Ἀφήγησι πνευματικοῦ του τέκνου, τό ὁποῖο ἔμενε κοντά στό διαμέρισμα τοῦ Γέροντα:
Μιά μέρα δέχθηκα κάποιον φοιτητή τῆς Ἰατρικῆς καί δέν θυμᾶμαι ἀπό ποιά ἀφορμή συζητούσαμε γιά θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Κάποια στιγμή κτυπάει τό κουδούνι. Ἀνοίγω καί βλέπω τόν Γέροντα.
– Παιδί μου, ἔχει χαλάσει τό τηλέφωνό μου. Μπορῶ νά τηλεφωνήσω ἀπό τό δικό σου;
– Εὐχαρίστως, Γέροντα. Περᾶστε.
Τηλεφώνησε καί μετά ἐγώ, ἐκμεταλλευόμενος τήν εὐκαιρία, λέω:
– Γέροντα, ἐδῶ συζητᾶμε μέ τόν φίλο μου καί μοῦ ἔχει θέσει ἕνα ἐρώτημα, στό ὁποῖο νομίζω ὅτι πρέπει νά ἀπαντήσετε καλύτερα ἐσεῖς. Τό ἐρώτημα εἶναι τό ἑξῆς: Ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί ἀδιαφορεῖτε λίγο-πολύ γιά τά προβλήματα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Συνέχεια μιλᾶτε γιά τήν αἰώνιο βασιλεία. Αἰώνιος βασιλεία ἐδῶ, αἰώνιος βασιλεία ἐκεῖ, ἐνῶ ὁ κόσμος ἔχει τόσα προβλήματα.
Ὁ Γέροντας τόν κοίταξε μέ τό διαπεραστικό του βλέμμα καί τοῦ λέει:
– Παιδί μου, γιά νά μή μιλᾶμε ἀφηρημένα, γιά πές μου ἕνα πρόβλημα τῆς παρούσης ζωῆς, γιά τό ὁποῖο δέν ἔχει δώσει ἀπάντησι ἡ Ἐκκλησία.
– Ναί, νά σᾶς πῶ. Ἡ φτώχεια. Ἐκατομμύρια ἄνθρωποι στόν κόσμο πεινοῦν, εἶναι γυμνοί κι ἐσεῖς μιλᾶτε γιά τήν αἰώνιο βασιλεία. Λές καί μπορεῖ κανείς νά χορτάση ἤ νᾶ ντυθῆ μέ τῆν αἰώνιο βασιλεία.
– Καλό μου παιδί, καί σ’ αὐτό ἔχει ἀπαντήσει ἡ Ἐκκλησία. Ἐάν οἱ ἄνθρωποι τηροῦσαν τίς ἐντολές της – «ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μή ἔχοντι» (Λουκ. γ’ 11) και «ἐάν μή περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καί Φαρισαίων, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε’ 20) -, δέν θά μιλούσαμε αὐτή τή στιγμή γιά φτώχεια! Φαντάσου, ὅτι ἡ δικαιοσύνη τῶν Ἰουδαίων συνίστατο στήν ἀπόδοσι στούς πτωχούς τοῦ 1/10 τῶν εἰσοδημάτων τους. Ἄν, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι τηροῦσαν τίς ἐντολές τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. νά δίνουν ἀκόμη περισσότερα ἀπό τό 1/10, δέν θά ὑπῆρχε οὔτε φτώχεια, οὔτε πεῖνα, οὔτε γύμνια στόν κόσμο.
– Πάτερ, κοιτᾶξτε. Αὐτά εἶναι εὐχολόγια. Τά ἔχουν πεῖ κι ἄλλοι.
– Τό ξέρω, παιδί μου, ὅτι τά ἔχουν πεῖ κι ἄλλοι. Ἀλλά ὑπάρχει μιά διαφορά. Μίλησαν γιά δικαιοσύνη, γιά ἀγάπη, γιά ἐλευθερία, ἀπευθυνόμενοι στήν ἀπρόσωπη μάζα πού λέγεται ἀνθρωπότης. Ἐνῶ ὁ Χριστός μίλησε γι’ αὐτά ἀπευθυνόμενος στά πρόσωπα. Στόν Βασίλη, στόν Κώστα, στόν Δημήτρη, στή Μαρία. Γι’ αὐτό, ἐνῶ τά διάφορα κοινωνικά συστήματα δέν κατάφεραν νά πείσουν κανέναν, ὁ Χριστός ἔπεισε χιλιάδες ἀνθρώπους νά μοιράσουν τίς περιουσίες τους στούς φτωχούς, νά ἐφαρμόσουν κοινωνική δικαιοσύνη, νά συμπαρασταθοῦν στόν ἀνθρώπινο πόνο, νά θυσιάσουν καί τήν ζωή τους γιά τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων… Κατάφερε καί τελῶνες καί πόρνες καί ληστές καί φονιάδες νά τούς ἀλλάξη τελείως καί νά τοὺς κάνη ἁγίους. Καί μιά καί ἀναφέρεσαι στά προβλήματα τῆς ζωῆς, νά σέ ρωτήσω κι ἐγώ κάτι: Ὁ θάνατος εἶναι ἤ δέν εἶναι πρόβλημα τῆς παρούσης ζωῆς;
– Δέν ξέρω.
– Ἔ, πῶς δέν ξέρεις; Ὁ θάνατος εἶναι πρόβλημα τῆς παρούσης ζωῆς, καί μάλιστα ἀπό τά ὀξύτερα. Τί ἔχεις νά πῆς ἐσύ ἤ ὁποιοσδήποτε ἄλλος στή χαροκαμένη μάνα, πού κατεβάζει στόν τάφο τό παιδί της; Τί ἔχεις νά πῆς ἐσύ στό παιδί, πού κατευοδώνει στήν τελευταία του κατοικία τόν πατέρα του;
– Ἐσεῖς τί ἔχετε νά πεῖτε;
– Ὄχι ἐγώ. Ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία, παιδάκι μου, γεμίζει τήν ψυχή αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ἐλπίδα, ὅτι ὁ χωρισμός αὐτός εἶναι τελείως προσωρινός. Μετά ἀπό λίγο καιρό θά ξανασυναντηθοῦν. Γι’ αὐτό καί τούς φέρει στά χείλη τό: «Καλό ταξίδι, παιδί μου», «Καλή ἀντάμωσι, πατέρα». Τό ‘χεις λίγο αὐτό;
– Πάτερ, ἐνῶ ἐγώ σᾶς μιλάω γιά τήν ζωή, ἐσεῖς μέ πᾶτε στό θάνατο.
– Παιδί μου, ἄν ἔχης ἀπάντηση σ’ αὐτό, ἀπάντησέ μου. Σέ ρώτησα ἄν ὁ θάνατος εἶναι πρόβλημα τῆς παρούσης ζωῆς. Δέν μοῦ ἀπάντησες. Καί ἐπειδή δέν ἔχεις ἀπάντησι, προσπαθεῖς νά ξεφύγης. Παρά ταῦτα, ἄς ἐπανέλθουμε σ’ ἐκεῖνα πού ἀπασχολοῦν ἐσένα ὡς «προβλήματα τῆς παρούσης ζωῆς».
Δέν μοῦ λές, παιδάκι μου, ἀκόμα κι ἄν ἀπαριθμήσης ὅλα τά προβλήματα τῆς παρούσης ζωῆς ἕνα πρός ἕνα, πῶς μπορεῖς νά τά ἐξηγήσης χωρίς τήν μετά θάνατον προοπτική; Τίς ἀδικίες, τίς συκοφαντίες, τόν φθόνο, τή φτώχεια, τίς ἀρρώστιες;… Τί νόημα ἔχει νά τά ὑπομένη κανείς ὅλα αὐτά καί στό τέλος νά φθάνη νά καλύπτη δυό μέτρα γῆς καί νά περιπίπτει στήν ἀνυπαρξία; Τί νόημα ἔχει; Κανονικά θά ‘πρεπε, λογικά σκεπτόμενος, νά πάη νά αὐτοκτονήση. Ἐνῶ μέ τόν Χριστό ὅλα αὐτά ἀποκτοῦν ἕνα νόημα. Ὅλα! Καί ὁ πόνος καί τά δάκρυα καί οἱ ἀρρώστιες καί ὁ θάνατος. Ὅλα ἀποτελοῦν προετοιμασία γιά τό ταξίδι πρός τήν αἰωνιότητα.
– Πάτερ, συνέχεια στά μνήματα μέ φέρνετε.
– Δέν σέ φέρνω στά μνήματα. Σοῦ μίλησα γιά τή ζωή. Ἤ δέν εἶναι αὐτά προβλήματα, πού ἀφοροῦν ὅλους τούς ἀνθρώπους; Νά σέ ρωτήσω καί κάτι ἄλλο, ἀφοῦ θέλεις «νά σοῦ μιλάω γιά τή ζωή». Τό ἄν θά γίνης ἐσύ αὔριο καρδιολόγος, μικροβιολόγος ἤ χειρουργός, τό ἄν θά νυμφευθῆς ἤ ὄχι, τό ἄν θά ἐπιτύχης στόν γάμο σου ἤ ὄχι, αὐτό εἶναι ἕνα ἐνδεχόμενο. Μπορεῖ νά συμβῆ, μπορεῖ καί ὄχι. Ἐκεῖνο ὅμως πού εἶναι ἀπόλυτα σίγουρο εἶναι, ὅτι, κι ἐσύ κι ἐγώ, κάποια μέρα θά πεθάνουμε. Ὁ θάνατος εἶναι τό πιό σίγουρο γεγονός τῆς ζωῆς μας. Δέν μπορεῖς νά μένης ἀδιάφορος στό πιό σίγουρο γεγονός τῆς ζωῆς σου. Δέν μπορεῖς…
– (Διακόπτοντας) Πάτερ, δέν μ’ ἐνδιαφέρει!
– Δέν μπορεῖς νά λές, ὅτι δέν σ’ ἐνδιαφέρει.
– Τί σχέσι ἔχει τώρα αὐτό μέ τή ζωή;
Πῶς δέν ἔχει σχέσι μέ τή ζωή; Ἀπάντησέ μου στό ἑξῆς ἐρώτημα: Ἀνάμεσα σέ μένα καί σέ σένα εἶναι τό μνῆμα σου. Κοίταξέ το καί πές μου: Ἀρχίζεις ἤ τελειώνεις;
– Μά, πάτερ. Τί σχέσι ἔχει αὐτό μ’ ἐκεῖνο τό ὁποῖο συζητᾶμε;
– Πῶς δέν ἔχει σχέσι; Ἀπό τήν ἀπάντησι, τήν ὁποία θά δώσης σ’ αὐτό τό ἐρώτημα, θά ἐξαρτηθῆ ἡ ζωή σου. Ἐάν πῆς ὅτι στό μνῆμα σου ἀρχίζεις, θά πρέπη νά προετοιμασθῆς γι’ αὐτό τό ταξίδι. Ἐάν πῆς ὅτι τελειώνεις, τότε δέν μπορεῖς νά βρῆς νόημα στή ζωή σου.
– Ἔ, πάτερ, πῶς δέν ἔχη νόημα; Ἐγώ τή γλεντάω τή ζωή μου.
– Καημένο παιδί! Ἔχεις τήν ἐντύπωσι, ὅτι ὅλη σου ἡ ζωή θά εἶναι μιά διαρκής χαρά καί εὐφροσύνη; Ἔχεις τήν ἐντύπωσι, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι σ’ αὐτό τόν κόσμο, πού πέρασαν ὅλη τή ζωή τους γλεντώντας; Ἄν ξέρης τέτοιους ἀνθρώπους, φέρε μου ἕναν νά τόν γνωρίσω κι ἐγώ. Ἐγώ δέν ξέρω κανέναν! Καί σέ διαβεβαιῶ, ὅτι στά τριάντα χρόνια τής ἱερατικῆς μου διακονίας ἐπέρασαν ἑκατοντάδες ἄνθρωποι ἀπό τό ἐξομολογητήριό μου, ἀλλά δέν γνώρισα οὔτε ἕναν πού νά μήν κουβαλοῦσε κάποιο σταυρό. Ὅλοι κουβαλοῦσαν σταυρό. Ἄλλος μικρότερο, ἄλλος μεγαλύτερο. Ἄλλος βαρύτερο, ἄλλος ἐλαφρύτερο. Πῶς, λοιπόν, ἐσύ πιστεύεις, ὅτι θά περάσης ὅλη σου τή ζωή σέ διαρκῆ εὐτυχία;
– Πάτερ, ἔχετε τά ἐπιχειρήματά σας, ἀλλά ἐμένα δέν μέ ἀπασχολεῖ τό θέμα.
– Ὅταν, παιδί μου, σ’ ἀπασχολήση, ἔλα νά σέ βοηθήσω ὅσο μπορῶ.
Καί ἡ συζήτηση τελείωσε ἐκεῖ. Ἀλλά συνεχίσθηκε μετά ἀπό λίγους μῆνες μ’ ἕνα τηλεφώνημα. Μοῦ τηλεφώνησε ὁ γιατρός αὐτός καί μοῦ εἶπε:
– Θυμᾶσαι μιά συζήτησι μέ κάποιον παπᾶ πέρυσι;
– Ναί, τήν θυμᾶμαι.
– Θέλω νά σέ ρωτήσω κάτι: Μήπως μέ ἀφόρισε, ἐπειδή συγκρούσθηκα μαζί του;
– Μπά, πιστεύεις στούς ἀφορισμούς;
– Κοίταξε, βρέ παιδί μου, δεν πιστεύω στούς ἀφορισμούς, ἀλλά ἀπό ‘κείνη τήν ἡμέρα μέχρι σήμερα ὅλα μοῦ πῆγαν κακά, στραβά κι ἀνάποδα.
– Τό μόνο τό ὁποῖο μπορῶ νά σέ διαβεβαιώσω εἶναι, ὅτι δέν σέ ἀφόρισε! Ἀλλά αὐτό τό ὁποῖο μοῦ εἶπες θά τοῦ τό πῶ.
Ὅταν θύμισα στόν Γέροντα τό περιστατικό καί τοῦ εἶπα γιά τούς φόβους τοῦ συνομιλητοῦ του, μοῦ ἀπάντησε τά ἑξῆς:
– Νά τοῦ πῆς, παιδί μου, ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν ἀφόρισα, ἀλλά ἀπό ‘κείνη τήν ἡμέρα προσεύχομαι θερμά γι’ αὐτόν καί γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
ΠηγήΠηγή