Ἡ λύπη στήν εὑρύτερη σκέψη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας

                                    



 φύση τς λύπης

 λύπη, κατά τούς γίους Πατέρες, εναι δύναμη τς ψυχς,  ποία νυπάρχει στή φύση τοῦ νθρώπου.  γιος ωάννης  Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστκά τι τή λύπη τήν βαλε  Θεός στήν ψυχή το νθρώπου, στε, χρησιμοποιώντας την κανείς σωστά, νά λάβει μεγάλο κέρδος.

Σέ να λλο πίσης σημεο  διος Πατέρας συμπληρώνει, λέγοντας τι,  νθρωπος χρειάζεται νά πιδείξει πολλή νδρεία, στε νά ντιμετωπίσει ατή τή δύναμη τς ψυχς μέ γενναιότητα καί νά καρπωθε τό χρήσιμο στοιχεο πού ατό νέχει, πορρίπτοντας ,τι περιττό. ς χρήσιμο θεωρε τό νά λυπται κανείς ταν  διος  κάποιος λλος νθρωπος χει πέσει σέ μαρτίες· ν ς χρηστο θεωρε τό νά διακατέχεται  ψυχή πό τό πάθος τς λύπης, ξαιτίας διαφόρων ντίξοων καταστάσεων καί πειρασμν τς παρούσας ζως.

Στό διο κριβς πίπεδο σκέψεως κινονται λοι ο νηπτικοί Πατέρες πισημαίνοντας τι δέν πιτρέπεται νά λυπται κανείς γιά τά πράγματα ατο το κόσμου, λλά μόνο γιά κενα πού γίνονται ντίθετα πρός τό θέλημα το Θεο.


Τά εδη τς λύπης

 φυσική μως ατή δύναμη τς ψυχς, μετά τήν πτώση το Προπάτορα, διαστράφηκε.  λύπη πό δύναμη τς ψυχς γινε «τυραννίς», πάθος δριμύ πού συνακολούθησε τόν κπεσόντα σέ λες τίς φάσεις τς μετέπειτα ζως ατο το διου, λλά καί τν πογόνων του.

 λύπη, ς δύναμη τς ψυχς, δέν εναι, σφαλς, διαφορετικς φύσεως πό τήν κφυλισμένη μορφή της, δηλαδή πό τη λύπη-πάθος, πως ατή βιώνεται πό τό μεταπτωτικό νθρωπο. λλά τά δύο ατά εδη διαφέρουν, κατά τούς Πατέρες, ς πρός τό στόχο στόν ποο πικεντρώνονται καί ς πρός τόν σκοπό τόν ποο ξυπηρετον.

 γιος Μάξιμος  μολογητής διακρίνει τή λύπη σέ δύο εδη:

α) Ατή πού φορ στίς ασθήσεις, τς ποίας ατία εναι  στέρηση τν δονν καί,

β) Ατή πού χει πιπτώσεις στό νο, τς ποίας γεννήτορας καί τροφός εναι  στέρηση τν πνευματικν γαθν.

 γιος Πατέρας σημειώνει μέ διαίτερη μφαση, λέγοντας τι τά θλιβερά συμβάντα τς ζως τονθρώπου εναι νάλογα τν λογισμν καί τήν ν γένει πολιτεία του. Καί, ν ατά ξιοιποιηθον σύμφωνα μέ τίς Εαγγελικές ντολές, μέ μετάνοια δηλαδή καί προσευχή, ατά λειτουργον θεραπευτικά καί λευθερώνουν πό τά πάθη τήν ψυχή του. ν πάλι δέν δεχθε  νθρωπος τίς διάφορες θλίψεις ς φάρμακα πνευματικά καί διαφορήσει –πολύ περισσότερο, ν θεωρήσει ς ατιους τν κακν τούς συνανθρώπους του  καί τόν διο τόν Θεό καί παραμείνει ναπηρέαστος καί θεράπευτος πό τό καυστικό καί αματικό φάρμακο τν θλίψεων– τότε δίκαια χάνει τή Χάρη το Θεο καί παραδίδεται στή σύγχυση τν παθν καί νδίδει στή δαιμονική πιρροή. Γι’ ατό ο Πατέρες μς συστήνουν τήν πομονή καί τήν προσευχή, ς τόν πιτυχέστερο τρόπο καί ς τή μόνη θεάρεστη δό γιά τήν ντιμετώπιση τν κάστοτε πειρασμν καί τν θλίψεων.

 ββάς Κασσιανός, καταγράφοντας τά διαίτερα χαρακτηριστικά τς κάθε μορφς λύπης, λέει τι ἡ λύπη-πάθος εναι ξεία, νυπόμονη, δύσκολη στήν ντιμετώπιση, γεμάτη μνησικακία, πικρία, καί συχνά, πελπισία. Ατή παραλύει τή δύναμη το νθρώπου γιά ζωή καί δράση καί το κρύβει τήν λπίδα. Κι ατό γιατί ατή το μπνέει τήν γωκεντρική ντίδραση καί ν πολλος τόν παραλογισμό. ντίθετα, « κατά Θεόν» λύπη, πως σημειώνει χαρακτηριστικά  πόστολος Παλος «φέρνει τόν νθρωπο σέ μετάνοια καί το ξασφαλίζει τήν αώνια σωτηρία».

 σωτήρια ατή λύπη εναι πιπλέον πάκουη, εγενική, ταπεινή, πραεα καί πομονετική. Κι ατό, γιατί  κατά Θεόν λύπη πηγάζει πό τήν γάπη το Θεο καί εναι δωρεά το γίου Πνεύματος.

 «κατά Θεόν» λύπη, εναι ελογημένη πιδίωξη κάθε πιστο καί ργαλεο πρόσφορο γιά τήν σκηση καί τήν πνευματική προκοπή του. Παρόλα ατά, ατή  μορφή τς λύπης πρέπει νά λειτουργε ς πένθος, χι γιά συγκεκριμένα μαρτήματα, λλά ς ασθηση τς διακοπς τς κοινωνίας το νθρώπου μέ τόν Θεό, πράγμα πού τόν καθιστ «κατάχρεον» νώπιόν Του.

Ο Πατέρες μάλιστα θεωρον τι, κτός πό τήν «κατά Θεόν», ελογημένη λύπη καί τήν λλη, τή διεστραμμένη καί μπαθή μορφή της, πάρχει καί να τρίτο εδος λύπης, τήν ποία χαρακτηρίζουν ς ναιτιολόγητη  καλύτερα ς νοημάτιστη σπατάλη δυνάμεων τς ψυχς. Ατό τό εδος τς λύπης τό νάγουν στό πίπεδο τς ζηλόφθονης δαιμονικς παρέμβασης στό ργο τς οκονομίας τοΘεο γιά τή σωτηρία το νθρώπου.

 ναιτιολόγητη λύπη συχνά ποθάλπει, κατά τή γνώμη τν Πατέρων, δαιμονική παρέμβαση  κόμα καί κυριαρχία.  δαίμονας δηλαδή χει –χι βέβαια πάντα, λλά τουλάχιστον περιπτωσιακά καί ν μέρει– τήν εθύνη τς παρξης καί τς λειτουργίας το πάθους τς λύπης. Θεωρον μάλιστα τήν παρξη τς λύπης, σέ λες τίς μορφές καί τίς κφάνσεις της, ς πόδειξη τς μεσης  μμεσης δαιμονικς νέργειας.

Τό πάθος τς λύπης, ν τέλει, εναι πό τά βασικότερα πλα το δαίμονα ναντίον το νθρώπου καί συχνά  παρξή της εναι νδεικτικό στοιχεο τς δικς του νέργειας,  ποία συντελε τόσο στή γέννηση, σο καί στήν νάπτυξη καί τή μόνιμη γκατάστασή της στήν ψυχή.

Δέν εναι μως πολύτως πεύθυνος  Πονηρός γιά τίς πιπτώσεις πού θά χουν στόν νθρωπο τά βέλη πού ξαπολύει ναντίον του. λλά συχνά, συμβαίνει νά προϋπάρχει, τς δαιμονικς πέμβασης στήν ψυχή,  λύπη. Ατό λοιπόν πού κάνει τότε  δαίμονας εναι νά κμεταλλεύεται τήν πάρχουσα νειρήνευτη κατάσταση τς ψυχς καί μάλιστα, μέ τέτοιο δόλιο τρόπο, στε  πέμβασή του νά εναι δύσκολα ντιληπτή καί τσι νά συντελε στήν νάπτυξη το πάθους καί τήν γκατάστασή του, κυριαρχικά πλέον, στήν ψυχή το νθρώπου.

 λύπη, σέ γενικές γραμμές, εναι πεγνωσμένη προσπάθεια κφρασης το ασθήματος τς ποτυχίας, τς μειωμένης ατοεκτίμησης καί τς δυναμίας το νθρώπου γιά ατοπραγμάτωση.

 Πατερική σκέψη καί σοφία πιμένει στό τι δέν μπορε νά θεωρηθε ς πηγή τς λύπης κάποιο ξωτερικό συμβάν.  πώλεια πολύτιμων γαθν   νεκπλήρωτη πιθυμία δέν μπορον νά δικαιολογήσουν τή γέννηση καί κυρίως τήν μμονή της στήν ψυχή το νθρώπου καί μάλιστα τοπιστο.

λα ατά σφαλς, εναι ο φορμές, ο ποες, πράγματι, πιδρον ποικιλότροπα καί πηρεάζουν, κατά τόν να  τόν λλο τρόπο, τόν νθρωπο καί τή ζωή του. Μπορον μως, πωσδήποτε, νά ναχαιτισθον πιτυχς πό ατόν καί νά παραμείνουν μόνο μέχρι τό στάδιο τς προσβολς τοῦ λογισμο.

λλά  νθρωπος, μή ντας σέ κατάσταση νήψης καί προσευχς, δέν ντιδρ πάντα γκαιρα καί κατάλληλα. τσι παραδίδεται μαχητί στό δαίμονα τς λύπης,  ποος, στή συνέχεια, φροντίζει νά ποκρύψει πουλα, πό τά πνευματικά ασθητήρια το θύματός του, τήν λήθεια. Παρουσιάζει λοιπόν ντεχνα, ς πολύτως δικαιολογημένη τήν κατάσταση τς θυμίας καί τς λύπης του, ποβάλλοντάς του τό λογισμό τι δθεν ατία λων τν κακν πού το συμβαίνουν εναι να συγκεκριμμένο συμβάν  κάποιες τυχες συγκυρίες.

πιπλέον  Πονηρός, ταν πιτύχει καί καταλάβει τό λογισμό το νθρώπου, τότε μφανίζει ς πεύθυνο γιά λα, χι σφαλς τόν διο τόν νθρωπο καί τήν δυναμία του, λλά τίς ντίξοες περιστάσεις τς ζως, τίς στοχες καί κακόβουλες νέργειες τν συνανθρώπων του, τίς στερήσεις καί τίς νεκπλήρωτες πιθυμίες του  κόμα καί τόν διο τόν Θεό, τόν ποο μάλιστα χαρακτηρίζει, ς δικο καί νελεήμονα.

Συνεπς, γιά τήν ναιτιολόγητη λύπη δέν εθύνεται ποκλειστικά  διάβολος. Δέν τή γεννάει δηλαδή  Πονηρός «κ το μή ντος». λλά τό στοιχεο ατό το πάθους νυπάρχει ς δύναμη στή φύση το νθρώπου καί τό κμεταλλεύεται  Πονηρός, προκειμένου νά δηγήσει τόν νθρωπο,πού χει πέσει στά δίχτυα τς λύπης, στήν πόγνωση καί τήν καταστροφή.

ς ατια τς μπαθος λύπης, ο Πατέρες καταγράφουν νδεικτικά:

α) Τήν ματαίωση πιθυμίας δονς  τήν πώλεια κάποιου γαθο.

β) Τήν κενοδοξία

γ) Τό θυμό, τήν ργή καί τή μνησικακία

δ)  ματαίωση πιθυμίας δονς   πώλεια κάποιου γαθο.

Ο πιδιώξεις καί ο πιθυμίες το μεταπτωτικο νθρώπου εναι συνήθως ντίστοιχες τς μπάθειας πού τόν διακατέχει. Γι’ ατό συχνά, προσπαθε κανείς νά στηριχθε σέ πίγεια καί φθαρτά πράγματα, οκοδομώντας τά νειρα καί τίς λπίδες του «στήν μμο». τσι, ταν ρχεται  θύελλα τν πειρασμν, ο καταιγίδες τς «κατά κόσμον» ποτυχίας του,  στέρηση τς τρυφς καί τς νάπαυσης, ταράζεται καί θλίβεται, νάλογα μέ τόν βαθμό πού εναι κανείς στηριγμένος σ’ ατά.

Συνιστον λοιπόν, ο γιοι Πατέρες μας νά μή στηρίζεται  νθρωπος σέ τίποτα φθαρτό καί φήμερο, οτε νά ψάχνει τή χαρά καί τήν ερήνη τς ψυχς του στίς δονές καί τίς πιθυμίες τς πόλαυσης το κόσμου τούτου. Γιατί ο πιθυμίες τς σαρκός μόνο φθορά μπορον νά προσπορίσουν στόν νθρωπο, φο κατά τό Εαγγελικό εναι πατηλές καί μάταιες.

β)  κενοδοξία

 ναζήτηση ναγνώρισης, τιμς καί δόξας καί  ποτυχία τς προσπάθειας γιά τήν πόκτησή τους εναι, κατά τούς Πατέρες, τά βασικότερα ατια τς μπαθος λύπης, πού συντελον στό νά παραμένει νοιχτή καί νικανοποίητη  βυσσος τς νθρώπινης ψυχς. Κι ατό, γιατί ατά παράγουν φθονη τροφή στούς νέλπιδους καί θλιβερούς λογισμούς το φιλόϋλου καί κενόδοξου νθρώπου.

 πίδειξη τν χαρισμάτων, « λαζονεία το βίου»,  πίδειξη τν γαθν  καί τν ρε- τν, καθώς καί ο ποικίλες λλες μπαθες πινοήσεις το νθρώπου γιά τήν νάδειξή του, εναι μερικοί πό τούς πλέον συνήθεις τρόπους το γώ, στε νά πιπλεύσει καί νά πιδειχθε. Γιατί λα ατά προσπορίζουν στόν νθρωπο τόν ντίστοιχο θαυμασμό καί τήν ναγνώρισή του κ μέρους το στενοκαί το ερύτερου περιβάλλοντός του.

Ο βαθιές καί θεμελειώδεις ναζητήσεις καί τά παρξιακά ρωτηματικά ξεπροβάλλουν τότε ντονότερα καί  στιγμή τς ποτυχίας εναι γιά τόν κενόδοξο νθρωπο βαριά καί καταλυτική. Γιατί μή ναγεννημένος νθρωπος δέν εναι σέ θέση, –χοντας ς βάση τή λογική «το αἰῶνος τούτου»– νά ποκρυπτογραφήσει τό μήνυμα τς δοξίας πού νέχει  σταυρός τς ποτυχίας, τόν ποο καλεται στό ξς νά σηκώσει.  ατοεκτίμησή του ξαντλεται, τό ατοείδωλό του πέφτει καί ν δέν βρεθε στό δρόμο του νθρωπος «Κυρηναος», βοηθός διακριτικός καί φιλάδελφος, γιά νά τόν συνδράμει καί νά τόν καθοδηγήσει στήν «δό το Μαρτυρίου» του, τότε ποδομεται  καί πολλές φορές, συντρίβεται νεπανόρθωτα.

πιπλέον,  κενοδοξία εναι περιεκτική κακία, ρίζα καί μητέρα πολλν λλων παθν, πως γιά παράδειγμα τς φιλαρχίας καί τς φιλαργυρίας.  γιος Κασσιανός παρομοιάζει πολύ εστοχα τήν κενοδοξία μέ τό κρεμμύδι. «ταν βγάζουμε», λέει, «πό τό κρεμμύδι μιά φλούδα, βρίσκουμε μέσως πό κάτω μιά λλη. Καί σο βγάζουμε φλοδες, τόσο βρίσκουμε λλες πό κάτω».

Σέ κάθε περίπτωση,  νθρωπος,  ποος βρίσκεται πό τό κράτος τς λύπης, μφανίζεται νά χει πληγωμένο  μειονεκτικό «γώ» καί περβολική φιλαυτία.

 λύπη λοιπόν, εναι τό ναπόφευκτο ποτέλεσμα το πάθους τς κενοδοξίας καί τν ποικίλων κφάνσεών της καί προδίδει νειρήνευτη σωτερική κατάσταση καί νέλπιδο βίο.

γ)  θυμός,  ργή καί  μνησικακία

 ποδούλωση το νθρώπου στά πάθη γενικά, λλά καί εδικώτερα στά πάθη το θυμο, τς ργς καί τς μνησικακίας εναι πηγή λύπης. πιπλέον, ατά εναι νδεικτικά τς ματαίωσης κάποιας πιθυμίας δονς  τς πώλειας λικν γαθν  κόμη καί μείωσης τς κτίμησης καί μαύρωση τς δέας πού  διος  νθρωπος τρέφει γιά τόν αυτό του.

Στίς περιπτώσεις ατές  ργή καταλαμβάνει τόν νθρωπο καί γεμίζει τήν ψυχή του λύπη καί θυμία, ξαιτίας τς δυναμίας του νά πολαύσει τό ντικείμενο τς πιθυμίας του. Κι’ ατό γιατί, καθώς λέει  γιος Μάξιμος  μολογητής, βαθιά μέσα στήν πιθυμία τς δονιστικς πόλαυσης κρύβεται πόνος καί  δύνη.

Λυπται πίσης  νθρωπος καί θρηνεταν ντιληφθε τι κάποιος τόν προσέβαλε καί σπίλωσε τήν τιμή καί τήν ξιοπρέπειά του. Ατή τή λύπη ο Πατέρες τή θεωρον ς σύμπτωμα τς νόσου τς περηφάνειας, στήν ποία τό πάθος στηρίζεται, πό τήν ποία ζωοποιεται, τρέφεται καί μεγαλώνει τόσο, στε νά φθάνει νά παραμένει σχυρό, κυρίαρχο, καί συχνά, θεράπευτο.

 ργή στρέφεται, συχνά, εθέως κατά το νθρώπου πού, διά τς προσβολς, πέφερε τό κτύπημα καί εναι νδεχόμενο νά κφρασθε κόμα καί μέ βίαιες ξωτερικές κδηλώσεις.  λλος τότε γίνεται ποδέκτης σκληρν λόγων  κόμη καί χειροδικίας, φόσον, στή συνείδηση το ργισμένου, ατός χει χάσει πλέον τή θέση το δελφο.

Ατή κριβς εναι καί  ρμηνεία πού δίνει  γιος άκωβος  δελφόθεος,  ποος στήν Καθολική πιστολή του ναφέρεται σ’ ατό τό θέμα, λέγοντας τι λοι ο πόλεμοι καί ο ντιδικίες μεταξύ τν νθρώπων προέρχονται πό τή στέρηση τς πιθυμίας τν δονν, ο ποες σφαλς εναι ταυτόχρονα πολέμιοι καί φονες τν χαρισμάτων το γίου Πνεύματος, τό ποο χει λάβει  πιστός καί πού συνοδεύουν τή ζωή του σέ λη τήν πίγεια πορεία του.

Στήν δια βάση κινεται καί  σκέψη λων γενικά τν γίων Πατέρων τς κκλησίας μας.  γιος Μάξιμος  μολογητής θεωρε μάλιστα, τι τό φιλόυλο καί φιλήδονο πνεμα πού κυβερνάει τόν νθρωπο, τόν ξαγριώνει, το στερε τήν γάπη το δελφο καί τόν κάνει σκληρό, δύσθυμο καί συχνά, δελφοκτόνο. λλά, καθώς λέει  Μέγας Βασίλειος, τά πρεπα  προσβλητικά, νδεχομένως, λόγια κάποιου συνανθρώπου, δέν εναι σφαλς,  πραγματικός λόγος καί  ατία τς ργς τοθιγμένου,  λήθεια εναι τι ατά πευνθύνθηκαν σέ νθρωπο πού  ργή του τόν πρόδωσε καί τόν ποκάλυψε, ς περόπτη καί λάτρη τς δεατς εκόνας του.

 ργή, καί κυρίως,  μνησικακία, φωλιάζουν καί χρονίζουν στήν ψυχή γιατί δηγον τόν νθρωπο στό νά μηρυκάζει τά λόγια καί τά γεγονότα πού τόν χουν προσβάλει καί νά πανακαθορίζει τή στάση του ναντίον το συνανθρώπου του· καί μάλιστα, μέ περισσότερο μένος καί συγχυσμένη διάνοια. γιος ωάννης  Σιναΐτης θεωρε τήν κατάσταση ατή ς σκουλήκι πού κατατρώει τόν νο καί τήν ψυχή το νθρώπου μέ μάταιη καί δικαιολόγητη λύπη.

ς πόδειξη το τι τό σκουλήκι τς ργς καί τς μνησικακίας, εναι ατό πού κατατρώει τό νο καί γεμίζει τήν ψυχή μέ φόρητη θλίψη, φέρεται τό γεγονός τι, ατός πού πάσχει ξαιτίας τους, φέρνει στό νο του τόν δελφό του μέ πέχθεια καί τόν θεωρε ς πηγή πειρασμν καί λύπης.

Τό πάθος τς ργς φθείρει τό «κατ’ εκόνα» το νθρώπου καί το στερε τή δωρεά τν καρπν το γίου Πνεύματος, ο ποοι εναι  γάπη,  χαρά,  ερήνη,  μακροθυμία,  χρηστότητα, ἡ γαθωσύνη,  πίστη,  πραότητα καί  γκράτεια, καταστάσεις πού εναι κριβς ντίθετες τς λύπης καί τς θυμίας. ταν λοιπόν, λείψουν πό τόν νθρωπο ατές ο ρετές καί πικρατήσει στήν ψυχή  ργή καί  μνησικακία, τότε  νθρωπος ρημώνεται, φτωχαίνει καί καταλαμβάνεται πό τό δαιμονικό πνεμα διχοστασίας, σύγχυσης, φόβου καί λύπης. νδέχεται μάλιστα, ατός νά δηγηθεμέχρις μίσους το συνανθρώπου του· πότε, ετε τό πάθος τς ργς κδηλωθε μπρακτα, ετε παραμείνει φωλιασμένο καί νενέργητο στά νδότερα τς ψυχς, κατατάσσει τόν πάσχοντα πό ατό στό πίπεδο το μισάδελφου καί δελφοκτόνου.

Γι’ ατό ο γιοι Πατέρες συστήνουν στόν νθρωπο, πού κατατρώγεται πό τό πάθος τς ργς καί τς μνησικακίας ναντίον το συνανθρώπου του, νά ποδιώκει τή λύπη πού ασθάνεται, πό τήν προσβολή πού το χει γίνει, μέ προσευχή καί μέ ελικρινή καί μέριστη φιλανθρωπία. τσι, καί ὁ διος θά λυτρωθε πό τό σκουλήκι τς λύπης καί τς θυμίας πού τόν κατατρώει, λλά καί τόν συνάνθρωπό του θά λεήσει. Γιατί, μέ τήν λεήμονα, διαλακτική, φιλάδελφη καί φιλήσυχη στάση του, θά συντελέσει στή μετάνοια καί τή σωτηρία του.


 ντιμετώπιση τς μπαθος λύπης: 


Προϋποθέσεις καί τρόποι


Καταστάσεις ατιολογημένης  ναιτιολόγητης λύπης, ντιμετωπίζει συχνά  μεταπτωτικός καί «πό ναγέννησιν» νθρωπος.  πείρα τν γίων Πατέρων μς νοίγει καί δ δρόμους, ποδεικνύοντάς μας ρισμένα κομβικά σημεα-στόχους, πρός τούς ποίους θά πρέπει νά πικεντρώσουμε διαίτερα τήν προσοχή μας καί νά δώσουμε τήν πνευματική μάχη κατά το τροφοδότη καί δημιουργο τς νέλπιδης καί φθοροπιοιο ατς κατάστασης.

ς βασική προϋπόθεση γιά τήν ντιμετώπιση τς μπαθος λύπης, θεωρεται:

α)  συναίσθηση τς μαρτωλότητας καί  ξ ατς γόνιμη ατομεμψία.

Τό Ψαλμικό «Τήν νομίαν μου γώ γινώσκω καί  μαρτία μου νώπιόν μού στί διαπαντός», εναι κριβς, τό ρμητήριο καί τό πιθυμητό βίωμα, τό ποο μπορε νά ποτελέσει τή βάση κκινήσεως γιά τή μεταποίηση τς μπαθος λύπης σέ ελικρινή μετάνοια καί στόν ξ ατς καρπό, τό «χαροποιόν πένθος».

Τό νά μεμφόμαστε τόν αυτό μας καί νά ναθέτουμε τά πάντα στόν Θεό, εναι κατά τόν σιο σύχιο, πηγή νακούφισης, χαρς καί φανισμο τν «λόγων» λογισμν , ο ποοι πολεμον σκληρά τόν νθρωπο.

 γιος Μάρκος  ρημίτης, πίσης λέει τι  γνοια το θελήματος το Θεο καί  λήθη τς μαρτίας, εναι κενα πού βαρύνουν τό νο καί κάνουν τήν ψυχή το νθρώπου νά σκεπάζεται καί νά τυραννιέται κάτω πό τό νέφος τς θυμίας. Ατός λοιπόν, λέει  σιος, πού γνώρισε τήν λήθεια δέν ντιδρ ρνητικά καί δύσθυμα στίς μπαθες πιθέσεις καί τίς ποικίλες θλίψεις πού τόν βρίσκουν. Κι’ ατό γιατί γνωρίζει καλά τι ο πειρασμοί καί ο θλίψεις, ν ντιμετωπισθον «ν Χριστ», δηγον τόν νθρωπο στό φόβο το Θεο. Συστήνει, πίσης,  σιος σ’ ατόν πού χει πίγνωση τς δυναμίας του, νά μήν παναφέρει στό νο του τίς συγκεκριμένες μαρτίες του. Γιατί  μνήμη τους, καί μάλιστα χωρίς τήν παιτούμενη μετάνοια καί τόν πόνο, μπορε νά φαιρέσουν πό τήν ψυχή του τήν λπίδα· καί πολύ περισσότερο, νά τόν δηγήσουν στήν πανάληψη το παλαιο μολυσμο.

Θεωρεπιπλέον,  σιος Πατέρας, τι εναι προϋπόθεση τό νά γνωρίσει  πιστός χι μόνο δογματικά λλά καί μπρακτα τήν λήθεια, στε νά ξομολογεται στόν Θεό, χι μέ τό νά φέρει στό νο του μιά-μιά τίς συγκεκριμένες μαρτίες του, λλά μέ τό νά δείχνει πομονή καί καρτερία στίς κούσιες θλίψεις καί τούς πειρασμούς πού τόν βρίσκουν.

ν λοιπόν ντιμετωπίζει κανείς τίς θλίψεις, προσδοκώντας τά μέλλοντα γαθά, χει δη βρε τήν πίγνωση τς λήθειας καί θά παλλαγε γρήγορα πό τήν ργή καί τή λύπη. τσι, χοντας συναίσθηση τς δυναμίας του, θά λειτουργε πλέον τή γόνιμη καί ψυχωφελή ατομεμψία, καθώς καί τήν καθαρτική ξομολόγηση.

β) Νήψη καί  προσευχή

 πνευματική γρήγορση καί  προσευχή εναι τό σφαλές φυλακτήριο τν λογισμν το πάθους τς θυμίας καί τς λύπης.  δαίμονας πού σχετίζεται μέ ατά τά πάθη, λένε ο γιοι Πατέρες, καιροφυλακτε γιά νά βρε τόν νθρωπο φύλακτο, σέ πνευματική νωθρότητα καί ραθυμία, στε νά τόν παρασύρει διά τς φαντασίας καί νά καταλάβει νενόχλητος τό λογισμό καί τήν καρδιά του. Μς συμβουλεύουν, λοιπόν, νά λέγχουμε τή φαντασία μας, στε νά σταματήσουμε, ε δυνατόν, τήν φοδο το πάθους στό στάδιο τς προσβολς. Γιατί, χωρίς τό πέρασμα πό τήν κερκόπορτα τς φαντασίας,  διάβολος δέν μπορε νά καταλάβει τήν ψυχή το νθρώπου.

 προσευχή βέβαια, πρέπει νά εναι διαρκής καί καθαρή, καί μάλιστα τόν καιρό τς θυμίας καί τς λύπης, ντονότερη, πιό πίμονη καί παλλαγμένη πό λογισμούς μνησικακίας. Διαφορετικά θά μοιάζει κανείς μέ νθρωπο πού προσπαθε νά βγάλει νερό πό τό πηγάδι, κρατώντας τρύπιο κουβά.

 σωστός τρόπος καί ο προϋποθέσεις γιά νά προσευχηθε κανείς εναι τό νά χει φόβο Θεο, νά καταβάλει κόπο, νά χει ερηνική καί νηφάλια σκέψη καί νά τηρε τούς λογισμούς γρυπνα, μήπως, διά τς φαντασίας, χάσει τόν καρπό τς προσευχς του.

Νά, λοιπόν, λέει  γιος σαάκ  Σύρος,  ορανός βρίσκεται μέσα σου. Κι’ ν χεις καθαρή καρδιά, θά δες κε τούς φωτεινούς γγέλους.

γ)  πνευματική μελέτη

ς πνευματικό λειμώνα καί πηγή γνήσιας χαρς χαρακτηρίζουν ο γιοι Πατέρες τίς θεες Γραφές. Τίς συγκρίνουν, συχνά, μέ τά γαθά το Παραδείσου καί μάλιστα τίς βρίσκουν κόμα πιό εφρόσυνες καί καρποφόρες.

Πράγματι  πνευματική μελέτη παρηγορε τήν ψυχή καί συνεργε στό ργο καί τήν καρποφορία τς προσευχς. Γιατί, μελετώντας κανείς τό λόγο το Θεο ξεφεύγει πό τήν τυραννία τς φήμερης νάπαυσης καί διατηρε τήν λπίδα γιά τά μέλλοντα καί αώνια.

 λόγος το Θεο, εναι ζωντανός, δραστικός καί πιό κοφτερός πό δίκοπο μαχαίρι, λέει πόστολος, καί μπαίνει βαθιά μέχρι τό μεδούλι το νθρώπου. τσι, λειτουργε θεραπευτικά γιά τήν ψυχή. Κι ατό γιατί,  λόγος το Θεο χει ναγεννητική δύναμη καί Χάρη. Γι’ ατό μπορε νά παναφέρει τό σκοτισμένο λογισμό καί νά τόν παλλάξει πό τά βέλη τν δαιμονικν προσβολν καί τς καιρης φαντασίας. Τότε, πανέρχεται  δύναμη τς ψυχς καί  θέληση γίνεται ποφασιστικότερη, στήν ντίστασή της κατά το πάθους τς λύπης καί τς θυμίας. τσι νθρωπος προσπαθε νά νορθωθε καί νά κερδίσει πάλι ,τι χει δη χάσει, ντας κάτω πό τήν κυριαρχία τς λύπης.

Μέ τό λόγο το Θεο πληροφορεται πίσης  νθρωπος ναργέστερα γιά τήν ατία τς πτώσεώς του, στε νά μπορε πλέον νά πιλέγει τήν καλύτερη καί σφαλέστερη δό, γιά τήν πιστροφή του στόν «οκο το Πατρός». Γι’ ατό, μς παροτρύνει  γιος ωάννης  Χρυσόστομος, νά συγκεντρώνουμε βιβλία πνευματικά. Γιατί που βρίσκονται τέτοια βιβλία, πό κε φεύγει κάθε δαιμονική νέργεια καί νθρωπος βρίσκει ερήνη καί παρηγοριά.

δ)  μνήμη το Θεο, το θανάτου καί τς μέλλουσας Κρίσης

 μνήμη το Θεο εναι  σωτηριώδης ατή κατάσταση πού ναγενν τήν ψυχή καί τήν ζωογονε, γιατί βγάζει πό τό σκοτάδι τς λήθης στή χαρά τς γάπης καί τς λευθερίας «τν τέκνων τοΘεο».

 σιος Νελος παροτρύνει τόν πιστό νά διατηρε διά τς εχς καί τς πνευματικς γενικά σκησης, τή μνήμη το Θεοπως, λέει  σιος, ναπνέουμε διάκοπα, τσι πρέπει νά κρατμε τή μνήμη το Θεο καί νά μελετομε τήν ρα το θανάτου μας καί τς παράστασής μας νώπιόν Του, κατά τήν ποία θά ποδώσουμε λόγο, ς οκονόμοι καί διαχειριστές τν χαρισμάτων καί τν δωρεν Του πρός μς.

 μελέτη το θανάτου μπορε νδεχομένως νά φέρνει λύπη στήν ψυχή, λέει  γιος Μάξιμος μολογητής, λλά ατή  λύπη εναι θεόσδοτη καί σωτηριώδης γιά τόν νθρωπο.  μνήμη το Θεοξάλλου, πάντα συνοδεύει τή μνήμη το θανάτου καί γι’ ατό  λύπη ατή εναι «λύπη θεοφιλής» «χαροποιός» καί γεμάτη πνευματική εφροσύνη.

ε)  «κατά Θεόν πτωχεία»,  σιωπή καί  συχία

 κατά Θεόν πτωχεία εναι  κούσια ποποίηση τν λικν γαθν καί λων γενικά τν κτήσεων, τν δικαιωμάτων καί τν σχέσεων το νθρώπου μέ ατά. Κι’ ατό γιατί, ταν  νθρωπος πορρίψει κάθε σχέση μέ τά λικά γαθά καί μέ τό κοσμικό, γενικά, φρόνημα, «τό φρόνημα τς σαρκός», πως τό ποκαλε χαρακτηριστικά  πόστολος, τότε λαχιστοποιονται  καί συχνά, μηδενίζονται τά ατια τς λύπης.

 Μέγας Βασίλειος λέει ξεκάθαρα τι  σιωπή,  «κατά Θεόν πτωχεία» καί  συχία εναι παράγοντες δημιουργίας τς «πτωχείας το πνεύματος». Γιατί  νθρωπος, σβήνοντας κάθε σχέση του μέ τά γαθά καί τό φρόνημα το κόσμου τούτου, λαφρύνεται καί καθαρίζεται πό τά πάθη καί μοιάζει μέ γραφη πλάκα πού εναι καλυμμένη μέ κέρινη πιφάνεια. Σ’ ατή λοιπόν λέει, τήν σόπεδη πλάκα πάρχει δυνατότητα νά γγραφον καθαρά καί νά παραμείνουν νόθευτα τά Θεα δόγματα, παλλαγμένα πό τίς μπαθες πηρροές καί τίς διαστρεβλωμένες μαρτωλές προσμίξεις τους.

Παρομοιάζει μάλιστα  γιος εράρχης τή λύπη καί τά λλα πάθη μέ γρια θηρία. Καί, πως λέει, τά θηρία, ταν παγώσουν, δυνατον πλέον νά χουν τήν πιθετική δύναμή τους νεργή, τσι καί  λύπη χάνει τή σφοδρότητα καί τήν καυστικότητά της, ταν ατή δέν συντηρηθε μέ τό α-σθημα σφάλειας πού πηγάζει πό τήν κτήση τν γαθν. τσι, μπορε κανείς νά τήν πεβε πιό εκολα, γιατί ατή χάνει τή βαρύτητα καί τή σημασία της καί γίνεται πλέον «εκαταγώστη».

Ο γιοι Πατέρες σημειώνουν διαίτερα τό θέμα τς «κατά Θεόν» σιωπς καί συχίας, ς παράγοντα σχυρό καί ς προϋπόθεση γιά τήν πόκτηση τς πνευματικς λευθερίας το νθρώπου πό τά πάθη, καθώς καί γιά τήν τοιμασία τς ψυχς νά δεχθε τό μήνυμα τς Εαγγελικς ερήνης καί τς χαρς.

 πτωχεία καί  κτημοσύνη εναι πίσης δοί πού διευκολύνουν τή μετάνοια τς ψυχς καί τήν λευθερία της πό τήν «προσπάθεια» πού χει πρός τήν κτίση καί τά φήμερα γαθά της. Κι ατό, γιατί δέν εναι λοι ο νθρωποι σέ θέση νά διαχειρίζονται τά γαθά, τίς σχέσεις καί τά χαρίσματά τους παθς, πράγμα πού σημαίνει τι  στέρησή τους ποτελε πηγή καί τροφοδότιδα τς λύπης καί τς θυμίας.

 ντίδραση πού πέδειξε  πλούσιος νέος το Εαγγελίου στήν πόδειξη πού το γινε πό τόν ησο Χριστό, πιβεβαιώνει τήν λήθεια το πράγματος.  νέος ατός εχε λκυσθε πό τό Πρόσωπο το Κυρίου καί τό κήρυγμά Του γιά τή Βασιλεία το Θεοστε πιθύμησε νά ποκτήσει τήν τελειότητα τν «τέκνων το Θεο». ταν μως κουσε τι,  ποποίηση τν γαθν του ταν προϋπόθεση τς ποκτήσεως τς λευθερίας του, στε νά μπορέσει πρόσκοπτα νά κολουθήσει τόν Χριστό, «φυγε σκυθρωπός». Καί ρμηνεύοντας  ερός Εαγγελιστής τήν περίεργη ατή στάση το νέου, λέει: Συμπεριφέρθηκε τσι, «γιατί εχε κτήματα πολλά».

ζ)  ξαγόρευση τν λογισμν

 πόλεμος μέ τούς λογισμούς εναι φανής καί πώδυνη μορφή το πνευματικο γώνα, λλά καί πλέον σημαντική καί ποφασιστική κίνηση γιά τήν παλλαγή το νθρώπου πό τά πάθη καί τήν ποφυγή τς μαρτίας.

Τό πεδίο μάχης μέ τούς λογισμούς, λλά καί τό δαφος στό ποο ατοί γεννιονται καί ναπτύσσονται εναι  καρδιά το νθρώπου. Ο γιοι Πατέρες μας διδάσκουν τι ο πιθέσεις τν λογισμν μπορον εκολα νά ναχαιτισθον, παραμένοντας μόνο στό στάδιο τς προσβολς, ν γωνιστής το πνεύματος δέν τούς δεχθε καί, πολύ περισσότερο, ν, μέ σθένος, τούς ντικρούσει.

Ατό μως παιτε μεγάλη πείρα καί σχυρή θέληση. λλά, πειδή  ντίδραση κ μέρους κείνου πού πλήττεται πό ατούς, δέν εναι σθεναρή καί γκαιρη, ο λογισμοί εσέρχονται στήν ψυχή, βρίσκοντας πρόσφορο δαφος καί κλεκτούς συνεργούς, τά πάθη το νθρώπου καί μάλιστα, τήν περηφάνεια. τσι  νθρωπος στερεται τή Χάρη το Θεο, βυθίζεται στό σκοτάδι τς λύπης καί συχνά, καταλαμβάνεται καί πό τόν βρόγχο τς πελπισίας. Γιατί, καθώς λέει  γιος Σιλουανός, μπορε κανείς νά χάσει τή Χάρη καί πό ναν κακό λογισμό. Γιατί, μέ τόν κακό λογισμό εσέρχεται στήν ψυχή μιά χθρική δύναμη καί τότε  νος σκοτίζεται καί βασανίζεται πό κακές σκέψεις. Γι’ ατό, μάθε, λέει, νά σταματς μέσως τούς λογισμούς. ν, μως, ξεχάσεις καί δέν τούς διώξεις μέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια.

Ο λογισμοί μπορε νά εναι πονηροί, βλάσφημοι καί νά ποκινον τό νθρωπο σέ πιστία πρός τόν Θεό καί διαίτερα, πρός τό Πρόσωπο το Σαρκωθέντος Θεο-Λόγου, το ησο Χριστοπό ατούς, συνεχίζει  γιος Σιλουανός, ο πονηροί κυρίως, λογισμοί γεννιονται πό τήν περηφάνεια τς ψυχς καί πλήττουν διαίτερα ατόν,  ποος σχολεται μέ τή ζωή το λλου.

 νθρωπος μως, ν, πολλές φορές, δέν φαίνεται νά νοχλεται πό τούς κακούς λογισμούς, νά διαφορε –ντίθετα, συλλαμβάνεται συχνά νά νοίγει διάλογο νισο καί πιζήμιο μαζί τους– ντούτοις, ασθάνεται μεγάλη δυσκολία νά τούς ποκαλύψει καί νά τούς κθέσει σέ κάποιον μεγαλύτερο καί μπειρότερο στόν πνευματικό γώνα, νθρωπο.

λλά κάνοντας τσι, παραμένοντας δηλαδή, κανείς νενεργός, σέ ράθυμη καί ναποφάσιστη κατάσταση, χάνει τή δύναμη καί, κατά συνέπεια, τή δυνατότητα νά τούς ντικρούσει εστοχα, στε νά παλλαγε πό τή θανατηφόρα πίδραση καί φορτικότητά τους.

 μπειρία τν γίων Πατέρων μως, καί μάλιστα τν Νηπτικν, μς πογραμμίζει τι  ποκάλυψη «τν κρυφίων» το νθρώπου εναι παραίτητη προϋπόθεση τς λευθερίας του καί μάλιστα, γιά τόν εχαρη καί ερηνικό βίο, καί τήν σκηση τς προσευχς.

 ββς σαΐας πιμένει τι πρέπει κανείς νά ναφέρει στούς μπειρότερους περί τά πνευματικά, χι μόνο τούς κακούς, λλά καί τούς καλούς λογισμούς. Κι’ ατό, γιατί πολλές φορές, ο καλοί λογισμοί εναι «προβατόσχημοι». Κρύβουν δηλαδή, μέσα τους περήφανα βιώματα, καλλιεργον «περόπτη νο» καί τελικά δηγον τόν νθρωπο σέ πλθος διεξόδων καί βυσσο πελπισίας.

 νθρωπος, βέβαια, μπροστά στή δυσκολία του νά ποκαλύψει τούς λογισμούς του, προφασίζεται, συχνά, τι  διος χει τή δύναμη καί τήν παιτούμενη γνώση καί μπειρία, στε νά τούς ντιμετωπίσει μόνος του, χωρίς λλη βοήθεια καί συμπαράσταση. λλοτε πάλι, σχυρίζεται τι δέν χει συναντήσει κάποιον μπειρότερο καί παλαίμαχο στόν πνευματικό γώνα, κατά τν πονηρν λογισμν, νθρωπο, στε νά τόν μπιστευθε καί νά κολουθήσει μέ σιγουριά τίς συμβουλές του.

 ββς Δωρόθεος, συμβουλεύοντας τά πνευματικά του παιδιά, σχετικά μέ ατό τό θέμα, λέει χαρακτηριστικά τι δέν πρέπει κανείς νά βασίζεται ποτέ στό λογισμό του οτε νά διστάζει, σέ περίπτωση πραγματικς λλειψης δηγο, νά συμβουλεύεται, κόμα καί να μικρό παιδί. Γιατί, Πανάγαθος Θεός, βλέποντας τήν ταπείνωσή του, θά φωτίσει κόμα καί να μικρό παιδί, στε νά τοπαντήσει θεοδίδακτα καί νά τόν κατεθύνειμέ γεροντική σωφροσύνη.

η)  ποδοχή τν κουσίων θλίψεων ς παιδείας το Κυρίου καί  μεταποίησή τους σέ κούσιες.

 κύριος παράγοντας πού προκαλε στόν νθρωπο τή λύπη εναι τά διάφορα ξωτερικά συμβάντα πού συντελονται χωρίς τή δική του θέληση –καί νδεχομένως τή συμμετοχή– καί τά ποα χουν δυσάρεστες πιπτώσεις σ’ ατόν καί στό περιβάλλον του.

Γενεσιουργός ατία τς λύπης εναι πίσης καί σα πλήττουν τόν νθρωπο ς πρόσωπο, ετε ατά ναφέρονται στή σωματική του πόσταση καί κεραιότητα (σθένειες, πτωχεία κτλ.), ετε ατά θίγουν τήν εκόνα καί τήν δέα πού  διος τρέφει γιά τόν αυτό του.

ταν λοιπόν, βρεθε κανείς στό μάτι το κυκλώνα τς λύπης, τότε συνήθως κατευθύνει τά βέλη τν ντιδράσεών του πρός τούς κτός το αυτο του συντελεστές τς δημιουργίας τν δοκήτων πειρασμν του. Ο γιοι Πατέρες μας μως, ο ποοι γνώρισαν, μέ τή Χάρη το γίου Πνεύματος, τά νδότερα το νθρώπινου εναι καί τν κινήσεών του, μς βοηθον, μέ τήν μπειρία καί τό θεοφώτιστο λόγο τους, νά λλάξουμε πτική γωνία. Μς συνιστον δηλαδή, νά στρέψουμε τόν προβολέα μας πρός τόν «σω νθρωπο»,  ποος, ντας δέσμιος τν παθν του, δέν ποψιάζεται τι πάσχει. «Πάσχει», καθώς λέει  γιος Σιλουανός  θωνίτης, «ως του ατός ταπεινωθε».

 γιος Μάρκος  ρημίτης μιλώντας πάνω στό διο θέμα εναι κριβέστερος καί ποκαλυπτικότερος: «Ο διάφορες θλίψεις, λέει, πού βρίσκουν τόν νθρωπο εναι γεννήματα τς κακίας πού  διος χει μέσα του».

Γι’ ατό μς συνιστταν βρισκόμαστε κάτω πό λυπηρές καί δυσάρεστες καταστάσεις, νά μή θεωρομε τούς συνανθρώπους μας ς ατιους τν συμφορν μας, λλά νά πομένουμε. Γιατί ατός  τρόπος τς ντιμετώπισης φανερώνει γνωστικό νθρωπο καί γίνεται ατία καθαρισμο του πό τήν μαρτία. τσι πίσης, παναφέρει κανείς τή «μνήμη το Θεο» στήν καρδιά του. Κι’ ατό γιατί, καθετί δυσάρεστο θλίβει τήν ψυχή «κατά ναλογίαν» τς λήθης το Θεο, τς διάσπασης το νο καί το διασκορπισμο του ες «χώραν μακράν.

Εναι μοναδικς σημασίας  λόγος το γίου Μάρκου,  ποος, ς μπειρος καί γνωστικός πνευματικός δηγός, ποφθέγγεται, λέγοντας τι κάθε κούσια θλίψη χει τήν ατία της σέ κάποια λλη, κούσια πτώση. Γιατί, σύμφωνα μέ τό λόγο τς γίας Γραφς, συνεχίζει  σιος, κανένας δέν εναι χθρός το νθρώπου, πως εναι ατός  διος γιά τόν αυτό του.

ς κούσιο θεωρε  γία Γραφή τό λογισμό καί ς κούσιο τό δυσάρεστο γεγονός πού πακολούθησε. Γιατί,  Θεός πιτρέπει στε νά πλήξουν τόν νθρωπο ο κούσιες θλίψεις, μέ τή μορφή κούσιων συμβάντων. Κι ατό το συμβαίνει ξαιτίας τς παράβασης τν ντολν το Θεο, τίς ποες  νθρωπος κουσίως καταπάτησε.

Ατός, συμπληρώνει  σιος, εναι  πνευματικός νόμος. νάλογα μέ τό βαθμό τς κούσιας κακίας εναι καί τό μέγεθος τς κούσιας καρποφορίας. Ατή, βέβαια, τήν δυνηρή συνέπεια δέν μπορεκανένας νά τήν ποφύγει, παρά μονάχα, μέ τή βοήθεια τς προσευχς καί τς μετάνοιας.

ν ντικρούσει  νθρωπος τά θλιβερά καί τούς πειρασμούς πού τόν βρίσκουν, κτός προσευχς καί πομονς, τότε χι μόνο ατά δέν ποχωρον, λλά πιτίθενται σφοδρότερα καί δυνηρότερα. πιστός, λοιπόν, κάνοντας τόν πνευματικό γώνα του, θά πρέπει πάντα νά θυμται τι μέσα στίς κούσιες θλίψεις πού δέχεται, βρίσκεται κρυμμένο μέ τρόπο δηλο καί θαυμαστό τό λεος το Θεο. Ατό δηγε τόν νθρωπο σέ μετάνοια καί «ες νομάς αωνίους».

Μεταξύ κουσίων καί κουσίων θλίψεων, δέν πάρχει σφαλς, καμιά σύνδεση καί λληλουχία, ς πρός τό εδος καί τό χρόνο πού ατές συντελέσθηκαν, λλά συμβαίνουν σύμφωνα μέ τή φιλάνθρωπη λειτουργία το νόμου τς δικαιοσύνης το Θεο.

ν λοιπόν μέ ατά τά δεδομένα σκέπτεται καί λειτουργε  νθρωπος, δέν θά τρέφει βιώματα ναξιοπαθοντα, οτε θά πέφτει στούς βρόγχους τς λύπης, λλά θά ξιοποιε προσευχητικά τά κούσια θλιβερά γεγονότα τς ζως του κατά τρόπο θετικό, δηλαδή, μέ ταπείνωση, ατογνωσία καί πομονή.

νεργώντας τσι, δέν θά κτεθε στόν κίνδυνο τς κατάρρευσης, λλά θά ποδέχεται καθετί εχαριστιακά. Καί ατό σημαίνει τι καθετί λυπηρό θά γίνεται σ’ ατόν δάσκαλος Θεογνωσίας καί ναυσμα γιά τήν προσπάθεια τς κάθαρσής του πό τίς «ν πιγνώσει»  «ν γνοί» μαρτίες του.

Ο κούσιες θλίψεις, τελικά, δέν παράγουν τό δηλητήριο τς λύπης καί τς θυμίας, λλά εναι εεργέτιδες καί διάκονοι στήν ργασία το νθρώπου γιά τήν κάθαρση τς ψυχς πό τά τερατώδη πάθη. Γιατί  δός πού ποδεικνύουν ο κούσιες θλίψεις διασώζει, διά τς συνεχος μετανοίας, τή σωστή σχέση το νθρώπου μέ τόν Θεό καί τόν δελφό, τόν ποο δέν δακτυλοδεικτον ς πεύθυνο τν συμφορν του, λλά τόν ποδέχονται, ς καθρέπτη τς μαρτωλότητας καί τς δικς του μπάθειας.

Τότε μόνο δέν θά δεχόμαστε τούς κεραυνούς τς κούσιας λύπης, ταν μέ τή ζωή καί τά βιώματά μας δέν θλίβουμε κανένα, δηλαδή ταν δέν λυπομε τό Πνεμα τό γιο, μέ τό ποο χουμε σφραγισθε, γιά νά δηγηθομε στή σωτηρία.


Από τό βιβλίο: δή στό φήμερο  λύπη κατά τούς Πατέρες

κδόσεις “ΕΟΙΜΑΣΙΑ” ερς Μονς Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Πηγή: