Ο ΙΕΡΟΣ ΙΩΣΗΦ ΚΑΛΟΘΕΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ. Η τραγικότητα των σημερινών χριστιανών.

Τί κι αν διδάσκει η Εκκλησία, τί πρέπει να κάνουμε σε καιρούς αιρέσεως; Οι σημερινοί ποιμένες, μοναχοί και λαϊκοί επαιρόμενοι άλλα πράττουν και φρονούν. Τεράστια η ευθύνη όσων αποκρύπτουν και διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Ιωσήφ Καλόθετος: 
"Όσο ο αιρετικός, όπως ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, παραμένει «αμεταμέλητος» πρέπει να θεωρείται «εχθρός της αληθείας» και «εχθρός του Θεού», και καμιά απολύτως σχέση και Εκκλησιαστική κοινωνία δεν μπορεί να έχουμε με αυτόν....πρέπει ν’ αγωνισθούμε για να υπερασπισθούμε την αλήθεια της πίστεως, δεν έχουν θέση οι δικαιολογίες και η απροθυμία. Ιδίως όταν αναλογισθεί ο Χριστιανός ότι η κακοδοξία της αιρέσεως, αν δεν βρει αντίσταση και δεν αναχαιτισθεί τότε θα συνεχίσει απρόσκοπτα να δηλητηριάζει με τις ψευδοδιδασκαλίες της και να οδηγεί ψυχές ανθρώπων στον πνευματικό θάνατο... Όταν η ευσέβεια κινδυνεύει από την αίρεση, οι μοναχοί πρέπει να εγκαταλείπουν την αγαπητή σ’ αυτούς σιωπή και ησυχία και να αγωνίζονται με όσες δυνάμεις διαθέτουν για να υπερασπισθούν την Ορθόδοξη πίστη".
Α.Τ.

ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΩΣΗΦ ΚΑΛΟΘΕΤΟΣ Ο ΑΞΙΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΚΑΛΟΘΕΤΟΥ

            Ο Απόστολος Παύλος κατά τη διάδοση του Ευαγγελίου περιστοιχιζόταν από πιστούς και άοκνους βοηθούς. Έτσι και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, της «Ορθοδοξίας ο φωστήρ», κατά τη διάρκεια των ιερών αγώνων του και κατά θεία Πρόνοια είχε τη συνδρομή μιας εκλεκτής ομάδας από άξιους και αφοσιωμένους συνεργάτες μεταξύ των οποίων διακρίθηκε ο μοναχός Ιωσήφ Καλόθετος.

            Όσον αφορά τον τόπο της γεννήσεως του Ιωσήφ Καλοθέτου οι απόψεις των ιστορικών και των θεολόγων διίστανται. Ο Γεώργιος Ζολώτας1, ο Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Ανδρεάδης2 και ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Louis Petit3 θεωρούν ως βέβαιο τόπο καταγωγής του τη Χίο. Ο Νίκος Βέης4 και ο Νικόλαος Φορόπουλος5 αναφέρουν τη Χίο ως την πιθανότερη εκδοχή. Αντίθετα ο καθηγητής Δημήτριος Τσάμης6 θεωρεί άγνωστο τον τόπο της γεννήσεως του Καλοθέτου.

            Οι Καλόθετοι υπήρξαν διακεκριμένη και ισχυρή οικογένεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με συγγενικούς δεσμούς με τις αυτοκρατορικές οικογένειες των Κατακουζηνών, των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Καλόθετους από τον 12ο αιώνα και μετά συναντάμε σε αρκετές ελληνικές περιοχές μεταξύ των οποίων και η Χίος. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Ευμορφόπουλο Λαυριώτη, ο μοναχός Ανδρέας Καλόθετος και ο γιος του ιερομόναχος Ιγνάτιος Καλόθετος, στους οποίους είχε δωρηθεί το 1314 από τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ η Μονή του Σωτήρος Χριστού στη Βέροια7, ήταν Χιώτες στην καταγωγή. Μάλιστα ο Ανδρέας Καλόθετος ήταν πατέρας του Λεόντιου Καλοθέτου, του προτελευταίου Βυζαντινού Διοικητή της Χίου.8 Με δεδομένη τη Χίο ως κοινό τόπο καταγωγής όλων των προαναφερθέντων Καλοθέτων είναι πολύ πιθανό, αφού κι ο Ιωσήφ ήταν Καλόθετος και κατά την πιθανότερη εκδοχή Χίος, να ήταν και κοντινός ή μακρινός συγγενής τους. 

            Ποιο ήταν το βαπτιστικό όνομα του Ιωσήφ μας είναι άγνωστο, καθώς το όνομα Ιωσήφ είναι το όνομα που έλαβε κατά τη μοναχική του κουρά. Η απόφαση του Καλοθέτου να ακολουθήσει την ισάγγελον μοναχική πολιτεία ήταν ακράδαντη και δεν στάθηκαν ικανά να την αναχαιτίσουν ούτε τα «οικτρά δάκρυα» και οι παρακλήσεις της μητρός του. Η συγκίνηση που του προκάλεσε η θλίψη της μητέρας του έμεινε χαραγμένη στην ψυχή του, αφού πολλά χρόνια μετά την αφιέρωσή του στο μοναχικό βίο, και συγκεκριμένα την εποχή που συνέταξε τον Βίον του Αγίου Αθανασίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, κατέγραψε μέσα σ’ αυτόν και αυτήν την αυτοβιογραφική σημείωση.9 Ο Ιωσήφ όμως, παρά την αγάπη του προς τη μητέρα του, επέλεξε να υπακούσει στο λόγο του Κυρίου: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος».10  

            Ως μοναχός εγκαταβίωσε στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στη Μονή Εσφιγμένου. Είναι γνωστό ότι ο Άγιος Φιλόθεος Κόκκινος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στον Βίον του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που συνέγραψε, αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος υπήρξε για ένα έτος, το 1335, ηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου, όπου αναδείχθηκε σε μεγάλο ευεργέτη της Μονής, αλλά και των μοναχών της. Συνεπώς ο Ιωσήφ εκεί συνδέθηκε πνευματικά με τον μεγάλο αγωνιστή και υπέρμαχο της Ορθοδοξίας, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αν δεν τον είχε ήδη γνωρίσει προτύτερα, καθόσον ο Άγιος Γρηγόριος και προτού μονάσει στη Βέροια, αλλά και επιστρέφοντας από αυτήν το 1331, ασκήτευε σε περιοχές του Άθωνος.11 Πως ήταν δυνατόν να μην ελκύσει την αγνή και καθαρή ψυχή του μοναχού Ιωσήφ μια αγιασμένη και πνευματοφόρος μορφή σαν αυτή του Παλαμά!

            Όμως ο Άγιος Γρηγόριος σύντομα παραιτήθηκε από την ηγουμενία της Μονής Εσφιγμένου, ένα αξίωμα που άλλωστε δεν επεδίωξε, αλλά παρακλήθηκε ν’ αναλάβει από τη Σύναξη του Αγίου Όρους λόγω της αγαθής φήμης του. Μετά την παραίτησή του εφησύχαζε και πάλι στο κελλί του Αγίου Σάββα κοντά στη Μονή Μεγίστης Λαύρας.12 Σε σύντομο χρονικό διάστημα από την παραίτηση του Αγίου Γρηγορίου αποχώρησε από την Εσφιγμένου και ο μοναχός Ιωσήφ Καλόθετος, αλλά και αρκετοί από τους διακόσιους μοναχούς που είχε τότε αυτή η Μονή. Ο λόγος της φυγής του Ιωσήφ δεν κατονομάζεται ρητώς κάπου, αλλά σίγουρα πρέπει να συνδέεται με την ψυχρή στάση της πλειοψηφίας των Εσφιγμενιτών μοναχών που αντιδρούσαν στο ζήλο και την αυστηρή άσκηση που υποδείκνυε ως ηγούμενος ο Άγιος Γρηγόριος.

            Το διάστημα των ετών 1336 – 1341 ο μοναχός Ιωσήφ φαίνεται να κινείται μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αγίου Όρους. Λίγα χρόνια πριν ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός σε συζητήσεις που είχε με Ρωμαιοκαθολικούς στην Κωνσταντινούπολη το 1333, περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, απέρριψε αυτήν την αιρετική διδασκαλία με το αιτιολογικό ότι είναι αδύνατη η κατανόηση των γινομένων κινήσεων εντός του ακαταλήπτου Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αφενός για να υπεραμυνθεί της Ορθόδοξης διδασκαλίας περί του Αγίου Πνεύματος και παράλληλα να καταδικάσει την ψευδοδιδασκαλία του filioque και αφετέρου για να ελέγξει τα λεγόμενα του Βαρλαάμ έγραψε δυο θεολογικά κείμενα με τίτλο «Λόγοι αποδεικτικοί περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος». Σ’ αυτά ο Άγιος Γρηγόριος τονίζει ότι ο Θεός είναι ως προς την ουσία του ακατάληπτος, αλλά καταληπτός με τις άκτιστες ενέργειές Του. Τα σημαντικά αυτά έργα, στα οποία αναλυόταν η Ορθόδοξη διδασκαλία, ο Παλαμάς παρέδωσε στον έμπιστό του μοναχό Ιωσήφ, για να τα μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη σε προσφιλή τους πρόσωπα, έτσι ώστε να γίνει το περιεχόμενό τους ευρύτερα γνωστό.

            Όταν ο Βαρλαάμ άρχισε να επιτίθεται με δριμύτητα και να λοιδορεί τους Ησυχαστές για τη νοερά προσευχή, υπερασπιστής τους αναδείχθηκε ο Άγιος Γρηγόριος. Κοντά στον μεγάλο αυτό Πατέρα της Εκκλησίας στάθηκε και ο Ιωσήφ Καλόθετος συνδράμοντάς τον με κάθε του δύναμη και ιδίως με τη συγγραφή σχετικών θεολογικών έργων. Όπως λοιπόν μας διηγείται ο Ιωσήφ στον Έκτο Αντιρρητικό Λόγο του13, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας με επιστολή του ζήτησε από τον Παλαμά και τους συνεργάτες του να έλθουν στην Κωνσταντινούπολη για να διευθετηθεί το θέμα με Σύνοδο. Για λόγους άγνωστους σε μας ο Ιωσήφ δεν αναχώρησε μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο, αν και βρισκόταν κι εκείνος στη Θεσσαλονίκη. Καθυστέρησε ίσως από κάποια ευθύνη που είχε αναλάβει και μετά εμποδιζόμενος από τις κακές καιρικές συνθήκες των πρώτων χειμερινών μηνών του 1341 αφίχθηκε στη Βασιλεύουσα αργότερα από τον Παλαμά, αλλά έγκαιρα ώστε να είναι εκεί στη Σύνοδο που έλαβε χώρα στις 10 Ιουνίου του 1341.

            Εκεί δικαιώθηκε η Ησυχαστική θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ηττήθηκε η αίρεση και θριάμβευσε η Ορθοδοξία. Ο αιρεσιάρχης Βαρλαάμ σύντομα τράπηκε σε φυγή προς  την  Καλαβρία και τον δογματικό χώρο των Ρωμαιοκαθολικών που ουσιαστικά εκπροσωπούσε.14 Σχετικά ο μοναχός Ιωσήφ καταγράφει στο Δεύτερο Λόγο του: «Αλλ’ ο μεν εκ Καλαβρίας (Βαρλαάμ) μη φέρων την πάνδημον εκείνην ήτταν και την εκ της ήττης αισχύνην προσεχώρησε τοις ομοφύλοις Λατίνοις».15

            Όμως ο πονηρός ποτέ δεν κουράζεται να πολεμά την Εκκλησία με τις αιρέσεις. Έτσι ανέδειξε νέα όργανά του τον Γρηγόριο Ακίνδυνο κι έπειτα τον Νικηφόρο Γρηγορά, προκειμένου να συνεχίσουν το ημιτελές έργο του Βαρλαάμ, τον οποίο ο Ιωσήφ στο Δεύτερο Λόγο του ονομάζει: «εισηγητή και πρωτουργώ της τοιαύτης κακοδαίμονος πλάνης».16 Ο Ιωσήφ Καλόθετος συνδεόταν με ειλικρινή φιλία με τον Γρηγόριο Ακίνδυνο και για το λόγο αυτό ένιωσε μεγάλη οδύνη όταν το οικείο αυτό πρόσωπο βρέθηκε στις τάξεις των αιρετικών. Όμως ούτε στιγμή δεν προτίμησε τη φιλία, τη συμπάθεια, την εύνοια και τη δόξα των ανθρώπων που όμως θα τον χώριζαν από την αγάπη του Θεού. Συνειδητά αφιέρωσε τον εαυτό του στην καταπολέμηση του κινδύνου που προερχόταν από τη διδασκαλία του Ακινδύνου. Και γιατί όλα αυτά; Γιατί «πίστις τό κινδυνευόμενον», όπως έλεγε και  ο ομόφρονας τού Ιωσήφ,  Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

            Στον πνευματικό αυτό αγώνα υπέρ του Ησυχασμού ανάλωσε τον εαυτό του ο μοναχός Ιωσήφ καταβάλλοντας πολλές φορές βαρύ τίμημα. Όπως το 1344 που ο Λατινόφρονας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ΙΔ΄ ο Καλέκας μαζί με μερικούς ομόφρονές του επισκόπους, εξέδωσε εντελώς αντικανονικά και άδικα κείμενο αφορισμού του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλά και των συνεργατών του, μεταξύ των οποίων και του Ιωσήφ Καλοθέτου16Α.  Αν και ο αφορισμός του Καλέκα δεν είχε καμιά ουσιαστική πνευματική σημασία, αφού κάθε αιρετικός, όπως αυτός, είχε ήδη από μόνος του αποκοπεί από την "άμπελο" της Εκκλησίας και έτσι δεν μπορούσε να διώξει ζωντανά μέλη της Εκκλησίας, όπως τον Άγιο Γρηγόριο και τους συνεργάτες του. Όμως η θεία δίκη πολύ σύντομα το Φεβρουάριο του 1347 εκδηλώθηκε, οπότε δια Συνοδικής αποφάσεως καθαιρέθηκε ο Καλέκας από τον Πατριαρχικό θρόνο που ανάξια κρατούσε και παράλληλα απαλείφθηκε ο αφορισμός εναντίον του Παλαμά και των υπέρ της Ορθοδοξίας συνεργατών του. Χαρακτηριστικά ο Συνοδικός τόμος του 1347 αναφέρει: "τον … τιμιώτατον ιερομόναχον κυρ Γρηγόριον τον Παλαμάν και τους αυτώ συνάδοντας μοναχούς … ασφαλεστάτους της Εκκλησίας και της ευσεβείας προμάχους και προαγωνιστάς και βοηθούς ταύτης αποφαινόμεθα"16Β.

            Όπως ο ίδιος ο Ιωσήφ αναφέρει στο έργο του «Βίος και πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου…» για ένα χρονικό διάστημα, μάλλον προς το τέλος της ζωής του, διατέλεσε ηγούμενος σε μοναστήρι που όμως δεν κατονομάζει.17 Μέχρι όμως του θανάτου του δεν έπαψε να αγωνίζεται ακούραστα στο πλευρό του Αγίου Γρηγορίου και εναντίον των αιρετικών Βαρλααμιτών, τους οποίους χαρακτήριζε αμετανόητους και εχθρικούς "προς Θεόν και προς τας αυτού αϊδίους ενεργείας"17Α.

            Ο χρόνος της κοιμήσεως του Ιωσήφ Καλοθέτου είναι άγνωστος, σύμφωνα όμως με τον καθηγητή Δημήτριο Τσάμη πρέπει να τοποθετηθεί μετά τον χειμώνα του 1355 – 1356.18

            Κατακλείοντας τα βιογραφικά του στοιχεία πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Ιωσήφ όχι απλά εκτιμούσε και σεβόταν τον θεολόγο του ακτίστου φωτός Άγιο Γρηγόριο, αλλά και αντιλαμβανόταν την αγιότητα της Πατερικής αυτής μορφής. Αυθόρμητα λοιπόν και χωρίς καμιά ιδιοτέλεια σε κείμενά του κάνει αναφορές στο πρόσωπο του Παλαμά, όπως οι ακόλουθες: «Παλαμάς, ο τα πάντα θαυμαστός ανήρ και γενναίος της αληθείας υπέρμαχος» 19, «Θεόθεν εξ Όρους αγίου επέμφθη, ανήρ πλήρης σοφίας και γνώσεως».20 Παράλληλα όμως και ο Άγιος Γρηγόριος αγαπούσε τον μοναχό Ιωσήφ και τον ονόμαζε: «(ο) τα πάντα καλός καγαθός…και θεοφιλής και…προσφιλής Ιωσήφ».21

            Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΚΑΛΟΘΕΤΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ

            Όπως τονίζει στον Δεύτερο Αντιρρητικό του Λόγο ο Ιωσήφ ο Καλόθετος, όταν πρέπει ν’ αγωνισθούμε για να υπερασπισθούμε την αλήθεια της πίστεως, δεν έχουν θέση οι δικαιολογίες και η απροθυμία. Ιδίως όταν αναλογισθεί ο Χριστιανός ότι η κακοδοξία της αιρέσεως, αν δεν βρει αντίσταση και δεν αναχαιτισθεί τότε θα συνεχίσει απρόσκοπτα να δηλητηριάζει με τις ψευδοδιδασκαλίες της και να οδηγεί ψυχές ανθρώπων στον πνευματικό θάνατο.

            Ο μοναχός Ιωσήφ όχι μόνο συμβούλευε προφορικώς και γραπτώς τους άλλους Χριστιανούς τα παραπάνω, αλλά ο ίδιος πρώτος τα εφάρμοζε. Όταν ξέσπασε η λαίλαπα του Βαρλααμισμού, αμέσως βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των υπερασπιστών της Ορθοδοξίας συμπαραστεκόμενος στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Θα μπορούσε να είχε σιγήσει, να είχε αποφύγει κάθε ανάμειξη και να προσποιείται ότι δεν κατανοούσε τις ολέθριες σωτηριολογικές συνέπειες που θα προκαλούσαν οι καινοτόμες – αιρετικές διδασκαλίες του Βαρλαάμ και των διαδόχων του. Η συνείδησή του όμως δεν του επέτρεπε να εθελοτυφλεί και να σιωπήσει και στην πράξη να εξισωθεί με τους άθεους και τους αιρετικούς. Γιατί, όπως έλεγε και ο ομόψυχός του Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Πρώτο είδος αθεΐας είναι η άρνηση της υπάρξεως του Θεού, δεύτερο είδος αθεΐας είναι η αίρεση που καταστρέφει την αλήθεια περί του Ιησού Χριστού και το τρίτο, η έλλειψη αγωνιστικού φρονήματος και η σιωπή για την πίστη που συντελεί στο να επικρατήσουν τα δύο άλλα είδη αθεΐας.22 Επέλεξε λοιπόν ο Ιωσήφ να υπεραμυνθεί της σώζουσας αλήθειας της Εκκλησίας και να κακοπάθει, να λοιδορηθεί, να βρεθεί σε κάθε είδος κινδύνου, να πέσει στη δυσμένεια ισχυρών προσώπων, όπως του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου Καλέκα, ακόμα και να αφορισθεί το 1344. Καμιά όμως θυσία μας δεν είναι αντάξια της αγάπης του Χριστού. Όπως γράφει στους Αντιρρητικούς του Λόγους: «Όταν η ευσέβεια κινδυνεύει από την αίρεση, οι μοναχοί πρέπει να εγκαταλείπουν την αγαπητή σ’ αυτούς σιωπή και ησυχία και να αγωνίζονται με όσες δυνάμεις διαθέτουν για να υπερασπισθούν την Ορθόδοξη πίστη». Ακόμα και σε κάποια σημεία μέσα στα κείμενά του αντανακλάται η σφοδρή επιθυμία του ως γνήσιος Ησυχαστής να επανέλθει κάποτε στα αγιασμένα ερημητήρια και τους Πνευματοφόρους Γέροντες του Αγίου Όρους και να συνεχίσει εκεί απερίσπαστος ημέρα και νύχτα να γεύεται το γλυκό νέκταρ της ασκητικής ζωής.

            Ως υποκινητή των αιρεσιαρχών ο Ιωσήφ αναγνωρίζει τον διάβολο, ο οποίος δεν παύει να μισεί και να πολεμάει τη χριστιανική αλήθεια συνεχώς και με καινούριες αιρέσεις σε κάθε εποχή. «Ουδέν θαυμαστόν ουδέ ξένον, ει και νυν τα αυτού πράττει ο πονηρός δαίμων και κατά της αληθείας χωρεί και ποικίλως κατ’ αυτής εκστρατεύεται» γράφει στον πρόλογο επιστολής του προς τον Αγιορείτη μοναχό Γρηγόριο Στραβολαγγαδίτη. 23 Παλαιότερα ο πονηρός πολέμησε την Εκκλησία με τους διωγμούς Ρωμαίων αυτοκρατόρων, όπως τους «Μαξιμίνους και Λικινίους και Μάγνεντας»24 και «δι’ αυτών τη εκκλησία Χριστού επεστράτευσε και πόλεμον κατ’ αυτής άσπονδον ήγειρεν». 25 Αφού απέτυχαν οι επί τρεις αιώνες εξωτερικές διώξεις κατά της Εκκλησίας, ο αγώνας εναντίον της έγινε ακόμα πιο δόλιος. Αφού υπέταξε στο πονηρό θέλημά του και χρησιμοποιώντας ως όργανά του ανθρώπους φαινομενικά Χριστιανούς, με σφοδρότητα επιτίθεται σ’ αυτούς που ανήκουν στον Χριστό. «Ειτ’ Αρείους και Ευνομίους, Μακεδονίους, Σαβελλίους και Νεστορίους υφ’ αυτώ ποιησάμενος και οργάνοις αυτοίς ώσπερ χρησάμενος, πάσι τοις από Χριστού σφοδρώς ενέσκηψε».26

            Ένα από τα βασικότερα αίτια των αιρέσεων είναι η υπερεκτίμηση της ανθρώπινης λογικής. Συχνά οι αιρετικοί υποκαθιστούν τη θεολογία με τη φιλοσοφία και κομπάζοντας για την κοσμική τους σοφία επιχειρούν να υποτάξουν τις δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας στην πεπερασμένη λογική τους. Προσθέτουν και αφαιρούν ό,τι τους υπαγορεύει το σκοτισμένο από τα πάθη και τον εγωισμό μυαλό τους. Ο Καλόθετος γράφει στην εισαγωγή του Πέμπτου Λόγου του27 ότι ο λόγιος άνθρωπος έχει τη δυνατότητα λόγω της μορφώσεως που κατέχει να διαστρέψει την αλήθεια της πίστεως. Αυτό έκανε και ο Βαρλαάμ, ο οποίος υπήρξε καλός γνώστης της ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας. Με σοφιστείες επιχείρησε να πείσει ότι η Χάρη του Θεού είναι κτιστή, δηλαδή δημιούργημα, καθώς και ότι προέχει για τον άνθρωπο η ενασχόληση με τη φιλοσοφία, αφού αυτή αρκεί για να φθάσει κάποιος στην τελείωση. Όπως παρατηρεί σχετικά ο Ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. π. Θεόδωρος Ζήσης: «Ο ουμανιστής Βαρλαάμ έριχνε το βάρος εις κτιστά μέσα, την φιλοσοφίαν και την γνώσιν, και εμείωνε τον ρόλον της Χάριτος του Αγ. Πνεύματος».28

Στον Βαρλαάμ, όπως εξάλλου και σε κάθε αιρεσιάρχη, ήταν τέτοια η εγωιστική έπαρση και η αλαζονεία, που ο Ιωσήφ ο Καλόθετος στον Έκτο Λόγο του πολύ δίκαια γράφει ότι ο Βαρλαάμ νομίζει ότι είναι κάποιος μέγας ήρωας ή ο Ερμής.29 Επίσης στον Έβδομο Λόγο του γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Τις ουκ οίδε τον εκ Καλαβρίας Θρασύμαχον (=Βαρλαάμ) τας οφρύς εκείνου, τα οιδήματα και όπως καθ’ ημών εχώρησε χειμάρρου δίκην».30

Ανέκαθεν οι αιρετικοί, αφού δεν έχουν τη στήριξη της ζωοποιού πνοής του Αγίου Πνεύματος, προσπαθούν να εξαπλώσουν και να θεμελιώσουν την κακοδιδασκαλία τους με μέσα που τους εμπνέει ο πνευματικός τους πατέρας, ο πονηρός. Τα μέσα αυτά είναι: το ψεύδος, η εξαπάτηση, οι συκοφαντίες, η βία, ο χρηματισμός, η χρήση της κοσμικής εξουσίας και άλλα παρόμοια. Ο Καλόθετος στον Τρίτο του Λόγο31 καταδικάζει τον Ακίνδυνο, ο οποίος με εωσφορικό εγωισμό θεωρεί τη νίκη του δεδομένη, επειδή έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη του Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και τη χρηματική ενίσχυση της Ευλογίας – Ειρήνης Χούμναινας.

Πάγια τακτική των αιρετικών μέχρι τις ημέρες μας είναι η παραπλάνηση των αφελών και αγνοούντων την διδασκαλία της Εκκλησίας. Στο Δεύτερο Λόγο του γράφει για τον Ακίνδυνο: «Ερχόμενος εθήρα και συνελάμβανε τη αυτού σαγήνη τους ακεραιότητι και αφελεία συζώντας και ανασκήτους περί τα δόγματα».32 Οι πονηρές προθέσεις των κακοδόξων πάντοτε συγκαλύπτονται, για να μην γίνουν αντιληπτές από τα θύματά τους και όπως γράφει ο Ιωσήφ: «υπό την δοράν κρύπτουσιν εαυτούς».33

Αξίζει να σημειωθεί ότι στον Δεύτερο Αντιρρητικό Λόγο του ο Ιωσήφ Καλόθετος χαρακτηρίζει τις διδασκαλίες του Βαρλαάμ «πανσπερμίαν…πάσης αιρέσεως».34 Στο πρόσωπο του Βαρλαάμ και των διαδόχων του «αναζή πάλιν Άρειος, Ευνόμιος, Νεστόριος, Ευτυχής, Διόσκορος, Σευήρος, ‘‘η πολυκέφαλος ύδρα’’». 35 Οι αιρετικές διδασκαλίες, όπως ο Βαρλααμισμός, αφού έχουν κοινά τα γενεσιουργά τους αίτια, είναι αναμενόμενο και οι κακοδοξίες που πρεσβεύουν να έχουν κατά το μάλλον ή ήττον επηρεασθεί από προϋπάρχουσες αιρέσεις. Από τις ψευδοδιδασκαλίες αυτών αντλούν υλικό για να οικοδομήσουν τη δική τους διδασκαλία είτε το αποδέχονται ανοικτά είτε και το αρνούνται. Γι’ αυτό εντελώς δικαιολογημένα και χωρίς καμιά υπερβολή ο Καλόθετος στον Τέταρτο Λόγο του προσάπτει στον Ακίνδυνο τους ακόλουθους χαρακτηρισμούς: «επίλογος πασών αιρέσεων», «άρειον στόμα», «επιγλωττίς Μακεδονίου» και «Ευνομίου γλώττα».36 Επίσης στον Πρώτο Λόγο του γράφει ότι ο Ακίνδυνος είναι γνήσιος συνεχιστής του Βαρλαάμ «αναζή πάλιν εν σοι ο Βαρλαάμ».37 Ο Ιωσήφ και εδώ ακολουθεί πιστά τη θεολογία του Παλαμά. Όπως αναφέρει ο Ομότιμος καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «στις απόψεις του Βαρλαάμ είδε πολύ σωστά ανανέωση των θεολογικών αιρέσεων του 4ου αιώνος, του Ευνομίου, του Αρείου, του Μακεδονίου, οι οποίοι με το να δέχονται ως κτίσματα τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα στερούσαν τη δυνατότητα θεώσεως. Γιατί πράγματι πώς μπορούσαν να θεώσουν τον άνθρωπο, αν ήσαν κτίσματα, αφού και αυτά θα είχαν ανάγκη θεώσεως…».38

Ο αιρετικός άνθρωπος χάνει τη Χάρη του Θεού και αποκόπτει ο ίδιος τον εαυτό του από την «άμπελο την αληθινή» της Εκκλησίας, οδηγούμενος στην απώλεια. Ο Καλόθετος στον Πρώτο Λόγο του αναφερόμενος στον Ακίνδυνο παρομοιάζει την πτώση του στην αίρεση με αποκόλληση από τον Θεό, σαν τον βράχο που ξεκολλάει από το βουνό και κατρακυλάει σε χιλιάδες γκρεμούς: «Ούτως αθλίως απορραγείς του Θεού εις μυρίους κρημνούς εξωλίσθησας».39

Η μετάνοια του αιρετικού και η πλήρης απάρνηση των πλανεμένων δοξασιών του αποτελούν βασικές προϋποθέσεις της παροχής συγχώρησης και της επανένταξής του στην Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Το γιατί, τεκμηριώνεται με βάση την Αγία Γραφή και την Πατερική θεολογία από τον Ιωσήφ στο Δεύτερο Λόγο του ως εξής: «το Ιερό Ευαγγέλιο συμβουλεύει…να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των αμαρτωλών ανθρώπων, αλλά αφού αυτοί πρώτα μετανοήσουν…Γιατί αυτός που παρέχει συγνώμη στον αμετανόητο, γίνεται ο ίδιος ανάξιος συγχωρήσεως…και αυτός που επιπόλαια παρέχει τη συγνώμη…διπλά αμαρτάνει, γιατί συγχωρεί αυτόν που δεν έχει εγκαταλείψει την ύβρη της αιρέσεως…και γιατί κάνει τον εαυτό του πιο φιλάνθρωπο από τον Θεό».40 Όσο ο αιρετικός, όπως ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, παραμένει «αμεταμέλητος» πρέπει να θεωρείται «εχθρός της αληθείας» και «εχθρός του Θεού», και καμιά απολύτως σχέση και Εκκλησιαστική κοινωνία δεν μπορεί να έχουμε με αυτόν.

       Για τον Ιωσήφ ήταν αδιανόητο χάριν της προσωπικής φιλίας που είχε με τον Ακίνδυνο να παραβλέψει την αίρεση που αυτός πρέσβευε και να νοθεύσει, έστω και κατ’ ελλάχιστον, την καθαρότητα της Ορθοδόξου διδασκαλίας. Ούτε αδιαφορία, ούτε σιωπή, ούτε ανοχή, ούτε ανάμιξη των αμίκτων, δηλαδή αληθείας και ψεύδους, επιτρέπεται. Ο Ιωσήφ «επόμενος τοις Αγίοις Πατράσιν» ακολουθούσε τις δικές τους πνευματικές συμβουλές. Συμβουλές, όπως αυτή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε».41     

            Για κάποιους ιστορικούς, αλλά και «θεολόγους», που αντιλαμβάνονται τη ζωή με μόνο κριτήριο τον υλισμό είναι αδύνατο να κατανοηθούν και να δικαιολογηθούν συμπεριφορές όπως αυτή του μοναχού Ιωσήφ. Δεν μπορεί να χωρέσει στην «τετράγωνη» λογική τους ο Αγιοπνευματικός λόγος που είπε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «ου συγχωρεί συγκατάβασις εις τα της Ορθοδόξου πίστεως». Αναρωτιούνται λοιπόν τί άραγε θα πείραζε αυτούς «τους φανατικούς» να δεχθούν  να αλλάξουν κάποια σημεία της διδασκαλίας της Εκκλησίας; Τι μπορεί να πειράζει η αλλαγή μερικών λέξεων; Όμως εδώ βρίσκεται η χαώδης διαφορά. Για την  Εκκλησία τα δόγματα δεν αποτελούν ένα σύνολο εγκεφαλικών δημιουργημάτων του ανθρώπου που μεταβάλλονται, τροποποιούνται, ξεπερνιούνται ή παζαρεύονται. Αποτελούν πηγή ζωής, μονοπάτι που οδηγεί με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος στην αιώνια ζωή, τρόπο ζωής. Αλλαγή της διδασκαλίας της Εκκλησίας σημαίνει νόθευση της αλήθειας που μας αποκάλυψε ο Θεός. Το δόγμα είναι το σύνορο που χωρίζει την περιοχή της αλήθειας από το ψέμα – αίρεση. Παραποίηση του δόγματος σημαίνει αδυναμία του ανθρώπου να εγκολπωθεί τη σωτηρία, αφού η αίρεση αυτομάτως τον αποβάλλει από το ζωοπάροχο Σώμα του Χριστού, δηλαδή την Εκκλησία. Δυστυχώς ακόμα και σήμερα στους θεολογικούς διαλόγους που γίνονται μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των άλλων δογμάτων, συχνά παρακάμπτεται η θεολογία και δίνεται προτεραιότητα στην λεγόμενη «αγάπη». Ξεχνάμε όμως ότι η αληθινή αγάπη δεν μπορεί να ξεχωρίζει από την αλήθεια.

            Όλοι όσοι αγωνίζονται κατά των αιρέσεων δεν έχουν εγωιστικά κίνητρα, ούτε υπάρχει προσωπικό μίσος, ούτε φυσικά στερούνται αγάπης και ελέους για τους πλανεμένους Χριστιανούς. Αλλά επιθυμούν να τους βοηθήσουν να ανανήψουν από το πνευματικό κώμα που τους έχει οδηγήσει η παραχάραξη της αλήθειας, ώστε να μην χάσουν και οι ίδιοι, αλλά και αυτοί που θα παρασύρουν στα δίχτυα της αιρέσεώς τους, τη δυνατότητα σωτηρίας τους. Το ίδιο και ο Ιωσήφ, παρά το ότι επί έτη αφιερώθηκε σε αμείλικτο αγώνα ενάντια «τω κακοδαίμονι Ακινδύνω», ποτέ δεν έπαψε να προσεύχεται, να ελπίζει ότι κάποτε θα συνέλθει και να περιμένει τη μετάνοιά του.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΚΑΛΟΘΕΤΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΤΩΝ ΗΣΥΧΑΣΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ

            Με προεξάρχοντα τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά όλοι οι ησυχαστές θεολόγοι του 14ου αιώνα, όπως ο Άγιος Φιλόθεος Κόκκινος, ο Δαβίδ Δισύπατος, ο Νείλος και ο Νικόλαος Καβάσιλας, ο Ιωσήφ Καλόθετος κ.ά. υπήρξαν αυθεντικοί φορείς και γνήσιοι εκφραστές της Αποστολικής και Πατερικής Παραδόσεως. Με υποδειγματική συνέπεια, ακατάβλητο θάρρος, αξιοθαύμαστη αξιοπρέπεια και φωτιζόμενοι από το Άγιο Πνεύμα υπερασπίστηκαν την Εκκλησία από τον κίνδυνο του Βαρλααμισμού και καταδίκασαν τις αιρετικές παρεκκλίσεις των Ρωμαιοκαθολικών. Για την προσφορά τους αυτή τιμήθηκαν από την Ορθοδοξία, όμως οι Δυτικοί ποτέ δεν τους συγχώρησαν και ποτέ δε λησμόνησαν πόσο καίρια ήταν η συμβολή τους στην επικράτηση της αλήθειας της πίστεως έναντι της αιρέσεως. Δεν έπαψαν από τότε να τους επιρρίπτουν την «λάσπη» της κατηγορίας περί αιρέσεως, να τους συκοφαντούν, να τους λοιδορούν, να τους μειώνουν ως θεολόγους και συγγραφείς και με κάθε τρόπο να προσπαθούν να τους θέσουν στο περιθώριο και να τους βυθίσουν στη λήθη.

            Εδώ θα αναφερθούμε σε μια επιστολή του Ρωμαιοκαθολικού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Louis Petit, με πληροφορίες για τον Ιωσήφ Καλόθετο, προς την Αιμιλία Σάρου – Ζολώτα. Οι πληροφορίες αυτές στάλθηκαν προκειμένου να συμπεριληφθούν στην «Ιστορία της Χίου» του πατέρα της Σάρου, Γεωργίου Ζολώτα, και μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής: «Ιωσήφ Καλοθέτης μοναχός καταγόμενος εκ Χίου, ζήσας περί τα μέσα του ΙΔ΄ αιώνος, ότ’ εμαίνετο η ησυχαστική έρις, εις την οποίαν έλαβεν ενεργόν μέρος παρά το πλευρόν Γρηγορίου του Παλαμά, του οποίου υπερήσπισε το δόγμα μεθ’ ορμής αξίας καλυτέρου θέματος».42

            Αξιοπρόσεκτα εδώ είναι τα εξής: α) Δεν ονομάζει Άγιο τον Γρηγόριο τον Παλαμά, καθώς για τους Λατίνους όχι μόνο δεν είναι Άγιος, αλλά θεωρείται μέγας αιρετικός και γι’ αυτό μιλάει για «δόγμα του» σαν να επρόκειτο για προσωπικής εμπνεύσεως διδασκαλία του Παλαμά. β) Εμμέσως πλην σαφώς απαξιώνει και τον Ιωσήφ και τον Άγιο Γρηγόριο και τους ιερούς αγώνες τους υπέρ του Ησυχασμού και της Ορθοδοξίας γράφοντας «μεθ’ ορμής αξίας καλυτέρου θέματος». Αν η επιστολή δεν απευθυνόταν προς Ορθοδόξους θα έγραφε ξεκάθαρα ότι για τους Ρωμαιοκαθολικούς η θεολογία του Παλαμά και των συναγωνιστών του είναι αίρεση.  

ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΚΑΛΟΘΕΤΟΥ

Ο Ιωσήφ Καλόθετος συνέγραψε εννέα Αντιρρητικούς Λόγους. Οι έξι πρώτοι ανασκευάζουν με επιτυχία τη διδασκαλία του Βαρλαάμ και του Γρηγορίου Ακινδύνου. Με τον Έβδομο αντιτίθεται στις κατά του Παλαμά απόψεις που διατύπωσε ο Μιχαήλ Γαβράς. Με τον Όγδοο επικρίνει τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα για τη στάση του υπέρ των Βαρλααμιτών. Και τέλος με τον Ένατο ανασκευάζει τη διδασκαλία του Νικηφόρου Γρηγορά. Σχετικές με τον αγώνα υπέρ του Ησυχασμού είναι και πέντε επιστολές του που διασώθηκαν. Άλλες δύο επιστολές του έχουν ως θέμα την ερμηνεία χωρίων της Αγίας Γραφής. Επίσης έγραψε ένα εγκώμιο στον Άγιο Ανδρέα Κρήτης, τον βίο του Αγίου Αθανασίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως και τον βίο του Οσίου Γρηγορίου.

            Καθόσον είναι ανύπαρκτες οι πληροφορίες για τη ζωή του Ιωσήφ ως λαϊκού, δεν γνωρίζουμε τίποτε για τις σπουδές και τους διδασκάλους του. Όμως από τα διασωθέντα έργα του γίνεται φανερό ότι πρέπει να είχε τύχει ιδιαιτέρως επιμελημένης μορφώσεως, την οποία πρέπει να συμπλήρωσε και να επαύξησε σημαντικά κατά τη διάρκεια της μοναχικής του βιωτής τόσο κοντά σε άλλους λογίους μοναχούς, όπως τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και εντρυφώντας στις και τότε πλούσιες βιβλιοθήκες τόσο του Αγίου Όρους όσο και αλλού.

Η πληθώρα των παραπομπών από την Αγία Γραφή που υπάρχουν στα κείμενά του καθιστά τον Ιωσήφ άριστο γνώστη των βιβλίων τόσο της Παλαιάς Διαθήκης όσο και της Καινής Διαθήκης. Ιδιαίτερα αυτό φαίνεται στην Έκτη και Έβδομη Επιστολή του, οι οποίες έχουν ως θέμα την ερμηνεία των χωρίων Γεν.2,2 – 3 και Μτθ.18,7. Αλλά και οι θεολογικές του γνώσεις ήταν υψηλού επιπέδου. Μέσα στα έργα του μοναχού Ιωσήφ είναι συχνές οι παραθέσεις από κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας με τις οποίες θεμελιώνει τα γραφόμενά του. Συχνά ερμηνεύει Ορθόδοξα, αποσπάσματα από έργα Πατέρων, τα οποία διέστρεψαν οι αιρετικοί προκειμένου να δικαιολογήσουν τις πλάνες τους. Αλλά και αρκετές φορές ο λόγος του είναι φανερό ότι αποτελεί καρπό της μελέτης των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά ονόματα Πατέρων, από αυτά που μπορούμε να συναντήσουμε μέσα στο έργο του, για να γίνει κατανοητός ο βαθμός στον οποίο ήταν κάτοχος της Πατερικής Γραμματείας: Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Άγιος Ειρηναίος Λυώνος, Άγιος Επιφάνιος Κωνσταντίας, Άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Μέγας Αθανάσιος, Μέγας Βασίλειος, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος,  Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας,  Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κ.ά. Αλλά και έργα εκκλησιαστικών συγγραφέων είχε μελετήσει, όπως του Ωριγένη και του Τερτυλλιανού, καθώς και ιστορικών, όπως της Άννας Κομνηνής.

Οι γνώσεις του όμως δεν περιορίζονταν μόνο στη θεολογία, αλλά ήταν κάτοχος και της θύραθεν παιδείας. Σίγουρα είχε μελετήσει αρκετά χειρόγραφα που διέσωζαν την κοσμική σοφία των αρχαίων μας προγόνων και ήταν γνώστης των έργων του Ομήρου, Ηροδότου, Θουκυδίδη, Πλάτωνος, Σοφοκλή, Αισχύλου και άλλων σοφών της αρχαίας Ελλάδος. 43

Ο ίδιος όμως ο Ιωσήφ όχι μόνο δεν προβάλει τις θεολογικές και τις θύραθεν γνώσεις του, αλλά με την ταπείνωση που πρέπει να διακρίνει κάθε Χριστιανό και ιδίως ένα μοναχό γράφει στον Τρίτο Λόγο του ότι είναι «ανάσκητος περί λόγους».44 Αναλαμβάνει τη συγγραφή όλων αυτών των έργων όχι για την προσωπική του προβολή, αλλά για να θωρακίσει τους υγιαίνοντας προς την πίστη και να θεραπεύσει όσους έχουν τρωθεί από τα «βέλη» της αιρέσεως των Βαρλααμιτών.

            Ως κοντινός συνεργάτης του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και γνωρίζοντας ο ίδιος τα περισσότερα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και ζώντας τα σχετικά γεγονότα από πολύ κοντά, αφού και ο ίδιος συμμετείχε σ’ αυτά, έχουν μεγάλη αξία οι ιστορικές πληροφορίες που μας παραθέτει με αφθονία στους Αντιρρητικούς του Λόγους και στις επιστολές του και αποτελούν σημαντική πηγή για την ιστορία του Ησυχασμού.

            Το όνομα του Ιωσήφ Καλοθέτου με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να λησμονείται από τους περισσότερους. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η καταστροφή των χειρογράφων κωδίκων που περιείχαν τα έργα του από τη φυσική φθορά του χρόνου και τις ιστορικές περιπέτειες του Ελληνικού Έθνους. Εξαίρεση αποτέλεσαν εκείνα τα Ορθόδοξα μοναστήρια στο Άγιον Όρος, στη Σάμο, στα Καλάβρυτα, στα οποία μπόρεσαν να διασωθούν χειρόγραφα με έργα του Ιωσήφ, όπου οι μοναχοί συνέχιζαν να τα αντιγράφουν μέχρι τον 19ο αιώνα,45 να τα μελετούν με ζήλο και να μνημονεύουν του ονόματός του. Αυτό τεκμηριώνεται ιστορικά από τα ακόλουθα δύο γεγονότα: Ο Αγιορείτης μοναχός Αγάπιος Λάνδος τον 17ο αιώνα απέδωσε στην τότε καθομιλουμένη μορφή της ελληνικής γλώσσας το έργο του Καλοθέτου «Βίος και Πολιτεία του εν Αγίοις Πατρός ημών Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Αθανασίου» και το συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Νέος Παράδεισος». Επίσης ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο έργο του «Κήπος Χαρίτων, ήτοι ερμηνεία γλαφυρά εις τας Θ΄ ωδάς της Στιχολογίας» έχει την εξής αναφορά στο πρόσωπό του: «Ιωσήφ ο Καλοθέτης…έχει και βίβλον ιδίαν, σωζομένην εν τη Ιερά Βασιλική Μονή του Παντοκράτορος» 46 και παραθέτει σύντομο απόσπασμα από τα έργα του.

            Στη Δύση όμως το όνομα του Καλοθέτου περιήλθε σε πλήρη αφάνεια. Απόδειξη αυτού αποτελεί η αναφορά του Άλμπερτ Έρχαρτ 47, ο οποίος απαριθμώντας τους συνεργάτες του Παλαμά αναφέρει «τινα Ιωσήφ Καλοθέτην» 48 τον οποίο χαρακτηρίζει ως τελείως άγνωστο σ’ αυτόν πλην της αναφοράς του ονόματός του σε έργο του Νικοδήμου του Ναξίου, δηλαδή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Επίσης χαρακτηριστικό της λήθης του Καλοθέτου είναι και το προαναφερθέν κείμενο του Ρωμαιοκαθολικού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Louis Petit, όπου δίνεται ένας κατάλογος των τότε (δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα) ανέκδοτων έργων του Ιωσήφ μεταξύ των οποίων αναφέρεται ότι έγραψε και το «Εγκώμιον του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού»49 αντί του ορθού «Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου του εν τω κόλπω της Νικομηδείας ασκήσαντος».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

            Περατώνοντας το κείμενο αυτό θέλω να πιστεύω ότι ο αναγνώστης θα συμφωνήσει ότι ο υπότιτλος που θέσαμε στην αρχή του: «Ο άξιος συνεργάτης του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά» αποτελεί δίκαιο τίτλο τιμής για τον μοναχό και θεολόγο Ιωσήφ Καλόθετο, αυτόν τον άξιο «οπλίτη» του Χριστού και υπερασπιστή της Ορθοδοξίας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Γ. Ζολώτα, «Ιστορία της Χίου», Χίος 1921, τ.Α2 σελ.334.

2. Αρχιμανδρίτη Ιωάννη Ανδρεάδη, «Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας», Χίος 1997, τ.Α΄ σελ.167.

3. Γ. Ζολώτα, ενθ’ ανωτ., τ. Γ1 σελ.373.

4. Νίκου Βέη, «Ιωσήφ Καλοθέτης και αναγραφή έργων αυτού», ΒΖ15 (1908) σελ. 86.

5. Νικολάου Φορόπουλου, «Ιωσήφ ο Καλόθετος» στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ.7 στ.116

6. Δ. Τσάμη, «Ιωσήφ Καλοθέτου, Συγγράμματα», Θεσ/νίκη 1980. Αυτό αναφέρεται στον Πρόλογο, αλλά στη σελ.21 υποσημ. 2 γράφει ότι: «Οι Καλόθετοι ήλθον εις Χίον εκ της  Μ. Ασίας».

7. Να σημειωθεί εδώ ότι την Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, που ήταν επίσης στη Βέροια, επέλεξε ως  χώρο ασκήσεώς του ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αφού εγκατέλειψε το Άγιο Όρος το 1326 λόγω τουρκικών επιδρομών.

8. Αλεξάνδρου Λαυριώτου, «Περί της χιακής οικογενείας Καλοθέτου», Νεολόγος (14-3- 1893) σελ.401 – 403 και Γ. Ζολώτα, ενθ’ ανωτ., τ. Α2 σελ.373 – 376.

9. «Βίος και Πολιτεία του εν Αγίοις Πατρός ημών Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Αθανασίου», 5,149.

10. Μτθ.10,37

11. Κατά μία άλλη εκδοχή η πρώτη γνωριμία τους μπορεί να έγινε όταν ο Παλαμάς βρισκόταν στη Βέροια.

12. Περισσότερα για τον βίο και την θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά βλπ  Παναγιώτου Κ. Χρήστου,  «Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς» στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ.4 στ.775 – 794

13. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 6,4.

14. Θεοδώρου Ζήση, «Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης», Θεσ/νίκη 1989, σελ.76-78 και 82-83.

15. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 2,14 στιχ.282.

16. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 2,3 στιχ.37 – 39.

16Α. PG 150,891.

16B. Ιωάννου Καρμίρη, "Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας", σελ. 374.

17. Ιωσήφ Καλοθέτου, Βίος Οσίου Γρηγορίου, 1στιχ.27 – 30.

17Α. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 2,37.

18. Δ. Τσάμη, ενθ’ ανωτ., σελ.26.

19. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 1,5 στιχ.139 – 140.

20. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 2,13 στιχ.279 – 280.

21. Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, επιμ. Π. Χρήστου, Επιστολή Α΄ προς Ακίνδυνον, 14, τομ. Α΄ σ.218 – 219.

22. Στέργιου Σάκκου, «Αθεΐα, η σιωπή δια την πίστιν» στον Ορθόδοξο Τύπο, 1-4-2011, σελ. 3 – 4.

23. Ιωσήφ Καλοθέτου, Επιστολή προς Γρηγόριον Στραβολαγγαδίτην, 1, στιχ.1 – 3.

24. Ιωσήφ Καλοθέτου, Επιστολή προς Γρηγόριον Στραβολαγγαδίτην, 1, στιχ.7.

25. Ιωσήφ Καλοθέτου, Επιστολή προς Γρηγόριον Στραβολαγγαδίτην, 1, στιχ.7 – 8.

26. Ιωσήφ Καλοθέτου, Επιστολή προς Γρηγόριον Στραβολαγγαδίτην, 1, στιχ.14.

27. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 5,1.

28. Θεοδώρου Ζήση, ενθ’ ανωτ., σελ.144.

29. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 6,2 στιχ.25 – 35.

30. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 7,13 στιχ.34 – 36.

31. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 3 στιχ.51 – 67.

32. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 2,14 στιχ.282.

33. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 2,13 στιχ.278.

34. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 2,3 στιχ.38.

35. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 2,13 στιχ.269.

36. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 4 στιχ.675 – 677.

37. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 1 στιχ.137.

38. Θεοδώρου Ζήση, ενθ’ ανωτ., σελ.98.

39. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 1 στιχ.135.

40. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 2 στιχ.826 – 835.

41. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ερμηνεία της προς Φιλιππησίους, P.G.62,191

42. Γ. Ζολώτα, ενθ’ ανωτ., τ. Γ1 σελ.373.

43. Οι Ορθόδοξοι μοναχοί διαφύλαξαν την αρχαία Ελληνική γραμματεία και όχι μόνο αντέγραψαν τα κείμενα αυτά για να τα διαιωνίσουν, αλλά και οι πιο λόγιοι από αυτούς τα μελετούσαν.

44. Ιωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 3,1 στιχ.8.

45. Από τους μέχρι σήμερα γνωστούς τέσσερις κώδικες που περιέχουν έργα του Ιωσήφ Καλοθέτου, ο ένας μόνο είναι του 14ου αιώνα, δηλαδή σύγχρονος ή και λίγο μεταγενέστερος της εποχής του θεολόγου αυτού μοναχού. Οι άλλοι έχουν προέλθει από αντιγραφή παλαιοτέρων κωδίκων.

46. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, «Κήπος Χαρίτων, ήτοι ερμηνεία γλαφυρά εις τας Θ΄ ωδάς της Στιχολογίας», Ενετία 1819, σελ.222. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τον αναφέρει λανθασμένα «Ιωσήφ ο Καλοθέτης» αντί του ορθού Καλόθετος.

47. Albert Ehrhard συνεργάτης στο απόσπασμα για τη θεολογία στο έργο του K.  Krumbacher «Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας».

48. Τον αναφέρει Καλοθέτη, όπως και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης απ’ τον οποίο αντλεί και την πληροφορία.

49. Γ. Ζολώτα, ενθ’ ανωτ., τ. Γ1 σελ.374.

Πηγή