Ο ομολογητής που βασανίστηκε από τον πατέρα του και μετά τον έκανε χριστιανό!

Έργο του Γιώργου Κόρδη.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Τη αυτή ημέρα μνήμη Ομολογητού τινος Ανωμύμου εκ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του μακαρίου Θεοδωρήτου. Τιμάται στις 31 Οκτωβρίου.

 

Ο Άγιος ούτος ήκμασε [έζησε] κατά τους χρόνους Ιουλιανού του Παραβάτου εν έτει τξα’ (361), υιός ων ιερέως τινός των ειδώλων και εν δυσσεβεία ανατραφείς. Όταν δε ήτο νέος κατά την ηλικίαν, τότε ενεκολπώθη την ευσέβειαν [πίστεψε στον Χριστό] κατά τον ακόλουθον τρόπον.

Γυνή τις ονομαστή κατά την ευσέβειαν και Διάκονος κατά το αξίωμα, ήτο φίλη της μητρός του Αγίου τούτου· οσάκις δε η τούτου μήτηρ επορεύετο με τον μικρόν όντα υιόν της εις την ευσεβή εκείνην γυναίκα, εχαιρέτα εκείνη τόσον την μητέρα, όσον και τον υιόν και παρεκίνει αυτόν εις την ευσέβειαν και την του Χριστού πίστιν.

Αφ᾽ ου δε η μήτηρ του απέθανε, μετέβαινεν ο νέος εις την ευσεβή Διάκονον και απελάμβανε παρ’ εκείνης την συνήθη διδασκαλίαν. Επειδή δε εδέχθη εις την ψυχήν του τας συμβουλάς της, ηρώτησεν αυτήν με ποίον τρόπον ηδύνατο να φύγη την πλάνην του πατρός του, ειδωλολάτρου όντος, και να απολαύση την παρ’ αυτής κηρυττομένην ευσέβειαν.

Η δε Διάκονος είπε προς αυτόν· «Πρέπει, τέκνον μου, να αποστραφής τον πατέρα σου και να προτιμήσης τον Θεόν, τον δημιουργόν εκείνου και ιδικόν σου, και να υπάγης εις πόλιν τινά, εις την οποίαν ευρισκόμενος δύνασαι να διαφύγης από τας χείρας του δυσσεβούς βασιλέως [του Ιουλιανού του Παραβάτη]».

Υπέσχετο δε η θεοφιλής εκείνη γυνή, ότι αυτή η ιδία θέλει λάβει πρόνοιαν διά τούτο [για να τον φυγαδεύσει]. Ταύτα μετ’ ευλαβείας ακούων ο νέος είπε· «Θέλω έλθει εις σε και θέλω παραδώσει εις τας χείράς σου την ψυχήν μου».

Αφ’ ου λοιπόν παρήλθον ολίγαι ημέραι, ανέβη ο Ιουλιανός εις την εν Αντιοχεία Δάφνην [υπήρχε εκεί ναός του αρχαιοελληνικού θεού Απόλλωνα], ίνα τελέση εορτήν εις τους δαίμονας και κοινήν τράπεζαν, μετ’ αυτού δε ανέβη και ο του νέου τούτου πατήρ, καθό ιερεύς, όστις συνήθιζε να ακολουθή τον βασιλέα, συμπαραλαβών και τον νέον τούτον μεθ’ ενός ετέρου υιού του, επειδή ήσαν νεωκόροι, ήτοι προσμονάριοι του ναού των ειδώλων και ερράντιζον τα φαγητά του βασιλέως.

Επτά δε ημέρας συνήθιζον να πανηγυρίζωσιν εις την Δάφνην. Κατά την πρώτην λοιπόν ημέραν, αφ’ ου παρέστη ο νέος ούτος εις την τράπεζαν του βασιλέως και ερράντισε τα μιαρά φαγητά, γεμίσας αυτά από την ακαθαρσίαν των δαιμόνων, τότε αναχωρήσας δρομαίος από την Δάφνην πορεύεται εις την Αντιόχειαν και ευρίσκει την θαυμασίαν εκείνην Διάκονον και λέγει· «Ιδού ήλθον εις σε, χωρίς να φανώ ψεύστης εις την υπόσχεσίν μου· όθεν συ επιμελήσου τώρα διά την σωτηρίαν της ψυχής μου και της ζωής μου, και τελείωσον την υπόσχεσίν σου».

Παρευθύς λοιπόν ηγέρθη η θεοφιλής εκείνη και λαβούσα μεθ’ εαυτής τον νέον, ωδήγησεν αυτόν προς τον άνθρωπον του Θεού Μελέτιον τον Αντιοχείας, ο οποίος ιδών αυτόν, τω είπε να καθήση κατά το παρόν εντός του εκεί ευρισκομένου οίκου.

Ο δε πατήρ του περιετριγύριζεν εις την Δάφνην ζητών τον υιόν του, μεταβάς δε και εις την Αντιόχειαν, περιήρχετο τους δρόμους και τας στενωπούς, ένθεν κακείθεν περιστρέφων τους οφθαλμούς του, μήπως ίδη κάπου τον ποθούμενον υιόν του.

Φθάσας δε εις τον τόπον εκείνον, ένθα κατώκει ο θείος Μελέτιος και στρέψας άνω τους οφθαλμούς, βλέπει τον υιόν του, όστις έκυπτεν εκ των κιγκλίδων· όθεν τρέξας, έσυρεν αυτόν απ’ εκεί και τον κατεβίβασεν.

Αφού δε έφερεν αυτόν εις τον οίκον του, πρώτον μεν έδειρεν αυτόν δυνατά, έπειτα πυρώσας σουβλία έθηκεν αυτά εις τας χείρας, τους πόδας και τας ωμοπλάτας του υιού του. Ύστερον δε κλείσας αυτόν εντός κοιτώνος [υπνοδωματίου] και κλείθρα [κλειδαριές] έξωθεν θέσας, ανέβη πάλιν εις την Δάφνην.

Προσθέτει δε ενταύθα [εδώ] ο μακάριος Θεοδώρητος, ότι αυτά ήκουσε να τα διηγήται ο ίδιος ο πατήρ του νέου, ο μετά ταύτα πιστεύσας, όστις ήτο γέρων, όταν τα έλεγεν· προσέθετε δε, λέγει, ο γέρων και ταύτα ακόμη.

Ένθους [ένθεος] γενόμενος ο νέος διά τον εγκλεισμόν του και εμπλησθείς θείας Χάριτος, συνέτριψεν όλα τα είδωλα του πατρός του τα εν τω οίκω αυτού ευρισκόμενα, περιεγέλα δε και την ασθένειαν αυτών.

Ύστερον αναλογισθείς [σκεφτόμενος ξανά] τας ευθύνας της τοιαύτης πράξεώς του, ήτοι της συντριβής των ειδώλων, εφοβήθη την έλευσιν [τον ερχομό] του πατρός του· όθεν παρεκάλεσε τον Δεσπότην Χριστόν να νεύση [να συγκατατεθεί], ίνα συντριβώσι [να σπάσουν] τα κλείθρα και ανοιχθώσιν αι θύραι, επειδή, έλεγε, «Διά σε, Κύριε, ταύτα έπαθον και εποίησα».

Άμα δε, τούτο είπεν, έπεσον τα κλείθρα και ήνοιξαν αι θύραι· όθεν ευθύς έδραμεν εις την θεοφιλή διδάσκαλόν του, ήτις ενδύσασα αυτόν γυναικεία φορέματα ετήρησεν [τον κράτησε] εις τον οίκον της έπειτα προσέφερεν αυτόν πάλιν εις τον θείον Μελέτιον.

Ο δε Άγιος Μελέτιος απέστειλεν αυτόν διά νυκτός εις την Παλαιστίνην προς τον Επίσκοπον των Ιεροσολύμων· ήτο δε τότε Ιεροσολύμων ο θείος Κύριλλος.

Αφ’ ου δε απέθανεν ο Ιουλιανός, ωδήγησεν ο νέος ούτος εις την ευσέβειαν και τον πατέρα του, καθώς ο ίδιος ούτος πατήρ του, γέρων ήδη ων, τούτο διηγήθη εις ημάς, φέρων ακόμη εις το σώμά του και τα στίγματα και τα σημεία των πληγών, όσας έλαβε διά την του Χριστού πίστιν.

Ο νέος λοιπόν ούτος και άλλους πολλούς ειδωλολάτρας οδηγήσας εις την της ευσεβείας επίγνωσιν με τους λόγους του και με την ενάρετον πολιτείαν του, απήλθεν εις τας αιωνίους Μονάς.

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Οκτώβριος, τόμος 10ος.