ΝΑ ΜΗΝ ΤΑΡΑΣΣΟΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΜΑΣ – ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΜΑΣ Ο ΘΕΟΣ

            ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ


                                    

Ὁ 3ος Ψαλμός

1. Ὁ 3ος ψαλμός μᾶς μιλάει γιά ἕναν ἄνθρωπο πιστό στόν Θεό, ὁ ὁποῖος θρηνεῖ καί στενάζει, γιατί βλέπει πολλούς οἱ ὁποῖοι τόν θλίβουν καί ἐπαναστατοῦν ἐναντίον του. Στόν πόνο του δέ αὐτόν καταφεύγει στόν Θεό καί τοῦ λέγει: «Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; Πολλοί ἐπανίστανται ἐπ᾽ ἐμέ» (στίχ. 1). Οἱ ἐχθροί ὅμως τοῦ ψαλμωδοῦ μας ἐδῶ τόν θλίβουν ἀκόμη περισσότερο, γιατί τοῦ εἰρωνεύονται τήν πίστη του στόν Θεό. Τοῦ λέγουν: «Οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ» (στίχ. 3). Σάν νά τοῦ ἔλεγαν: Τί κουράζεσαι; Σταμάτα νά προσεύχεσαι, δέν σέ ἀκούει ὁ Θεός.

2. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας ὅμως, πιστεύει δυνατά στόν Θεό, γι᾽ αὐτό καί δέν κλονίζεται ἀπό ὅσα εἰρωνικά τοῦ λέγουν. Πιστεύει ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει καί θά τόν δοξάσει. Γι᾽ αὐτό καί τόν ἀκοῦμε νά λέγει: «Σύ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καί ὑψῶν τήν κεφαλήν μου» (στίχ. 4). Γιά τήν πολεμική τῶν ἐχθρῶν του μέχρι τώρα ὁ ποιητής μας ἦταν ταπεινωμένος καί εἶχε σκυμμένο τό κεφάλι του. Ἀλλά ἡ πίστη του τόν δυναμώνει καί ἔχει βέβαιη τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεός θά τόν δικαιώσει καί θά τόν κάνει νά περπατάει μέ ὑψωμένο τό κεφάλι. Αὐτό σημαίνει τό «δόξα μου καί ὑψῶν τήν κεφαλήν μου», πού εἶπε.
3. Ἡ πίστη ὅμως αὐτή τοῦ ποιητοῦ μας, ὅτι θά τόν βοηθήσει ὁ Θεός, δέν εἶναι ἕνα πρόχειρο ἐνθουσιαστικό συναίσθημα, ἀλλά στηρίζεται σέ γεγονότα. Θυμᾶται ὅτι στόν παρελθόν καί ἄλλοτε τόν κατηγοροῦσαν καί τόν ἔθλιβαν ἄνθρωποι, ἀλλά τότε κατέφυγε μέ πίστη στόν ἅγιο Ναό τοῦ Θεοῦ, πού βρίσκεται στό ὄρος Σιών, καί ὁ Θεός τόν βοήθησε. Καί μέ αὐτήν τήν ὡραία ἀνάμνηση ὁ ποιητής μας λέγει: «Φωνῇ μου πρός Κύριον ἐκέκραξα καί ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ» (στίχ. 5). Ἔ, λοιπόν! Ὅπως παλαιά ἄκουσε ὁ Θεός τήν προσευχή του καί τόν ἔσωσε, ἔτσι θά τόν σώσει καί τώρα. Δέν θά τόν ἐγκαταλείψει.
Ἀλλά ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας δέν ἔχει μόνο στό παρελθόν παλαιό παράδειγμα, στό ὁποῖο εἶδε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔχει καί πρόσφατο παράδειγμα. Τήν προηγούμενη ἀκριβῶς νύχτα, πού, ὅπως φαίνεται, ἦταν ἐπικίνδυνη γι᾽ αὐτόν, ὁ ποιητής ἐμπιστεύθηκε στόν Θεό τήν ζωή του καί ἔπεσε σέ ἤρεμο καί βαθύ ὕπνο, χωρίς νά τοῦ συμβεῖ κανένα κακό. Καί σ᾽ αὐτό, στό ὅτι δηλαδή δέν τοῦ συνέβηκε κακό τήν προηγούμενη κρίσιμη νύχτα, ἀλλά τήν πέρασε ἀτάραχα μέ ἥσυχο ὕπνο, εἶδε ὁ ποιητής καθαρά τήν «ἀντίληψη», τήν προστασία δηλαδή τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί λέγει: «Ἐγώ ἐκοιμήθην καί ὕπνωσα, ἐξηγέρθην ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου» (στίχ. 6).
Ἔτσι, λοιπόν, μέ ἀποδείξεις ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά καί ἀπό αὐτήν τήν παρελθοῦσα νύχτα, ὁ ποιητής μας ἔχει βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι καί τώρα ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει στήν δύσκολη κατάσταση πού βρίσκεται. Γι᾽ αὐτό καί μέ βεβαιότητα λέγει καί γιά τούς ἐχθρούς πού τώρα τόν ἀπειλοῦν: «Οὐ φοβηθήσομαι ἀπό μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι» (στίχ. 7). Μέ ζωηρό τόνο καί ἐλπιδοφόρο καί αἰσιόδοξο ὕφος λέγει ὁ ποιητής μας τά λόγια αὐτά.
4. Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ ὁ ποιητής μας ἀποτείνεται στόν Θεό καί Τοῦ λέγει νά «σηκωθεῖ», γιά νά «πατάξει» τούς ἐχθρούς του. «Ἀνάστα, Κύριε –τοῦ λέγει–, σῶσόν με ὁ Θεός μου, ὅτι Σύ ἐπάταξας (=γιά νά πατάξεις) πάντας τούς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως» (στίχ. 8). Αὐτό τό «ματαίως», πού λέγει τελευταῖα ὁ ποιητής, σημαίνει «χωρίς λόγο». Τόν εἰρωνεύονταν, δηλαδή, οἱ ἐχθροί του χωρίς αἰτία. Τό ἄλλο ὅμως κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό Ἑβραϊκό, τό «ματαίως» τό λέγει «σιαγόνες». Οἱ ἐχθροί δηλαδή τοῦ ποιητοῦ τοῦ χτυποῦσαν τίς σιαγόνες του. Τόν χαστούκιζαν! Αὐτή ἡ ἀνάγνωση τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου πρέπει νά εἶναι καλλίτερη, γιατί παρακάτω ὁ ποιητής μας λέγει γιά τόν Θεό ὅτι «ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας» (στίχ. 8β). Οἱ ἐχθροί, δηλαδή, τοῦ ποιητοῦ τόν χαστούκιζαν, ἀλλά ὁ Θεός θά τούς «σπάσει τά δόντια»!
Τέλος, ὅλο τόν ψαλμό ὁ ποιητής τόν κλείνει μέ ἕνα στίχο, πού σχετίζεται γενικά μέ ὅλο τό περιεχόμενό του. Λέγει: «Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία καί ἐπί τόν λαόν σου ἡ εὐλογία σου» (στίχ. 9). Στούς πιστούς Του, δηλαδή, καί στόν λαό Του ὁ Θεός δίνει τήν σωτηρία Του καί τήν εὐλογία Του καί τούς σώζει ἀπό τούς ἐχθρούς τους.

3ος Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, ὁπότε ἀπεδίδρασκεν ἀπὸ προσώπου Ἀβεσσαλὼμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ

Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ᾿ ἐμέ· πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου· οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ. (διάψαλμα). σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου. φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ. (διάψαλμα). ἐγὼ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα· ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου. οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι. ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας. τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία, καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἡ εὐλογία σου.