Μητροπολίτη Ἀντωνίου τοῦ Σουρόζ
Ἦρθε μία μέρα νά μέ δεῖ κάποιος, ἕνας ἄνθρωπος πού ἔψαχνε νά βρεῖ τόν Θεό ἐπί χρόνια. Μοῦ εἶπε κλαίγοντας:
- Πάτερ, δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς τόν Θεό. Δεῖξε μου τόν Θεό!
Τοῦ ἀπάντησα πώς δέν ἤμουν σέ θέση νά τοῦ Τόν δείξω, ὅμως δέ νομίζω πώς κι ὁ ἴδιος ἦταν σέ κατάσταση νά Τόν βρεῖ ἔτσι κι ἀλλιῶς. Ἀπορημένος μέ ρώτησε γιατί. Καί τότε ἐγώ τοῦ ἔθεσα ἕνα ἐρώτημα πού συχνά θέτω σ’ ὅσους ἔρχονται νά μέ συμβουλευτοῦν:
- Ὑπάρχει κάποιο χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού μιλάει στήν καρδιά σου – το πιό πολύτιμο χωρίο πού ἔχεις βρεῖ;
- Ναί - μου ἀπάντησε -, ἡ ἱστορία τῆς πόρνης στό ὄγδοο κεφάλαιο τοῦ Ἰωάννη.
Τόν ξαναρώτησα:
- Ποῦ τοποθετεῖς τόν ἑαυτό σου σ’ αὐτή τήν ἱστορία; Αἰσθάνεσαι σάν νά εἶσαι ἡ γυναίκα πού ἔχει συνειδητοποιήσει τό ἁμάρτημά της καί βρίσκεται ἐνώπιον τῆς κρίσεως τῶν ἀνθρώπων, ἐν γνώσει της ὅτι ἡ κρίση τους θά εἶναι ζήτημα ζωῆς καί θανάτου γι’ αὐτήν; Ἤ ταυτίζεσαι μέ τό Χριστό πού τά καταλαβαίνει ὅλα καί θά τή συγχωρήσει, δίνοντάς της ἔτσι τήν εὐκαιρία νά ζήσει ἀπό δῶ καί μπρός μία νέα ζωή; Ἤ σάν τούς ἀποστόλους, περιμένεις καί ἐλπίζεις σέ κάποια ἀπάντηση πού θά εἶναι ἀπαλλακτική; Μήπως εἶσαι ἕνας ἀπό τό πλῆθος, ἕνας ἀπό τούς γέροντες πού γνώριζαν ὅτι οἱ ἴδιοι δέν ἦταν ἀναμάρτητοι, καί γι’ αὐτό ἀποσύρθηκαν πρῶτοι ἀπό τό λιθοβολισμό; Ἤ ἀπό τούς νεότερους πού κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ὅτι κι αὐτοί δέν ἦταν ἀναμάρτητοι καί πέταξαν κατά μέρος τίς πέτρες τοῦ λιθοβολισμοῦ; Ἐσύ μέ ποιόν ταυτίζεσαι μέσα σ’ αὐτή τή δραματική σκηνή;
Σκέφτηκε γιά λίγο καί μετά μοῦ ἀπάντησε:
- Εἶμαι ὁ μόνος Ἰουδαῖος πού δέ θά ἔφευγα χωρίς νά λιθοβολήσω τή γυναίκα.
- Νά, λοιπόν, τοῦ εἶπα, ἔχεις τήν ἀπάντησή σου. Δέν μπορεῖς νά δεῖς τόν Θεό, ὁ ὁποῖος γιά σένα εἶναι ἕνας τέλειος ἄγνωστος.