Κυριακή του Τυφλού – Ερμηνεία της Αποστολικής περικοπής από τον Ιερό Χρυσόστομο

                          

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ [: Πράξ.16,11-34]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

   «ναχθέντες ον π τς Τράδος εθυδρομήσαμεν ες Σαμοθρκην, τ δ πιούσ ες Νεάπολιν, κεθέν τε ες Φιλίππους, τις στ πρώτη τς μερίδος τς Μακεδονίας πόλις κολωνία. μεν δ ν ατ τ πόλει διατρίβοντες μέρας τινάς,  τ τε μέρ τν σαββάτων ξήλθομεν ξω τς πόλεως παρ ποταμν ο νομίζετο προσευχ εναι, κα καθίσαντες λαλομεν τας συνελθούσαις γυναιξί. καί τις γυν νόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβομένη τν Θεόν, κουεν, ς Κύριος διήνοιξε τν καρδίαν προσέχειν τος λαλουμένοις π το Παύλου (:από την Τρωάδα πλεύσαμε στο ανοιχτό πέλαγος και ήλθαμε κατευθείαν στη Σαμοθράκη. Και την άλλη μέρα ήλθαμε στη Νεάπολη (:στη σημερινή Καβάλα). Από εκεί ήλθαμε στους Φιλίππους, που είναι η σπουδαιότερη ρωμαϊκή αποικία στην περιφέρεια της Μακεδονίας. 

Παρατείναμε μάλιστα τη διαμονή μας στην πόλη αυτή για μερικές ημέρες.Και την ημέρα του Σαββάτου βγήκαμε έξω από την πόλη σε κάποιο μέρος που ήταν κοντά σ’ ένα ποτάμι και θεωρούνταν τόπος προσευχής των Ιουδαίων. Εκεί καθίσαμε κι ανοίξαμε συνομιλία με τις γυναίκες που είχαν συναχθεί εκεί. Αυτά που λέγαμε εκεί τα άκουγε ιδιαιτέρως κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Λυδία και ήταν έμπορος που πουλούσε πορφύρες (:δηλαδή τα πολυτελή εκείνα υφάσματα που βάφονται με κόκκινο χρώμα). Η γυναίκα αυτή καταγόταν από την πόλη της Μικράς Ασίας Θυάτειρα˙ ήταν προσήλυτη και είχε ευλάβεια στον αληθινό Θεό. Ο Κύριος της άνοιξε τα πνευματικά αισθητήρια του νου και της διήγειρε το πνευματικό ενδιαφέρον, για να προσέχει σε όσα έλεγε ο Παύλος)» [Πράξ.16,11-15].

   Πρόσεχε πάλι τον Παύλο που και από τον χρόνο και από τον τρόπο ενεργεί με τρόπο ιουδαϊκό. «Σε μέρος που θεωρούνταν», λέγει, «τόπος προσευχής»· διότι δεν προσεύχονταν μόνο όπου υπήρχε συναγωγή, αλλά και έξω από αυτήν, ξεχωρίζοντας κατά κάποιον τρόπο έναν τόπο, καθόσον οι Ιουδαίοι απέδιδαν περισσότερη προσοχή στα σωματικά. «Κατά την ημέρα του Σαββάτου», κατά την οποία φυσικό ήταν να συγκεντρωθεί πλήθος.

    «Αυτά που λέγαμε εκεί τα άκουγε ιδιαιτέρως κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Λυδία και ήταν έμπορος που πουλούσε πορφύρες. Η γυναίκα αυτή καταγόταν από την πόλη της Μικράς Ασίας Θυάτειρα˙ ήταν προσήλυτη και είχε ευλάβεια στον αληθινό Θεό. Ο Κύριος της άνοιξε τα πνευματικά αισθητήρια του νου και της διήγειρε το πνευματικό ενδιαφέρον, για να προσέχει σε όσα έλεγε ο Παύλος». Το μεν άνοιγμα λοιπόν της καρδιάς της ήταν έργο του Θεού, το να προσέχει όμως τα λεγόμενα ήταν θέληση αυτής· επομένως αυτό ήταν και θείο και ανθρώπινο έργο.

   «ς δ βαπτίσθη κα οκος ατς, παρεκάλεσε λέγουσα· ε κεκρίκατέ με πιστν τ Κυρί εναι, εσελθόντες ες τν οκόν μου μείνατε· κα παρεβιάσατο μς (:αφού λοιπόν βαπτίσθηκε αυτή και η οικογένειά της, μας παρακάλεσε λέγοντας: Εάν έχετε σχηματίσει για μένα την πεποίθηση και με έχετε κρίνει πιστή στον Κύριο, ελάτε να μείνετε στο σπίτι μου. Και με επίμονες παρακλήσεις μας ανάγκασε να μείνουμε στο σπίτι της)» [Πράξ. 16,15]. «Μόλις βαπτίστηκε», λέγει, «αυτή και η οικογένειά της». Πρόσεχε πάλι την έλλειψη υπερηφάνειας. Γυναίκα είναι αυτή ταπεινή και γίνεται φανερό από την τέχνη της· αλλά πρόσεχε την αρετή αυτής· διότι σαν πρώτη μαρτυρία γι' αυτήν έδωσε αυτήν, το ότι σεβόταν τον Θεό, έπειτα το ότι αυτή προσκάλεσε τους Αποστόλους. Πρόσεχε επίσης πώς τους έπεισε όλους· έπειτα πρόσεχε σύνεση, πώς παρακαλεί τους Αποστόλους, από πόση ταπεινοφροσύνη είναι γεμάτα τα λόγια της, από πόση σοφία. «Εάν κρίνατε», λέγει, «ότι είμαι πιστή στον Κύριο». Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μπορεί να συγκινήσει τόσο. Ποιον δεν θα μαλάκωναν τα λόγια αυτά; Δεν το ζήτησε απλώς επίμονα, δεν τους παρακάλεσε, δεν το άφησε στη διάθεσή τους, αλλά και τους εξανάγκασε υπερβολικά με επίμονες παρακλήσεις· διότι αυτό σημαίνει το «παρεβιάσατο μς»· δηλαδή με αυτά τα λόγια.

    Πρόσεχε πως αμέσως καρποφορεί και θεωρεί μεγάλο κέρδος την κλήση. «Το ότι με κρίνατε πιστή γίνεται φανερό από το ότι μου εμπιστευθήκατε τέτοια μυστήρια, τα οποία δεν θα ήταν δυνατό να μου τα εμπιστευτείτε, εάν δεν με κρίνατε κατάλληλη». Και δεν τόλμησε πριν από αυτό να τους προσκαλέσει, αλλά όταν βαπτίστηκε, κάνοντας φανερό από αυτό, ότι δεν θα ήταν δυνατό αλλιώς να τους πείσει. Γιατί όμως δεν ήθελαν αυτοί που συνόδευαν τον Παύλο, αλλά πρόβαλλαν άρνηση, ώστε να εξαναγκαστούν αυτοί;  Ή για να παρακινήσουν εκείνη να δείξει μεγαλύτερη προθυμία, ή επειδή είπε ο Χριστός: «ες ν δ᾿ ν πόλιν κώμην εσέλθητε, ξετάσατε τίς ν ατ ξιός στι, κκε μείνατε ως ν ξέλθητε (:σε όποια λοιπόν πόλη ή χωριό πάτε, εξετάστε ποιος από τους κατοίκους της έχει καλή υπόληψη και είναι άξιος να σας φιλοξενήσει. Και μείνετε μόνο στο δικό του το σπίτι, μέχρι να αναχωρήσετε απ’ την πόλη εκείνη)» [Ματθ.10,11]. Ώστε όλα τα έκαναν σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού.

     «Μόλις λοιπόν βαπτίστηκε», λέγει, «τους παρακάλεσε και τους είπε· εάν με κρίνατε πιστή». Πρόσεχε: και βαπτίζεται και υποδέχεται τους Αποστόλους με τόσες παρακλήσεις, με περισσότερες από ό,τι ο Αβραάμ. Και δεν ανέφερε καμία άλλη απόδειξη αλλά εκείνη με την οποία σώθηκε· δεν είπε: «εάν με κρίνατε σπουδαία γυναίκα, εάν με κρίνατε ευλαβή»· αλλά τι; «Εάν με κρίνατε πιστή στον Κύριο»· «εάν για τον Κύριο, πολύ περισσότερο για σας, εάν δεν έχετε αμφιβολίες». Και δεν είπε: «κοντά μου», αλλά «μείνατε στην οικία μου», για να δείξει ότι αυτό το έκανε με μεγάλη προθυμία. Πραγματικά ήταν πιστή η γυναίκα.

    «᾿Εγνετο δ πορευομνων μν ες προσευχν παιδσκην τιν χουσαν πνεμα πθωνος παντσαι μν, τις ργασαν πολλν παρεχε τος κυροις ατς μαντευομνη (:κάποια μέρα, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της προσευχής, συνέβη να μας συναντήσει μια νεαρή δούλη που είχε καταληφθεί από πονηρό μαντικό πνεύμα και απέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της· διότι με τις μαντείες της φανέρωνε τα άγνωστα και πληρωνόταν γι’ αυτό). Ατη κατακολουθσασα τ Παλ κα τ Σλ κραζε λγουσα· οτοι ο νθρωποι δολοι το Θεο το ψστου εσν, οτινες καταγγλλουσιν μν δν σωτηρας (:Αυτή ακολούθησε από πίσω τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε λέγοντας: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε’’)» [Πράξ.16, 16-17].

    Άραγε όμως ποιος είναι αυτός ο δαίμονας που είχε κυριεύσει τη νεαρή δούλη; Λέγει γι’ αυτήν το ιερό κείμενο: «χουσαν πνεμα πθωνος (:που είχε καταληφθεί από πονηρό μαντικό πνεύμα)»· από τον τόπο έτσι ονομάζεται. Βλέπεις ότι και ο Απόλλωνας είναι δαίμονας; [:ο «θεός» Απόλλωνας των αρχαίων Ελλήνων ονομαζόταν επίσης και Πύθιος]. Και επειδή ήθελε να τους βάλει μέσα σε πειρασμούς, με σκοπό να τους παρακινήσει περισσότερο, την παρακίνησε να λέει αυτά.

     «Ατη κατακολουθσασα τ Παλ κα τ Σλ κραζε λγουσα· οτοι ο νθρωποι δολοι το Θεο το ψστου εσν, οτινες καταγγλλουσιν μν δν σωτηρας (:αυτή ακολούθησε από πίσω τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε λέγοντας: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε’’)». Μιαρέ και παμμίαρε δαίμονα! Εάν λοιπόν γνωρίζεις ότι κηρύττουν οδό σωτηρίας, γιατί δεν θαυμάζεις και δεν αλλάζεις γνώμη με την θέλησή σου; Αλλά εκείνο ακριβώς που ο Σίμων ο μάγος ήθελε λέγοντας: «Δότε κμο τν ξουσίαν ταύτην, να ἐὰν πιθ τς χερας λαμβάν Πνεμα γιον (:δώστε και σε μένα την εξουσία και τη δύναμη αυτή, ώστε σε όποιον βάζω επάνω του τα χέρια μου να λαμβάνει Πνεύμα Άγιο)» [Πράξ.8,19], αυτό και αυτός έκανε· επειδή τους είδε να παρουσιάζουν στο κήρυγμα πρόοδο, υποκρίνεται εδώ, διότι με τον τρόπο αυτό ήλπισε να παραμείνει αυτός στο σώμα του κοριτσιού αν θα κηρύξει αυτά.

    Εάν όμως δεν ταιριάζει να εκφωνείται τέτοια υμνητική μαρτυρία εκ μέρους ενός ανθρώπου[βλ. Σοφ. Σειράχ 15,9: «Οχ ραος ανος ν στόματι μαρτωλο, τι ο παρ Κυρίου πεστάλη (:δεν ταιριάζει και ούτε ενθρονίζεται ωραίος ύμνος στο στόμα του αμαρτωλού. Τέτοιος ύμνος δεν του έχει αποσταλεί από τον Κύριο)»], πολύ περισσότερο δεν είναι ωραία εκείνη που γίνεται εκ μέρους του δαίμονα. Εάν ο Χριστός δεν αποδέχεται τη μαρτυρία εκ μέρους ανθρώπων, ούτε από τον Ιωάννη, πολύ περισσότερο δεν την αποδέχεται από δαίμονα· διότι το κήρυγμα δεν είναι έργο ανθρώπων, αλλά του άγιου Πνεύματος.

    Επειδή λοιπόν κραύγαζε το δαιμόνιο μέσα στο κορίτσι και η ενέργειά του αυτή ήταν αλαζονική, νόμισε ότι με την κραυγή θα προξενήσει κατάπληξη, λέγοντας: «οτοι ο νθρωποι δολοι το Θεο το ψίστου εσίν, οτινες καταγγέλλουσιν μν δν σωτηρίας (:αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε)» [Πράξ.16,17]

   Γιατί τέλος πάντων ο μεν δαίμονας έλεγε αυτά μέσα από το στόμα του κοριτσιού αυτού στο οποίο είχε εισέλθει το πονηρό πνεύμα, ο δε Παύλος τον εμπόδισε; Και εκείνος ενεργούσε, όπως είπαμε, με κακουργία, αλλά και ο Παύλος με σύνεση· διότι ήθελε να κάνει αυτόν να μην είναι αξιόπιστος· καθόσον αν ο Παύλος αποδεχόταν την μαρτυρία του, θα εξαπατούσε πολλούς από τους πιστούς, εφόσον δέχθηκε την μαρτυρία από το δαιμόνιο· γι’ αυτό ανέχεται να πει αυτός τα όσα είχαν σχέση με τους αποστόλους Παύλο και Σίλα, για να σταθεροποιήσει τα όσα ήταν υπέρ αυτού, και ο ίδιος δείχνει συγκατάβαση προς την απώλεια. Στην αρχή λοιπόν δεν αποδέχθηκε την μαρτυρία ο Παύλος, αλλά αδιαφόρησε γι’ αυτήν, μη θέλοντας να καταφύγει στην επιτέλεση θαύματος, όταν όμως επέμενε να κάνει αυτό πει πολλές μέρες και φανέρωσε το έργο αυτών λέγοντας: «Οτοι ο νθρωποι δολοι το Θεο το ψίστου εσίν, οτινες καταγγέλλουσιν μν δν σωτηρίας(:αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε)» [Πράξ.16, 17], τότε διέταξε το δαιμόνιο να εξέλθει:

    «Τοτο δ ποίει π πολλς μέρας. διαπονηθες δ Παλος κα πιστρέψας τ πνεύματι επε· παραγγέλλω σοι ν τ νόματι ησο Χριστο ξελθεν π᾿ ατς. κα ξλθεν ατ τ ρ (:και αυτό το έκανε για πολλές ημέρες, όχι βέβαια με καλό σκοπό, αλλά το μαντικό πνεύμα επεδίωκε να ελκύσει πάνω του την απεριόριστη εμπιστοσύνη του λαού και να την εκμεταλλευθεί τελικά με δολιότητα και πανουργία. Αγανακτώντας λοιπόν ο Παύλος στράφηκε πίσω προς τη δούλη αυτή που τον ακολουθούσε και είπε προς το πνεύμα: ‘’Σε διατάζω, επικαλούμενος το όνομα του Ιησού Χριστού, να βγεις απ’ αυτήν’’. Και πραγματικά την ίδια στιγμή το πονηρό πνεύμα βγήκε)» [Πράξ.16,18].

   Τι σημαίνει: «διαπονηθες Παλος»; Αντιλήφθηκε, λέει, την κακουργία του δαίμονα, καθώς και ο ίδιος λέει αλλού: «να μ πλεονεκτηθμεν π το σαταν· ο γρ ατο τ νοήματα γνοομεν (:για να μη νικηθούμε με απάτη από τον σατανά· και λέω ‘’απάτη του σατανά’’, διότι γνωρίζουμε τις δόλιες επινοήσεις του)» [Β’ Κορ. 2,11].

   «δόντες δ ο κύριοι ατς τι ξλθεν λπς τς ργασίας ατν, πιλαβόμενοι τν Παλον κα τν Σίλαν ελκυσαν ες τν γορν π τος ρχοντας  κα προσαγαγόντες ατος τος στρατηγος επον· οτοι ο νθρωποι κταράσσουσιν μν τν πόλιν ουδαοι πάρχοντες κα καταγγέλλουσιν θη οκ ξεστιν μν παραδέχεσθαι οδ ποιεν ωμαίοις οσι (:όταν όμως είδαν τα αφεντικά της ότι έφυγε μαζί με το δαιμόνιο και η ελπίδα της κερδοφόρου εργασίας και επιχειρήσεώς τους, συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στους άρχοντες. Και αφού τους οδήγησαν μπροστά στους στρατηγούς είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι ταραξίες Ιουδαίοι και προκαλούν ταραχές στην πόλη μας. Κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα που δεν επιτρέπεται σε μας που είμαστε Ρωμαίοι να τα παραδεχόμαστε και πολύ περισσότερο να τα τηρούμε και να τα εφαρμόζουμε’’)» [Πράξ.16, 19-21].

   Παντού τα χρήματα είναι αίτια των κακών. Πω, πω μέγεθος απανθρωπιάς! Ήθελαν το κορίτσι να διατελεί κάτω από την εξουσία του δαίμονα, ώστε να κερδίζουν αυτοί χρήματα. «Κα προσαγαγντες ατος τος στρατηγος επον· οτοι ο νθρωποι κταρσσουσιν μν τν πλιν (:και αφού τους οδήγησαν μπροστά στους στρατηγούς είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι ταραξίες και προκαλούν ταραχές στην πόλη μας)». Εκείνοι δηλαδή έλεγαν για τον Παύλο και τον Σίλα ότι «διαταράσσουν την πόλη μας», ενώ το δαιμόνιο που είχε καταλάβει τη νεαρή δούλη έλεγε ότι «καταγγλλουσιν μν δν σωτηρας(:κηρύττουν σε εμάς οδό σωτηρίας)»· «ουδαοι πάρχοντες(:είναι ταραξίες Ιουδαίοι)», λέει · τόσο πολύ αυτό το όνομα έχει συκοφαντηθεί.

   «κα καταγγέλλουσιν θη οκ ξεστιν μν παραδέχεσθαι οδ ποιεν ωμαίοις οσι (:κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα που δεν επιτρέπεται σε μας που είμαστε Ρωμαίοι να τα παραδεχόμαστε και πολύ περισσότερο να τα τηρούμε και να τα εφαρμόζουμε)» [Πράξ. 16,21]. Πρόσεχε που αυτοί ούτε στον δαίμονα προσέχουν, αλλά σε ένα και μόνο αποβλέπουν· στη φιλαργυρία. Τι έκαναν οι δύο απόστολοι; Ενέργειες ενάντια στους Ρωμαίους; Γιατί λοιπόν δεν τους στείλατε στους στρατηγούς πριν από την εκδίωξη του πονηρού μαντικού πνεύματος από τη νεαρή σας δούλη;

    Παρουσίασαν λοιπόν το πράγμα σαν θέμα έσχατης προδοσίας. Γιατί δεν είπαν ότι έβγαλαν από μέσα της τον δαίμονα, ότι ασέβησαν προς τον Θεό, αλλά παρουσιάζουν το πράγμα σαν εσχάτη προδοσία; Αυτό ήταν μια αιτία γι’ αυτούς προκειμένου να συλλάβουν και να εκδικηθούν και να απομακρύνουν έτσι τους δύο αποστόλους που είχαν εκδιώξει το κερδοφόρο γι΄αυτούς δαιμόνιο. Το ίδιο έλεγαν και στην  περίπτωση του Χριστού, ότι ενεργούσε τάχα ενάντια στην εξουσία των Ρωμαίων και θα προκαλούσε αυτό αντίποινα σε βάρος των Ιουδαίων.

     «Κα συνεπστη χλος κατ᾿ ατν(:τότε ο όχλος που είχε μαζευτεί εκεί ξεσηκώθηκε εναντίον τους)» [Πράξ.16,22]. Πω, πω, μέγεθος παραλογισμού! Δεν τους εξέτασαν, δεν τους επέτρεψαν να μιλήσουν· αν και βέβαια, εφόσον έγινε τέτοιο θαύμα, έπρεπε να τους προσκυνήσουν, έπρεπε να τους θεωρήσουν σαν ευεργέτες· διότι αν θέλατε χρήματα, γιατί, ενώ βρήκατε τέτοιον πλούτο, δεν τρέξατε προς αυτόν; Αυτός τους κάνει λαμπρότερους, το να μπορούν δηλαδή να απομακρύνουν τα δαιμόνια, παρά το να πείθονται σε αυτούς. Να και θαύματα, αλλά η φιλοχρηματία υπερίσχυσε.

   «Κα ο στρατηγο περιῤῥήξαντες ατν τ μάτια κέλευον αβδίζειν πολλάς τε πιθέντες ατος πληγς βαλον ες φυλακήν, παραγγείλαντες τ δεσμοφύλακι σφαλς τηρεν ατούς (:και οι στρατηγοί ξέσχισαν τα ρούχα των δύο αποστόλων και διέταξαν να τους ραβδίσουν, γυμνούς όπως ήταν, μπροστά σε όλο εκείνο το πλήθος. Και αφού τους έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή, δίνοντας στον δεσμοφύλακα την  εντολή να τους φρουρεί ασφαλισμένους καλά, για να μην δραπετεύσουν)» [Πράξ. 16, 22-23]. Ίσως οι στρατηγοί να το έκαναν αυτό θέλοντας να εμποδίσουν την φασαρία. Επειδή είδαν το πλήθος συγκεντρωμένο, με τα μεν χτυπήματα ήθελαν κατ’ αρχή να σταματήσουν τον θυμό τους, με το να τους βάλουν όμως στην φυλακή και να δώσουν εντολή να τους φυλάσσουν καλά, ήθελαν και να λάβουν γνώση για το όλο το θέμα με όποια ομολογία των αποστόλων κατάφερναν έτσι να τους αποσπούσαν.

   Πρόσεξε όμως ότι οι δύο απόστολοι δεν αποκρίνονται ούτε και απολογούνται, για να γίνουν άξιοι μεγαλύτερου θαύματος· διότι λέει ο Παύλος σε κάποια του επιστολή: «διστα ον μλλον καυχήσομαι ν τας σθενείαις μου, να πισκηνώσ π᾿ μ δύναμις το Χριστο. δι εδοκ ν σθενείαις, ν βρεσιν, ν νάγκαις, ν διωγμος, ν στενοχωρίαις, πρ Χριστο· ταν γρ σθεν, τότε δυνατός εμι (:με πολλή ευχαρίστηση θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού. Γι' αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού· διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός, εφόσον τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)» [Β’Κορ.12,9-10].

   «ς παραγγελίαν τοιαύτην εληφς βαλεν ατος ες τν σωτέραν φυλακν κα τος πόδας ατν σφαλίσατο ες τ ξύλον (:και ο δεσμοφύλακας, εφόσον είχε πάρει τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο βαθύ διαμέρισμα της φυλακής και έδεσε σφιχτά τα πόδια τους στο τιμωρητικό όργανο που λεγόταν ‘’ξύλο’’, για να μην μπορούν πλέον οι απόστολοι, ούτε στο ελάχιστο να μετακινηθούν)» [Πράξ.16,24], όπως θα μπορούσε να πει κάποιος τον «νέρβο» [:δηλαδή το ξύλινο όργανο στο οποίο έδεναν τους φυλακισμένους]. Πρόσεχε ότι και ο δεσμοφύλακας πάλι τους έβαλε στην πιο βαθιά φυλακή και αυτό από θεία οικονομία· διότι, επειδή επρόκειτο να γίνει μεγάλο θαύμα, κρίνεται κατάλληλος για την ακρόαση ο τόπος που ήταν έξω από την πόλη, που ήταν απαλλαγμένος από πειρασμούς και κινδύνους. Επίσης, όσο περισσότερο προσεκτική και αυστηρή γίνεται η φρούρηση, τόσο λαμπρότερο γίνεται το θαύμα.  

    Για πόσα δάκρυα είναι άξια τα όσα συμβαίνουν σήμερα; Εκείνοι μεν έπαθαν όλα εκείνα που έπαθαν για την ομολογία της πίστης τους προς τον Χριστό, εμείς όμως τα παθαίνουμε κάνοντας απολαυστική ζωή, τα παθαίνουμε μέσα στα θέατρα. Γι’ αυτό και οδηγούμαστε στην απώλεια, και καταποντιζόμαστε μέσα στην κακία, ζητώντας παντού να βρούμε άνεση, και δεν ανεχόμαστε να λυπηθούμε για χάρη του Χριστού ούτε απλώς δεχόμενοι κάποιο χλευασμό, ούτε και ένα λόγο μόνο.

     Αυτά ας υπενθυμίζουμε παρακαλώ, συνέχεια στον εαυτό μας, τα όσα έπαθαν οι απόστολοι για τον Χριστό, τα όσα υπέμειναν, πως δεν θορυβούνταν, πως δεν σκανδαλίζονταν. Το έργο του Θεού εκτελούσαν και πάθαιναν αυτά. Δεν έλεγαν: «γιατί κηρύττουμε τον λόγο του Θεού και δεν μας προστατεύει ο Θεός;». Αλλά και αυτό τους ωφελούσε, και χωρίς τη βοήθειά Του, με αυτό ακριβώς το πράγμα τούς έκανε πιο δυνατούς, πιο ισχυρούς, πιο ατρόμητους.  Λέγει ο Παύλος σε επιστολή του: «ο μόνον δέ, λλ κα καυχώμεθα ν τας θλίψεσιν, εδότες τι θλψις πομονν κατεργάζεται (:δεν καυχιόμαστε μόνο για τη δόξα που ελπίζουμε, αλλά καυχιόμαστε και για τις θλίψεις· διότι γνωρίζουμε ότι η θλίψη παράγει σιγά-σιγά ως μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή και η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό. Και η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει, διότι η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, στον οποίο ελπίζουμε, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε ως αρραβώνας της ελπίδας μας)» [Ρωμ.5,3-4].

      Ας μην επιδιώκουμε λοιπόν την μαλθακή και την γεμάτη από απολαύσεις ζωή· διότι όπως ακριβώς εδώ είναι διπλό το καλό, διότι και ισχυροί γίνονται οι αγωνιζόμενοι για την αρετή, και οι μισθοί είναι μεγάλοι, έτσι και εκεί είναι διπλό το κακό, διότι και πιο μαλθακοί γίνονται και κανενός καλού πρόξενοι δεν γίνονται αλλά κακού. Διότι τίποτε δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο άχρηστο από άνθρωπο που περνά όλη του την ζωή μέσα στην άνεση και τη γεμάτη από απολαύσεις ζωή· «διότι», λέει μια παροιμία, «άνδρας απείραστος και αδοκίμαστος είναι άχρηστος όχι μόνο στους αγώνες αυτούς, αλλά και σε όλους γενικά τους άλλους». Η άνεση είναι άχρηστο πράγμα, και μέσα στην ίδια τη ζωή τη γεμάτη από απολαύσεις τίποτε δεν είναι τόσο βλαβερό, όσο η ίδια η απόλαυση· διότι είναι βαρετή. Ούτε από τα φαγητά η ηδονή είναι τόσο μεγάλη, ούτε από την άνεση, αλλά όλα εξαφανίζονται και χάνονται.

    Ας μην την επιζητούμε λοιπόν αυτήν· διότι εάν θελήσουμε να εξετάσουμε ποιος ζει περισσότερο ευχάριστα, εκείνος που κοπιάζει και ταλαιπωρείται ή εκείνος που κάνει τρυφηλή ζωή, θα διαπιστώσουμε αυτόν μάλλον που κοπιάζει· διότι καταρχήν μεν το ίδιο το σώμα αυτού που κάνει τρυφηλή ζωή είναι άτονο και πλαδαρό, έπειτα και οι αισθήσεις του σώματός του δεν είναι καθαρές, ούτε υγιείς, αλλά αποχαυνωμένες και μαλθακές· και εφόσον λοιπόν και αυτές δεν είναι υγιείς, ούτε της υγείας η ηδονή φαίνεται.

«Κατ δ τ μεσονύκτιον Παλος κα Σίλας προσευχόμενοι μνουν τν Θεόν· πηκροντο δ ατν ο δέσμιοι  φνω δ σεισμς γένετο μέγας, στε σαλευθναι τ θεμέλια το δεσμωτηρίου, νεχθησάν τε παραχρμα α θύραι πσαι κα πάντων τ δεσμ νέθη ξυπνος δ γενόμενος δεσμοφύλαξ κα δν νεγμένας τς θύρας τς φυλακς, σπασάμενος μάχαιραν μελλεν αυτν ναιρεν, νομίζων κπεφευγέναι τος δεσμίους φώνησε δ φων μεγάλ Παλος λέγων· μηδν πράξς σεαυτ κακόν· παντες γάρ σμεν νθάδε (:γύρω στα μεσάνυχτα ο Παύλος και ο Σίλας, σαν να μην τους είχε συμβεί τίποτε και σαν να μην αισθάνονταν κανένα πόνο, έψαλλαν ύμνους προς τον Θεό. Τους άκουγαν μάλιστα και οι άλλοι φυλακισμένοι. Και ξαφνικά έγινε τόσο μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής· και άνοιξαν τη στιγμή εκείνη όλες οι θύρες, και λύθηκαν όλων των φυλακισμένων οι αλυσίδες, με τις οποίες ήταν δεμένοι. Στο μεταξύ ξύπνησε ο δεσμοφύλακας, και μόλις είδε ανοιχτές τις θύρες της φυλακής, τράβηξε το μαχαίρι του έτοιμος να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι και συνεπώς θα του επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου. Για να μη θιγεί η αξιοπρέπειά του λοιπόν, θεώρησε προτιμότερο να αυτοκτονήσει, παρά να θανατωθεί με το στίγμα της καταδίκης. Όμως ο Παύλος τού φώναξε με δυνατή φωνή: ‘’Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Είμαστε όλοι εδώ. Δεν πρόκειται να σου ζητηθούν ευθύνες και να τιμωρηθείς’’)» [Πραξ.16,25-28].

     Τι θα μπορούσε να υπάρξει ισάξιο με τις ψυχές αυτές; Μαστιγώθηκαν, δέχθηκαν πολλά χτυπήματα, κινδύνεψαν μέχρι θανάτου, ήταν δεμένοι στο ξύλο και κλεισμένοι μέσα στην πιο βαθιά φυλακή, και όμως ούτε και έτσι μπορούσαν να ησυχάζουν, αλλά έμεναν ξάγρυπνοι όλη τη νύχτα προσευχόμενοι. Βλέπετε πόσο μεγάλο αγαθό είναι η θλίψη; Εμείς όμως ούτε, και ενώ είμαστε ξαπλωμένοι σε απαλά στρώματα,  δεν φοβόμαστε καθόλου, αλλά όλη την νύχτα κοιμόμαστε. Ίσως γι’ αυτό να ξαγρυπνούσαν ψάλλοντας όλη τη νύχτα, επειδή βρισκόταν μέσα σε αυτές τις δυσκολίες. Δεν τους κυρίευσε η τυραννική εξουσία του ύπνου, δεν τους λύγισε ο ανυπόφορος πόνος, δεν τους οδήγησε σε απορία ο φόβος, αλλά ακριβώς αυτά τα ίδια ήταν εκείνα που τους προξενούσαν μεγαλύτερη διέγερση, και τους γέμιζαν από πολλή πνευματική ηδονή, επειδή τα έπασχαν για τον Χριστό.

        «φνω δ σεισμς γένετο μέγας, στε σαλευθναι τ θεμέλια το δεσμωτηρίου, νεχθησάν τε παραχρμα α θύραι πσαι κα πάντων τ δεσμ νέθη (:Και ξαφνικά έγινε τόσο μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής˙ και άνοιξαν τη στιγμή εκείνη όλες οι θύρες και λύθηκαν όλων των φυλακισμένων οι αλυσίδες, με τις οποίες ήταν δεμένοι)» [Πράξ.16,26]. Έγινε σεισμός ώστε να ξυπνήσει και ο δεσμοφύλακας και οι θύρες άνοιξαν, ώστε να θαυμάσει το γεγονός. Αυτά οι φύλακες δεν τα έβλεπαν· διότι αλλιώς θα έφευγαν όλοι.

     «ξυπνος δ γενόμενος δεσμοφύλαξ κα δν νεγμένας τς θύρας τς φυλακς, σπασάμενος μάχαιραν μελλεν αυτν ναιρεν, νομίζων κπεφευγέναι τος δεσμίους  φώνησε δ φων μεγάλ Παλος λέγων· μηδν πράξς σεαυτ κακόν· παντες γάρ σμεν νθάδε (:στο μεταξύ ξύπνησε ο δεσμοφύλακας, και μόλις είδε ανοιχτές τις θύρες της φυλακής, τράβηξε το μαχαίρι του έτοιμος να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι και συνεπώς θα του επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου. Για να μη θιγεί η αξιοπρέπειά του λοιπόν, θεώρησε προτιμότερο να αυτοκτονήσει, παρά να θανατωθεί με το στίγμα της καταδίκης. Όμως ο Παύλος του φώναξε με δυνατή φωνή: “Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Είμαστε όλοι εδώ. Δεν πρόκειται να σου ζητηθούν ευθύνες και να τιμωρηθείς”)» [Πράξ.16,27-28].

     Ο δεσμοφύλακας έμεινε κατάπληκτος από την ανδρεία του Παύλου και του Σίλα, διότι αν και μπορούσε να φύγει, δεν έφυγε και διότι τον εμπόδισε να αυτοκτονήσει.

      «Ατήσας δ φτα εσεπήδησε, κα ντρομος γενόμενος προσέπεσε τ Παύλ κα τ Σίλ  κα προαγαγν ατος ξω φη· κύριοι, τί με δε ποιεν να σωθ; (:μετά λοιπόν απ’ αυτό ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα και πήδησε μέσα στη φυλακή. Και όταν αντιλήφθηκε το θαύμα και σκέφτηκε ότι είχε κακομεταχειριστεί τους δούλους αυτούς του Θεού, κυριεύτηκε από τρόμο και έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Έπειτα, αφού τους έβγαλε έξω στην αυλή της φυλακής, τους είπε: ‘’Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να αποκτήσω κι εγώ τη σωτηρία που κηρύττετε;’’ )» [Πράξ.16,29-30].

      Είδες πώς τον συνάρπασε το θαύμα; «Ο δ επον· πίστευσον π τν Κύριον ησον Χριστόν, κα σωθήσ σ κα οκός σου  κα λάλησαν ατ τν λόγον το Κυρίου κα πσι τος ν τ οκί ατο (:και αυτοί του απάντησαν: ‘’Πίστεψε στον Ιησού Χριστό ως μόνο Λυτρωτή και υπέρτατο Κύριο, και θα σωθείς και εσύ και όλη η οικογένειά σου. Και άρχισαν τότε να αναπτύσσουν σε αυτόν και σε όλους όσους ήταν στο σπίτι του τις θεμελιώδεις αλήθειες της διδασκαλίας του Κυρίου’’)» [Πράξ.16,31-32]. Εσύ θαύμασε όμως περισσότερο και τη φιλανθρωπία του Παύλου, την οποία και επέδειξε αμέσως στον δεσμοφύλακα όχι μόνο με το να τον απαλλάξει από την απόγνωση για το βάρος των ευθυνών του εάν έφευγαν οι κρατούμενοι, αλλά και επειδή κήρυξε αμέσως τον λόγο του Κυρίου σε αυτόν, ευθύς μόλις του το ζήτησε.

   «Κα παραλαβν ατος ν κείν τ ρ τς νυκτς λουσεν π τν πληγν, κα βαπτίσθη ατς κα ο ατο πάντες παραχρμα ναγαγών τε ατος ες τν οκον ατο παρέθηκε τράπεζαν, κα γαλλιάσατο πανοικ πεπιστευκς τ Θε (:τότε ο δεσμοφύλακας τούς πήρε μαζί του την ίδια εκείνη ώρα της νύχτας, τους έλουσε από τα αίματα που είχαν τρέξει από τα τραύματα των ραβδισμών και αμέσως βαπτίστηκε και αυτός και όλοι οι δικοί του. Και αφού τους ανέβασε στο σπίτι του, τους ετοίμασε τραπέζι και αισθάνθηκε μεγάλη χαρά μαζί με όλη του την οικογένεια˙ και η αιτία της χαράς του αυτής ήταν το ότι είχε πιστέψει στον Θεό)» [Πράξ.16,33-34]. Έπλυνε αυτούς αμείβοντάς τους κατά κάποιο τρόπο για το καλό που του έκαναν και για να τους τιμήσει με όσα έκανε.

     «μέρας δ γενομένης πέστειλαν ο στρατηγο τος αβδούχους λέγοντες· πόλυσον τος νθρώπους κείνους (:όταν ξημέρωσε, έστειλαν οι στρατηγοί τους υπασπιστές και ραβδούχους τους στον δεσμοφύλακα και του είπαν: ‘’Απόλυσε από τη φυλακή τους ανθρώπους εκείνους’’)» [Πράξ. 16,35]. Έμαθαν ίσως οι στρατηγοί το γεγονός και δεν τολμούσαν από μόνοι τους να τους απολύσουν.

      «πήγγειλε δ δεσμοφύλαξ τος λόγους τούτους πρς τν Παλον, τι πεστάλκασιν ο στρατηγο να πολυθτε. νν ον ξελθόντες πορεύεσθε ν ερήν   δ Παλος φη πρς ατούς· δείραντες μς δημοσί κατακρίτους, νθρώπους ωμαίους πάρχοντας, βαλον ες φυλακήν· κα νν λάθρ μς κβάλλουσιν; ο γάρ, λλ λθόντες ατο μς ξαγαγέτωσαν  νήγγειλαν δ τος στρατηγος ο αβδοχοι τ ήματα τατα· κα φοβήθησαν κούσαντες τι ωμαοί εσι κα λθόντες παρεκάλεσαν ατούς, κα ξαγαγόντες ρώτων ξελθεν τς πόλεως   ξελθόντες δ κ τς φυλακς εσλθον πρς τν Λυδίαν, κα δόντες τος δελφος παρεκάλεσαν ατος κα ξλθον (:τότε ο δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά στον Παύλο και του είπε ότι ‘’έστειλαν οι στρατηγοί ανθρώπους και διέταξαν να αφεθείτε ελεύθεροι. Τώρα λοιπόν βγείτε από τη φυλακή και πηγαίνετε στο καλό. Ας είναι μαζί σας ειρήνη’’. Ο Παύλος όμως είπε μέσω του δεσμοφύλακα στους ραβδούχους: ‘’Μας έδειραν οι στρατηγοί σας δημόσια, χωρίς να μας περάσουν από δίκη, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, και μας έριξαν στη φυλακή. Και τώρα μας βγάζουν από τη φυλακή λαθραία; Όχι βέβαια, δεν θα βγούμε καθόλου από εδώ. Ας έλθουν αυτοπροσώπως και ας μας βγάλουν οι ίδιοι’’. Τότε οι ραβδούχοι μετέφεραν στους στρατηγούς τα λόγια αυτά: Και οι στρατηγοί, όταν άκουσαν ότι ο Παύλος και ο Σίλας ήταν Ρωμαίοι, φοβήθηκαν. Διότι επιβάλλονταν βαρύτατες ποινές σε κάθε άνθρωπο που θα κακομεταχειριζόταν Ρωμαίο πολίτη.  Ήλθαν τότε εκεί οι στρατηγοί και τους παρακάλεσαν να βγουν από τη φυλακή. Κι αφού τους έβγαλαν, τους παρακαλούσαν να φύγουν από την πόλη.  Όταν λοιπόν οι δύο αυτοί απόστολοι βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί, αφού είδαν τους αδελφούς, τους προέτρεψαν να μένουν σταθεροί στο ευαγγέλιο και έφυγαν)» [Πράξ.16, 36-40].

     Αν και οι στρατηγοί τους ειδοποίησαν να εξέλθουν, όμως ο Παύλος δεν εξέρχεται ίσως για χάρη της Λυδίας και των άλλων αδελφών, ή και για να φοβίσει αυτούς, για να μην νομιστεί ότι έχουν απολυθεί, και για να δώσουν θάρρος στους άλλους. Τριπλό, αγαπητοί ήταν το αδίκημα, και ότι ήταν Ρωμαίοι πολίτες, και ότι δεν δικάστηκαν και ότι τους έβαλαν στη φυλακή δημόσια.

       Βλέπεις ότι πολλά γίνονταν από αυτούς και με τις δικές τους τις ανθρώπινες δυνάμεις. Ας συγκρίνουμε προς εκείνη την νύχτα αυτές τις νύχτες, κατά τις οποίες συμβαίνουν γλέντια και μέθες και ασέλγειες, κατά τις οποίες παρατηρείται ύπνος που δεν διαφέρει καθόλου από τον θάνατο, κατά τις οποίες οι αγρυπνίες είναι φοβερότερες από τον ύπνο· διότι εκείνοι μεν κοιμούνται χωρίς να γίνονται αισθητοί, ενώ εκείνοι ξαγρυπνούν κατά τρόπο ελεεινό και άθλιο, μηχανευόμενοι δολιότητες, φροντίζοντας για χρήματα, φροντίζοντας πώς να αντιμετωπίσουν εκείνους που τους αδικούν, μελετώντας έχθρα και ανταλλάσσοντας καθημερινά υβριστικά λόγια· με τον τρόπο αυτόν υποδαυλίζουν τη φωτιά της οργής, διαπράττοντας πράγματα ανυπόφορα. Πρόσεχε πώς κοιμόταν ο Πέτρος. Κατ’ οικονομίαν εκείνο έγινε· διότι παρουσιάστηκε ο άγγελος και έπρεπε κανένας να μη δει εκείνο που έγινε· και αυτό πολύ καλά γίνεται πάλι έτσι, για να εμποδιστεί ο δεσμοφύλακας να αυτοκτονήσει.

     Και γιατί δεν έγινε άλλο θαύμα; Διότι αυτό προπάντων ήταν ικανό να προσελκύσει αυτόν και να τον πείσει, καθόσον βέβαια και ο ίδιος θα κινδύνευε, εάν δεν γινόταν· διότι δεν μας συναρπάζουν τόσο πολύ τα θαύματα, όσο εκείνα που έχουν σχέση με τη σωτηρία μας. Για να μη θεωρηθεί ότι ο σεισμός έγινε τυχαία, επακολούθησε και αυτό, επιβεβαιώνοντας εκείνο. Και αυτό συμβαίνει κατά τη διάρκεια της νύχτας, διότι τίποτα δεν έκαναν για επίδειξη, αλλά για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο δεσμοφύλακας δεν ήταν κακός άνθρωπος· έβαλε αυτούς μέσα στην πιο βαθιά φυλακή, όχι από μόνος του αλλά επειδή πήρε και τέτοια εντολή.

      Και γιατί πριν από αυτό δεν φώναξε ο Παύλος; Ο άνθρωπος ήταν κατακυριευμένος από πολλή κατάπληξη και ταραχή και δεν θα μπορούσε να το αποδεχθεί. Γι’ αυτό όταν τον είδε να θέλει να αυτοκτονήσει, τον προλαβαίνει και φωνάζει δυνατά λέγοντας· «μηδν πρξς σεαυτ κακν· παντες γρ σμεν νθδε(:‘’Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Είμαστε όλοι εδώ. Δεν πρόκειται να σου ζητηθούν ευθύνες και να τιμωρηθείς’’)»[Πράξ.16,28]. Γι’ αυτό και «ατσας δ φτα εσεπδησε, κα ντρομος γενμενος προσπεσε τ Παλ κα τ Σλ(:μετά λοιπόν απ’ αυτό ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα και πήδησε μέσα στη φυλακή. Και όταν αντιλήφθηκε το θαύμα και σκέφτηκε ότι είχε κακομεταχειριστεί τους δούλους αυτούς του Θεού, κυριεύτηκε από τρόμο και έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα)» [Πράξ.16,29]. Στα πόδια του φυλακισμένου πέφτει ο φύλακας και οδηγεί αυτούς έξω και λέει: «Κριοι, τ με δε ποιεν να σωθ;(:‘’Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να αποκτήσω κι εγώ τη σωτηρία που κηρύττετε;’’)». Πρόσεξε ότι αυτός παρακαλεί τον Παύλο όχι επειδή σώθηκε και δεν θα του αποδοθούν ευθύνες από τους ανωτέρους του, αλλά επειδή εξεπλάγη από τη δύναμη.

      Είδες τι συνέβηκε προηγουμένως και τι εδώ; Εκεί δούλη απαλλάχθηκε από το πονηρό πνεύμα και έριξαν αυτούς στην φυλακή, διότι ελευθέρωσε αυτήν από τον δαίμονα, εδώ μόνο έδειξαν πόρτες ανοιγμένες, και άνοιξε τις πόρτες της καρδιάς του δεσμοφύλακα, έλυσε διπλά δεσμά, άναψε εκείνο το φως· διότι το φως μέσα στην καρδιά αυτού έλαμπε. Και πήδηξε μέσα και έπεσε στα πόδια τους και δεν ρωτά: ‘’Πώς συνέβη αυτό; Τι συνέβη;’’. Αλλά αμέσως λέει: «Τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;»[Πράξ.16,31]. Τι απαντάει λοιπόν ο Παύλος; «Πστευσον π τν Κριον ᾿Ιησον Χριστν, κα σωθσ σ κα οκς σου (:‘’Πίστεψε στον Ιησού Χριστό ως μόνο Λυτρωτή και υπέρτατο Κύριο, και θα σωθείς και εσύ και όλη η οικογένειά σου’’)»[Πράξ.16,32]. Αυτό προπάντων προσελκύει τους ανθρώπους, η σωτηρία δηλαδή και της οικογένειάς του.

      «Κα λλησαν ατ τν λγον το Κυρου κα πσι τος ν τ οκίᾳ ατο (:Και άρχισαν τότε να αναπτύσσουν σε αυτόν και σε όλους όσους ήταν στο σπίτι του τις θεμελιώδεις αλήθειες της διδασκαλίας του Κυρίου) · κα παραλαβν ατος ν κεν τ ρ τς νυκτς λουσεν π τν πληγν, κα βαπτσθη ατς κα ο ατο πντες παραχρμα (:τότε ο δεσμοφύλακας τούς πήρε μαζί του την ίδια εκείνη ώρα της νύχτας, τους έλουσε από τα αίματα που είχαν τρέξει από τα τραύματα των ραβδισμών και αμέσως βαπτίστηκε και αυτός και όλοι οι δικοί του)· ναγαγν τε ατος ες τν οκον ατο παρθηκε τρπεζαν, κα γαλλισατο πανοικ πεπιστευκς τ Θε(:και αφού τους ανέβασε στο σπίτι του, τους ετοίμασε τραπέζι και αισθάνθηκε μεγάλη χαρά μαζί με όλη του την οικογένεια˙ και η αιτία της χαράς του αυτής ήταν το ότι είχε πιστέψει στον Θεό)»[Πράξ.16,34]. Έπλυνε αυτούς και πλύθηκε και ο ίδιος· εκείνους μεν τους έπλυνε από τις πληγές τους, ο ίδιος  όμως πλύθηκε από τις αμαρτίες του· έδωσε τροφή και ο ίδιος έλαβε τροφή.

   Αυτό ήταν απόδειξη του ότι πίστεψε αυτός,το ότι απαλλάχθηκε από όλα. Τι υπάρχει χειρότερο από έναν δεσμοφύλακα; Τι σκληρότερο; Τι αγριότερο; Αλλά όμως τους υποδέχθηκε με μεγάλη τιμή. Δεν ένιωσε ευφροσύνη επειδή σώθηκε, αλλά «το ότι είχε πιστέψει στον Θεό» [Πράξ.16,31].

      «Πίστεψε» λέει, «στον Κύριο» [Πράξ.16,34]. Γι’ αυτό είπε «το ότι είχε πιστέψει στον Θεό», για να μην φανεί ότι ελευθερώνεται ο δεσμοφύλακας σαν να ήταν κατάδικος και σαν να είχε αμαρτήσει.

    «μέρας δ γενομένης πέστειλαν ο στρατηγο τος αβδούχους λέγοντες· πόλυσον τος νθρώπους κείνους (:όταν ξημέρωσε, έστειλαν οι στρατηγοί τους υπασπιστές και ραβδούχους τους στον δεσμοφύλακα και του είπαν: ‘’Απόλυσε από τη φυλακή τους ανθρώπους εκείνους’’).πήγγειλε δ δεσμοφύλαξ τος λόγους τούτους πρς τν Παλον, τι πεστάλκασιν ο στρατηγο να πολυθτε. νν ον ξελθόντες πορεύεσθε ν ερήν(:Τότε ο δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά στον Παύλο και του είπε ότι έστειλαν οι στρατηγοί ανθρώπους και διέταξαν να αφεθείτε ελεύθεροι. Τώρα λοιπόν βγείτε από τη φυλακή και πηγαίνετε στο καλό. Ας είναι μαζί σας ειρήνη)» [Πράξ. 16,36], δηλαδή τους είπε: «βγείτε με ασφάλεια χωρίς να φοβηθείτε τίποτα».

      Όμως οι απόστολοι του λένε να μεταφέρει τα εξής στους ραβδούχους: «Δείραντες μς δημοσί κατακρίτους, νθρώπους ωμαίους πάρχοντας, βαλον ες φυλακήν· κα νν λάθρ μς κβάλλουσιν; ο γάρ, λλ λθόντες ατο μς ξαγαγέτωσαν (:Μας έδειραν οι στρατηγοί σας δημόσια, χωρίς να μας περάσουν από δίκη, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, και μας έριξαν στη φυλακή. Και τώρα μας βγάζουν από τη φυλακή λαθραία; Όχι βέβαια, δεν θα βγούμε καθόλου από εδώ. Ας έλθουν αυτοπροσώπως και ας μας βγάλουν οι ίδιοι)» [Πράξ.16,31], για να μην θεωρηθεί το γεγονός αυτό μόνο σαν έργο της χάριτος, αλλά και δικό τους έργο. Πρόσεχε τη χάρη του Θεού που δείχνει κατά διάφορο τρόπο την πρόνοιά της, το πώς δηλαδή βέβαια εξήλθε από τη φυλακή ο Πέτρος, και πώς ο Παύλος, αν και βέβαια και οι δύο ήταν απόστολοι.

      Άλλωστε ήθελαν και τον δεσμοφύλακα να τεθεί εκτός κινδύνου, για να μην κατηγορείται συνέχεια. Και δεν λέει: «αφού μας έδειραν μας έριξαν στην φυλακή, αν και κάναμε θαύματα»· (διότι δεν έδιναν σημασία σε αυτά), αλλά εκείνα που προπάντων μπορούσε να δημιουργήσουν ταραχή στην σκέψη τους και που είναι τα εξής: «χωρίς να έχουμε δικαστεί και ενώ είμαστε Ρωμαίοι πολίτες».

     «νήγγειλαν δ τος στρατηγος ο αβδοχοι τ ήματα τατα· κα φοβήθησαν κούσαντες τι ωμαοί εσι (:και οι στρατηγοί, όταν άκουσαν ότι ο Παύλος και ο Σίλας ήταν Ρωμαίοι, φοβήθηκαν· διότι επιβάλλονταν βαρύτατες ποινές σε κάθε άνθρωπο που θα κακομεταχειριζόταν Ρωμαίο πολίτη)». «Φοβήθηκαν», λέει. Φοβούνται διότι ήταν Ρωμαίοι πολίτες, και όχι διότι τους έριξαν στην φυλακή άδικα.

     «Κα λθόντες παρεκάλεσαν ατούς, κα ξαγαγόντες ρώτων ξελθεν τς πόλεως (:ήλθαν τότε εκεί οι στρατηγοί και τους παρακάλεσαν να βγουν από τη φυλακή. Κι αφού τους έβγαλαν, τους παρακαλούσαν να φύγουν από την πόλη)»[Πράξ. 16,39]. Ζήτησαν την χάρη αυτή.

      Και «ξελθόντες δ κ τς φυλακς εσλθον πρς τν Λυδίαν, κα δόντες τος δελφος παρεκάλεσαν ατος κα ξλθον (:όταν λοιπόν οι δύο αυτοί απόστολοι βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί, αφού είδαν τους αδελφούς, τους προέτρεψαν να μένουν σταθεροί στο ευαγγέλιο και έφυγαν)» [Πράξ.16,34]Πήγαν λοιπόν στο σπίτι της Λυδίας και αφού ενθάρρυναν αυτήν στην πίστη της, αναχώρησαν, διότι δεν έπρεπε να αφήσουν εκείνη που τους φιλοξένησε σε αγωνία και ανησυχία. Και αναχώρησαν όχι υπακούοντας σε αυτό που οι στρατηγοί τούς είχαν παρακαλέσει, αλλά επειδή βιάζονταν για το κήρυγμα,  ενώ και η πόλη είχε ήδη ωφεληθεί σε ικανοποιητικό βαθμό· διότι δεν έπρεπε να παραμείνουν άλλο· καθόσον το θαύμα φαίνεται μεγαλύτερο, εφόσον διακηρύττει αυτό πολύ περισσότερο την δύναμη του Θεού, αν και αναχώρησαν εκείνοι που το πραγματοποίησαν· διότι η πίστη του δεσμοφύλακα κατείχε θέση φωνής. Τι μπορεί να εξισωθεί με αυτό; Φυλακίζεται και φυλακισμένους ελευθερώνει, λύνει διπλό δεσμό, με το να δεθεί ο Παύλος έλυσε εκείνον που τον έδεσε. Αυτόν τον πρώην φυλακισμένο από την αμαρτία δεσμοφύλακα, ας φέρουμε συνέχεια στη σκέψη μας και όχι  τόσο το θαύμα του σεισμού μέσα στη φυλακή. Αυτά πραγματικά είναι έργα χάριτος.

      Τι θα πουν οι Έλληνες; Ότι ενώ ήταν φυλακισμένος, έπεισε τον δεσμοφύλακα; «Και ποιος», θα έλεγαν στη συνέχεια, «έπρεπε να πειστεί, παρά ο μιαρός άνθρωπος και ταλαίπωρος και που δεν είχε νου, αλλά ήταν γεμάτος από αμέτρητα κακά και εύκολα πίστευε;» Ακόμα και αυτά λένε: «Ποιος άλλος λοιπόν πίστεψε; Μόνο κάποιος βυρσοδέψης, κάποια γυναίκα που πωλούσε πορφύρες, κάποιος ευνούχος, κάποιος δεσμοφύλακας, κάποιοι δούλοι και κάποιες γυναίκες;». Τι λοιπόν θα μπορέσουν να πουν, όταν αναφέρουμε και εκείνους που πίστεψαν και είχαν αξιώματα, τον εκατόνταρχο, τον ανθύπατο, όλους εκείνους από τότε μέχρι σήμερα, τους ίδιους τους κατόχους της εξουσίας, τους βασιλείς;

     Αλλά εγώ λέω και κάτι άλλο σπουδαιότερο από αυτό, ας εξετάσουμε αυτούς τους ευτελείς και άσημους ανθρώπους που πίστεψαν. «Και πού είναι», θα ρωτούσε κάποιος, «το άξιο θαυμασμού;». Αυτό βέβαια είναι το άξιο θαυμασμού· διότι αν μεν πειστεί κάποιος για τυχόντα πράγματα, δεν είναι καθόλου άξιο θαυμασμού, όταν όμως ομιλεί σε ανθρώπους ευτελείς για ανάσταση, για βασιλεία των ουρανών, για ζωή ενάρετη και πείθει αυτούς, αυτό είναι περισσότερο άξιο θαυμασμού, παρά αν έπειθε σοφούς· διότι όταν δεν υπήρχε κίνδυνος και πείθει κάποιος, πολύ σωστά προβάλλουν την μωρία, όταν όμως λέει σε εκείνον  που κατά την γνώμη σου είναι δούλος, ότι αν πεισθείς σε εμένα κινδυνεύεις, όλους θα τους έχεις εχθρούς, πρέπει να πεθάνεις, να πάθεις αμέτρητα κακά·και στην συνέχεια τόσο πολύ συναρπάζεις την ψυχή εκείνου, αυτό δεν είναι πλέον δείγμα μωρίας· διότι εάν μεν τα δόγματα πρόσφεραν ηδονή, πολύ σωστά θα μπορούσε κάποιος να το πει αυτό, εάν όμως, εκείνο που δεν δέχονταν να το μάθουν οι φιλόσοφοι, αυτό το μαθαίνει ο δούλος, το θαύμα είναι μεγαλύτερο.

    Και αν θέλετε, ας φέρουμε μπροστά μας τον ίδιο τον βυρσοδέψη, και ας δούμε τι λέει σε αυτόν ο Πέτρος· ή αν θέλεις, ας πάρουμε αυτόν τον ίδιο τον δεσμοφύλακα. Τι λοιπόν είπε σε αυτόν ο Παύλος; «Του είπε ότι ο Χριστός αναστήθηκε», θα έλεγε κάποιος, «ότι υπάρχει ανάσταση των νεκρών, ότι υπάρχει βασιλεία ουράνια και τον έπεισε εύκολα, επειδή ήταν ευκολόπιστος». Τι λοιπόν; Για τον τρόπο ζωής δεν είπε τίποτα, ότι δηλαδή πρέπει να δείχνει σωφροσύνη, ότι πρέπει να είναι εξουσιαστής και όχι δούλος των χρημάτων, ότι πρέπει να μην είναι σκληρός, ότι πρέπει να δίνει τα δικά του στους άλλους; Και βέβαια το να πειστεί σε αυτά όχι μόνο δεν ήταν δείγμα μωρίας, αλλά και δείγμα μεγάλης ψυχής. Διότι ας υποθέσουμε ότι αυτοί αποδέχονταν τα δόγματα οπωσδήποτε από μωρία, το να αποδέχονται όμως μια τόσο ενάρετη ζωή, ποιας μωρίας αποτέλεσμα ήταν;

     Ώστε όσο ανόητος συμβαίνει να είναι εκείνος που πείθεται, εφόσον πείθεται για αυτά, για τα οποία δεν μπόρεσαν ούτε οι φιλόσοφοι να πείσουν τους φιλόσοφους, τόσο  το θαύμα γίνεται μεγαλύτερο και παρουσιάζουν με τα έργα, αυτά για τα οποία οι Πλάτωνες και όλοι εκείνοι δεν μπόρεσαν να πείσουν κανένα. Και γιατί λέω ότι δεν έπεισαν κανέναΟύτε τους εαυτούς τους έπεισαν. Διότι για το ότι δεν πρέπει να περιφρονούμε τα χρήματα, δεν έπεισε γι’ αυτό ο Πλάτων, καθόσον συγκέντρωσε ο ίδιος μια τόσο μεγάλη εξουσία και πλήθος χρημάτων και χρυσά δαχτυλίδια και δοχεία· για το ότι επίσης δεν πρέπει να περιφρονούμε την δόξα εκ μέρους των πολλών ανθρώπων, το φανερώνει σε αυτούς ο Σωκράτης, και αν ακόμα διδάσκει πάρα πολλά γι’ αυτό· διότι όλα τα έκανε αποβλέποντας προς τη δόξα. Και αν γνωρίζατε τους λόγους του Σωκράτη, θα μπορούσα να πω πάρα πολλά γι’ αυτούς, και θα έδειχνα ότι υπάρχει πολλή ειρωνεία σε αυτούς, εάν δηλαδή πρέπει να πειθόμαστε σε αυτά που λέει ο μαθητής αυτού, και πως όλοι οι λόγοι του έχουν σαν αφορμή την κενοδοξία.

       ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

      επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

·       https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf

·       Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα  έργα, Υπόμνημα στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλίες ΛΕ΄ και ΛΣΤ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Α, σελίδες 332-371.

·       Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

·       Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

·       Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

·       Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016

·       http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

·       http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

·       http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm