Μια δεύτερη ομοιότητα με τους ιστορικούς ολοκληρωτισμούς προκύπτει άμεσα από την προηγούμενη, με την έννοια ότι η επιμονή της πίστης στο ιδεώδες έχει ως αποτέλεσμα μια αξιοσημείωτη ικανότητα αρνητισμού μπροστά σε προφανείς εκτροπές. Αυτό συνέβη με την άρνηση να ανοίξει κανείς τα μάτια του μπροστά στην Τρομοκρατία της μετεπαναστατικής Γαλλίας, ή μπροστά στις αυθαίρετες εκτελέσεις, τις μαζικές εξορίες ή τον οργανωμένο λιμό στη Σοβιετική Ένωση, είτε μπροστά στην καταστροφή ενός χιλιόχρονου πολιτισμού και τα μαοϊκά στρατόπεδα αναμόρφωσης· γιατί πώς μπορεί κανείς να παραδεχτεί, χωρίς να χάσει όλες τις αυταπάτες του, ότι είναι δυνατόν μια επαναστατική ουτοπία να μεταλλαχθεί σε ένα καθεστώς που σφαγιάζει τις ίδιες τις αρχές του; Άρνηση, απόρριψη ή –ακόμα χειρότερα– αποσιώπηση ενός προβλήματος που αποφεύγουμε εντέχνως να αναγνωρίσουμε, είτε από φόβο είτε υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντά μας. Δυστυχώς, δεν συνιστά προσβολή για τους σημερινούς πανεπιστημιακούς το γεγονός ότι αγνοούν αυτό που υπήρξε, πριν από ογδόντα χρόνια, ο λυσενκισμός στην ιστορία της βιολογίας, με την επιδίωξη των σοβιετικών αρχών να επιβάλουν μια ιδεολογική και απόλυτα νοθευμένη αντίληψη της επιστημονικής αλήθειας. Φαίνεται, ωστόσο, πως δεν έχουμε αποκτήσει ανοσία απέναντι στην αναβίωση τέτοιου τύπου παραλογισμών, καθώς διαπιστώνουμε κάποιες χονδροειδείς επιθέσεις εναντίον της ακαδημαϊκής ελευθερίας, με την προσπάθεια να επιβληθούν στα αμφιθέατρα ιδεολογικά δόγματα. Δυστυχώς, η πραγματικότητα του γουοκισμού δικαιώνει τον Τζωρτζ Όργουελ όταν υποστήριζε πως «οι διανοούμενοι ρέπουν προς τον ολοκληρωτισμό πολύ περισσότερο από ό,τι οι απλοί άνθρωποι».
Ένα τρίτο κοινό σημείο μεταξύ γουοκισμού και ολοκληρωτισμού είναι η ικανότητα να προφέρονται με αυτοπεποίθηση αναλήθειες, ως άμεση συνέπεια της αδιαφορίας για την αλήθεια, όπως επισημάναμε αναφορικά με τον ιδεολογισμό. Θα δώσουμε μόνο ένα παράδειγμα για να μην επιβαρύνουμε και άλλο το κείμενο: στη μπροσούρα του για την υπεράσπιση του γουοκισμού, ο Φρανσουά Κυσέ υποστηρίζει πως το κίνημα Ρεπουμπλικανική Άνοιξη[3] «δημιουργήθηκε στη Γαλλία σε αντιπαράθεση με τον νόμο Γάμος για όλους[4]». Ωστόσο, ο νόμος για τον γάμο ψηφίστηκε το 2013, ενώ το κίνημα Ρεπουμπλικανική Άνοιξη ιδρύθηκε το 2016, ως αντίδραση στην άνοδο του ισλαμισμού, και συγκεκριμένα μετά τις επιθέσεις του 2015. Εδώ, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια τυπική σταλινική χειραγώγηση: διατυπώνουμε ένα ψεύδος ικανό να αμαυρώσει τον αντίπαλο, τον οποίο ταυτίζουμε με ένα στρατόπεδο (τη Δεξιά) που θεωρείται αποσυνάγωγο.
Μια άλλη μέθοδος κοινή στον γουοκισμό και τον σταλινισμό είναι η νοσηρή αντιστροφή, παραδείγματα της οποίας είδαμε με τις «στρεβλές αναστροφές» που χαρακτηρίζουν τον ιδεολογισμό. Ο Όργουελ είχε αναδείξει κάποια ρητορικά τεχνάσματα με τα οποία όποιος ασκούσε κριτική στο σοβιετικό καθεστώς στο όνομα της ελευθερίας κατηγορούνταν ότι δεν έκανε τίποτε άλλο από το να συγκαλύπτει την πραγματική του φύση ως «υπηρέτης του μεγάλου κεφαλαίου». Στο ίδιο πνεύμα, οι υπερασπιστές της αυτονομίας της επιστήμης κατηγορούνται σήμερα ότι «παίζουν το παιγνίδι της άκρας δεξιάς» και οι οπαδοί της κοσμικότητας ότι είναι «ισλαμοφοβικοί». Παρομοίως και οι «σταυροφόροι» του αντιγουοκισμού, με το να κατηγορούν την ιδεολογία της αφύπνισης ότι επιβάλλει το ταυτοτικό ζήτημα «ενάντια στην καλή οικουμενικότητα», δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να «αποκρύπτουν το ταυτοτικό κίνητρο» της δικής τους λογικής «που είναι, στην καλύτερη περίπτωση, δυτική και ευρωκεντρική και, στη χειρότερη, εθνική και ρατσιστική[5]»: με λίγα λόγια, ένοχος είναι αυτός που επισημαίνει το πρόβλημα, μια και η οικουμενικότητα δεν μπορεί παρά να είναι κοινοτιστική, η οποία, από την πλευρά των αντιγουοκιστών, θα είναι υποχρεωτικά ένας ακροδεξιός ταυτοτισμός.
Η ολοκληρωτική νοοτροπία μπορεί επίσης να αναγνωριστεί από την ικανότητά της στην υπερβολή: άλλοτε, όλοι οι Εβραίοι ήταν εκμεταλλευτικά αρπακτικά, όλοι οι Δυτικοί ήταν καπιταλιστές, και όλοι οι διανοούμενοι ήταν εχθροί του Λαού, και έπρεπε να αναμορφωθούν. Σήμερα, ο ρατσισμός δεν χαρακτηρίζει κάποια άτομα αλλά το ίδιο το κράτος που τον μεταβάλλει σε «συστημική» αρχή. Άλλωστε, όπως είδαμε, «όλα είναι πολιτική» (άρα όλα μπορούν να ελέγχονται από τους θεματοφύλακες της νέας ηθικής), χωρίς να υπολογίζουμε ότι «όλα είναι κοινωνικές κατασκευές», επομένως μπορούν και να αποδομούνται κατά το δοκούν· πρόκειται για την ύβρη[6] της παντοδυναμίας του υποκειμένου, το οποίο δεν μπορεί να περιορίζεται από καμία κοινωνική, βιολογική ή υλική πραγματικότητα: το παιδί-βασιλιάς, δυστυχώς, ενηλικιώθηκε (έτσι νομίζει, βέβαια).
Από τη ροπή στην υπερβολή προκύπτει επίσης η τάση στην απολυτοποίηση: μετριοπάθεια και αποχρώσεις δεν έχουν θέση στην ολοκληρωτική νοοτροπία, η οποία προωθεί μια αταλάντευτη προσήλωση σε σκοπούς που έχουν εγκριθεί και έχουν αναχθεί σε ιερά ιδεώδη τα οποία κανοναρχεί αδιαλείπτως μια κατήχηση που έχει αποκλείσει κάθε σχετικοποίηση, κάθε αμφισβήτηση. Ο Ρεϊμόν Αρόν το επεσήμαινε ήδη από τη δεκαετία του 1950, σε σχέση με την κυριαρχία του μαρξισμού στα πανεπιστήμια: «Προσπαθώντας να ερμηνεύσω τη στάση των διανοουμένων, που είναι αμείλικτοι απέναντι στις ανεπάρκειες των δημοκρατιών και επιεικείς απέναντι στα μεγαλύτερα εγκλήματα, αρκεί να διαπράττονται στο όνομα αγαθών θεωριών, προσέκρουσα κατ’ αρχάς στις ιερές λέξεις: Αριστερά, Επανάσταση, προλεταριάτο[7]». Σήμερα, ο καθαγιασμός των σκοπών περνάει μέσα από άλλες «ιερές λέξεις» («κοινωνικό φύλο», «αποαποικιοποίηση», «διατομεακότητα», «φυλετικοποίηση»), αλλά η ουσία παραμένει πάντα η ίδια.
Από την υπερβολή στην ιεροποίηση, εύκολα περνάει κανείς, τελικά, στον ριζοσπαστισμό –αυτή την εξεζητημένη μορφή ανοησίας– ο οποίος μοιραία γοητεύει: τίποτα δεν συγκλονίζει τόσο όσο μια ριζοσπαστική πρόταση, διότι ο εξτρεμισμός εντυπωσιάζει πάντα περισσότερο από τη μετριοπάθεια. Αυτό είναι ακόμα πιο προφανές στην πολύ ιδιαίτερη «οικονομία της προσοχής», που έχουν δημιουργήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου πρέπει κανείς να σπρώχνει τα πράγματα στα άκρα προκειμένου να ακουστεί. Έτσι ευνοούνται αυτομάτως οι τοποθετήσεις που ανήκουν σε αυτό που ο Μαξ Βέμπερ ονόμαζε «ηθική της πεποίθησης» σε αντίθεση με την «ηθική της ευθύνης»: η πρώτη τείνει να επιβεβαιώνει επιτακτικά τη σχέση του υποκειμένου με αξίες, προκρίνοντας την αλήθεια και την αυθεντικότητα του συναισθήματος· η δεύτερη μεριμνά πρωτίστως για τους επιδιωκόμενους στόχους, τα μέσα που εφαρμόζονται και τις συνέπειες των πράξεων, προκρίνοντας τον πραγματισμό και τον ορθολογισμό. Στηριζόμενος στη θυματοποίηση και την αγανάκτηση, ο γουοκισμός ευνοεί υποχρεωτικά λόγια που αρμόζουν στην ηθική της πεποίθησης, πράγμα που δεν είναι κακό καθαυτό αλλά έχει μεγάλες πιθανότητες να προσελκύσει πρωτίστως τα ευάλωτα πνεύματα, προνομιακούς αποδέκτες της ολοκληρωτικής νοοτροπίας. Έτσι επιβάλλεται στον δημόσιο χώρο ένα «ριζοσπαστικό φαίνεσθαι» το οποίο, όπως γράφει και πάλι ο Ταγκιέφ, «δεν κάνει κακό σε κανέναν αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει έναν αέρα διανοητικής ελευθερίας στα πιο κομφορμιστικά μυαλά».
Ιδού, λοιπόν, πώς ο πολυπολιτισμός διολίσθησε προς τον κοινοτιστικό ταυτοτισμό και πώς ο τελευταίος μετατρέπεται, μπροστά στα μάτια μας, σε ολοκληρωτισμό. Άγριες πρακτικές λογοκρισίας επιβάλλονται από μικρο-συλλογικότητες που αυτοεξουσιοδοτούνται, αψηφώντας τον νόμο, ενώ η πολιτικοποίηση προς όλα τα αζιμούθια μεταμορφώνει τους ακτιβιστές σε νομοθέτες και δικαστές, στο όνομα του «όλα είναι πολιτική», ρήση τόσο αγαπητή στις φασιστικές πολιτοφυλακές, τους σταλινικούς απαράτσνικους και τους αριστεριστές κληρονόμους τους. Και όπως συμβαίνει σε κάθε ολοκληρωτική ατμόσφαιρα, ο φόβος βασιλεύει, κυρίαρχος, τόσο στις πανεπιστημιουπόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και στα γραφεία των προέδρων των γαλλικών πανεπιστημίων.
1] Hannah Arendt, Le Système totalitaire [1951], Seuil, 1972 (Ελληνική έκδοση: Το ολοκληρωτικό σύστημα, εκδ. Ευρύαλος, 1988 – σ.τ.μ.).
[2] «Comment l’idéologie affecte-t‑elle les mathématiques ?» (Πώς η ιδεολογία επηρεάζει τα μαθηματικά;), ό.π., σ. 366.
[3] Γαλλική πολιτική κίνηση. Ιδρύθηκε τον Μάρτιο 2016 και έχει στόχο την πάλη «ενάντια στην άκρα δεξιά, όπως το πολιτικό ισλάμ» και την υπεράσπιση της κοσμικότητας «που αμφισβητείται από παντού». ΟΙ ιδρυτές της προέρχονται από την Αριστερά αλλά σήμερα αρνούνται τον διαχωρισμό αριστερά-δεξιά και υπερασπίζονται την κοσμικότητα και τον «ρεπουμπλικανισμό απέναντι στην ταυτοτική και κοινοτιστική περιχαράκωση» (σ.τ.μ).
[4] F. Cusset, La Haine de l’émancipation, ό.π., σ. 15.
[5] Στο ίδιο, σ. 36.
[6] Ελληνικά στο κείμενο (σ.τ.μ.).
[7] Raymond Aron, L‘Opium des intellectuels (Το όπιο των διανοουμένων), εκδ. Calmann-Lévy, 1955, σ. 7.