάθε παγίδα τὸν συλλαμβάνει εὔκολα, ἐπειδὴ σύρεται στὸ χῶμα.

Ἐὰν ὅμως θέλεις ἐξέτασε αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς τοῦ πονηροῦ ἐκείνου δαίμονος. Διότι πράγματι τί θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ πιὸ ταπεινὸ ἀπὸ τὸν διάβολο, ἐπειδὴ κυριεύτηκε ἀπὸ ἀλαζονεία; Τί ἀντίστοιχα θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὴ θέλησή του ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του; Διότι ὁ μὲν διάβολος σύρεται ἐπάνω στὴ γῆ καὶ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν πτέρνα μας. Διότι λέγει: «Ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων(:Σᾶς δίνω ἐξουσία νὰ νικᾶτε καὶ νὰ ποδοπατᾶτε ὅλα τὰ ὄργανα τοῦ σατανᾶ, ποὺ σὰν φίδια καὶ σκορπιοὶ ἐπιβουλεύονται καὶ χύνουν τὸ δηλητήριό τους ὕπουλα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τίς νεκρώσουν)»[Λουκᾶ 10,19]. Ἀντιθέτως, ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος στέκει ψηλὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους.

Ἐὰν μάλιστα θέλεις τὸ ἴδιο πρᾶγμα νὰ διδαχθεῖς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, σκέψου τὸν βάρβαρο ἐκεῖνον, ποὺ ὁδηγεῖ τόσο μεγάλη στρατιὰ καὶ ὁ ὁποῖος δὲν γνώριζε οὔτε αὐτὰ ἀκόμη ποὺ εἶναι σὲ ὅλους γνωστά. Ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὅτι ἡ πέτρα ἦταν πέτρα καὶ ὅτι τὰ εἴδωλα ὅτι ἦσαν εἴδωλα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἦταν κατώτερος ἀπὸ αὐτά. Ἀντίθετα, οἱ εὐσεβεῖς καὶ πιστοὶ ἄνθρωποι ἀνεβαίνουν ὑψηλότερα καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τί λοιπὸν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὑψηλότερο ἀπὸ αὐτούς; Διότι αὐτοὶ ὑπερβαίνουν καὶ αὐτὲς τίς ἁψῖδες τοῦ οὐρανοῦ καὶ προσπερνῶντας τοὺς ἀγγέλους στέκουν γύρω ἀπὸ τὸν βασιλικὸ θρόνο.

Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖς καὶ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη τὴν εὐτέλεια τῶν ἀλαζόνων, σὲ ἐρωτῶ: Ποιός θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ταπεινωθεῖ; Αὐτὸς ποὺ βοηθεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ αὐτὸς ποὺ πολεμεῖται ἀπὸ Αὐτόν; Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι θὰ ταπεινωθεῖ αὐτὸς ποὺ πολεμεῖται. Ἄκουσε λοιπὸν τί λέγει γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ἡ ἁγία Γραφή: «Μείζονα δὲ δίδωσι χάριν· διὸ λέγει· ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν(:Ὁ Θεὸς ἀντιστρατεύεται τοὺς ὑπερηφάνους, οἱ ὁποῖοι μὲ τίς ἡδονές τους περιφρονοῦν τὸ θέλημά Του καὶ προτιμοῦν τὸν κόσμο παρὰ τὸν Θεό. Στοὺς ταπεινοὺς ὅμως δίνει τη χάρη Του. Αὐτοὶ ἀπαρνοῦνται τίς ἡδονὲς καὶ τὸν κόσμο γιὰ χάρη Του)»[Ἰάκ.4,6].

Ἀλλὰ θὰ σὲ ἐρωτήσω καὶ κάτι ἄλλο. Ποιός εἶναι ὑψηλότερος; Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένος στὸν Θεὸ καὶ προσφέρει θυσία σὲ Αὐτὸν ἢ αὐτὸς ποὺ βρίσκεται πολὺ μακριὰ τῆς παρρησίας πρὸς Αὐτόν; Ἀλλὰ θὰ ρωτήσει κάποιος: «Καὶ ποιά θυσία προσφέρει ὁ ταπεινόφρονας;». Ἄκουσε τὸν Δαβὶδ ποὺ λέγει: «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον(:Θυσία εὐάρεστη καὶ εὐπρόσδεκτη στὸν Θεὸ εἶναι ἐκείνη ποὺ προσφέρεται μὲ ἐσωτερικὴ συντριβὴ καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια· ποτὲ ὁ Θεὸς δὲ θὰ ἀπορρίψει μιὰ καρδιὰ ποὺ αἰσθάνεται ἀληθινὴ συντριβὴ καὶ ταπείνωση)»[Ψαλμ.50,19]. Εἶδες τοῦ ταπεινοῦ τὴν καθαρότητα;

Πρόσεξε καὶ τὸ ἀκάθαρτο φρόνημα τοῦ ὑπερήφανου. «Ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος(:Ἀκάθαρτος εἶναι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου κάθε ἐπηρμένος καὶ ὑπερήφανος)»[Παροιμ.16,5]. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὁ ταπεινὸς ἔχει τὸν Θεὸ ποὺ εὐχαριστεῖται μὲ αὐτόν. Διότι λέγει: «Πάντα γὰρ ταῦτα ἐποίησεν ἡ χείρ μου, καὶ ἔστιν ἐμὰ πάντα ταῦτα, λέγει Κύριος· καὶ ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;(:Πρὸς ποιόν νὰ ρίξω στοργικὸ καὶ προστατευτικὸ τὸ βλέμμα μου, παρὰ μόνο στὸν ἄνθρωπο τὸν ταπεινό, τὸν ἥσυχο, ὁ ὁποῖος τρέμει μὲ σεβασμὸ τὰ λόγια μου καὶ ἀγωνίζεται νὰ τὰ ἐφαρμόζει στὴ ζωὴ του;)»[Ἠσ.66,2], ἐνῶ αὐτὸς σύρεται μαζὶ μὲ τὸν διάβολο· διότι ὁ ὑπερήφανος θὰ πάθει αὐτὰ ποὺ ἔπαθε ἐκεῖνος.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε: «Μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεῖς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου(:Δὲν πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι νεοκατήχητος καὶ νεοφυτευμένος στὸ πνευματικὸ ἀμπέλι τοῦ Κυρίου. Κι αὐτό, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευθεῖ καὶ πέσει ἔτσι στὴν ἴδια καταδίκη ποὺ ἔπεσε καὶ ὁ διάβολος)»[Α΄ Τιμ.3,6]. Ἀλλὰ τοῦ συμβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ θέλει· διότι θέλει νὰ εἶναι ὑπερήφανος, γιὰ νὰ τιμᾷται. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περιφρονεῖται περισσότερο ἀπὸ ὅλους· διότι αὐτοὶ κατεξοχὴν εἶναι περισσότερο ἀπὸ ὅλους οἱ καταγέλαστοι, οἱ ἐχθροὶ καὶ ἀντίπαλοι ὅλων, οἱ νικώμενοι εὔκολα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς τους, οἱ παρασυρόμενοι εὔκολα ἀπὸ τὴν ὀργή, οἱ ἀκάθαρτοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Τί λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει χειρότερο ἀπὸ αὐτό; Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος τῶν κακῶν. Τί εἶναι ὅμως γλυκύτερο ἀπὸ τοὺς ταπεινούς; Καὶ τί μακαριότερο ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τοὺς ποθεῖ καὶ τοὺς ἀγαπᾷ ὁ Θεός; Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους τοὺς ἐκτιμῶνται πάρα πολύ, καὶ ὅλοι τοὺς τιμοῦν ὡς πατέρες, τοὺς ἀγαποῦν ὡς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς πλησιάζουν ὡς δικά τους πρόσωπα.

Ἄς γίνουμε λοιπὸν ταπεινοί, γιὰ νὰ γίνουμε ὑψηλοί. Καθόσον ἡ ὑπερηφάνεια ταπεινώνει σὲ ὑπερβολικὸ βαθμό. Αὐτὴ ταπείνωσε τὸν Φαραώ. Διότι, λέγει ἡ Γραφή, ἐκεῖνος ὁ Φαραὼ εἶπε γεμᾶτος ἀλαζονεία: «Τίς ἐστιν οὗ εἰσακούσομαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ, ὥστε ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ; οὐκ οἶδα τὸν Κύριον καὶ τὸν Ἰσραὴλ οὐκ ἐξαποστέλλω(:Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ Κύριος καὶ Θεός, στὴν ἐντολὴ τοῦ ὁποίου ἐγὼ θὰ ὑπακούσω, ὥστε νὰ ἀφήσω ἐλεύθερους τοὺς Ἰσραηλῖτες; Δὲν γνωρίζω ἐγὼ αὐτὸν τὸν Κύριο καὶ δὲν θὰ ἀφήσω ἐλεύθερους τοὺς Ἰσραηλῖτες νὰ ἀναχωρήσουν)»[Ἔξ.5,2], καὶ ἔγινε ἔτσι κατώτερος ἀπὸ τίς μῦγες, τοὺς βατράχους καὶ τὴν κάμπια καὶ στὴ συνέχεια καταποντίστηκε μαζὶ μὲ τὰ ὅπλα του καὶ τὰ ἄλογά του.

Τελείως τὸ ἀντίθετο ὅμως συνέβῃ μὲ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ εἶπε: «Νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δὲ εἰμι γῆ καὶ σποδός(:Ἔχω ἤδη ἀρχίσει νὰ ὁμιλῶ πρὸς τὸν Κύριο, ἂν καὶ ἐγὼ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη)»[Γέν.18,27], καὶ κατανίκησε ἄπειρους βαρβάρους καὶ μολονότι βρέθηκε ἀνάμεσα στοὺς Αἰγύπτιους ἐπέστρεψε φέρνοντας λαμπρότερο τρόπαιο ἀπὸ τὸ προηγούμενο, καὶ ἀκολουθῶντας αὐτὴν τὴν ἀρετὴ γινόταν διαρκῶς καὶ ὑψηλότερος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἐγκωμιάζεται σὲ κάθε περίπτωση, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν στεφανώνεται καὶ ἐπαινεῖται, ἐνῶ ὁ Φαραὼ ἔγινε καὶ χῶμα καὶ στάχτη καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο ὑπάρχει εὐτελέστερο ἀπὸ αὐτά.

Διότι τίποτε δὲν ἀποστρέφεται τόσο ὁ Θεός, ὅσο τὴν ὑπερηφάνεια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εὐθὺς ἐξαρχῆς ἔκανε τὰ πάντα, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει αὐτὸ τὸ πάθος. Ἐξαιτίας της γίναμε θνητοὶ καὶ μᾶς συνοδεύουν διαρκῶς ἡ λύπη καὶ οἱ ὀδυρμοί. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ζοῦμε μέσα στὸν πόνο, τοὺς ἱδρῶτες καὶ μὲ διαρκῆ καὶ καταπιεστικὴ ἐργασία. Καθόσον ἡ ἀλαζονεία ὁδήγησε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία, ἐπειδὴ ἤλπισε νὰ γίνει ἴσος μὲ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οὔτε καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε διατήρησε, ἀλλὰ ἐξέπεσε καὶ ἀπὸ αὐτά. Τόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ ἀλαζονεία· διότι ὄχι μόνο δὲν προσθέτει κανένα κατόρθωμα στὴ ζωή μας, ἀλλὰ ἐξαφανίζει καὶ τὰ ὅσα ἔχουμε. Ὅπως ἀκριβῶς πάλι ἡ ταπεινοφροσύνη ὄχι μόνο δὲν καταστρέφει κανένα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε, ἀλλὰ προσθέτει καὶ αὐτὰ ποὺ δὲν ἔχουμε.

Τὴν ταπεινοφροσύνη λοιπὸν ἂς ποθήσουμε, αὐτὴν ἂς ἐπιδιώξουμε, ὥστε καὶ τὴν ἐπίγεια τιμὴ νὰ ἀπολαύσουμε καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τὴ μέλλουσα δόξα, μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο ἀνήκει στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα δόξα καὶ δύναμη, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,


ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος



ΠΗΓΕΣ:

• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf

• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία ΞΕ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 275-305.

• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 68, σελ. 15-34.

• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

_________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»