ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑΣ

 


Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ

[Υπομνηματισμός των εδαφίων Πράξ. 11, 19-30]

    «Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις (:αλλά προτού συμβούν αυτά με τον Κορνήλιο, στους Χριστιανούς των Ιεροσολύμων επικρατούσε η προκατάληψη ότι οι εθνικοί δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους Ιουδαίους στη σωτηρία που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός. Εκείνοι λοιπόν που είχαν φύγει από τα Ιεροσόλυμα και είχαν διασκορπιστεί λόγω του διωγμού που είχε γίνει εξαιτίας του Στεφάνου, έφθασαν μέχρι τη Φοινίκη και την Κύπρο και την Αντιόχεια. Και σε κανέναν άλλο δεν κήρυτταν τον λόγο του Θεού παρά μόνο στους Ιουδαίους)» [Πράξ. 11,19]. Δεν το έκαναν αυτό φοβούμενοι τους ανθρώπους, διότι τον φόβο δεν τον σκέφτονταν καθόλου, αλλά το έκαναν τηρώντας τον νόμο και δείχνοντας ακόμη ανοχή σε αυτούς.

    Δεν συνέβαλε λίγο ο διωγμός στη διάδοση του θείου λόγου· διότι λέγει ο Παύλος: «Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν (:Ναι. Στενάζουμε, αλλά γνωρίζουμε ότι σε εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους. Αυτοί κλήθηκαν σύμφωνα με την προαιώνια απόφαση του Θεού και δέχτηκαν τη σωτήρια κλήση. Πώς λοιπόν να μη συνεργούν όλα για το καλό τους;)» [Ρωμ. 8,28]. Δεν θα μπορούσαν τίποτα άλλο να κάνουν, εάν επιδίδονταν με θέρμη έχοντας ως προκαθορισμένο σκοπό τους το να στερεώσουν την εκκλησία, παρά αυτό ακριβώς· και εννοώ δηλαδή το να διασκορπίσουν σε όλα τα μέρη τους δασκάλους.

   Και πρόσεχε μέχρι πού επεκτάθηκε το κήρυγμα: «Διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας (:έφθασαν μέχρι τη Φοινίκη και την Κύπρο και την Αντιόχεια)»,λέγει, «μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις (:και σε κανέναν άλλο δεν κήρυτταν τον λόγο του Θεού παρά μόνο στους Ιουδαίους)». Βλέπεις ότι κατά θεία οικονομία έγιναν όλα εκείνα τα σχετικά με τον Κορνήλιο; Αυτό επίσης αποτελεί και απολογία για τον Χριστό και κατηγορία για τους Ιουδαίους.

    Όταν λοιπόν θανατώθηκε ο Στέφανος [βλ. Πράξ. 7, 58-60: « Καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου,καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε ᾿Ιησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου. θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ(:και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλη, άρχισαν να τον λιθοβολούν. Και οι μάρτυρες, που σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε πρώτοι να ρίξουν πέτρες εναντίον του, άφησαν τα ρούχα τους κοντά στα πόδια κάποιου νέου που λεγόταν Σαύλος, για να τα φυλάει. Και ενώ εκείνοι λιθοβολούσαν τον Στέφανο, αυτός επικαλούνταν τον Κύριο κι έλεγε: ‘’Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου’’. Ύστερα γονάτισε, κραύγασε με μια δυνατή φωνή, που ακούστηκε και απ΄ τους φονιάδες του, και είπε: ‘’Κύριε, μην τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή’’. Και με αυτά τα λόγια έκλεισε τα μάτια του, για να παραδοθεί στον ειρηνικό ύπνο του θανάτου. Ο Σαύλος στο μεταξύ επικροτούσε και επιδοκίμαζε μαζί με τους φονιάδες τη θανατική εκτέλεση του Στεφάνου)»], όταν ο Παύλος κινδύνεψε δύο φορές [Πράξ. 21,27-31 και 23,12-35], όταν οι απόστολοι μαστιγώθηκαν [βλ. Πράξ. 5,40: «ἐπείσθησαν δὲ αὐτῷ, καὶ προσκαλεσάμενοι τοὺς ἀποστόλους δείραντες παρήγγειλαν μὴ λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἀπέλυσαν αὐτούς (:τότε τα μέλη του συνεδρίου πείστηκαν από τα λόγια του. Και αφού προσκάλεσαν τους αποστόλους να μπουν πάλι στην αίθουσα του δικαστηρίου, τους έδειραν και τους έδωσαν την εντολή να μη διδάσκουν έχοντας ως κύριο θέμα του κηρύγματός τους το όνομα και το πρόσωπο του Ιησού. Και μετά τους άφησαν ελεύθερους)», όταν πολλές φορές διώχθηκαν, τότε τα έθνη δέχθηκαν το κήρυγμα, τότε και οι Σαμαρείτες.

    Αυτό και ο Παύλος βροντοφωνάζει λέγοντας: «ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη (:σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, ο οποίος κάλεσε στη σωτηρία τον Ισραήλ πριν απ’ όλους τους άλλους λαούς, ήταν αναγκαίο και επιβεβλημένο να κηρυχθεί ο λόγος του Θεού πρώτα σε σας τους Ιουδαίους. Αφού όμως τον αποδιώχνετε και δεν τον δέχεστε, και αφού εσείς οι ίδιοι βγάζετε για τους εαυτούς σας την απόφαση ότι δεν είστε άξιοι της αιώνιας ζωής, ιδού, στρεφόμαστε στους εθνικούς)» [Πράξ. 13, 46]. Γύριζαν λοιπόν από τόπο σε τόπο, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού στους εθνικούς.

  «Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον (:μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήταν βέβαια Ιουδαίοι στην καταγωγή, αλλά είχαν γεννηθεί άλλοι στην Κύπρο και άλλοι στην Κυρηναϊκή Λιβύη. Αυτοί, όταν ήλθαν στην Αντιόχεια, δίδασκαν τους Ιουδαίους που είχαν γεννηθεί μακριά από την Παλαιστίνη και είχαν πλέον μητρική τους γλώσσα την ελληνική, και τους κήρυτταν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός.  Και η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους. Έτσι, με τη συνέργεια και την ενίσχυση της δυνάμεως αυτής ένας μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς τους Ιουδαίους Ελληνιστές πίστεψε και επέστρεψε στον Κύριο)»[Πράξ. 11, 20-21]. Πρόσεχε ότι κηρύσσουν το ευαγγέλιο στους Έλληνες· διότι φυσικό ήταν να γνώριζαν αυτοί τα ελληνικά, και να υπήρχαν πολλοί τέτοιοι στην Αντιόχεια.

      «Καὶ χεὶρ Κυρίου (:και η δύναμη του Κυρίου)», λέει, «ἦν μετ᾿ αὐτῶν (:ήταν μαζί τους)»· δηλαδή επιτελούσε θαύματα. Βλέπεις για ποιο λόγο και τώρα κατέστη αναγκαία η επιτέλεση θαυμάτων, ώστε να πιστέψουν;

    «Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας(:έφθασε λοιπόν η φήμη των θαυμαστών αυτών γεγονότων στα αυτιά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, και αποφάσισαν να στείλουν τον Βαρνάβα να πάει μέχρι την Αντιόχεια)»[Πράξ. 11,22]. Γιατί τέλος πάντων, ενώ μια τέτοια πόλη δέχεται τον θείο λόγο, δεν ήρθαν οι ίδιοι οι απόστολοι, αλλά στέλνουν τον Βαρνάβα; Εξαιτίας των Ιουδαίων. Πλην όμως το θέμα οικονομείται πολύ καλά, ώστε έτσι να έρθει εδώ ο Παύλος· και όχι τυχαία, αλλά αποστρέφονται αυτόν απολύτως κατ΄οικονομίαν, ώστε να μην παραμείνει κλεισμένη μέσα στα Ιεροσόλυμα η φωνή του κηρύγματος, η σάλπιγγα των ουρανών. Είδες πως παντού χρησιμοποίησε ο Χριστός τις κακίες τους κατά τον πρέποντα τρόπο και όπως ακριβώς Αυτός ήθελε από την αρχή; Και ότι το μίσος τους για τον Παύλο το χρησιμοποίησε για την οικοδομή της εκκλησίας των πιστών που προέρχονταν από τους εθνικούς; Και γιατί δεν γράφουν στον Παύλο, αλλά στέλνουν τον Βαρνάβα; Δεν γνώριζαν ακόμα την αρετή του άνδρα· γι’ αυτό και ρυθμίζεται μόνο ο Βαρνάβας να μεταβεί εκεί. Επειδή λοιπόν και πλήθος υπήρχε και κανένας δεν εμπόδιζε, εύλογα βλάστησε η πίστη και κυρίως επειδή δεν υπέμεναν εδώ κανένα πειρασμό και επειδή ο Παύλος κηρύσσει εκεί και δεν αναγκάζεται πια να φεύγει. Πολλοί σωστά επίσης αυτοί δεν κάνουν λόγο για την πείνα, αλλά οι προφήτες για να μη θεωρηθούν ανυπόφοροι.

       «Ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ (:αυτός, όταν ήλθε και είδε τα έργα της χάριτος του Θεού, που φανερωνόταν από το πλήθος αυτών που είχαν πιστέψει και από τη ζωή τους, χάρηκε και προέτρεπε όλους να μένουν αφοσιωμένοι και προσηλωμένοι στον Κύριο με όλη τη διάθεση της ψυχής τους. Χάρηκε λοιπόν ο Βαρνάβας και στήριζε τους νέους αυτούς μαθητές, διότι ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Πνεύμα Άγιο και πίστη. Γι’ αυτό εξάλλου και μπορούσε να στηρίζει και να παρηγορεί. Και από τη δράση αυτή του Βαρνάβα μεγάλο πλήθος λαού προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου)»[Πράξ.11,22-24].   

    Εμένα μου φαίνεται ότι εδώ «ἀγαθὸν» ονομάζει τον απλό άνθρωπο, τον ειλικρινή, εκείνον που επιθυμεί υπερβολικά την σωτηρία του συνανθρώπου του. Και δεν ήταν  μόνο αγαθός άνθρωπος, αλλά και «πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου καὶ πίστεως (:γεμάτος από άγιο Πνεύμα και πίστη)»· γι’ αυτό και με όλη τη δύναμη της καρδιάς του παρότρυνε τους πάντες· δηλαδή με εγκώμιο και έπαινο.

    «Ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἀντιόχειαν (:ο Βαρνάβας μάλιστα πήγε και στην Ταρσό για να αναζητήσει τον Σαύλο και να τον πάρει βοηθό του στο έργο της διδασκαλίας και της ενισχύσεως του πλήθους αυτού των Χριστιανών. Και όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Αντιόχεια)» [Πράξ. 11,25].  Αλλά πρόσεξε και αυτόν τον άγιο, εννοώ τον Βαρνάβα, ότι δεν έδωσε σημασία για τα δικά του πράγματα, αλλά έτρεξε στην Ταρσό.      

     Γιατί όμως ο Βαρνάβας απέσπασε τον Παύλο από την Ταρσό και τον οδήγησε εδώ; Όχι στην τύχη, αλλά επειδή εδώ και καλές ελπίδες υπήρχαν και η πόλη ήταν μεγαλύτερη και το πλήθος πολύ. Και είναι άξιο απορίας πως δεν αγανάκτησαν, αλλά αποδέχονται με προθυμία τους δασκάλους· τόσο μεγάλη προθυμία έδειχναν όλοι για τον θείο λόγο. Και πρόσεχε πως η πόλη αυτή δέχθηκε τον θείο λόγο σαν γη γόνιμη και απέδωσε πολύ καρπό.  Είδες που όλα τα επιτελούσε η θεία χάρη και όχι ο Παύλος, και πως με ασήμαντους ανθρώπους άρχισε το έργο του κηρύγματος, και όταν αυτό έγινε περίλαμπρο, τότε στέλνουν τον Βαρνάβα; Και γιατί πριν από αυτό δεν έστειλαν αυτόν; Έδειχναν μεγάλη πρόνοια για όλα τα θέματα τα σχετικά με τους εαυτούς τους, και δεν ήθελαν να τους κατηγορούν οι Ιουδαίοι, ότι δέχονταν στους κόλπους τους, τους εθνικούς· αν και βέβαια, για το ότι ήταν αναγκαία η ανάμιξή τους με αυτούς, επειδή επρόκειτο να δημιουργηθεί κάποια αμφισβήτηση από αυτούς, προηγήθηκαν όλα εκείνα που συνέβηκαν σχετικά με τον Κορνήλιο. Και τότε λοιπόν λένε: «ώστε εμείς μεν να κηρύξουμε στους εθνικούς, αυτοί δε στους Ιουδαίους».

     Ο Βαρνάβας ήταν πολύ ενάρετος άνθρωπος, απλοϊκός και γνωστός του Παύλου· για αυτό και ήρθε προς τον αθλητή, προς τον στρατηγό, προς τον μονομάχο, προς το λιοντάρι (δεν έχω τι να πω, διότι όσα και να πω, λιγότερα θα πω από αυτό που αξίζει ο Παύλος)· ήρθε λοιπόν προς τον κυνηγετικό σκύλο, που φόνευε λιοντάρια, προς τον ταύρο τον ισχυρό, προς τη φωτεινή λαμπάδα, προς το στόμα που επαρκούσε για όλη την οικουμένη. Πράγματι, γι’ αυτό στην Αντιόχεια έλαβαν οι πιστοί την τιμητική ονομασία «χριστιανοί», επειδή ο Παύλος διέμενε σε αυτήν τόσο πολύ χρόνο.

     «Ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς(:εκεί λοιπόν για έναν ολόκληρο χρόνο οι δύο αυτοί απόστολοι συμμετείχαν στις συνάξεις των πιστών στην Εκκλησία και δίδαξαν πλήθος πολύ. Έτσι στην Αντιόχεια οι μαθητές του Κυρίου εξαιτίας του πλήθους τους, ονομάστηκαν για πρώτη φορά ‘’Χριστιανοί’’)» [Πράξ.11,26].

      Δεν είναι μικρός ο έπαινος αυτός για την πόλη. Αυτός ο έπαινος μπορεί να σταθεί απέναντι σε όλους τους επαίνους, διότι πρώτη αυτή από τις άλλες πόλεις απόλαυσε για τόσο πολύ χρόνο το στόμα εκείνου· γι’ αυτό και πρώτα εδώ αξιώθηκαν οι πιστοί να λάβουν το όνομα αυτό.

    Βλέπεις σε πόσο ύψος ανέβασε την πόλη και την κατέστησε περισσότερο ένδοξη; Αυτό ήταν κατόρθωμα του Παύλου. Εκεί που πίστεψαν τρεις χιλιάδες, εκεί που πίστεψαν πέντε χιλιάδες, εκεί που πίστεψε τόσο πολύ πλήθος, τίποτα παρόμοιο δεν συνέβηκε, αλλά ακόμα άκουγαν να γίνεται λόγος για «οδό»[βλ. Πράξ.9, 1-2: «Ὁ δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ ᾐτήσατο παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς Ἱερουσαλήμ (:στο μεταξύ ο Σαύλος, σαν να ζούσε μέσα σε κάποια φονική ατμόσφαιρα, εξακολουθούσε να αποπνέει από μέσα του και να εκδηλώνει απειλητικές και φονικές διαθέσεις εναντίον των μαθητών του Κυρίου. Γι’ αυτό παρουσιάστηκε στον αρχιερέα και του ζήτησε συστατικές και εξουσιοδοτικές επιστολές για τη Δαμασκό προς τις συναγωγές που υπήρχαν εκεί. Ήθελε να φέρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ όποιους θα έβρισκε να ανήκουν στην οδό του Κυρίου, στην κοινότητα δηλαδή των πιστών του Ιησού Χριστού, είτε άνδρες ήταν αυτοί είτε γυναίκες)»], ενώ εδώ ονομάστηκαν «χριστιανοί».

   «Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν (:εκείνες τις ημέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα στην Αντιόχεια μερικοί προφήτες)» [Πράξ.11,27]. Επειδή έπρεπε εδώ να φυτευτεί και ο καρπός της ελεημοσύνης ρυθμίζεται προς αποκόμιση ωφέλειας να κατεβούν εδώ οι προφήτες. Εσύ όμως, σε παρακαλώ, πρόσεχε πως κανένας από τους φημισμένους δεν γίνεται δάσκαλός τους· διότι είχαν δασκάλους Κύπριους και Κυρηναίους και τον Παύλο(αν και αυτός υπερέβαινε αυτούς), όπως ακριβώς ο Παύλος είχε τον Βαρνάβα και τον Ανανία· αλλά δεν μειονεκτεί σε τίποτα ως προς αυτό, είχε όμως και τον Χριστό.

   «Ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος(:ένας από αυτούς, που λεγόταν Άγαβος, σηκώθηκε στη σύναξη των πιστών, και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα αποκάλυψε ότι θα έπεφτε μεγάλη πείνα σε όλη την οικουμένη. Πράγματι η πείνα αυτή συνέβη όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος Καίσαρ)»[ Πράξ.11,28]. Κατά ανάγκη εδώ προλέγει ότι πρόκειται να συμβεί κάποια μεγάλη πείνα, η οποία βέβαια συνέβηκε, όπως προλέχθηκε γι’ αυτήν. Για να μη νομίζουν δηλαδή μερικοί ότι γι΄αυτό συνέβηκε η πείνα, επειδή εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός, επειδή απομακρύνθηκαν οι δαίμονες, προλέγει το άγιο Πνεύμα εκείνο που πρόκειται να συμβεί, όπως ακριβώς και ο Χριστός προείπε πολλά και συνέβησαν. Δεν συνέβη βέβαια αυτή γι’ αυτό, επειδή δηλαδή έπρεπε από την αρχή να συμβεί αυτή, αλλά συνέβη εξαιτίας των κακών που συνέβησαν στους Αποστόλους, τα οποία αν και έγιναν, στην αρχή έδειχνε ο Θεός μακροθυμία, επειδή όμως εξακολουθούσαν την καταδίωξη, πραγματοποιείται η πείνα προλέγοντας στους Ιουδαίους τα κακά που επρόκειτο να συμβούν.

      Αλλά αν και εξαιτίας αυτών συνέβη, έπρεπε εξαιτίας των άλλων και ενώ υπήρχε, να σταματήσει· διότι ποιο αδίκημα έκαναν οι Έλληνες, ώστε και αυτοί να συμμετέχουν στα κακά, αν και δεν διέπραξαν καμία αδικία; Εάν λοιπόν δεν συνέβη εξαιτίας των Ιουδαίων, έπρεπε βέβαια αυτοί και να ευημερήσουν περισσότερο, διότι έκαναν ό,τι εξαρτιόταν από αυτούς, διότι φόνευαν, υπέβαλλαν κολαστήρια, τιμωρούσαν, και επέβαλαν κάθε είδους εκδιώξεις. Και πρόσεχε πότε συμβαίνει η πείνα· όταν και οι εθνικοί πλέον αποδέχθηκαν το κήρυγμα.

      «Αλλά», θα μπορούσε να πει κανείς, «εάν συνέβη εξαιτίας των κακών, έπρεπε αυτοί να εξαιρεθούν». Γιατί; Πες μου· δεν είπε από την αρχή ο Χριστός σε αυτούς: «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε(:εφόσον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχετε θλίψη)»[Ιω. 16,33];

     Εσύ όμως λέγοντας αυτά ίσως να πεις και αυτό, ότι δηλαδή δεν έπρεπε ούτε να μαστιγώνονται. Αλλά πρόσεχε το ότι και η πείνα γίνεται αιτία σωτηρίας γι’ αυτούς, αφορμή ελεημοσύνης και πρόξενος πολλών αγαθών· βέβαια και σε σας θα μπορούσε να γίνει, εάν φυσικά το θέλετε αλλά δεν το θελήσατε. Προλέγεται επίσης (με σκοπό να προετοιμαστούν στη συνέχεια για την ελεημοσύνη), διότι υπέφεραν δεινά οι πιστοί της Ιερουσαλήμ· πριν μάλιστα από αυτό δεν υπέφεραν από πείνα. Και αποστέλλονται ο Βαρνάβας και ο Παύλος για να βοηθήσουν.

    «Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς(:μετά λοιπόν από την προφητεία αυτή, οι μαθητές, ανάλογα με τους πόρους και τα μέσα που διέθετε ο καθένας, αποφάσισαν να στείλουν καθένας απ’ αυτούς τη συνδρομή του για να βοηθήσουν και να υπηρετήσουν τους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία)»[Πράξ. 11,29]. Είδες πως συγχρόνως με την πίστη τους παράγουν συγχρόνως και καρπούς και όχι μόνο  οι δικοί τους εκεί, αλλά και όσοι βρίσκονταν μακριά;

     Μου φαίνεται εδώ ότι εννοεί αυτό που αλλού λέγει ο Παύλος: «Καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι, ᾿Ιάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ ᾿Ιωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εἰς τὰ ἔθνη, αὐτοὶ δὲ εἰς τὴν περιτομήν· μόνον τῶν πτωχῶν ἵνα μνημονεύωμεν, ὃ καὶ ἐσπούδασα αὐτὸ τοῦτο ποιῆσαι(:και επειδή αναγνώρισαν τη χάρη που μου δόθηκε, ο Ιάκωβος και ο Κηφάς και ο Ιωάννης, που θεωρούνται ότι είναι στύλοι, έδωσαν τα δεξιά τους χέρια σε εμένα και στον Βαρνάβα ως ένδειξη κοινωνίας, για να πηγαίνουμε εμείς στους εθνικούς, ενώ αυτοί σε αυτούς που έχουν την περιτομή. Ζήτησαν μόνο να θυμούμαστε τους φτωχούς, το οποίο και φρόντισα επιμελώς αυτό ακριβώς να κάνω)» [Γαλ. 2, 9-10].

    Τόσο πολύ ωφέλησε η πείνα. Και πρόσεχε αυτούς που δεν καταφεύγουν κατά την ώρα της θλίψης σε θρήνους και δάκρυα, όπως ακριβώς κάνουμε εμείς, αλλά παραδίδουν τους εαυτούς τους σε μεγάλο και αγαθό έργο· διότι με μεγαλύτερη αφοβία και ασφάλεια κήρυτταν τον θείο λόγο. Και δεν είπε: «Εμείς που είμαστε Κυρηναίοι και Κύπριοι, ας προσπαθήσουμε να τεθούμε επί κεφαλής μιας τέτοιας λαμπρής και μεγάλης πόλης», αλλά πιστεύοντας στη χάρη του Θεού, και εκείνοι επιδόθηκαν στην διδασκαλία, και αυτοί δεν θεώρησαν ανάξιο να μάθουν κάτι από εκείνους. Πρόσεχε που όλα κατορθώνονται με τα ταπεινά εκείνα πράγματα, το κήρυγμα αυξάνεται, οι πιστοί των Ιεροσολύμων φροντίζουν εξίσου για όλους, έχοντας σαν μια οικία όλη την οικουμένη.

     Άκουσαν ότι η Σαμάρεια δέχθηκε τον θείο λόγο, και έστειλαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη: «Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρὸς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην (:στο μεταξύ όμως, όταν άκουσαν οι απόστολοι, που παρέμεναν ακόμη στα Ιεροσόλυμα, ότι η Σαμάρεια δέχθηκε τον λόγο του Θεού, έστειλαν στους Σαμαρείτες τον Πέτρο και τον Ιωάννη, για να συμπληρώσουν  το κήρυγμα του Φιλίππου και για να μεταδώσουν το Άγιο Πνεύμα σε όσους είχαν βαπτιστεί)» [Πράξ. 8,14]· άκουσαν τα όσα συνέβησαν στην Αντιόχεια, και στέλνουν τον Βαρνάβα· διότι ήταν μεγάλη η απόσταση μέχρι εκεί και δεν έπρεπε οι απόστολοι στην αρχή να απομακρυνθούν από την Ιουδαία, για να μη νομιστούν σαν φυγάδες και ότι το έκαναν αυτό αποφεύγοντας τους δικούς τους.

     Τότε χωρίζονται αναγκαστικά, όταν πλέον φαίνονταν αθεράπευτα όλα τα σχετικά με αυτούς, όταν πλέον ο πόλεμος κηρύχθηκε εναντίον τους και έπρεπε να εξαφανιστούν, όταν πάρθηκε η απόφαση· διότι εξακολουθούσαν να βρίσκονται οι απόστολοι εκεί, ενόσο ο Παύλος δεν επιχειρούσε να μεταβεί στην Ρώμη. Και εξέρχονται από την Ιουδαία, όχι φοβούμενοι τον πόλεμο, διότι πώς ήταν δυνατό να φανεί αυτό σε εκείνους που επρόκειτο να τους πολεμούν; Και ο πόλεμος δεν κηρύσσεται  εναντίον τους τότε πλέον, όταν πέθαναν οι απόστολοι, και βρίσκει την πραγματοποίησή του εκείνο που λέχθηκε γι’ αυτούς: «Κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν, εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας πάντοτε. ἔφθασε δὲ ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος (:αυτοί μας εμποδίζουν να κηρύξουμε τον λόγο του Θεού στους εθνικούς, για να μη σωθούν και αυτοί. Και τα κάνουν αυτά, για να γεμίσουν μέχρι επάνω το ποτήρι των αμαρτιών τους, με το να αμαρτάνουν πάντοτε και σε κάθε εποχή. Έφθασε όμως επάνω τους η θεία οργή για να επιφέρει το τέλος και την καταστροφή τους)» [Α΄ Θεσ. 2, 16]. Όσο πιο άσημοι λοιπόν ήταν, τόσο περισσότερο έλαμπε η χάρη, που με ασήμαντους ανθρώπους επιτελούσε μεγάλα κατορθώματα. Αλλά ας δούμε από την αρχή τα όσα έχουν λεχθεί.

    Και πρόσεχε ότι σε κατάλληλη στιγμή η ανάγκη της πείνας οδήγησε στην σύσφιξη των σχέσεων με τους εθνικούς με τη βοήθεια που έστειλαν αυτοί προς τους πιστούς των Ιεροσολύμων· διότι δέχθηκαν τα όσα στάλθηκαν από εκείνους, οι οποίοι βέβαια δεν αντιμετώπιζαν με θρήνους τις συμφορές όπως ακριβώς εμείς· αλλά ζούσαν με μεγαλύτερη ασφάλεια, επειδή βρίσκονταν μακριά από εκείνους, που πρόβαλλαν εμπόδια, και ζούσαν ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν φοβούνταν τους Ιουδαίους, πράγμα που βοηθούσε πάρα πολύ στο κήρυγμα. Αλλά και στην Κύπρο μετέβησαν, όπου υπήρχε και μεγάλη ασφάλεια, και ήταν περισσότερη η αμεριμνησία.

      Και δεν περίμεναν αυτοί να ξαπλωθεί η πείνα, αλλά προτού να συμβεί αυτή, έστειλαν τη βοήθειά τους: «τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς(:μετά λοιπόν από την προφητεία αυτή, οι μαθητές, ανάλογα με τους πόρους και τα μέσα που διέθετε ο καθένας, αποφάσισαν να στείλουν καθένας απ’ αυτούς τη συνδρομή του για να βοηθήσουν και να υπηρετήσουν τους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία)» [Πράξ. 11,29].

     Και πρόσεχε ότι στην περίπτωση μεν των αποστόλων, άλλοι αναλαμβάνουν το έργο αυτό, ενώ εδώ ο Παύλος και ο Βαρνάβας. Δεν ήταν και αυτή μικρή φροντίδα, άλλωστε δε και αρχή ήταν και δεν έπρεπε στην αρχή να σκανδαλιστούν. Αλλά σήμερα κανένας δεν το κάνει αυτό, αν και βέβαια υπάρχει πείνα φοβερότερη από εκείνη· διότι δεν είναι το ίδιο το να υπομείνουν όλοι μαζί τη συμφορά, και, ενώ οι περισσότεροι έχουν με αφθονία τα αγαθά, οι φτωχότεροι πεινούν. Τότε μόνο πείνα υπήρχε, και εκείνοι που έδιναν βοήθεια ήταν φτωχοί (διότι λέγει: «ανάλογα με τους πόρους και τα μέσα που διέθετε ο καθένας, αποφάσισαν να στείλουν καθένας απ’ αυτούς τη συνδρομή του για να βοηθήσουν και να υπηρετήσουν τους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία»), ενώ τώρα υπάρχει διπλή πείνα, όπως ακριβώς και η αφθονία των αγαθών είναι διπλή, πείνα φοβερή, πείνα όχι για να ακούσει καθένας τον λόγο του Κυρίου, αλλά για να τραφεί με ελεημοσύνη. Τότε και οι φτωχοί που ζούσαν στην Ιουδαία απόλαυσαν τα αγαθά, και οι Αντιοχείς που έδωσαν χρήματα, και περισσότερο αυτοί από εκείνους· τώρα όμως και εμείς και οι φτωχοί, ζούμε μέσα στην πείνα, από τη μία πλευρά οι φτωχοί στερούμενοι την τροφή, και από την άλλη εμείς που, μην ελεώντας τους φτωχούς,  στερούμαστε το έλεος του Θεού.

   Τίποτε δεν θα μπορούσε να υπάρξει αναγκαιότερο από την τροφή αυτήν. Δεν είναι δυνατό να υποστεί κανείς τα κακά που προέρχονται από τον χορτασμό, δεν είναι δυνατόν να καταλήξει το πλεόνασμα της τροφής αυτής στο αποχωρητήριο. Τίποτε δεν υπάρχει ωραιότερο, τίποτε δεν υπάρχει υγιεινότερο από την ψυχή εκείνη που τρέφεται με την τροφή αυτή· στέκεται πάνω από κάθε ασθένεια, από κάθε πείνα, από κάθε ανωμαλία και δύσκολη κατάσταση· κανένας δεν θα μπορέσει αυτήν να τη νικήσει, αλλά, όπως ακριβώς αδαμάντινο σώμα δεν μπορεί ο σίδηρος να το χαράξει, ούτε τίποτε άλλο, έτσι και η ψυχή, που έχει στερεοποιηθεί από την ελεημοσύνη, τίποτε απολύτως δεν θα μπορέσει να την καταβάλει. Διότι, πες μου, τι θα μπορέσει ποτέ να νικήσει αυτήν; Φτώχεια; Δεν είναι δυνατό· διότι φυλάσσεται μέσα στα βασιλικά ταμεία. Μήπως όμως ληστής και διαρρήκτης; Αλλά εκείνους τους τοίχους κανένας δεν  μπορεί να τους διαρρήξει. Μήπως σκώληκας; Αλλά ο θησαυρός αυτός είναι ανώτερος και από αυτήν την καταστροφή. Μήπως όμως η μοχθηρία και ο φθόνος; Αλλά ούτε από αυτά καταβάλλεται. Αλλά μήπως συκοφαντίες και επιβουλές; Ούτε αυτό· διότι είναι ασύλητος ο θησαυρός αυτός της ελεημοσύνης προς τον άπορο πλησίον μας, ένας θησαυρός που αποθηκεύεται απευθείας στον ουρανό.

 

                               ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

                                επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος