Στὴν παραμικρὴ ἀκαθαρσία τῆς καρδιᾶς, στὸ παραμικρὸ φύτρωμα τοῦ σπόρου της ἁμαρτίας, μὲ προτρέπει νὰ καθαριστῶ, νὰ διώξω τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὴν ψυχή μου. Ἀλλά, ἀλίμονο, καὶ ὁ σατανᾶς εἶναι παρών. Κάθε στιγμὴ εἶναι ἕτοιμος νὰ μὲ καταπιεῖ. Μὲ διεκδικεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Οἱ πρωτόπλαστοι, στοὺς ὁποίους ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶχε φθαρεῖ ἀκόμη ἀπό την ἁμαρτία, εἶχαν νοῦ φωτεινό, ὁ ὁποῖος χωρὶς κόπο γνώριζε ὅλα ὅσα ὑπῆρχαν γύρω του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἦταν το φῶς τῶν σκέψεών τους. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ πρώτη γνώση τους. Ἡ καρδιά τους ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὰ πλάσματά Του. Γι’ αὐτὸ ἦταν μακάριοι. Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι ζοῦσαν μὲ τὸν Θεό, ἀνέπνεαν μὲ τὸν Θεό, εὐημεροῦσαν μὲ τὸν Θεό.
Ὁ Θεὸς εἶναι σὲ κάθε στιγμὴ πιὸ κοντά μου ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο. Εἶναι πιὸ κοντὰ μου ἀπ’ ὅ,τι τὰ ροῦχα μου, ὁ ἀέρας, τὸ φῶς! Μέσα σ’ Αὐτὸν ζῶ ψυχικὰ καὶ σωματικά, μ’ Αὐτὸν ἀναπνέω, σκέφτομαι, αἰσθάνομαι, κρίνω, μιλάω, ἐνεργῶ. Πρέπει νὰ τοποθετῶ ἔτσι τὸν ἑαυτό μου, ποὺ τίποτα νὰ μὴν ἀναγκάσει τὸν Θεὸ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου, τίποτα νὰ μὴν ἐμποδίζει τὸ ἔργο Του…Όταν, ὅμως, ἁμαρτάνω ἢ ἔχω ἐμπάθεια γιὰ κάποιον, τότε βρίσκομαι μακριά Του, ὄχι τοπικὰ ἀλλὰ πνευματικά. Καὶ ὅσο πιὸ μακριὰ Του βρίσκομαι, τόσο περισσότερο ἐγκαταλείπομαι ἀπὸ τὴ χάρη Του.
Ὁ ἄνθρωπος, ζῶντας πνευματικά, ἀρχίζει νὰ βλέπει παντοῦ τὸν Θεὸ· καὶ ὅσο πιὸ πνευματικὰ ζεῖ, τόσο πιὸ καθαρὰ Τὸν βλέπει. Ἀπεναντίας, ὅταν ζεῖ σαρκικά, πουθενὰ δὲν βλέπει τὸν Θεὸ καὶ τὴ δύναμή Του. Παντοῦ βλέπει σάρκα καὶ ὕλη.
Ἀγαπῶ πολὺ νὰ προσεύχομαι στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδιαίτερα στὸ Ἱερό, μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα ἢ τὴν Προσκομιδή. Νιώθω μεγάλη ἐσωτερικὴ ἀλλαγή, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρίσκομαι μέσα στὸν ναό. Μὲ τὴν κατανυκτικὴ προσευχὴ τῆς μετάνοιας πέφτουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ μου τ’ ἀγκάθια καὶ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν. Τότε ἡ ψυχή μου γίνεται τόσο ἀνάλαφρη! Ὅλα τα θέλγητρα, ὅλες οἱ πλάνες τῶν παθῶν ἐξαφανίζονται, σὰν νὰ πεθαίνει μέσα μου ὁ κόσμος μὲ ὅλα τὰ «καλά» του. Παίρνω νέα ζωὴ χάρη στὸν Θεὸ καὶ γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ. Διαποτίζομαι ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γίνομαι ἕνα πνεῦμα μαζί Του. Γίνομαι ἕνα παιδὶ ποὺ ἀναπαύεται στὰ γόνατα τῆς μητέρας του. Ἡ καρδιά μου τότε γεμίζει μὲ οὐράνια εἰρήνη. Ἡ ψυχή μου φωτίζεται ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς. Ὅλα τὰ βλέπω καθαρὰ καὶ σωστά. Ὅλους τοὺς ἀγαπῶ. Πόσο μακάρια εἶναι ἡ ψυχή, ὅταν βρίσκεται κοντὰ στὸν Θεό! Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πράγματι ἐπίγειος παράδεισος.