Σὺ εἶσαι ἡ καταφυγή μου καὶ ἡ παρηγορία μου ἀπὸ τὴν θλῖψιν

Στον Χριστιανό ὅταν συμφοραὶ καὶ πειρασμοὶ ὡς κατακλυσμὸς ὑδάτων πολλῶν ἐπιπέσουν κατ’ αὐτοῦ, διὰ τῆς ἐνισχύσεως τῶν προσευχῶν θὰ προστατευθῇ ἀπὸ αὐτὰς καὶ δὲν θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ τὸν ἐγγίσουν.

Ψαλμός 31,5-7

5 τὴν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισα καὶ τὴν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα· εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου. (διάψαλμα).

6 ὑπὲρ ταύτης προσεύξεται πρὸς σὲ πᾶς ὅσιος ἐν καιρῷ εὐθέτῳ· πλὴν ἐν κατακλυσμῷ ὑδάτων πολλῶν πρὸς αὐτὸν οὐκ ἐγγιοῦσι.

7 σύ μου εἶ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με· τὸ ἀγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με ἀπὸ τῶν κυκλωσάντων με. (διάψαλμα).

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
5 Ἀλλ’ ἔλαβα ἐπὶ τέλους τὴν σωστικὴν ἀπόφασιν. Ἐξωμολογήθην εἰς τὸν Κύριον καὶ κατέστησα εἰς αὐτὸν γνωστὴν τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ δὲν ἐκάλυψα οὐδὲ ἀπέκρυψα τὴν ἀνομίαν μου. Μὲ ἀπόφασιν σταθερὰν καὶ ἀμετάκλητον εἶπα· θὰ εἴπω καθαρὰ εἰς τὸν Κύριον τὴν ἁμαρτίαν μου μὴ δικαιολογῶν, ἀλλὰ καταδικάζων τὸν ἑαυτόν μου. Καὶ ὅταν ἔλαβα τὴν ἀπόφασιν αὐτήν, ἀμέσως σὺ ἀφῆκες καὶ συνεχώρησας ὁλόκληρον τὴν ἀσέβειαν, τὴν ὁποίαν ἡ καρδία μου παραδοθεῖσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἀπετόλμησε κατὰ σοῦ.

6 Διότι δὲ παρέχεις μακροθύμως καὶ πατρικῶς τὴν ἄφεσιν ταύτην, δι’ αὐτὸ θὰ προσευχηθῇ πρὸς σὲ πᾶς εὐσεβὴς καὶ ὅσιος εἰς τὸν πρέποντα τῆς μετανοίας καιρόν, ὅταν δὲν θὰ ἔχῃ παρέλθει ἡ εὐκαιρία νὰ εἰσακουσθῇ ἀπὸ σέ. Καὶ ὅταν δὲ συμφοραὶ καὶ πειρασμοὶ ὡς κατακλυσμὸς ὑδάτων πολλῶν ἐπιπέσουν κατ’ αὐτοῦ, διὰ τῆς ἐνισχύσεως τῶν προσευχῶν θὰ προστατευθῇ ἀπὸ αὐτὰς καὶ δὲν θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ τὸν ἐγγίσουν.

7 Σὺ εἶσαι ἡ καταφυγή μου καὶ ἡ παρηγορία μου ἀπὸ τὴν θλῖψιν, ἡ ὁποία μὲ στενοχωρεῖ. Σύ, ποὺ εἶσαι ἡ ἀγαλλίασις τῆς ψυχῆς μου, γλύτωσέ με ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ποὺ μὲ ἐκύκλωσαν.