Ὁ Κύριός μας συνέδεσε ἀναπόσπαστα τή συγχώρεσὴ μας ἀπό τόν Θεό, μέ τή συγχώρεση πού ὀφείλουμε νά δίνουμε στούς ἀνθρώπους πού μᾶς ἔβλαψαν. (Κυριακή προσευχή, Ματθ. στ΄, 12 καί ἡ παραβολή τῶν δύο ὀφειλετῶν, Ματθ. κη΄, 21-35).
Στήν πραγματικότητα καί στίς περισσότερες περιπτώσεις, τά ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ζητᾶμε τή συγγνώμη τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ ἀδικίες πού κάναμε στούς ἄλλους. Ἑπομένως, ὀφείλουμε νά ζητᾶμε συγχώρεση, ὄχι μόνο ἀπό τόν Θεό ἀλλά κι ἀπό κείνους, πού πληγώθηκαν ἀπ᾽ αὐτά τά ἁμαρτήματα: ἀλλιῶς ὁ Θεός δέν μᾶς συγχωρεῖ (Ματθ. ε΄, 23-26). Πίσω ἀπό τούς ἀνθρώπους στούς ὁποίους κάναμε κακό, βρίσκουμε τόν Θεό, κι ὅταν ἁμαρτήσουμε στόν Θεό, πάντοτε πίσω Του βλέπουμε τούς ἀνθρώπους.
Περιφρονώντας τόν Θεό, θραύουμε ἕνα ἠθικό ἐλατήριο στούς ἄλλους, δίνοντάς τους ἕνα κακό παράδειγμα. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν συμπεριφέρεται μέ λεπτότητα πρός τόν Θεό, δέν τήν ἔχει οὔτε πρός τούς ἀνθρώπους καί συμβάλλει στό νά μεγαλώνη ἡ ἀναισθησία τους ἀπέναντι στόν Θεό.
Ἐπίσης, ὁ Θεός θέτει ὑπό ὅρους τή συγχώρεση πού δίνει γιά τά ἁμαρτήματα πρός τό πρόσωπό Του, ἀνάλογα μέ τό ἄν ζητᾶμε συγγνώμη ἀπό τούς ὁμοίους μας.
Ἀλλά, ἄν γιά νά πάρουμε τή συγγνώμη τοῦ Θεοῦ ἔχουμε ἀνάγκη τή συγχώρηση τῶν ἄλλων, κι ἐκεῖνοι ἔχουν ἀνάγκη τή δική μας συγγνώμη, γιά νά συγχωρεθοῦν ἀπό τόν Θεό.
Ἄρα γιά νά πάρουμε συγχώρεση ἀπό τόν Θεό, πρέπει συνάμα νά συγχωρέσουμε καί τούς ἄλλους πού μᾶς πρόσβαλαν καί νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό κείνους πού ἀδικήσαμε. Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο εἶναι πολύ δύσκολα. Μᾶς εἶναι εὐκολώτερο νά ζητᾶμε συγγνώμη ἀπό τόν Θεό, γιατί κατά κάποιο τρόπο μᾶς τό ἐπιβάλλει τό μεγαλεῖο του καί χωρίς θεωρητική δυσκολία ἀναγνωρίζουμε τήν ἐξάρτησή μας ἀπ᾽ Αὐτόν ‒ δέν μιλῶ γιά τούς ἄπιστους ἀλλά γιά τούς πιστούς. Ἀντίθετα, εἶναι πολύ δύσκολο, ἀκόμα καί γιά τούς πιστούς, νά ἀποφύγουμε νά περιφρονήσουμε τούς ἀνθρώπους πού δέν μᾶς ἐπιβάλλονται μέ τό ὁρατό μεγαλεῖο τους.
Ἀκόμη, ἀνάμεσα στή συγχώρεση πού ὀφείλουμε νά δώσουμε στούς ἄλλους καί στήν ἀνάγκη νά ζητήσουμε συγχώρεση, ἡ δεύτερη στάση εἶναι ἡ δυσκολώτερη. Ὅταν μᾶς ζητᾶνε συγνώμη οἱ ἄλλοι, φαίνονται νά μπαίνουν σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο κατώτερο, κι αὐτό ἀγγίζει τήν καρδιά μας, γιατί κολακεύει τήν ὑπερηφάνειά μας. Ὅταν ζητᾶμε συγγνώμη γιά τούς ἑαυτούς μας, ὑπονοεῖται ὅτι κατεβαίνουμε ἀπό τό βάθρο τῆς φαινομενικῆς μας ἀνωτερότητας, ὅτι ἀναγνωρίζουμε τήν ἐξάρτησή μας ἀπό τούς ἄλλους.
Ἡ ἴδια ἀλαζονεία κρύβεται κάτω ἀπό τήν ἄρνησή μας νά συγχωρέσουμε καί τή δυσκολία μας νά ζητήσουμε συγγνώμη. Ἀλλά ὅταν συγχωροῦμε, δέν ἀρνούμεθα ἀναγκαστικά ὅλη τήν ὑπερηφάνειά μας, ἐνῶ ἄν προχωρήσουμε παραπέρα, ἄν ζητήσουμε συγγνώμη, ἔχουμε καταρρίψει τό τελευταῖο ὑπόλοιπο τῆς ὑπερηφάνειάς μας. Μόνο σ᾽ αὐτή τήν περίπτωση, ἡ καρδιά μας κινεῖται μέ εἰλικρίνεια καί καθαρότητα, χωρίς κανένα ἀμφίβολο κίνητρο.
Ἡ ἄρνηση τῆς συγχωρήσεως ἤ τῆς αἰτήσεως γιά συγγνώμη, κρατάει σκληρή τήν ψυχή. Τό κακό πού μᾶς ἔκανε ὁ ἄλλος, ὅταν διατηρῆται μέσα στή συνείδησή μας, εἶναι μιά ἀκαθαρσία πού παραμένει μέσα μας, μᾶς δηλητηριάζει συνέχεια κι ἐξαπλώνει τήν ἀηδιαστική ὀσμή της σ᾽ ὅλο τό εἶναι μας. Οἱ ἀναλαμπές ἤ τό σκοτάδι αὐτοῦ τοῦ δηλητηρίου ἐνοχλοῦν τά μάτια μας καί δέν μποροῦμε ν᾽ ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ὁ ἄλλος δέν μπορεῖ ν᾽ ἀγαπήση ἐμᾶς.
Μόνο ἡ εἰλικρινής συγγνώμη διαλύει μέσα στήν ψυχή μας αὐτό τό ξένο σῶμα κι ἐλευθερώνει τά μάτια μας ἀπ᾽ αὐτό τό δοκάρι. Μόνο τότε μπορεῖ νά μᾶς συγχωρέση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας λέει: «Μή κολληθῇς τινί τοιούτῳ, ἵνα μή σπιλωθῇς ἐκ τοῦ ἰοῦ αὐτοῦ τοῦ μεμιασμένου· περιπάτησον μετά τῶν ἀκάκων, ἵνα κοινωνός γένῃ τῆς δόξης αὐτῶν καί τῆς ἁγνείας· μή σχῇς πονηρίαν εἰς ἄνθρωπον, ἵνα μή τούς κόπους σου ἀργούς ποιήσῃς· ἅγνισόν σου τήν καρδίαν μετά πάντων, ἵνα θεωρήσῃς τήν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ ἐν σοί. Ὥσπερ γάρ ἐάν τίς κρουσθῇ ὑπό σκορπίου ὁ ἰός αὐτοῦ εἰσέρχεται εἰς ὅλον τό σῶμα αὐτοῦ καί βλάπτει τήν καρδίαν αὐτοῦ, τοιαύτη ἐστίν ἡ πρός τόν πλησίον κακία ἐν τῇ καρδίᾳ· ὁ γάρ ἰός αὐτῆς κεντεῖ τήν ψυχήν καί κινδυνεύει ἀπό τῆς πονηρίας. Ὅστις οὖν φείδεται τῶν κόπων αὐτοῦ, ἵνα μή ταχέως ἀπόλωνται, ἐκτινάσσει ἀπ᾽ αὐτοῦ τόν σκορπιόν τοῦτον, τοὐτέστιν τήν πονηρίαν καί τήν κακίαν» (Ἀββᾶ Ἡσαΐου, Λόγοι ΚΘ΄, Βόλος 1962: Λόγος στ΄, σ. 69).
Τό κακό πού κάναμε σέ κάποιον, ταράζει καί τήν ψυχή μας. Εἴμαστε ἀνήσυχοι. Τό βλέμμα μας δέν εἶναι πιά εὐθές καί καθαρό. Σέ κάθε συνάντηση μέ τόν ἄλλο εἴμαστε ἐνοχλημένοι, γιατί ὑποπτευόμαστε, πὼς μέσα στήν καρδιά του διατηρεῖ τήν ἀνάμνηση τοῦ κακοῦ πού τοῦ ἔχουμε κάνει. Ἡ ὑπερηφάνειά μου μ᾽ ἐμποδίζει νά ἔχω καθαρές σχέσεις μαζί του. Μόνο ἄν ζητήσω συγχώρεση, μπορεῖ νά ὁδηγηθοῦμε κι οἱ δυό σέ ἀνοικτές σχέσεις, ἄμεσες, ἐλεύθερες. Ἐάν μείνω στήν ὑπερηφάνειά μου, χωρίς νά ζητήσω συγγνώμη, δέν μπορῶ νά σταθῶ μπροστά στόν Θεό μέ ἀνοικτό πρόσωπο καί μέ καρδιά τρυφερή. Πίσω ἀπ᾽ αὐτό τό αἴτημα τῆς συγγνώμης, πρέπει νά ζῆ ἕνα αἴσθημα ἀληθινῆς μετάνοιας. Ἡ μετάνοια καθρεφτίζεται μέ μιά θλίψη στά μάτια, ἀλλ᾽ ὅσοι ἀποκαλύπτουν αὐτή τή θλίψη τῆς μετάνοιας, ἔχουν ἕνα βλέμμα εὐθές καί καθαρό. Μέ αὐτή τήν εὐθύτητα τῆς εἰλικρινοῦς μετάνοιας πρέπει νά ἐμφανίζομαι μπροστά στόν Θεό, γιά νά ζητήσω τή συγχώρεσή του, ἀφοῦ πρῶτα ἔχω συγχωρεθῆ ἀπό τούς ὁμοίους μου.
Τά ἁμαρτήματά μου πρός τόν Θεό εἶναι ἀναρίθμητα καί ἀτελεύτητα. Ὅλα ὅσα ἔχω, προέρχονται ἀπό τόν Θεό καί θά ἔπρεπε νά τά δωρήσω σ᾽ Ἐκεῖνον καί τούς ἄλλους. Θά ἔπρεπε, μέ τά λόγια καί τίς πράξεις μου νά Τόν ἐγκωμιάζω συνεχῶς γιά τίς εὐεργεσίες Του, ἀλλά δέν τό κάνω. Γι᾽ αὐτό, ἡ μετάνοιά μου πρέπει νά εἶναι ἀδιάκοπη καθώς καί ἡ ἀναζήτηση τῆς συγγνώμης καί τοῦ ἐλέους Του. Νά γιατί ὁ μοναχός τῆς Ἀνατολῆς ἐπικαλεῖται τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ σέ μιά ἀκατάπαυστη προσευχή. Ἔτσι κι ὁ μέγας Ἀντώνιος τήν ὥρα τοῦ θανάτου του, ζητάει κι ἄλλο καιρό, γιά νά μετανοήση. Κι ἐπειδή τ᾽ ἁμαρτήματα πρός τόν Θεό εἶναι συνάμα κι ἁμαρτήματα πρός τούς ἄλλους καί τ᾽ ἁμαρτήματα πρός τούς ἄλλους εἶναι κι αὐτά συνεχῆ, ὀφείλουμε νά τούς ζητᾶμε ἀκατάπαυστα συγγνώμη.
Παρ᾽ ὅλα αὐτά, μοῦ εἶναι δύσκολο νά πῶ ὅτι, σέ κάθε στιγμή τῶν σχέσεων μου μέ τόν ἄλλο, συμπεριφέρθηκα ἄμεμπτα ἤ ὅτι ἔκανα κάθε καλό πού θά ὄφειλα καί θά μποροῦσα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους πού συνάντησα. Ἄρα, ὅταν κάποιος μέ ἐλέγξη γιά μιά ἄσχημη στάση μου πού δέν ἀντιλήφθηκα, δέν πρέπει ν᾽ ἀπορρίψω αὐτό τόν ἔλεγχο ἀλλά ν᾽ ἀναγνωρίσω τήν ἐνοχή μου. Ἔκανα τό λάθος νά δώσω τουλάχιστον τήν ἐντύπωση, ὅτι εἶμαι ἔνοχος γι᾽ αὐτό πού μέ κατηγοροῦν. Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας λέει: «Ἐάν, ἀπό μικροψυχίας ἀποκριθῇ σοι ὁ ἀδελφός σου λόγον, βάσταξον αὐτόν μετά χαρᾶς, καί, ἐάν ἀναζητήσῃς τόν λογισμόν σου ἐν κρίματι Θεοῦ, εὑρήσεις σεαυτόν ἁμαρτήσαντα». (Ἔνθ᾽ ἀνωτ., Λόγος ε΄, σ. 62-63). Μοῦ εἶναι δύσκολο νά βεβαιώσω, ὅτι δέν συμμετέχω καθόλου στήν πρόκληση τῶν ἀναπόφευκτων καί τόσο ἐπιμόνων δυσαρεσκειῶν, πού ἀναφύονται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων κι ἀγγίζουν καί μένα. Μοῦ εἶναι δύσκολο νά βεβαιώσω, ὅτι ὅλα εἶναι καλά στή συμπεριφορά μου, τίς σκέψεις καί τά λόγια μου πρός τούς ἄλλους· ὅτι ἔδωσα στούς ἄλλους ἀρκετή προσοχή, γιά νά μή τούς ἀφήσω τήν ἐντύπωση ὅτι ἀδιαφορῶ πρός αὐτούς. Ὅλοι ἁμαρτάνουμε πρός ὅλους. Ὀφείλουμε ἀκόμη νά μετανοοῦμε γιά τή συμπεριφορά μας πρός τόν καθένα. Γι᾽ αὐτό συνιστοῦμε πάντοτε στούς ἱερεῖς νά μᾶς μνημονεύουν στήν Προσκομιδή κατά τή Θεία Λειτουργία καί ζητᾶμε ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους πού συναντᾶμε νά προσεύχονται γιά μᾶς, ὅπως ἐπίσης ἔχουμε ὑποχρέωση νά μνημονεύουμε στίς προσευχές μας αὐτούς πού γνωρίζουμε καί γενικά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅσο μποροῦμε. Μέσα στήν προσευχή μας γιά τούς ἄλλους κρύβεται ἡ συγχώρεσή μας πρός αὐτούς, μέσα στή παράκληση πού τούς ἀπευθύνουμε νά προσεύχονται γιά μᾶς, κρύβεται ἡ συγχώρησή μας ἀπ᾽ αὐτούς.
Προσευχόμαστε γιά τούς νεκρούς πού εἴχαμε γνωρίσει, κι ἔτσι τούς συγχωροῦμε καί θέλουμε νά ἐξασφαλίσουμε μετά τόν θάνατό μας τίς προσευχές αὐτῶν πού θά παραμείνουν στή ζωή καί τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, γενικά. Τούς ζητᾶμε, μ᾽ αὐτό τόν τρόπο, νά μᾶς συγχωρέσουν, ὄχι μόνο μιά φορά μετά τόν θάνατό μας ἀλλά γιά ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους. Προσευχόμαστε γιά τούς προγόνους μας, γιά κάθε νεκρό, καί συνάμα θέλουμε νά ἔχουμε κι ἐμεῖς ἕνα μέρος ἀπ᾽ αὐτή τήν προσευχή, ὅσο θά ὑπάρχη ὁ κόσμος. Ἡ ἀδιαφορία γιά τούς νεκρούς εἶναι ἐπίσης ἁμάρτημα καί πρέπει νά μᾶς ἀνησυχῆ.
Οἱ ἄμεσες ἤ ἔμμεσες σχέσεις ἀνάμεσα σ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους κουβαλᾶνε μέσα τους τίς ἀτέλειες ὅλων. Θέλουμε, τουλάχιστο μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, αὐτές οἱ σχέσεις πού διαρκοῦν ἀκόμη καί μετά τόν θάνατο νά ἔχουν μέσα τους ἀναγκαῖα τήν ἀμοιβαία ἀναζήτηση καί τήν δωρεά τῆς συγχωρήσεως, τήν προσευχή ὅλων γιά ὅλους, γιά νά συγχωρέση ὁ Θεός ὅλους.
Ἐδῶ ἐνυπάρχει μιά οὐσιαστική ἄποψη τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία συνέχεια καθαίρεται μέσα σ᾽ αὐτή τήν προσευχή ὅλων γιά ὅλους, μέσα σ᾽ αὐτή τή μετάνοια, πού πάντοτε ὅλοι προσφέρουν σ᾽ ὅλους. Ἡ καθαρότητα καί ἡ ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν μιά δυναμική ἄποψη τῆς ζωῆς της. Οἱ ἁμαρτωλοί δέν ζοῦν χωρισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία· δέν ὑπάρχουν ἀναμάρτητα μέλη τῆς Ἐκκλησίας: ὅλοι τείνουν νά καθαρθοῦν διά τῆς μετανοίας, μέ τήν ἀμοιβαία συγχώρεση πού ζητεῖται καί δίνεται, μέ τήν προσευχή ὅλων γιά ὅλους πού ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό, γιά νά λάβουμε τή συγχώρεσή Του. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά κοινωνία ἀποτελματωμένη, ἀκίνητη, ἀλλά μιά κοινωνία «ἐν κινήσει», πού ἀποτελεῖται ἀπό ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, πού ταυτόχρονα καθαίρονται μέ τήν προσευχή τῶν μέν γιά τούς δέ ‒ ὄχι γι᾽ ἁμαρτήματα ἀφηρημένα ἀλλά γιά τά ἁμαρτήματα, τίς ἀτελεῖς πράξεις καί γιά τήν ἀδιαφορία πού ἐκδηλώνεται συγκεκριμένα.
Μέσα σ᾽ αὐτή τήν ζωντανή οἰκογένεια, παρουσιάζονται κάθε στιγμή στενοχώριες ἀλλά ξεπερνιῶνται, πλένονται μέσα στή θάλασσα τῆς ἀγάπης, τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης τῶν μελῶν της. Ὅλοι ἁμαρτάνουν ἀλλά καί ὅλοι συμβάλλουν στή κάθαρση: μέ τήν αἴτηση συγγνώμης, μέ τήν προσφορά τῆς συγγνώμης τους, μέ τήν κοινή καί ἀμοιβαία γιά τή συγγνώμη προσευχή. Ἡ κατάσταση τῆς ἁμαρτίας δέν γίνεται μόνιμη. Αὐτοί πού ἔχουν ἁμαρτήσει δέν μποροῦν νά μείνουν ἀδιάφοροι, ὠθοῦνται νά ζητήσουν συγχώρεση. Ἡ συνείδησή τους, κινημένη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τούς ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτό τό αἴτημα. Μά κι ἀπό τή στιγμή πού θά ἐμφανισθῆ τό ἁμάρτημα, ἀρχίζει νά διαλύεται μέ τή μετάνοια. Διαλύεται ἀπό τά συνεχῆ κύματα τῆς συγγνώμης, τῆς προσευχῆς, τῆς ἀγάπης πού κινητοποιεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Γι᾽ αὐτό κι ὅλοι φαίνονται νά κινοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα πού τούς ἑνώνει. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό ὄργανο αὐτῆς τῆς διαπροσωπικῆς ζωῆς, πού κατευθύνεται πρός τήν καθαρότητα καί δέν συμβιβάζεται μέ τή σκληρότητα ἤ τήν ἀκαμψία τῶν σχέσεων μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἶναι τό Πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας, τῆς σχέσεως μέσα στήν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης· ἔπειτα, δέν μπορεῖ νά συμβιβαστῆ μέ τήν σκληρότητα, τήν τελματωμένη στάση τῆς δυσπιστίας ἤ τῆς ἀποστάσεως, πού προκαλοῦνται καί διατηροῦνται μέ τήν ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία οὔτε ζητάει οὔτε δίνει συγχώρεση. Ἐκεῖ πού βασιλεύουν τά πάθη, παρά τήν φαινομενική κινητικότητά τους, κυριαρχεῖ ἡ σκληρότητα, ἡ ἀκαμψία, ἡ ἔλλειψη ἐλευθερίας, πού μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νά ἐπαναφέρη, ὅταν δίνη στόν ἄνθρωπο τή δύναμη νά συγχωρῆ καί νά ζητάει συγχώρεση, νά ὑψώνεται πάνω ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του καί τά ἄλλα ἐγωϊστικά πάθη.
Αὐτή ἡ ἀμοιβαία συγχώρεση καί ἡ προσευχή ὅλων γιά ὅλους δέν ἔχουν μόνο ἀρνητική ὄψη. Ἀντιπροσωπεύουν τή θετική πνοή τῆς ἀγάπης. Ἐννοοῦμε ὅτι τό Πνεῦμα πνέει, ὅτι ὁδηγεῖ στήν ἀγάπη, στή ζωή, στήν ἐλευθερία. Ἡ ἀληθινή ἐλευθερία συνδέεται μέ τήν ἀγάπη· κι ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ τό κατ᾽ ἐξοχήν ἀγαθό, ἡ πηγή κάθε ἀγαθῆς σκέψεως, λόγου καί πράξεως. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ζωή, πού εἶναι κινητικότητα, διάθεση τοῦ ἑαυτοῦ μας στούς ἄλλους, ἐλεύθερη ἀπό κάθε στασιμότητα τῆς περηφάνειας καί τῶν ἐγωϊστικῶν παθῶν.
Μέ τήν ἀμοιβαία συγχώρεση καί προσευχή καί χάρη στό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς ἀνανεώνεται. Ἀνανεώνεται καί συσφίγγει τούς ἐσωτερικούς δεσμούς τῆς ἀγάπης ἀνάμεσα στά μέλη της. Μ᾽ ἄλλα λόγια, ἀναπλάθει τήν ἐσωτερική της ἑνότητα, τήν ἁρμονία καί τήν καθολικότητά της.
Ἡ ἀνικανότητα τῶν χριστιανικῶν ψυχῶν νά ὑποφέρουν τήν ἁμαρτία καί τό κακό πού προξενεῖται στούς ἄλλους, ἡ ἀνάγκη νά ζητοῦν καί νά δίνουν συγχώρηση, φανερώνουν μιά ἀπό τίς δυνάμεις τῆς Ἐκκλησίας γιά κάθαρση, ἀνανέωση, συνεχῆ ἀνάπλαση τῆς ἑνότητας καί τῶν ἐσωτερικῶν δεσμῶν της, γιά νά βρίσκεται σέ συμφωνία ἐν Χριστῷ. Ἔτσι φανερώνεται τό μυστήριο τῆς διατηρήσεως καί τῆς ἀέναης ἀνανεώσεώς της.