οἱ ἴδιες λέξεις ἄλλοτε εἶνε κατάκρισι καὶ ἄλλοτε εἶνε ἁπλῶς ἔλεγχος.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου Θεολόγου Νικολάου Σωτηροπούλου “Ἐπιτρέπεται νὰ κρίνωμε;”
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ χριστιανικὴ ἠθική, ἐὰν κάποιος εἶνε ὑπερήφανος καὶ ἔχῃ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐὰν δὲν ἔχῃ συναίσθησι τῆς δικῆς του ἁμαρτωλότητος, αὐτὸς δὲν νομιμοποιεῖται νὰ κρίνῃ τοὺς ἄλλους. Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶνε γεμάτος ἀπὸ πληγές, εἶνε ἀμετανόητος, ἀδιόρθωτος, ἀσεβής, ἐμπαίκτης, θεομπαίκτης, ὑποκριτής, ὅπως λέγει ἐδῶ ὁ Κύριος, ἀσφαλῶς εἶνε ὑποκρισία αὐτὸς νὰ θέλῃ νὰ διορθώσῃ τοὺς ἄλλους.
Ἐὰν ὅμως καὶ αὐτὸς μετανοήσῃ, -διότι ἔχουμε στὴν Ἱστορία μεγάλους ἁμαρτωλοὺς ποὺ μετενόησαν, ὅπως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ὁ μετέπειτα Ἐπίσκοπος Ἰππῶνος-, ἐὰν μετανοήσῃ, ἐὰν βγάλῃ τὸ δοκάρι ἀπὸ τὸ μάτι του καὶ γίνῃ προσεκτικὸς καὶ ταπεινὸς στὴ ζωή του καὶ ἀποκτήσῃ πνεῦμα Θεοῦ, τότε μπορεῖ νὰ διορθώση καὶ ἄλλους.
Ὁ Χριστὸς ἀπαγορεύει τὴν κατάκρισι. Τί εἶπε καὶ στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία; «Ὃς δ’ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, Ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ, Μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» (Ματθ. 5:22). Ὅποιος θὰ εἰπῇ στὸν ἀδελφό του «Ἀνόητε», νὰ παραπεμφθῇ ὡς ἔνοχος στὸ συνέδριο (στὸ μεγάλο δικαστήριο). Ὅποιος πάλι θὰ εἰπῇ «Ἠλίθιε», νὰ παραπεμφθῆ ὡς ἔνοχος στὴ γέεννα τοῦ πυρός (στὴν Κόλασι). Ἡ λέξι «ρακά» σημαίνει «κενός», «κούφιος», «ἄμυαλος», «ἠλίθιος», «ἀνόητος». Ὅ,τι σημαίνει καὶ ἡ λέξι «μωρός». Ὅποιος λοιπὸν θὰ εἰπῇ στὸν ἀδελφό του «ρακά» ἢ «μωρέ», αὐτὸς κατακρίνει καὶ θὰ εἶνε ἔνοχος στὴν κρίσι, θὰ κολασθῇ…
Ἀλλ’ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἀπαγορεύει νὰ κατακρίνωμε, πῶς χαρακτηρίζει τοὺς Φαρισαίους; Τοὺς χαρακτηρίζει ὡς ἑξῆς: «Μωροὶ καὶ τυφλοί!» (Ματθ. 23:17). Καὶ στοὺς δύο μαθητάς, ποὺ πήγαιναν πρὸς Ἐμμαούς, εἶπε: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ!» (Λουκ. 24:25). Ἐπίσης, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε στοὺς Γαλάτες: «Ὦ ἀνόητοι Γαλάται» (Γαλ. 3:1). Τί συμβαίνει λοιπόν; Γιατί οἱ ἴδιες ἀκριβῶς λέξεις στὴν πρώτη περίπτωσι συνιστοῦν κατάκρισι καὶ ἐπιφέρουν ὀργὴ Θεοῦ, ἐνῷ στὴ δεύτερη περίπτωσι ἐπιτρέπονται;
Ἀδελφοί μου, ὅταν ὁ Χριστὸς ἔλεγε, ὅτι ὅποιος θὰ εἰπῇ στὸν ἄλλο «ρακά» ἢ «μωρέ» θὰ τιμωρηθῇ, ἐννοοῦσε, ὅτι ὅποιος θὰ εἰπῇ στὸν ἀδελφό του αὐτὰ τὰ λόγια μὲ ἐμπάθεια, μὲ κακία, μὲ μῖσος, αὐτὸ τότε εἶνε κατάκρισι καὶ τιμωρεῖται. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ἀπὸ ἐμπάθεια στοὺς Φαρισαίους «Μωροὶ καὶ τυφλοί», καὶ στοὺς δύο μαθητὰς πρὸς Ἐμμαοὺς «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ». Οὔτε ὁ Παῦλος εἶπε ἀπὸ ἐμπάθεια «Ὦ ἀνόητοι Γαλάται». Καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Παῦλος μίλησαν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο γιὰ νὰ δημιουργήσουν ἕνα ψυχικὸ σεισμὸ στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς φέρουν σὲ συναίσθησι τοῦ ἁμαρτήματός τους καὶ σὲ μετάνοια.
Βλέπετε, λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅτι οἱ ἴδιες λέξεις ἄλλοτε εἶνε κατάκρισι καὶ ἄλλοτε εἶνε ἁπλῶς ἔλεγχος. Κατάκρισι, ποὺ εἶνε θανάσιμο ἁμάρτημα καὶ παραπέμπει σὲ αἰώνια κόλασι. Ἔλεγχος, ποὺ εἶνε χριστιανικὸ καθῆκον καὶ ἄξιος ἐπαίνου.
Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ξεκαθαρίζωνται τὰ πράγματα καὶ νὰ μὴν ἔρχωνται αὐτοί, οἱ ὁποῖοι δὲν διαβάζουν τὶς Γραφές, δὲν γνωρίζουν Θεολογία ἢ ἔχουν συγκεχυμένες θεολογικὲς γνώσεις, καὶ μᾶς κλονίζουν. Εἶνε ντροπὴ νὰ κλονιζώμεθα, καὶ μάλιστα ἐπάνω σὲ βασικὰ θέματα τῆς Πίστεως.